το φεγγαράκι, ένα φωτεινό νυχάκι κομμένο και πεταμένο στον ουρανό.
δεν το βλέπω. είμαι μέσα στην τρύπα μου. το νοιώθω μόνο. ίσως αυτό να μου αρκεί. ίσως και να το περιμένω να τοι δω να βασιλεύει μες απ το παράθυρό μου σε κάποια στιγμή αργότερα.
νωθρές κυλούν οι μέρες. η υπερδιέγερση της προσμονής, το κενό μετά, όλη αυτή η μαζεμένη ένταση κι η υπομονή που μοιάζουν σαν τις μικρές της νύχτας ώρες, εκείνες που όλα τα δευετρόλεπτά τους είναι αιώνες και κυλούν σα μια ουράνια τιμωρία μέσα από παλιά ρολόγια με δασκαλίστικο χτύπο. κι αυτό, αυτό, που χάνεις την ανάσα σου και μένεις σε μια μετέωρη κατάσταση και λες άρα μπορώ κι έτσι, μόνον και μόνο για να γλυκάνεις τον καημό. αλλά δεν μπορείς. αλλά μπορείς. πρέπει να μπορείς. και βγαίνεις μες στην αδιάφορη πόλη και χύνεσαι στους δρόμους και γίνεσαι για λίγες στιγμές αέρας και πετάς αλλά για πόσο; για τόσο όσο να ναι μια γλυκειά εγκατάλειψη, μια απόρριψη της πίκρας, ένα στιγμιαίο άλλο, αλλιώτικο απ αυτό, αυτό το αυτό που σε καθηλώνει σε μια πραγματικότητα που η σκακιέρα βρίσκεται παιχνίδι ενός μνησίκακου θεού. μικροί ξύλινοι μελλοθάνατοι που σου χουν γυρισμένη την πλάτη ανίδεοι για τις απελπισμένες σου κινήσεις σε μια χαμένη παρτίδα
κι η αγάπη. η αγάπη; έβλεπα χτες μια ταινία που μιλούσε για την αγάπη. ή μάλλον το πρόσχημα της αγάπης σε μια καλοστημένη παγίδα. και αυτοί που έπεσαν θύματά της , ουσιστικά ήταν θύματα όχι της αγάπης μα της φιαλαυτίας τους. αυτή τσεκουρώθηκε και μετά είπαν φταίει η αγάπη.
μα
μα η αγάπη είναι εκείνο το φως, εκείνο το καθαρό ζωογόνο φως που ενσταλάζεται μέσα σου, φως που σε παίρνει απ το χέρι, σε συντροφεύει, σε συνοδεύει., σε ταξιδεύει, γιατί όχι, αναβλύζει από πηγές λογιών λογιών άλλες φωτεινότερες, άλλες μουντές αλλά η ισχύς τους είναι σταθερή, γεμίζει την καρδιά. και αν τύχει σε κάποια απ αυτές τις πηγές να σβηστεί το φως της θα έπρεπε να είχε δομήσει μέσα σου αυτό που για κύριο λόγο σε τράβηξε κοντά της και να σου χει αφήσει παρακαταθήκη τη δύναμη να συνεχίσεις.
θα πρεπε. χίλια πρέπει. ποιος νοιάζεται;
κανείς.
αχ αν είχα ζήσει χίλιες ζωές θα χα χίλιες νοσταλγίες;
και θα σ έψαχνα πάλι τόσο παθιασμένα κι επίμονα;
αφήνω τη νύχτα να με κατακλύσει, αιωρούμενα σωματίδια νύχτας μικρά σκοτεινά σύμπαντα.
αφήνω τη μουσική ν απλωθεί και να σκορπίσει, άδειο το μυαλό, μόνο πνοή μια σταματημένης ανασας.
υποθαλάσσιες διαδρομές ονείρων.
ζωή σε μια ωκεάνια νύχτα. και πάλι. και πάντα;
Πετώντας σ άνυδρη
γη, Ξεζουμιστικό το φεγγάρι που φυγε. Μου βγαλε την ψυχή , δεν απόμεινε τίποτε.
