Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2021

νυχτέρι

 Νοέμβρης στο χρώμα του υδράργυρου. Υαλοκαθαριστήρες εν δράσει στο δρόμο για το χειμώνα.

α παγορευμένες πορείες

μια τρούπα στο διάστημα               εδώ       μπα    εδ     ωωωω     μπα      πού     ποιος ξέρει    χεμφ

φέγγάρής ολόφρεσκος        κέφια    χεμφ

μικρό δειλό υπάρχον ουσία παρουσία πεμπτουσία                                                χεμφ'

έχω ένα υνί μες στην καρδιά 

είσ εσύ

καλά γραπωμένος στο μέσα μου.

αααααααααααααααχ.

χαράζουμε πορείες μες στις νύχτες.  ακάματα. πάμε και πάμε κι όπου μας βγάλει αυτό το περίεργο σχέδιο.

αγκαλίτσες.

μικρός Νοέμβρης. 

σε λίγο τα γέλια κι οι χαρές. 

εν αναμονή.

φιλιά.

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2021

χαρά - ματιά

φεγγάραρος




 ο ακριβοθώρητος.

Κυριακή 29 Αυγούστου 2021

sapore di sale 11

 ΤΡΑΤΑΡΗ ΓΙΟΣ



Τον μικρό μας Αντωνάκη δεν τον παίζανε στην παρέα τους οι μεγαλύτεροι΄ούτε του δάνειζαν ποτέ τα παιχνίδια τους. Ήταν, βλέπεις, μεγάλοι. Πήγαιναν στο Δημοτικό ενώ αυτός ήταν νιάνιαρο. Όταν μπερδευόταν στα ποδια τους πάντα τον παραμέριζαν με το γλυκό ή με το άγριο:

- Φύγε, είσαι μικρός!

Κι εκείνος, μη έχοντας ούτε ένα συνομίληκό του στην κάτω γειτονιά, κατάπινε το φαρμάκι της οναξιάς καθισμένος στο πεζούλι της ποταμιάς, που αντάμωνε τη θάλασσα, κουνώντας νευρικά τα γυμνά ποδάρια του στον αέρα. Ακόμα κι όταν βοηθούσε τους μεγάλους, για να τους καλοπιάσει, στο σήκωμα του αετού, στο σώσιο του αερόστατου, στο μάζεμα των τσάκνων για φωτιά, ευχαριστώ δεν άκουγε.

Ο Αντωνάκης έλεγε τον καημό του στη μάνα του, που ξενόπλενε η κακομοίρα για να βοηθησει το σπίτιτ της. Εκείνη έδινε άλλη εξήγηση:

- Δε σε θέλουν στην παρέα τους, καημενάκι μου, γιατί είσαι τρατάρη γιος. Αυτοί είναι πλούσιοι, παιδιά νοικοκυραίων.

Ο πατέρας του μικρού δούλευε λαμπαδόροςσε γιργίλι αλλά παλιότερα ήταν τρατάρης. Όλοι τον ήξεραν μ΄αυτό το παρατσούκλι. Έβλεπε το σπίτι του μια φορά το μήνα όταν γέμιζε το φεγγάρι και το γρι - γρι σταματούσε για λίγες μέρες το ψάρεμα. Πότε γύριζε μ΄άδεια χέρια, πότε με λίγα λεφτά, πότε με περισσότερα, ανάλογα το μερδικό που έβγαινε. Ίσα - ίσα να φυτοζωούν. Έτσι ο Αντωνάκης αδύνατος, μικρόσωμος, κακοντυμένος, ξυπόλυτος καθημερινά,, νυκοκυρευόταν μόνο τις Κυριακάδεςότανν τον σβάρνιζε απ΄το χέρι η γιαγιά του στην εκκλησιά: παπούτσια, πεντακάθαρα ρούχα, χωρίστρ στα μαλλιά, χωρίς τσίμπλες στα πανέξυπνα μαύρα ματάκια του, χωρίς μύξες στα ρουθούνια του.


Το πιο συνηθισμένο παιχνίδι των μεγάλων ήταν να αρμενίζουν στο ποτάμι, απ΄τη γέφυρα μέχρι το γιαλό, τα πιτυκίσια καϊκια τους. Πελεκούσαν το ξύλο με σουγιά, σκάβαν αμπάρι, φύτευαν άλμπουρο στη μέση, μμπαστούνι στην πλώρη, αρματώναν ξαρτια με σπάγκο, στερέωναν πανιά.  Και τάσερναν φορτωμένα ή άδεια απ΄τη μια γούρνα στην απέναντι.Τις γούρνες αυτές στην άμμο τις έσκαβαν στα όχθια του ποταμού και τις βαφτιζαν με ονοματα λιμανιών: Σκιάθος, Σκόπελος, Πλατανιάς, Σαλονίκη, Κασσάνδρα, Λήμνος, Μυτιλήνη. Αναπαράσταση της ναυτικής περιπέτειας των πατεράδων τους που ηταν σχεδόν όλοι θαλασσινοί και έμποροι. Όλα αυτά τα λιμάνια ήταν ιδιοκτησία των μεγάλων. Για τον Αντωνάκη δεν υπήρχε χώρος ούτε για ένα κόρφο. Μόλις έστηνε το λιμάνι του, σκάβοντας με τα χέρια στην άμμο, οι μεγάλοι το ισοπέδωναν με το φτυάρι. Κι αυτός μη μπορώντας να βρει το δίκιο του παραπονιόταν στη μάνα του. Αυτή τον παρηγορούσε:

- Τώρα που θάρθει ο πατέρ σ΄θα τους βολέψ΄!


Λίγο πριν γεμίσει το φεγγάρι ο πατέρα; γύρισε. Άκουσε τα παράπονα του γιού του. Κατενηκε στο υπόγειο και δούλεψε αρκετές ώρες. Πήρε σανίδια, βέργες, πριόνι, σουγιάδες, τιλακια και σκάρωσε ένα καράβι. Το αρμάτωσε, έβαλε πανιά, κάβους από παραγαδόσπαγκο και το δώρισε στο γιο του. Τον φίλησε και του ευ χήθηκε:

- Άντε και καλοτάξιδο! Θα το αρμενίζεις μονάχα στι θάλασσα όταν είναι λαδ΄κάλμα.Δίπλα, πλάι - πλάι στο στάχυ.

Τα ματάκια του μικρού έλαμψαν από ενθουσιασμό.

Ο μικρος καραβοκύρης περίμενε δυο μέρες να καλμάρει η θάλασσα. Το απόγιομα πήρε αγκαλιά το καράβι του κα τράνηξε για το γιαλό, δίπλα στο ποτάμι. Σήκωσε ψηλά τα βρακιά του, μπήκε στο νερό και το ακούμπησε ήρεμα στη θάλασσα. Έπλεγε πολύ στσθερά. Ο πατέρας του ήταν καλός ναυπηγός. Ε'ιχε άλει ύφαλα από βαρύ σανίδι. Τόσμπρωξε προς τ΄ανοιχτά και το ίσαξε με την καλούμα που κρατουσε σφιχτά στη χούφτα του. Οι στεριές, το βραδινό αεράκι, φούσκωνε τα πανιά του και το αρμένιζε προς το πέλαγος. Όλοι οι μεγάλοι άφησαν τα καϊκια τους στο ποτάμι. Μαζεύτηκαν γύρω του και θαύμαζαν το πλεούμενο. Ο Αντωνάκης για να τους πειράξει περισσότερο άναψε τη μηχανή του μιμούμενος το θόρυβό της: ντούκου - ντούκου - ντούκου - ντούκου! Το ταξίδι κράτησε μέχρι κει που τέλειωνε η αμμουδιά κι άρχιζαν τα βράχια. Στο τέλος το φουντάρισε και, κρατώντας το γερά απ΄το σπάγκο, το θαύμαζε καθισμένος στα χαλίκια μέχρι που πηρε να νυχτώσει. Δε χόρταινε να το βλέπει. Μετά το τράνηξε έξω, το στράγγισε απ΄τα νερά, το πήρε αγκαλιά κι έκανε για το σπιτι του. Εκεί το πανηγύρισε με τον πατέρα του.

