Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΥΡΤΟΥΝΑ
Μόνο αριθμούς ήξερε να διαάζει η καλόψυχη η κυρα - Λουκία. Κι αυτούς δεν τους έμαθε απ΄το σχολείο. Απ, το μακαρίτη τον πατέρα της τους είχε μάθει. Πόλεμοι, προσφυγιά, πείνα, μετακομίσεις, αρρ΄βστιες, θάνατοι, δεν την είχαν αφήσει α πάρει ανάσα, ούτε να πιάσει αλφαβητάριο στα χέρια της. Οι μικρότερες αδελφές της, που φρόνυιζε μετά τον χαμό των γονιών της ήταν τυχερότερες΄κάτι πρόκαναν κι άρπαξαν.
Αυτ'ο 'ηταν το μεγαλύτερο παράπονό της. Το δεύτερο οι τσιλιμπουρδιές του άντρα της του Βαγγέλη΄που ακουγόταν αλλά δεν εξακριβωνόταν. Ο χρόνος έσβηνε σιγά- σιγά τις διαδόσεις που καμιά απ΄τις κουτσομπολες του χωριού δεν επαλήθευε χειροπιαστά. Όλες κάτι είχαν ακούσει, κάτι είχε πάρει τ΄αυτί τους απ΄τους άντρες τους, συνταξιδιώτες του Βαγγέλη στα ποστάλια που φέρναν βόλτα στα μεγάλα λιμάνια της Μεσογείου. Οι φήμες έλεγαν ότι, που λαι που, όταν δάγκωνε καμιά λαμαρίνα, έκανε στάσεις αναψυχής στα πόρτα. Η κυρά - Λουκία αυτοπαρηγοριόταν μονολογώντας: Οι δ΄κοί τ΄ς είναι καλύτεροι; Όλοι ένα σόι!
Τώρα πια δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Ο Βαγγέλης συνταξιούχος ξέμπαρκος, με τα ρευματικα, ήταν ησυχότερος απ΄τον άγιο Σωφρόνιο. Ελαφρές δουλειές στο περβόλι, πρέφα στον καφενέ, κανένα παραγαδάκι.
Σήμερα, η κυρα - Λουκία ασβέστωσε το υπόγειο του σπιτιού της. Ο διάβολος τόφερε να μπει και στο καμαράκι με το ξύλινο χώρισμα. Εκεί που ο άντρας της απαγόρευενα μπει άνθρωπος για να μην ανακατέψει τα σύνεργά του της ψαρικής: παραγάδια, κιούρτους, σχοινιά, σημαδούρια. Αλλά η καθαριότητα είναι καθαριότητα. Καθώς μετακινούσε τα μικροπράγματα στην κουφωτή παραθύρα κάτι πήρε το μάτι της στον πάτο μιας μικρης κασόνας, κατω απ΄τις μολυβήθρες. Ήταν μια μακρόστενη δερμάτινη θήκη σαν πορτοφόλι. Η γυναικεία περιέργεια την έκανε να τραβήξει το εύρημά της. Θάναι τίποτα λεφτά, σκέφτηκε, που τα πάτσιασε ο άντρας της για ώρα ανάγκης. Έκανε λάθος. Όταν άνοιξε το πορτοφόλι έμεινε ξερή. Τς ανέβηκε το αιμα στο κεφάλι. Βρήκε φωτογραφίες γυναικών, κιτρινισμένα γράμματα, κάρτες, αντρέσσες. Τότε κατάλαε γιατί ο Βαγγέλης, μόλις ξεμπαρκάρισε, δεν ήθελε να μπει αανθρωπος στο καμαράκι του. Περιεργάστηκε τις φωτογραφίες μία - μία, τις ξανατσούπωξε στη θέση τους κι έρριξε το πορτοφόλι στην βαθειά τσέπη τη ποδιάς της. Απόψ΄θ΄ακούσ΄τα σχολιανά τ΄! μονολόγησε.
Το βράδυ, μετά το φαγητό, η κυρά - Λουκία βόλεψε την κουζίνα της και στρογγυλοκάθισε στην πολυθρόνα μπροστα στο τζάκι, πράγμα που δεν έκανε συχνά. Ο άντρας της απέναντι ξαπλωμένος στον καναπέ ξεκουραζοταν. Απ΄τις νευρικές κινήσεις της γυναίκας του, το βλέμμα της, μυρίστηκε ότι κάτι περίεργο συμβαίνει. Δε άργηφε να το επιβεβαιώσει. Η κυρά - Λουκία έβγαλεκαι ακούμπησε στο τραπέζι τη θήκη με τις φωτογραφίες κι άρχισε να τις βγάζει θριαμβευτικά μία - μία όπως ο χαρτοπαίκτης τους βαλέδες.