Και το νεό, μια κατάφαση κεραυνός εν αιθρία. Όνειρο βροχής. Πετώντας με ένα
καινούριο φεγγάρι, με βρεμένα τα καψαλισμένα φτερά μου,νέο φεγγάρι, ένα νέο εισιτήριο για μια νέα
διάσταση. Μια νέα κατάσταση,
Πετώντας μακριά
απ τ αβάσταχτό μου , το αχ μου, Για να ξανάβρω μπρος μου να με κοιτάει να με
μαγεύει να με μαγνητίζει ν απλώνει το φως του να με πνίγει, να με πνίγει.
Αφήνουμε λεκτικά
χνάρια παίζοντας ένα παιχνίδι θησαυρού.
Ένα παιχνίδι αντικατοπτρισμού. Ένα παιχνίδι προσομοίωσης δήθεν αδιαφορίας.
Χαριτωμένο.
Δε με μέλλει δε
σε μέλλει καρφάκι δε μας καίγεται πεθαίνω για σένα, πεθαίνεις για μένα ο κόσμος
είναι άδειος χωρίς εμάς μαζί, μαργαρίτα.
Πέρασαν οι μέρες της
φθίνουσας σελήνης και φτάσαμε στο τελευταίο πέταλο που ας μη μας πει τίποτε
καλύτερα, ας τ αφήσουμε να κείται στην χώρα του μυστηρίου. Κι ας προχωρήσουμε.
Απόψε που
η ασέληνη σκοτεινιά αφήνει τ άστρα να λάμπουν λίγο περισσότερο, γίνεται μαλακιά
κουβέρτα χνουδωτή με σκεπάζει, με ζεσταίνει, μου δίνει την πνοή της, αυτή τη
μαγική ελαφριά ανοιξιάτικη βραδινή πνοή που τα μικρά ροζουλιά τριανταφυλλάκια σκορπούν
αλόγιστα χορεύοντας με τη νύχτα.
Χορεύει κι νους
μου. Χορεύει; Ή μήπως μόνο τραγουδά; Ή μήπως μόνο ξεστρατίζει κι ονειρεύεται κι ανταριάζεται; Ή
κι όλα αυτά μαζί;
Όλα, όλα μαζί. Μια νύχτα ακόμη ονειροπόλησης.
Αύριο η
πραγματικότητα θα δείξει πάλι τα δοντάκια της και πάπαλα τα περιθώρια να την
πλάσω όπως θα θελα. Μ α απόψε θα πιω
αυτό το ονειροποτήρι ως τον πάτο.
Χορεύοντας και
τραγουδώντας. Σε πείσμα όλων των καιρών και των ανοίξεων και όλων των δεινών.
παράπονο κανένα. άρχισαν τα βαρελότα στις 23.57 μωρέ βιάση!
και το φιλί της αγάπης μου το δωκε ο Λάο Τσε ο γάτος μου.
Κάτα τα άλλα μοναξιές αλλά έχουν κι αυτές τη χάρη τους.
άδειο το σπίτι - εκτός του γάτου και άλλων τινών γάτων που την έχουν δει ζυθεστιατόριο την κουζινίτσα μου, καθώς υπάρχει πορτέλι για τον γάτο, μπαινοβγαίνουν ανενόχλητοι και ξαφρίζουν μάσα. Ο δικός μου δε λιτοδίαιτος και φιλόξενος τα αντιμετωπίζει αυτά ατάραχος.
Το κόκκινο αυγό μου παραμένει άσπαστο μετά από κάποιες αναμετρήσεις μέχρι στιγμής.
χοχο ωραία.
θα το φυλάξω να γίνει με το χρόνο κεχριμπάρι.
τι καλά, οι νύχτες μαλακώνουν και σε καλούν να βγεις, να ξετρυπώσεις, να περιπλανηθείς.
έκανα βολτίτσα και σ ένα στενάκι μια παρέα είχε γενναίο τσιμπούσι ' τραπέζι γεμάτο , η παρέα ολόγυρα, φαναράκια και μουσική ρέγγε - ; - !!!!
Πάσχα Ελλήνων.- ιντερνασιονάλ.
Προχωρώντας παραπέρα η νύχτα με συνεπήρε πάλι η γνωστή νοσταλγία
φταίει κι αυτό το παναθεματισμένο λουλουδοαναστατωτικό άρωμα
άγρια τριανταφυλλιά στο παρτέρι του κήπου συνταιριάστηκε με το χρόνο και τώρα απλώνεται ασυγκράτητη στο φράχτη
το μισάνοιχτο -δειλά δειλά- παραθύρι.