Το ίδιο ταξιδι έκανε το καραβάκι όλα τα ήσυχα απόβραδα. Οι μεγάοι δεν μπορο΄θσαν να καταπιούν την επιτυχία του νιάνιαρου. Τους έαλε γυαλιά! Η ζήλια τους είχε φτάσει μέχρι τα μπούνια. Ένα ράδυ καθώς το ακολουθούσαν στο συνηθισμένο ταξίδι τουο Γιάνναρος, ο γιος του μπακάλη, πησιασε στα ύπουλα κι εκοψετην καλούμα με το σουγιά. Ο Αντωνάκης έμεινε με το σπάγκο στη χούφτα. Το καραβάκι άρχισε ν΄ανοίγεται. Βούρηξε με τα ρούχα στη θάλασσα να πιάσει το σχονί αλλά δεν πρόκανε. Οι άλλοι χαχάνιζαν δίπλα τουκαι το πείραζαν:

- Πήγαινε να το βρεις στη Λήμνο!

Ο φταίχτης τόβαλε στα πόδια. Ο μικρός βρεμμένος κάθισε σ΄ένα βραχάκι΄έκλαιγε, έκλαιγε και με τα νοτισμένα μάτια του αποχαιρετούσε το καράβι του που ανοιγόταν και ξανοιγόταν. Μέρι που χάθηκε.

Το νέο έφτασε στ΄αυτιά των μανάδων, των πατεράδων, του δασκάλου. Μαθεύτηκε ότι ο τελευταίος ξεκόλλησε τ΄αυτιά του Γιάνναρου΄ότι ο πατέρας του τον έριξε ένα μπερντάκι και του τσουκνίδισε τη χούφτα που κρατούσε το σουγιά. Αλλά τι έβγαινε μ άυτό; Το κακό είχε γίνει.


Ο Αντωνάκης κάθε νύχτα στον ύπνο του βλέπει ζωντανό το καράβι του να ταξιδεύει χωρίς καπετάνιο από λιμάνι σε λιμάνι. Στις φουρτούνε ξυπνάει, τινάζεται όρθιος. Πατώντας στις μύτες των ποδιών του βγαίνει στην αυλή και κοιτάζει ανάμεσα σταξεφτισμένα σύγνεφα το φεγγάρι ννα μαγαλώνει φλούδα- φλούδα. Σε λίγες μέρες, σίγουρα, ο πατέρας του θα γυρίσει να του σκαρώσει ένα καινουριο καράβι!

    


Θάλασσα άπ΄όλα τα νερά και τα ποτάμια πίνεις,
πάρε κι εμέ το δακρυ μου πλατύτερη να γίνεις.
δημοτικό Κρήτης.




Σάββατο 28 Αυγούστου 2021

sapore di sale 10

 Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΥΡΤΟΥΝΑ




Μόνο αριθμούς ήξερε να διαάζει η καλόψυχη η κυρα - Λουκία. Κι αυτούς δεν τους έμαθε απ΄το σχολείο. Απ, το μακαρίτη τον πατέρα της τους είχε μάθει. Πόλεμοι, προσφυγιά, πείνα, μετακομίσεις, αρρ΄βστιες, θάνατοι, δεν την είχαν αφήσει α πάρει ανάσα, ούτε να πιάσει αλφαβητάριο στα χέρια της. Οι μικρότερες αδελφές της, που φρόνυιζε μετά τον χαμό των γονιών της ήταν τυχερότερες΄κάτι πρόκαναν κι άρπαξαν.

Αυτ'ο 'ηταν το μεγαλύτερο παράπονό της. Το δεύτερο οι τσιλιμπουρδιές του άντρα της του Βαγγέλη΄που ακουγόταν αλλά δεν εξακριβωνόταν. Ο χρόνος έσβηνε σιγά- σιγά τις διαδόσεις που καμιά απ΄τις κουτσομπολες του χωριού δεν επαλήθευε χειροπιαστά. Όλες κάτι είχαν ακούσει, κάτι είχε πάρει τ΄αυτί τους απ΄τους άντρες τους, συνταξιδιώτες του Βαγγέλη στα ποστάλια που φέρναν βόλτα στα μεγάλα λιμάνια της Μεσογείου. Οι φήμες έλεγαν ότι, που λαι που, όταν δάγκωνε καμιά λαμαρίνα, έκανε στάσεις αναψυχής στα πόρτα. Η κυρά - Λουκία αυτοπαρηγοριόταν μονολογώντας: Οι δ΄κοί τ΄ς είναι καλύτεροι; Όλοι ένα σόι!

Τώρα πια δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Ο Βαγγέλης συνταξιούχος ξέμπαρκος, με τα ρευματικα, ήταν ησυχότερος απ΄τον άγιο Σωφρόνιο. Ελαφρές δουλειές στο περβόλι, πρέφα στον καφενέ, κανένα παραγαδάκι.


Σήμερα, η κυρα - Λουκία ασβέστωσε το υπόγειο του σπιτιού της. Ο διάβολος τόφερε να μπει και στο καμαράκι με το ξύλινο χώρισμα. Εκεί που ο άντρας της απαγόρευενα μπει άνθρωπος για να μην ανακατέψει τα σύνεργά του της ψαρικής: παραγάδια, κιούρτους, σχοινιά, σημαδούρια. Αλλά η καθαριότητα είναι καθαριότητα. Καθώς μετακινούσε τα μικροπράγματα στην κουφωτή παραθύρα κάτι πήρε το μάτι της στον πάτο μιας μικρης κασόνας, κατω απ΄τις μολυβήθρες. Ήταν μια μακρόστενη δερμάτινη θήκη σαν πορτοφόλι. Η γυναικεία περιέργεια την έκανε να τραβήξει το εύρημά της. Θάναι τίποτα λεφτά, σκέφτηκε, που τα πάτσιασε ο άντρας της για ώρα ανάγκης. Έκανε λάθος. Όταν άνοιξε το πορτοφόλι έμεινε ξερή. Τς ανέβηκε το αιμα στο κεφάλι. Βρήκε φωτογραφίες γυναικών, κιτρινισμένα γράμματα, κάρτες, αντρέσσες. Τότε κατάλαε γιατί ο Βαγγέλης, μόλις ξεμπαρκάρισε, δεν ήθελε να μπει αανθρωπος στο καμαράκι του. Περιεργάστηκε τις φωτογραφίες μία - μία, τις ξανατσούπωξε στη θέση τους κι έρριξε το πορτοφόλι στην βαθειά τσέπη τη ποδιάς της.  Απόψ΄θ΄ακούσ΄τα σχολιανά τ΄! μονολόγησε.


Το βράδυ, μετά το φαγητό, η κυρά - Λουκία βόλεψε την κουζίνα της και στρογγυλοκάθισε στην πολυθρόνα μπροστα στο τζάκι, πράγμα που δεν έκανε συχνά. Ο άντρας της απέναντι ξαπλωμένος στον καναπέ ξεκουραζοταν. Απ΄τις νευρικές κινήσεις της γυναίκας του, το βλέμμα της, μυρίστηκε ότι κάτι περίεργο συμβαίνει. Δε άργηφε να το επιβεβαιώσει. Η κυρά - Λουκία έβγαλεκαι ακούμπησε στο τραπέζι τη θήκη με τις φωτογραφίες κι άρχισε να τις βγάζει θριαμβευτικά μία - μία όπως ο χαρτοπαίκτης τους βαλέδες.