- Δε μ΄λες Βαγγέλ΄, αυτή εδώ η ξανθομαλλούσα ποια είναι; Και του πέταξε μια φωτογραφία.
- Πού θες να ξέρω, απάντησε ο άντρας της, φορώβτας τα γυαλιά του κι εξετάζοντας τη φωτογραφία.
- Θα τη θυμηθείς! Γύρνα την από πίσω. Έχει ραβασάκι και΄μερομηνία, σήκωσε τη φωνή της η Λουκία. Ο Βαγγέλης κατάλαβε το κακό που τον είχε βρει. Όμως το δικαιολόγησε:
- Είναι μια πλούσια κυρία που ταξίδεψε απ΄την Αλέξάνδρεια στη Μασσαλία, ψέλλισε. Για να μας ευχαριστήσει για το καλό ταξίδι που έκανε, έδωσε σ΄όλο το πλήρωμα μαζί με το πουρμπουάρ κι από μια φωτογραφία τς για να τη θυμόμαστε.
Ακολούθησε δεύτερη επίθεση:
- Αυτη η καγκελοφρύδα που χαζογελάει ήταν κι αυτη ταξιδιώτισσα;
- Όχι! Όχι! τη σταμάτησε ο Βαγγέλης. Αυτή η φωτογραφία είναι στη Βηρυττό όταν γιορτάσαμε τις Αποκριές στο καράβι μας για να διασκεδάσουμε τους επιάτες και το πλήρωμα. Αυτή ήταν τραγουδίστρια και έδωσε σ΄όλους μας από μια φωτογραφία της για διαφήμιση. Τραγουδούσε, βλέπεις, σ΄ελληνικό κέντρο της πόλης.
- Αυτή εδώ η μαντόνα στο σαλόνι; στνέχισε η Λουκία.
- Είναι η γυναίκα του ατζέντη της Εταιρίας μας στη Μασσαλία. Μας φιλοξένησαν την πρωτοψρονιά στη βίλα τους. Όλους τους αξιωματικούς. Αυτός εδ΄β, που φαίνεται μικός στην άκρια είναι ο Πρόξενος. Τον είχαν καλεσμένο κι αυτόν, διακιολογεί ο Βαγγέλης.
- Και σας περιποιήθηκε έτσι τσίτσιδη; ξαναρώτησε η Λουκία.
- Έτσι ντύνονται οι κομψές κυρίες στη Γαλλία, μάτια μου! εξηγεί ο κατηγορούμενος.
Ακολούθησαν κι άλλες φωτογραφίες, ερωτήσεις, κι ο Βαγγέλης όλο και στριμωχνόταν περισσότερο να απαντήσει. Είχε αρχίσει να νευριάζει. Αλλά η Λουκία δεν είχε τελειώσει ακόμα:
- Μήπως σας έκανε γιορτή στον Πειραιά και η Κοραλία η παλιά μας γειτόνισσα; Και του πέταξε στο μούτρα τη φωτογραφία μιας μελαγχροινής με κυμματιστές μπούκλες. Είχε φύγει απ΄το χωριό για τον Πειραιά μετά το χαμό του άντρα της. η ΄μερομηνία πόχ΄πίσω είναι λίγο πριν ξεπαρκάρ΄ς. , πρόσθεσε.
Ο Βαγγέλης δεν άντεξε άλλο. Τινάχτηκε πάνω σαν ελατήριο, μ΄όλους τους ρευματισμούς του. άρπαξε ό,τι είχε μπροστά της η γυναίκα του, τις φωτογραφιες που,χε δίπλα του στον καναπέ και με μια ξαφνική κίνηση, όλο θυμό, τα πέταξε όλα στο αναμμένο τζάκι. Η Λουκία δεν πρόλαβε ν΄αντιδράσει. Σηκώθηκε αμίλητη, χαμήλωσε τη λάμπα, κι έκανε προς το δωμάτιό της. Κατά βάθος, παρά την πίκρα της, αισθανόταν τώρα κυρίαρχη στην καρδιά του αντρός της. Όλες οι ανταγωνίστριές της έχαν γίνει στάχτη!
Ο άντρας της κοίταζε τις ψιλόλιγνες φλόγες του τζακιού που χόρευαν. Περνούσαν απ΄τη θυμησή του μια - μια οι παλιές του αμαρτίες. Τη νύχτα η φωτιά καταλάγιασε. Το τελευταίο κάρβουνο ήταν μάυρο, κατάμαυρο σαν τα μαλλιά της Κοραλλίας.
Τα μυστικά της θάλασσας
ξεχνιούνται στ΄ακρογιάλια...
Γιώργος Σεφέρης..