εισητήριο για ονειροπωλήσεις.
αν ήσουν εδώ
θα κάμναμε το σεντόνι μεγάλο πανί στη σχεδία - κρεβάτι
και θ αρμενίζαμε
θα βάζαμε κι άστρα στο ταβάνι
ενός αλλιώτικου σύμπαντος.
κι όπου βγάλει η ρότα.
απ την ανάσταση στην πρωτομαγιά
μια τζούρα δρόμος φέτος.
να πάμε πάλι στις εξοχές, δυο βήματα υπόθεση δηλαδή μέχρι την κοντινότερη παραλία
να μάσουμε χαμομήλια να κάνουμε μίνι στεφανάκι.
εκεί, στην παραλία που χει απ τα παλιά ένα ταβερνάκι με πίστα παρακαλώ πλάι στν άμμο και το κύμα,
εκεί γίνονται κάποιες καλοκαιρινές βραδιες οι μιλόγκες
και να τα ζευγαράκια και τα ντυσιματάκια και τα πατούμενα τα σωστά και τσουπ αλλάζεις εποχή
ταξιδάκι στο χρόνο και στο πάθος που είναι άχρονο κι αυτό το κάνει και ακαταμάχητο.
αυτό το καινούριο φεγγάρι δε με πάει.
δεν ξέρω τι μου φταίει αλλά τι του φταίω κι εγώ;
είπα ν αλλάξω κονάκι κι απ το κακό στο χειρότερο.
παπαπα
ουδέν όφελος. τίποτις.
η καρδιά μου ανοίξιασε κι ενώ η γάτα μου εγκυμονούσα απεσύρθη και ποιος ξέρει πού βρίσκεται και γεννοβολάει, η καρδιά η δκή μου κάνει τούμπες και αταξίες σαν να μην υπάρχει αύριο.
τόσον ζεν χαμένο, ωιμέ.
θέλω να φύγω να πάω στην εξοχή αλλά όλο και κάτι με κρατάει εδώ και δεν ξεκινάω. αλλά η εξοχή έρχεται κάθε βράδυ στα όνειρά μου και ξυπνάω με την αίσθηση της ακρογιαλιάς στις άκρες των ποδιών μου κι αυτό το γλυκό χάδι του ήλιου. ο πεινασμένος γαρ... ακομη πάπλωμα διπλό και μια ολίγη από θέρμανση δε θα έβλαπτε καθώς οι νύχτες ψυχρούτσικες ακόμη.
θα πρεπε να πάω να κοιταχτώ ίσως σ ένα γιατρό αλλά σκέφτομαι θα μου κατεβάσει τη Μαχραμπαράτα και δε θέλω τίποτε ν ακούσω. λέω καλύτερα ν ακολουθήσω τη ρωσική θεραπεία με βότκα και μαύρο τσάι. χοχο.
τώρα περί της πολιτικής, τι ν η πατρίδα μας, α! έχομε κι απ αυτό; έχομεν και παραέχομεν και υπερπατρίδα Ευρωπαική και υπερατλαντική διότι είμεθα Έλληνε κονκισταδόρες -χα!- και χουβαρντάδες με υπερταμείο και απ όλα τα ωραία και θεσπέσια κι εμείς τι θέμε πια;
ουπς
τι θέμε άραγεεεεε;
νάτα πάλι. αποσυντονίστηκε η πυξίδα με τούτα και με τ άλλα.
είναι αυτό το ζαβολιάρικο φεγγάρι. δε με θέλει μα καθόλου.
βρε δε πα να το βάζω στο σωστό το δρόμο με αντιστικτικές συνθέσεις καθώς ανατέλλον λούζει την κάμαρη του σαλονιού μου εκεί που βρίσκεται το πιάνο με την ουριτσα του, βρε που στα τζάμι του κολνάω μικρές διάτρητες φιγούρες να πάει σχήμα σαν παραμύθι, τίποτε.
με βασανίζει σταθερά.
λέω να μεταναστεύσω - καλά εδώ δεν πάω με το αστικό στην πλησιέστερη πλαζ- αλλά είναι τόσο φορεμένο πια που χάνει -λέμε τώρα- το στυλ του. και πού να πάω;
τουρίστρια σε παράλληλα σύμπαντα;
ας πάω να βάλω μια μουσική.