- Δε μ΄λες Βαγγέλ΄, αυτή εδώ η ξανθομαλλούσα ποια είναι; Και του πέταξε μια φωτογραφία.

- Πού θες να ξέρω, απάντησε ο άντρας της, φορώβτας τα γυαλιά του κι εξετάζοντας τη φωτογραφία. 

- Θα τη θυμηθείς! Γύρνα την από πίσω. Έχει ραβασάκι και΄μερομηνία, σήκωσε τη φωνή της η Λουκία. Ο Βαγγέλης κατάλαβε το κακό που τον είχε βρει. Όμως το δικαιολόγησε:

- Είναι μια πλούσια κυρία που ταξίδεψε απ΄την Αλέξάνδρεια στη Μασσαλία, ψέλλισε. Για να μας ευχαριστήσει για το καλό ταξίδι που έκανε, έδωσε σ΄όλο το πλήρωμα μαζί με το πουρμπουάρ κι από μια φωτογραφία τς για να τη θυμόμαστε. 

Ακολούθησε δεύτερη επίθεση:

- Αυτη η καγκελοφρύδα που χαζογελάει ήταν κι αυτη ταξιδιώτισσα; 

- Όχι! Όχι! τη σταμάτησε ο Βαγγέλης. Αυτή η φωτογραφία είναι στη Βηρυττό όταν γιορτάσαμε τις Αποκριές στο καράβι μας για να διασκεδάσουμε τους επιάτες και το πλήρωμα. Αυτή ήταν τραγουδίστρια και έδωσε σ΄όλους μας από μια φωτογραφία της για διαφήμιση. Τραγουδούσε, βλέπεις, σ΄ελληνικό κέντρο της πόλης.

- Αυτή εδώ η μαντόνα στο σαλόνι; στνέχισε η Λουκία.

- Είναι η γυναίκα του ατζέντη της Εταιρίας μας στη Μασσαλία. Μας φιλοξένησαν την πρωτοψρονιά στη βίλα τους. Όλους τους αξιωματικούς. Αυτός εδ΄β, που φαίνεται μικός στην άκρια είναι ο Πρόξενος. Τον είχαν καλεσμένο κι αυτόν, διακιολογεί ο Βαγγέλης.

- Και σας περιποιήθηκε έτσι τσίτσιδη; ξαναρώτησε η Λουκία.

- Έτσι ντύνονται οι κομψές κυρίες στη Γαλλία, μάτια μου! εξηγεί ο κατηγορούμενος. 

Ακολούθησαν κι άλλες φωτογραφίες, ερωτήσεις, κι ο Βαγγέλης όλο και στριμωχνόταν περισσότερο να απαντήσει. Είχε αρχίσει να νευριάζει. Αλλά η Λουκία δεν είχε τελειώσει ακόμα:

- Μήπως σας έκανε γιορτή στον Πειραιά και η Κοραλία η παλιά μας γειτόνισσα; Και του πέταξε στο μούτρα τη φωτογραφία μιας μελαγχροινής με κυμματιστές μπούκλες. Είχε φύγει απ΄το χωριό για τον Πειραιά μετά το χαμό του άντρα της. η ΄μερομηνία πόχ΄πίσω είναι λίγο πριν ξεπαρκάρ΄ς. , πρόσθεσε. 

Ο Βαγγέλης δεν άντεξε άλλο. Τινάχτηκε πάνω σαν ελατήριο, μ΄όλους τους ρευματισμούς του. άρπαξε ό,τι είχε μπροστά της η γυναίκα του, τις φωτογραφιες που,χε δίπλα του στον καναπέ και με μια ξαφνική κίνηση, όλο θυμό, τα πέταξε όλα στο αναμμένο τζάκι. Η Λουκία δεν πρόλαβε ν΄αντιδράσει. Σηκώθηκε αμίλητη, χαμήλωσε τη λάμπα, κι έκανε προς το δωμάτιό της. Κατά βάθος, παρά την πίκρα της, αισθανόταν τώρα κυρίαρχη στην καρδιά του αντρός της.  Όλες οι ανταγωνίστριές της έχαν γίνει  στάχτη!

Ο άντρας της κοίταζε τις ψιλόλιγνες φλόγες του τζακιού που χόρευαν. Περνούσαν απ΄τη θυμησή του μια - μια οι παλιές του αμαρτίες. Τη νύχτα η φωτιά καταλάγιασε. Το τελευταίο κάρβουνο ήταν μάυρο, κατάμαυρο σαν τα μαλλιά της Κοραλλίας.




Τα μυστικά της θάλασσας
ξεχνιούνται στ΄ακρογιάλια...

Γιώργος Σεφέρης..


Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021

sapore di sale 9

 ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ

μιας κι είναι τ΄Αη Φανούρη σήμερα, ταίριαξε κουτί.



Τρεις μέρες κράτησε ο Γραίγος. Την τέταρτη το γύρισε Λεβαντε. Απόψε ο αγέρας άρχισε να καταλαγιάζει, η θάλασσα να φρονιμεύει κι οι άνθρωποι νάρχονται στα ζύγια τους μετά την ξαφνική λαχτάρα. Ας πάρουμε τα πράματα π΄την αρχή.

Στο ξαφνικό προβέντζο όλες οι ψαρόβαρκες πρόλαβαν, με την ψυχή στα δόντια, να χωθούν και ν΄απαγκιάσουν στο λιμάνι. Όλες, εξόν απ΄το διχτυάρικο του Λευτέρη. Μέσα στο χαλασμό, μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας κανείς δεν τον είδε, κανένας δεν άκουσε τη μηχανή του. Φαίνεται πως είχε προχωρήσει α καλάρει πολύ βόρεια και δεν πρόκανε να γυρίσει. Έτσι πίστευαν οι λιμανίσιοι που τον περίμεναν χωμένοι στα κασκέτα τους, περπατώντας νευρικά στο μώλο, μέχρι που ξημέρωσε. Τη γνώμη τους συμμεριζόταν ο καπετάν - Τρύφωνας, ο πιο παλιός του λιμανιού. Πότε - πότε τον φώναζαν, από σεβασμό, Λιμενάρχη γιατί οι κουβέντες του, οι προβλέψεις του έβγαιναν παντα στον πόντο.

Κουβέντιασαν όλα τα ενδεχόμενα. Νάκανε βόρεια για τον ψευτόκορφο, το μικρολίμανο; Αδύνατον με τέτοιον αγέρα. Να τόριξε έξω και να ξεροσταλιάζει μούσκεμα σε κάποιους βράχους; Ίσως. Το πιο πιθανό όμως ήταν αυτό που όλοι φιβόταν και δεν τολμουσαν να πουν. Ατμοσφαιρα βαρειά. Αυτό που έκαναν ήταν πρώτα να στείλουν χάρα - μέρα δυο τσακάλια για να ψάξουν βράχο - βράχο βόρεια, μέχρι κει που μπορούσαν, τον κακοτράχαλο γυαλό κι ύστερα να ειδοποιήσουν το Λιμεναρχείο με μια αράδα πόστειλαν στη χώρα με τον ανηψιό του Λευτέρη: ¨Αγνοείται λέμβος Σμαράγδα Λ.Χ.43 ".

