Μέρος Α΄
Μέρος Β΄
VI
- «Κρυφή χαρά ΄στραψε σ΄ έσέ· κάτι καλο ΄χει ο νους σου·
πές, να το ξεμυστηρευτείς θες τ’ άδελφοποιτού σου;».
-«Ψυχή μεγάλη και γλυκειά, μετά χαράς σ’ το λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω.
Εφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα.
Απόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ’ αυτές, η νεώτερη, επήγε να τα κλείσει, αλλά μία άλλη τής ειπε: "Όχι, παιδί μου· άφησε νά ΄μπει η μυρωδιά απο τα φαγητά· είναι χρεία να συνηθίσουμε".
Κι έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι εγιόμισε το δωμάτιο.
Και η πρώτη είπε: "Και το αεράκι μας πολεμάει".
Μία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της.
Και άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθεί καθεμία τ' ονειρό της.
Και μία είπε: "Μου εφαινότουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποιά μικρά, ποιά μεγάλα, κι ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή".
Και μία δεύτερη είπε:
Εγώ 'δα δάφνες. - Κι εγώ φως ..............................
- Κι εγώ σ’ φωτιά μιαν όμορφη π’ αστράφταν τα μαλλιά της.
Και αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη πού ΄χε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: "Ιδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τή θέληση και εις όλα τ' άλλα έργα". Και όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι ετριγυρίσαν με αγάπη το παιδί της πού 'χε ξεψυχήσει.
Ιδού, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά· αυτές είναι μεγαλόψυχες, καί λένε ότι μαθαίνουν από μας· δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία. Εμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ' αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερη ώρα.
Πες μου και συ τώρα γιατί εχθές, ύστερ' από το συμβούλιο, ενώ εστεκόμαστε σιωπηλοί, απομακρύνθηκες ταραγμένος;».
- «Κρυφή χαρά ΄στραψε σ΄ έσέ· κάτι καλο ΄χει ο νους σου·
πές, να το ξεμυστηρευτείς θες τ’ άδελφοποιτού σου;».
-«Ψυχή μεγάλη και γλυκειά, μετά χαράς σ’ το λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω.
Εφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα.
Απόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ’ αυτές, η νεώτερη, επήγε να τα κλείσει, αλλά μία άλλη τής ειπε: "Όχι, παιδί μου· άφησε νά ΄μπει η μυρωδιά απο τα φαγητά· είναι χρεία να συνηθίσουμε".
Κι έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι εγιόμισε το δωμάτιο.
Και η πρώτη είπε: "Και το αεράκι μας πολεμάει".
Μία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της.
Και άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθεί καθεμία τ' ονειρό της.
Και μία είπε: "Μου εφαινότουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποιά μικρά, ποιά μεγάλα, κι ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή".
Και μία δεύτερη είπε:
Εγώ 'δα δάφνες. - Κι εγώ φως ..............................
- Κι εγώ σ’ φωτιά μιαν όμορφη π’ αστράφταν τα μαλλιά της.
Και αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη πού ΄χε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: "Ιδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τή θέληση και εις όλα τ' άλλα έργα". Και όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι ετριγυρίσαν με αγάπη το παιδί της πού 'χε ξεψυχήσει.
Ιδού, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά· αυτές είναι μεγαλόψυχες, καί λένε ότι μαθαίνουν από μας· δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία. Εμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ' αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερη ώρα.
Πες μου και συ τώρα γιατί εχθές, ύστερ' από το συμβούλιο, ενώ εστεκόμαστε σιωπηλοί, απομακρύνθηκες ταραγμένος;».
από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους. Δ.Σολωμός.
Μέρος Γ΄
με χιούμορ, από την ΕΤ -η ΕΤ είναι μια εκ των τριών Αρσακειάδων' οι άλλες δύο είναι η αφεντιά μου και η Mme Legrand.
Πασάς; "Μας βλέπει μήπως κανείς;"
Δήμιος : "Πω πω ένα μπαρμπούνι"
Κοπέλλα : "Έχω ένα πονοκέφαλο μ' όλες αυτές τις ιστορίες..."
Κυρά Φροσύνη : "Ω θεέ μου! Τί πλήξις!"
Δήμιος β΄: "Μα τί σας συμβαίνει;"