κύματα να γενούμε , διαθλούντες αφροί, ιριδισμοί, να μάσουμε τα θρύψαλα και τα κοχύλια, να βγει μες απ τη σιωπή μια άχνα, μια αναστεναγή. βίρα τις άγκυρες ΄ατέρμονο ταξίδι ν αρχινήσει.
μια φορά κι ένα ζαμάνι....
ζαπατίστες του κόσμου χωριστείτε
χωριστείτε και πάτε να κάνετε μικρές αποικίες σε τόπους παραδείσιους κι απομεμακρυσμένους.
καθώς τα μικρά κοπάδια δυσκόλως διαχειρίσιμα χεμφ
είμαστε ακόμη στο σημείο μηδέν
με αλλαγή προσήμων. μπορώ κα χωρίς Σύριζα
και χωρίς όλα τα λαμόγια που εκ του ασφαλούς υψώνουν αντικαθεστωτικές κορώνες αλά Κάλας
ω ζε βαριέμαι τρε μποκού
je m' ennuied'être μαλακοπίτουρο
κάθομαι και διαλογίζομαι για τα μόντους βιβέντι και μαθάινω και ρούσικα για κάθε ενδεχόμενο.
ή έτσι για σπάσιμο΄ γιατί πολύ αμερικανιά κι ευρωπαισμός μου κάθονται βαρειά.
όπως είπε κι ένας φίλος αυτό που δε μ αρέσει στο Σύριζα είναι ότι θέλει να καρπωθεί των πάντων με οιαδήποτε τεχνική του είναι εύκαιρη.
Σωστός όπως πάντα.
αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι απανταχού Συριζαίοι και αυτοί του κοινοβουλίου συμπεριλαμβενόμενοι είναι ότι είναι αναλώσιμοι στην πυρά της αμέτρου ανοησίας του ενός,ποιου; δώσε θάρρος του χωριάτη, αυτουνού.
για να ξεκαθαρίσουμε το τοπίο ολιγουλάκι, ελίτ κατ εμέ είναι το πνεύμα, η γνώση, η αυτάρκεια, η αυτογνωσία, η αλληλεγγύη και τέτοια.
πήραν όλα μας τα καλά και με ωράιο τρόπο αριστοτεχνικά καμωμένο τα βάλανε στη Σπιναλόγκα (θύτες του Φύσσα ) ούτως ώστε όποιος είναι και άνθρωπας και Έλλην - που πάει να πει πανάνθρωπας ανοικτός σε όλα με νου και γνώση και φιλοξενία και αυτοπεποίθεση και και και - να ορίζεται ως μίασμα πανούκλα και χολέρα - αλλά πανούκλα και χολέρα απ ότι ενθυμούμαι δεν ευδοκίμησε στα δικά μας χώματα είναι εξολοκλήρου γιουροπίαν κόπυ ράιτ. οπότε μείναμε σαν εκείνη τη φωτό του κάποτε κοστούμι χωρίς σώμα, σώμα χωρίς ψυχή, κάτι τέτοιο, σκατούλες εν ολίγοις.
μάνα θα φύγω θα πάω στα ξένα.
κι εδώ έρχεται η απόλυτη, κάθετη δήλωση της Μπλανς Επιφανί, φιλενάδας αθωότατης και αβγάλτου που όταν βρεθήκαμε σε στιγμή αμηχανίας με ανόητους νεαρούς σε γνωστό χαμαιτυπείο της πόλης μας και λέω πάμε να φύγουμε δήλωσε ορθά κοφτά - Δεν κατάλαβες! Αυτοί θα φύγουν. Εμείς δεν πάμε πουθενά.
ΕΔΏ ΛΟΙΠΌΝ. πάλι και πάντα - και κοάλα κι ο αποσπερίτης κι ο Αυγερινός.
σώνει.
σας αγαπάω. πάμε στα βουνά, πάμε στα νησιά, χέστε τους, είν η ζυγαριά. κάποτε 300 μας τίμησαν γιατί στο λόγο έπεσαν, τώρα σταθερά μας πουλάνε αλλα θεοί δεν υπάρχουν χωρίς πιστούς.
αντε γεια.
γεννηθείσα εν Θεσσαλονίκη - υπομακεδόνια περιοχή ολίγον κάτι απ όλα.