Στο σπίτι του Λευτέρη, πάνω απ΄το σχολείο, λαματα και σπαραγμός! η κυρά - Σμαράγδα μια πεταγόταν στην αυλή να ψάξει ε το βλέμμα της στο φουρτουνιασμένο πέλαγος, μια ξανάμπαινε να γείρει το κεφάλι της στις χούφτες της και να κλάψει μπροστά στα ΄κονίσματα. Τα δυο της κοριτσόπουλα είχαν βουβαθεί. Οι γειτόνισσες προσπαθούσαν να της δώσουν κουράγιο. Κάπ΄θάνει πατσιασμένος! την παρηγορούσαν. Ο Λευτέρης ήταν νοικοκύρης σωστός, αγαπητός σ΄όλους, καλός θαλασσινός. Η αντάρα, ομως, δεν ζητάει ταυτοτητες!

Αργότερα η παρέα των αντρών χώθηκε στον καφενέ του μπ΄ρμπα - Λουκά, μπροστά στη τζαμαρία ν΄αγναντεύει τη θάλασσα. Λες και περίμεναν να δουν τη "Σμαράγδα" ανάμεσα στους αφρούς να θαλασσώσουν, να την σώσουν. Τη βουβαμάρα τους έσπασαν τα τσιρίγματα δυο ιτσιρικάδων που έτρεχαν αγκομαχώντας προς τον καφενέ και παραμέρισαν την πορτα:

- Καπετάν - Τρύφωνα κοίτα τι βρήκαμε!

Όλοι στράφηκαν προς το μέρος τους. Οι μικροί άφησαν με προσοχή πάνω στο ξύλινο τραπέζι, αν΄μεσα στους καφέδες, ένα ξύλινο σύμπλεγμα.

- Πού το βρήκατε παιδιά; ρώτησε ο καπετάν - Τρύφωνας, παίρνοντάς το στα χέρια του. 

- Πίσω απ΄τον κάβο΄στην μικρή την αμμουδίτσα, εξήγησαν.

- Ήτσν συνήθεια της μαρίδας στις μεγάλες φουρτούνες, που η θάλασσα ξεφορτώνει στη στεριά μαζί με τα φύκια ένα σωρό ευρήματα, να αναζητούν κοχύλες για το ράφι του τζακιού, πιτύκια για ψευτόβαρκες, λαφρόπετρες για τρόχισμα των σουγιάδων τους.

Ο καπετάν Τρύφωνας πήρε στα χέρια του το ξύλινο κομμάτι της κουπαστής. Όλοι έσυραν τις καρέκλες του; κοντά στο τραπέζι. Τα πιτσιρίκια περίμεναν παράμερα τη γνωμάτευση. Η κουπαστή ήταν από πλωριό τμήμα βάρκας. Βαμμένη άσπρη.Από κάτω ένα θαασσί ξύλινο κορδόνι. Όλοι δαγκώθηκαν. Το τσακισμένο κομμάτι ταίριαζετης "Σμαράγδας". Ο καπετάν Τρύφωνας φώναξε τον καφετή, τούδωσε το κομμάτι και τον παρακάλεσε να το βολέψει στην αποθήκη του μαγαζιού. Τα δυο παιδιά διάβασα τις γκριμάτσες των μεγάλων κι έφυγαν με χαμηλωμένα μάτια. Κατάλαβαν τι είχαν φέρει.

Η μέρα έγειρε. Η νύχτα που την ακολούθησε σκέπασε με τη σιωπή και τα σύννεφά της το χωρι όλες και προσπαθούσε να κρύψει απ΄τις γύρω πλαγιές το θαλασσινό δράμα. 

Σαν ξημέρωσε ο Θεός τη νέα μέρα, ο Αντώνης, ο μικρός γιος του καλυβιώτης, του Θωμα, διέσχιζε τρέχοντας το μονοπάτι προς το χωριό. Μασούσε και ξαναμασούσε τα λόγια που το ΄πε ο πατέρας του για να μη τα ξεχάσει: Ο Λευτέρης βγήκε στη Νταμούχαρη. Θάρθει μόλις μπουνατσάρει." Την ειδηση είχε φέρει στο καλύβι ο Λιάκος ο Κιραντζής με εντολή να μαθευτεί στο χωριό έεστω και τη νύχτα.

Ο Αντωνάκης έφτασε λαχανιασμένος στην πάνω πλατεία του χωριού αλλά δεν ήξερε για ποιο σπίτι ηταν το μαντατο. Βρήκε μπροστά του το Μενέλαο, τον πελεκάνο, που πήγαινε με τ΄άλογό του πρωί - πρωί στο δάσος. Αντί για καλημέρα του φώναξε τραυλιστά το μήνυμα. " Ο Λευτέρης είναι στη μπουνάτσα. Θάρθει στη Νταμούχαρη" και κάθησε στη ρίζα του πλάτανου να πάρει ανάσα. Ο Λιάκος ξεπέζεψε, έδεσε το ζώο του και πήρε τοπαιδί απ΄το χέρι. Πήγαν στο σπίτι της κυρά - Σμαράγδας που καθότεν άυπνη, με πρισμένα κόκκινα μάτια στο κεφαλόσκαλο, ανάμασσα στις γειτόνισσες. Το μήνυμα διορθώθηκε και το γυναικομάι όρμησε να πνίξει στα φιλια τον πιτσιρίκο. Η κυρά -Σμαράγδα πριν γονατισει μπροστά το ΄κόνισμα του Αη - Νικόλα, έτρεξε στο σεντούκι της, έβγαλε μια χρυσή λίρα και την έδωσε στον πιτσιρίκο που δεν πολυκαταλάβαινε τι γινόταν.


Ο Λευτέρης γύρισε σήμερα Κυριακή πρωί, χαράματα, με τη "Σμαράγδα". Η κουβέρτα της ισοπεδωμένη απ΄τη φουρτούνα. Οι κουπαστές της άθικτες. Έτσι μάθαμε πως εκείνη τη νύχτα το γιργίλι του καπετάν - Μπατάγια είχε ανάψει τις λάμπες του κοντά στο ακρωτήρι που χε καλάρει ο καπετάν - Λευτέρης. Μυρίστηκε το προβέντζιο κι αφού συμμάζεψε σαν κλώσσα τα κλωσσόπουλά της έκανε γύρα, έρριξε καβο απ΄τον τελευταίο λαμπαδόρο του, στη "Σμαράγδα". Ο καιρός τους πρόλαβε αλλά κατάφερε να χαθεί στον κόρφο της Νταμούχαρης. Ο καπετάν - Μπατάγιας όπως εξιστόρησε ο Λευτέρης, δε δέχτηκε ούτε σώστρα, ούτε κέρασμα.

- Είμαι υπάλληλος του Αη - Νικόλα! απάντησε χαμογελώντας.

Μάθαμε αργότερα πως χτες το Λιμεναρχείοβρήκε πνιγμένο στα νερά ας ένα ψαρά απ΄την Κασσάνδρα και απομεινάρια απ΄την τσακισμένη βάρκα του. Ίσως το κομμάτι της κουπαστής στην αποθήκη του Λουκά νάταν παρτσιάδι απ το τσόφλι της.


Σήμερα Κυριακή η κυρά - Σμαράγδα, στη λειτουργία του Αη - Νικόλα, δεν άναψε μικρό κερί σαν τις άλλες Κυριακάδες. Άναψε λαμπάδα, ίσα με το μπόι του άντρα της. 

Ο καπετάν - Τρύφωνας άναψε δυο κεριά.Ένα για το σωσμό του Λευτέρη κι ένα για την ψυχή του Κασσανδρινού. Ανάβοντας το δεύτερο μουρμούρησε:

Κι αυτός δικος μας ήταν! Κι έκανε το σταυρό του.


Ομπρός να πάγω πνίγομαι, γεμάτα δε γλιτώνω,
πάω να το ρίξω στη στεριά, πάλι το μετανοιώνω.

