χάλασε ο θερμός σίφων και κάνω τα μπάνια της μαρκησίας. με το κουβαδάκι και νερό απ την κατσαρόλα.
πάλι ήρθε ο Παν με το σέλινο. δεν αλλάζει διατροφή. μια στις τόσες σκάει μύτη.
έχω εγκατεστημένη μια σατιέρα - πόρτα για να μπαινοβγαίνουν οι γάτες - στο τζάμι της κουζίνας. η μαύρη μου η γάτα νεαρά ούσα και ξενοφερμένη, κάποιος την επαρκάρισε στην αυλή κι έγινε καπνός - αυτός ή αυτή δεν ξέρω-, με κοιτά παραπονεμένα όταν είναι έξω. και όσο κι αν προσπαθώ δεν εννοεί να καταλάβει πως η πόρτα είναι ανοιχτή και τα σκυλιά δεμένα. αισθάνεται αποδιοπομπαία άνευ λόγου και αιτίας.
επειδή τα οικονομικά μου δεν είναι και πολύ ανθηρά λέω να πάω Συρία να βάλω φωτοβολταϊκά. όπως τα μέτρησα εκεί παίζουν 6 διαφορετικοί στρατοί μπόμπα χαρακίρι οπότε τι τους πειράζει να μάσω λίγο ήλιο;
τώρα που ο ήλιος είναι ανάμνηση και ο φεγγάρης με τυραννά με σφαλιάρες πάθους και πόθου, τώρα μάλιστα. κι άντε πάλι απ την αρχή. λατρεύω διαχέομαι ανασυντάσσομαι και κατακρημνίζομαι σε κάθε του ρολογιού χτύπο. ξεριζώνω το εγώ, το βάζω στο εσύ και να οι καυτερές οι πιπεριές οι σπέντζες και να και τα πιπέρια και να.
ψιμύθια αγάπης.
καρβουνάκια στο θυμιατό της ζωής.
γλυκιά ζωή.
αχ.