απ΄τ΄Αϊβαλί.



Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021

sapore di sale 8

 ΓΡΑΜΜΑ ΑΠ΄ΤΟ ΜΑΘΙΟ



Ο καινούριος ταχυδρόμος ο Λάμπρος, είχε δεν είχε κλείσει μήνα στη δουλειά. Ήρθε στο πόδι του μπάρμπα - Γιώργη που κόντευε να βγει στη σύνταξη. Αφήστε που τα κότσια του με τα αρθριτικά, τον πρόδιναν στην ανηφόρα. Εδώ και καιρό έπρεπε να περάσεις ο ίδιος απ΄το ταχυδρομείο, ένα μικρό καμαράκι στο στενάκι της παραλίας, να ρωτήσεις αν είχες γράμμα, επιταγή, δέμα. Συχνά, χρέη ταχυδρόμου έκανε κάθε γείτονας που δεν αρνιόταν στο μπάρμπα - Γιώργη ν΄αφήσει το γράμμα στη διπλανή πόρτα.

Ο Λάμπρος, ένα ξανθό χαρούμενο λεβεντόπαιδο, έμαθε γρηγορα όλες τις γειτονιές, τα καλντερίμια, τα σοκάκια, τα μικρά ονόματα των γερασμένων που περίμεναν επιταγή απ΄τα μπαρκαρισμένα βλαστάρια τους, των λογοδοσμένων κοριτσι΄ψν που αντάλλαζαν γράμματα με τους καλούς τους. Εκεί που μπερδευόταν ακόμα ήταν στα παρατσούκλια. Ο σάκος, καινούριοα κι αυτός, κρεμασμενος με λουρί σταυρωτά απ΄το λαιμό του, είχε τρία χωρίσματα. Ένα για τις επιταγές και τα λεφτά, ένα για την επίσηη αλληλογραφία, κοινότητα, σχολείο, εκκλησία, σχεδόν πάντα άδειο, κι ένα για τα γράμματα του κόσμου. Όταν κοβόταν η συγκοινωνία με το καράβι, στις μεγάλες φουρτούνες, ο σάκος ήταν πετσί και κόκκαλο. Όταν ξανάρχιζε, ήταν γκαστρωμένος όπως σήμερα. Εκτός σπό γράμματα, ο καινούριος διανομέας μοίραζε τζάμπα, χωρίς γραμματόσημο, νέα, εμπιστευτικά κουτσομπολιά, προφορικά χαιρετίσματα από γειτονιά σε γειτονιά ή απ΄το διπλανό μικροχώρι όπου πήγαινε κάθε Τετάρτη. Έπλεκε, χωρίς να το ξέρει, με το χαμόγελό του, με τα πειράγματά του ένα ζωντανό δίχτυ, ένα πλέγμα που αγκάλιαζε όλο το χωριό.


Η διανομή άρχισε απ΄τα μαγαζιά της παραλίας. Μετά ο Λάμπρος ανέβηκε στα γραφεία της κοινότητας, σταμάτησε σε δυο - τρία σπίτια πιο πάνω και τώρα βρισκόταν μπροστά στης κυρά - Φανής. 

- Κυρά - Φανή ο ταχτδρόμος! φώναξε δυνατά.

Στο δευτερόλεπτο η κυρά - Φανή, χωρίς να προλάβει να πετάξει τη λαδωμένη ποδιά της, δρασκέλισε τη σκάλα, βρέθηκε μπροστά στην ξύινη πόρτα της αυλής της, αφήνοντας τις χάντρες να βράζουν μόνες τους στον τέτζερη. 

- Καλημέρα κυρά - Φανή, την πρόλαβε ο Λάμπρος. Γράμμα απ΄υο Μαθιό. Βλέπω ξενικά γραμματόσημα.

- Το παλιοπαιδο μ΄έχει ξεχασει. Καλά που θυμήθηκε πως έχει μάνα!

- Δεν τον ξέρω το Μαθιό κυρά - Φανή, αλλ΄ακούω τα καλύτερα λόγια. Μετά, τις προάλλες δε σ΄είχε στείλει επιταγή; Εγώ δεν στην έφερα;

Η κυρά Φανή κολακεύτηκε. Αναγκάστηκενα συμφωνήσει. Ο γιος της ηταν χρυσό παιδί. Άδικα γκρίνιαζε. Άρπαξε το γράμμα απ΄τα χέρια του. Θέλησε ν΄ανταποδώσει το δώρο του.

- Ένα γλυκό καρυδάκι, Λάμπρο μου;

- Άλλη μέρα. Μου το χρωστάς. Σ'ημερα βιάζομαι, απάντησε ο Λάμπρος δείχνοντας τη γκαστρωμένη σάκα του. Η κυρά - Φανή πρότεινε να κόψει μια γαρδένια και να την περάσει στο αυτί του πριν ξαναβγει στο καλντερίμι.

- Να΄σαι καλά παιδί μ΄! Και καλό τυχερό!

Ο ταχυδρόμος χάθηκε στη στροφή του δρόμου πίσω απ΄το σπιτι της. Η κυρά - Φανή κρατώντας το γράμμα σφιχτά στο στήθος της μπήκε στην κουζίνα να ρίξει νερό στον τέτζερη πριν κολλήσουν οι χάντρες. 

Η γριούλα δεν ήξερε να διαάζει. Ο γιος της την είχε ορμηνέψει να δίνει τα γράμματα να της τα διααει η κόρη της γειτόνισσας, η Αλεξάνδρα, η τσαχπίνα. Ο Θεός την είχε προικίσει με ομορφιά και εξυπνάδα. Πολύ την λιγουτρυόταν ο Μαθιός. Είχε τελειώσει εδώ και χρόνια το σχολείο, με έπαινο. Ο δάσκαλος είχε καλέσςι τον πατέρα της " να κάνει τ΄αδύνατα δυνατά " να προχωρήσει στο Γυμνάσιο. Αλλα΄τ΄αδύνατα έμειναν αδύνατα. Ο πατέρας της δεν όριζε τίποτα εξόν από τη σαπόβαρκά του τη "Γοργόνα". Έτσι, η Αλεξάνδρα χραμιζόταν να μαγειρεύει, να πλέκει, να διαβάζει ΄στορήματα, όπως έλεγε η μάνα της, και να περιμένει το νυμφίο, που ισως ειχε φανεί. Ήταν, όπως λέγαν οι κακές γλώσσες, ο προκομμένος ο Μάριος. Τους είχαν πιάσει πίσω απ΄το αντρότοιχο της γαλιάγρας. Ο πατέρας της, όπως ακο΄΄υστηκε, την ξεμάλλιασε. Το Μάριο τον άρπαξε ο πατέρας του απ΄το αυτί και, θέλοντας και μη, τον έσυρε στον Πειραιά για να μπαρκάρει.Δούλευε τώρα στο ίδιο φορτηγό με το Μαθιό. Έτσι, το αίσθημα είχε ναυαγήσει.

Η κυρά - Φανή βγήκε στο καλντερίμι κι αμέσως χώθηκε στηναυλή της Αλεξάνδρας Τη βρήκε μόνη της. Έπλεκε τερλίκια. Η μάνα της είχε πάει για πικραλίδες. Ο πατέρας της με τη "Γοργόνα ", όπως κάθε μέρα, για χταπόδια.

- Κάν μ΄τη χάρη Αλεξάνδρα μ΄, τη παρακάλεσε η κυρά - Φανή. Διάβασέ μ΄αυτό το γράμμα να δούμε τι λέει ο Μαθιός.

Η Αλεξάνδρα άφησε τα σύνεργά της στο πέτρινο τραπεζάκι της αυλής. Άνοιξε με προσοχή το φάκελο κι άρχισε το διάβασμα:

Αγαπημένη μου μάνα.

Σε φιλώ. Βείσκομαι πολύ μακριά. Στην Ιαπωνία. Το μυαλό μου, όμως, είναι σε σας. Αύριο - μεθαύριο θα φορτώσουμε για Πειραιά. Πρόλαβα κι είδα πολλά ωραία πράγματα εδώ, μανούλα μου. Κτήρια, πάρκα, δρόμους, μαγαζιά. Μεγαλύτερα κι απ΄τον Πειραιά. Πήρα κάρτες να στις δείξω. 'Οταν πάσουμε με το καλό Πειραιά θα πεταχτώ να σας δω. Τάχω καλά με τον Γραμματικό. Είναι Ζαγοριανός. Μ, έγραψε ΄περωρίες. Στο φόρτωμα χωρίς τη γνώμη μου δεν αποφασιζει τίποτα. Είμαι το δεξί του χέρι. Με απάλλαξε απ΄τις βαριές δουλειές. 

Το κόνισμα το Αη - Ρηγινου το ΄βαλα, όπως μούπες, πάνω απ΄το κρεβάρι μου, στην καμπίνα.

Το μόνο που με σταναχωρεί, μανούλα μου, είναι η κατάντια του Μάριου. Πίνει πολύ. Τον φέρνουν κάθε πρωί σκνίπα. Ξοδεύει τα λεφτά του με τις καμπαρετζούδες. Εγώ τον ορμηνεύω αλλά δεν διορθώνεται. Ας μη το μάθουν οι δικοί του από μας.

Να μη μου στεναχωριέσαι από λεφτά. Ν΄ασπρίσεις όλο το σπίτι. Το στομάχι μου δε με ξαναενόχλησε.

Την Αλεξάνδρα που σε βοηθάει, θέω να την ΄φχαριστήσω. Της αγόρασα δώρο ένα ρολόι του χερού. Δώσε χαιρετισμούς σ΄όλη τη γειτονιά, ιδιαίτερα στην Αλεξάνδρα και τους δικούς της. 

Σε φιλώ, το παιδί σου, Μαθιός.

Η Αλεξάνδρα πήρε τα μάτια της απ΄το χαρτί και συμπλήρωσε:

- Ας είναι καλά υο παιδί. Μας θυμάται.

Όσο κράτησε το διάβασμα, τα μάτια της κυρά - Φανής ήταν καρφωμένα στην άκρη του τραπεζιού. Σ΄ένα στενόλαιμο ποτηράκι του πιοτού ήταν βουτηγμένη η γαρδένια που είχε προσφέρει νωρίτερα στο Λάμπρο. Κι αυτός τη δώρισε στην Αλεξάνδρα!

Η γριούλα ευχαρίστησε κι έφυγε.

.................................................................................................................................................................

Στο μακρινό λιμάνι οι δυο φίλοι κρεμασμένοι στις σκαλωσιές ματσκωνίζουν, μέσα στη ζέστη του καταμεσήμερου, τα σιδερένια πλαυρά του καραβιού. Ο Μάριος δουλεύει κι ονειρεύεται να γυρίσει στο νησί να ξανασφίξει στην αγκαλιά του την Αλεξάνδρα. Ο Μαθιός προσπαθεί να μαντέψει τις γκριμάτσες της καθώς διαβάζει το γράμμα του. 

Ο Λάμπρος απολαμαβάνει το τσιπουράκι του στο σπίτι της χήρας στην άκρη του χωριού όπου άφησε το τελευταίο γράμμα.

Η Αλεξάνδρα κρατά απαλά στα χέρια της τη γαρδένια. Ρουφά το άρωμά της εισπνέοντας βαθιά, κλείνει τα μάτια της κι αναστενάζει!




Τη θάλασσα την αλμυρή θα τήνε χαλικώσω

θα τηνε στρώσω μάρμαρο νάρθω να σ΄ανταμώσω.

της Κρήτης.


Τετάρτη 25 Αυγούστου 2021

sapore di sale 7

 ΣΤΕΛΙΟΣ, Ο ΠΑΡΑΜΥΘΑΣ


Καθένας κρύβει ένα ταλέντο μέσα του. Αν το ανακαλύψει στην ώρα του και το συνταιριάξει στη ρότα της ζωής του, με το επάγγελμά του, σώθηκε. 

Ο Στέλιος δε στοιχίζεται στους τυχερούς. Έχει το χάρισμα να λέει παραμύθια. Διηγείται πολύ ζωντανά φανταστικά περιστατικά μικροεπεισόδια. Το επάγγελμα του; ναυτικός παλιότερα, ψαράς τώρα. Σαν ναυτικός σε ποστάλια, φορτηγά, ωαράδικα δεν είχε βγει απ΄τη Μεσόγειο και δεν είχε ξεπεράσει το βαθμό του μούτσου. Φόρμα, μπότες και μπουγέλο. Το κλίμα της λαμαρίνας δε σήκωνε πολυλογίες και παραμύθια. Σαν μοναχικός ψαράς τώρα δεν έχει λήρωμα στη βάρκα του να εκτονωθεί.

Μοναδικός χώρος για να αποδείξει ο Στέλιος το ταλέντο του είν;αι ο καφενές της παραλίας, του μπάρμπα - λουκά. Οι παραστάσει δίνονται τις βροχερές και φουρτουνιασμένες χειμωνιάτικες βραδιές. Τότε παστώνονται όλοι εδώ να ζεσταθούν. Ακροατές του, στο ξύλινο τραπέζι στο βάθος του μαγαζιού, μπαξεβάνηδες, ξυλουργοί, μπογιατζήδες, χασομέρηδες. Ποτέ ναυτικοί. Αυτοί προτιμούν τα τραπέζια φάτσα στην παραλία για να αγναντεύουν το λιμάνι ή για να ακούς τις τερατολογίες του Στέλιου. Ταλαιπωρεί τη Γεωγρ;αφία, τη Μετεωρολογία, τη Ναυτική, τη Ψαρική. η κάπνα των τσιγάρων,ο ήχος των ζαριών που κατρακυλούν στο τάβλι,, ο κρότος απ΄τα πούλια στο πλακωτό και στις πόρτες, τα χαχανητά τωνπαιχτών που πετυχαίνουν ξερή, οι φωναχτές παραγγελίες στο γιο του μαγαζάτορα για βαρύ γλυκό και η ψεύτικη υπόσχεση του "αμέσως, έφτασε! " ανακατεύονται με τις φωνές των πελατών και δημιουργούν μια πολυφωνική χορωδία που σε ξαφνιάζει όταν πρωτομπαίνεις. Σιγά - σιγά τ΄αυτιά σου εναρμνίζονται σ΄αυτή τη μουσική γιατί γίνεσαι ο ίδιος μέλος της χορωδίας. Συνυπεύθυνος.

 Στο τραπέζι στο βάθος ειναι κάπω; πιο ήσυχα. Εδώ, το μονο που σταματά τη κουβέντα είναι η δοξολογια του μπάρμπα - Λουκά. Όταν φουσκώνει ο καφές και ξεχειλίζει απ΄το μεγάλο μπρίκι πολλοί άγιοι περνούν απ΄το στόμα του. Φροντίζει, όμως, οι Άγιοι νάναι ξενικοί. Τον έχει συμβουλέψει η γυναίκα του, μια και δεν μπορεί να κόωει τη συνήθειά του, να μην ανακατεύει τους ντοπιους. Οι πελάτες των κοντινών τραπεζιών ακούν τη λιτανεία στο καμαράκι της κουζίνας και, χαιρέκακα, το διασκδάζουν:

- Πάλι του χύθηκε ο καφές του Λουκά!

Εδώ, λοιπόν, στο βάθος της σάλας. Να το βασίλειο του παραμυθά μας! Στην αρχή κάνει τον αδιάφορο. Ανάβει τσιγάρο, ρουφά μιαγουλιά καφέ και περιμένει. Όλο και κάποιος απ΄την παρέα θα τον τσιγκλίσει:

- Πόσα μποφώρια νάχει σ΄μερα στην κεντρική Μεσόγειο; Πόσο ψηλά, λες, νάναι τα κύματα;

Αυτό αρκεί να σου στορίσει μια περιπέτεια που είχαν όταν ταξίδευαν στον Ειρηνικό. Από Φιλιππίνες στην Ιαπωνία. Κυλώνας με δεακτέσσερα μποφώρια και είκοσι μέτρα ύψος. Πώς σώθηκαν ήταν θάμα. Αν δεν συμβούλευε ο ίδιος τον καπετάνιο ν΄αλλάξει πορεία θάταν όλοι τους μακαρίτες!

Στις ιστορίες της Βαλτικής πρωταγωνιστούν οι πάγοι και οι χαμηλές θερμοκρασίες. Το καράβι τους έμεινε κοκκαλιασμένο στον παγο εικοσι μέρες. Χωρίς μηχανή, χωρίς ρεύμα, χωρίς τρόφιμα, με θεροκρασία μείον πενήντα. Αν δεν έκανε ο ίδιος σινιάλο με τον προβολέα μπαταριας στο Νορβηγέζικο παγοθραυστικό θάταν ακόμα εκεί. Αυτό τους γλίτωσε!

Ταξιδεύοντας απ΄τη Σιγκαπούρη στη Ιάβα, λίγο πριν μπουν στον κολπο της Τζακάρντα, τους επιτέθηκαν πειρατές με μαχαίρια που προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν στο καράβι. Τους πήρε μυρουδιά και τους πέταξε όλους στη θάλασσα με καυτό νερό της μάνικας που χειριζόταν ο ίδιος κι ένας βοηθός τους Σκυριανός. Ξεχνούσε το επώνυμό του. Το μικρό του Νικόλας.

Στη Μάγχη, χριμώνα καιρό, μέσα στην ομίχλη, όταν αρρώστησε ο καπετάνιος, άρπαξε το τιμ΄΄ονι απ΄το γραμματικό, ένα παιδαρέλι που έτρεμε απ΄το φόβο του, και πρόλαβε την τελευταία στιγμη το τρακάρισμα μ΄ένα ρούσικο!

Στη Βεγγάζη, όταν δούλευε στο ψαράδικο, αυτός ορμήνεψε τον ψαροκαπετάνιο σε ποια ξέρα να καλάρει. Είχε δει το παίξιμο της παπαλίνας, τα ρέματα, είχε μετρήσει τη θερμοκρασία της θάλασσας και πονηρεύτηκε που βοσκουσαν τα φαγγριά. Το τι τράβηξαν να σηκώσουν το σάκο, άστο! Στο ίδιο μέρος, μετά μια βδομάδα, όταν βράχωσε η άγγουρα, βούτηξε σε τριάντα οργιές νερά για να τη ξεσκαλώσει. Ξενέρισε σχεδόν αναίσθητος!

Ανάλογα ανδραγαθήματα είχε κάνει ο Στέλιος όταν υπηρετούσε στο ναυτικό. Ο Ναύαρχος τούχε δώσει βραβείο που κανένας ποτέ δεν είχε γιατί τόχε ακόμα στον κορνιζά, στο Βόλο.

Οι αισθηματικές του ιστορίες έχουν επίκεντρο τα μεγάλα αμαρτωλά λιμάνια. Τελευταία περιορίστηκαν σε δύο. Στη Μασσαλία και στο Ρίο Ντε Τζανέιρο. Οι τελευταίες του περιπέτειες στο καράκας της Αργεντινής ( ! ) και στο Πουέρτο Ρίκο της Κούβας ( ! ) συγκέντρωσαν περισσότερα κρυφοχαμόγελα παρά θαυμασμό. Δε μπορεί να εξηγήσει το γιατί.

Στη Μασσαλία, λοιπόν, στο κέντρο που διασκέδαζαν τη νύχτα, τον ερωτεύτηκε η ομορφότερη χορεύτρια του μπαλέτου, η Τερέζα. τον ακολούθησε στην καμπίνα του στο καράβι. Το πρωί, όμως, βρέθηκε κυκλωμένος από μπράβους με πιστόλια. Του την πήραν παρά τις αντιρρήσεις της!

Στο ρίο συνέπεσε να φορτώνουν καφέ όταν ήταν στο φόρτε το καρναβάλι. Μια βδομάδα χόρευαν, πίναν και οργίαζαν με τις θεότρελες Βραζιλιάνες. Όχι μόνο ο Στέλιος. ¨ολο το πλήρωμα. μια παβνύψηλη δεκαοχτάρα τσιμπήθηκε μαζί του. Τον ικέτευε να την πάρει στην Ελλάδα. Το Λιμεναρχείο του χάλασε τη δουλειά!

Όταν αρχίζει την ψαροκουβάντα οι διπλανοί του παραμερίζουνς τις καρέκλες τους δεξιά  - αρστερά για να μην εμποδίσουν τα χέρια του καθώς τ΄απλώνει για να δείξει τις διαστάσεις των ψαριών που έπιασε όταν,παλιποτερα, είχε ξεμπαρκάρει.

Η ιστορία με τη συναγρίδα των είκοσι οκάδων που είχε ιάσει στο χοντρό παραγάδι του σταμάτησε άδοξα. την είχε σύρει με γάντζο μέχρι το λιμάνι πίσω απ΄τη βάρκα του. Ας όψεται ο φίλος του ο Παντελής. τέτοιους φίλους να΄χεις! Ο Παντελής την επαύριο της αφήγησης παρουσιάστηκε στον καφενέ στεναχωρημένος. 

- Τι έπαθες Παντελή; Πέσαν τα καράβια σ΄έξω; τον ρώτησαν.

- Ψαχνω από ωες βράδ΄να βρω ένα ταψί με διάμετρο μια οργιά και δε βρίσκω. Γυρ΄σα όλα τα μαγαζιά, αλλά τίποτα, απάντησε.

- Τι το θέλεις τόσο μεγάλο ταψί Παντελή; τον ξαναρώτησαν.

- Αγορασα τη συναγρίδα που έβγαλε χτες ο Στελιος κι επιμένει η γ΄ναίκα μ΄να τη βάλει στο φούρνο, μαρινάτη!


Οι αφηγήσεις του Στέλιου συνοδεύονται από σωστές χειρονομίες, γκριμάτσες, ανεβοκατεβάσματα της τραγανής φωνής του. Τις κάνει ολοζώντανες. ναι, ολοζώντανες! Σ΄΄ιγουρα κάποιος παππούς του θα΄ταν θεατρίνος!

Τι κρίμα να μην έχει το χωριό ένα παιδικό θέατρο! Ο Στέλιος θα΄βρισκε δουλεια σαν παραμυθάς. Θα συνταίριαζε τπ ταλέντο του με το θεατριλίκι.

Τώρα παιδεύεται με τα παραγάδια.


Όλο τον κόσμο γύρισες
μα τίποτα δεν είδες.
Ν. Καββαδίας.


  

Τρίτη 24 Αυγούστου 2021

sapore di sale 6

 Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΝΑΥΤΗ



Ο άνθρωπος, όσο δυνατός κι αν είναι, έρχονται ώρες που καταντά ανίσχυρο ξυλάρμενο στα χέρια τη τύχης, της σύμπτωσης, των καιρών. Δεν ξέρει ούτε αν θα σωθεί, ούτε ορίζει που θα τον πετάξει το κύμα.

Έτσι άρχισε την εξομολόγησή του στον Μιχάλη, το γιο του, ο Γιαννιός ο Μπέρκας, ο Μυτιληνιός. Το " Μυτιληνιός " ήταν παρατσούκλι, ανεξήγητο για το Μιχάλη Είχε περάσει και στον ίδιο σα κύριο όνομα: Τ΄ Μυτιληνιού τον ανέβαζαν, τ΄ Μυτιληνιού τον κατέβαζαν. Μόνο ο δάσκαλος τον φώναζε Μέρκα, όταν ήταν ακόμη μαθητής. Δεν ήξερε αν έπρεπε να περηφανεύεται ή να στεναχωριέται γι΄ αυτά τα βαφτίσια.

Ρωτούσε τον πατέρα του, ρωτούσε τη μάνα του, που μας άφησε πρόωρα πριν λίγες μέρες, αλλά δεν έβρισκε τις εξηγήσεις τους αρκετές. Η συγχωρεμένη τούλεγε πως ο Γιαννιός της φορτώθηκε αυτό το παρατσούκλι γιατί, όταν γύριζε κάθε φορά από ταξίδι στη Μυτιλήνη, μιλούσε με παίνιες γι΄αυτή. Όλα εκεί η΄ταν όμορφα, σωστά, νοικοκυρεμένα, δίκαια. Ενώ εδώ όλα τάβρισκε μίζερα, στραβά κι ανάποδα. Είχε ζαλίσει τον κόσμο στους καφενέδες με τη Μυτιλήνη. Ο ίδιος ο πατέρας του το ερμήνευε απ΄τα μεγάλα διαστήματα δουλειάς του εκεί, ανάμεσα στα ταξίδια. Όμως, η διαίσθηση του΄λεγε πως αυτά δεν ήταν όλη η αλήθεια. Επιτέλους, έπρεπε να το ξεδιαλύνουν απόψε:

- Γιατί πατέρα σε βάφτισαν μυτιληνιό;

- Πρωτομπαρκάρισα μούτσος στο μεγάλο καραβάσκαρο του καπετάν - Λεωνίδα, άρχισε ο Γιαννιος. Είναι αυτό στη ζωγραφιά διπλα στο τζάκι. Έμαθα τη θάλασσα αλλά έμαθα και τις μηχανές. μπερδευόμουνα μουτζούρης στα πόδια του μάστρο - Στάθη του μηχανικού για του δώσω το κλειδί να σφίξει τις βίδες, το στουπί να καθαρίσει τα λάδια. Τη μηχανή τη θαύμαζα. Την έβλεπα σα σιδερένιο γίγαντα που έσμπρωχνέ με τις πλάτες του το καράβι και το αρμένιζε εκεί που ήθελε ο καπετάνιος. Πειθαρχούσε στις εντολές του μηχανικού. καλά και τα πανιά, δε λέω, αλλά εκεί το αφεντικό ήταν ο αγέρας΄ ατίθασος καμιά φορά! Δεν μπορούσες να ταξιδέψεις όπου ήθελες. Αυτός διαφέντευε. θυμάσαι πως το ΄λεγε ο παππούς σου ο Μιχαλιός; Όπως τον έβρω τον καιρό έτσι τον αρμενίζω!

- Μόνο αυτό, πατέρα; Έλεγε ένα σωρό σωστές κουβέντες ο παππούς, διέκοψε ο γιος. Ποιος τις καταλάβαινε τότε;

- Το ναυτικό με μπέρδεψε, ξαναπήρε το λόγο ο Γιαννιός΄ έμαθα λέγα ακόμη. Τη μια μέρα απολύθηκα, την άλλη με ναυτολόγησε ο καπετάν Λεωνίδας. Μ΄ εμπιστευόταν΄ ακόμα και στη λαγουδέρα. Για πεντέξ΄ χρόνια ταξιδεύαμε παντού. Φορτώναμε από δω φιρίκια, κάστανα, φουντούκια, καρύδια, ξυλεία και τα μοιράζαμε προς το νοτιά καθώς ήθελε ο έμπορος. Χαλκίδα, Ωροπός, Ραφίνα, Πειραιάς. Σπάνια λασκάραμε. Ίσα - ίσα  για ψιλομερεμέτια και παλάμισμα του καϊκιού στον ταρσανά του Χριστόπουλου, στο Βόλο. Ανάμεσα εκεί, πρόκανα, παντρεύτηκα κι έσπειρα εσένα και το Ρηνιώ. Το πλεουμενο ήταν γερό, μεγάλο, γλήγορο κι οι ζητήσεις για ναύλα πολλές. Ο καπετάν Λεωνίδας προτίμησε να το ναυλώσει χρονικής σ΄ένα μεγαλολαδά της Μυτιλήνης που κατείχε λιοτρίβια, σαπουνάδικα, μαγαζιά, αποθήκες στο λιμάνι. Αυτός είχε νταραβέρι με τη Σαλινίκη. Έστελνε λάδια σε βαρέλια, σαπούνια σε κασόνες κι έφερνε τροφήματα. υπόγραψαν χαρτί για ένα ταξίδι κάθε βδομάδα. Το θυμάμαι γιατί το κρυφοδιάβασα όταν μ΄αγγάρψαν να το πάω στο τελωνείο. Έγραφε, μάλιστα, μέσα "Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος". Έτσι άρχισαν τα ταξίδια το ένα μετά το άλλο. Μόνο οι χειμωνιάτικες φουρτούνες μας ξεκούραζαν. Τον άλλο καιρό, όταν προκάναμε, γυρνώντας απ΄τη Σαλονίκη, πεταγόμασταν κι από ΄δω να δούμε τις φαμίλιες. Ύστερα ντουγρού λεβάντε. Πότε - πότε η ζήτηση ήταν μεγάλη κι ο καπετάν Λεωνίδας για ν΄αυγατίσει τα ταξίδια μ΄άφηνε στο νησί να ταξινομήσω, να μαρκάρω τα βαρέλια, ποια θα βάζαμε στ΄αμπάρια, ποια στην κουβέρτα, πόσα κιβώτια σαπούνι πλώρα, πόσα πρύμα, να συμφωνήσω με το αφεντικό στα ζυγολόγια. Ήξερα καλά κι από λογαριασμούς. Όσο δούλευα στη στεριά με σκαντζάριζε στο καϊκι ο Φώτης ο Λημνιός. 

-Από παράδες πατέρα; Έβγαινε μεροκάματο; ρώτησε ο γιος.

- Έβγαινε και παραέβγαινε! Τσέπωνα ολάκερο το μηνιάτικο από το καϊκι και μπόλικα φιλέματα απ΄το αφεντικό. Μ΄αυτά συμμάζεψα σιγά - σιγά την προίκα και παντρέψαμε το Ρηνιώ, τον βεβαίωσε ο Γιαννιός. Σταμάτησε για λίγο, βολεύτηκε καλύτερα στην πολυθρόνα, κράτησε το γυρτό κεφάλι του με την παλάμη του δεξιού του χεριού και συνέχισε:

- Πριν κλείσει καλά - καλά χρόνος έπεσα πάνω στη Σμάρω. Δούλευε εκεί στις αποθήκες. Απ' την στιγμή που την κοίταξα κατάματα, απ΄τη στιγμή που μου χαμογέλασε ήξερα ότι δεν γλύτωνα. Ήμουνα, βλέπεις, γιε μου, παλληκάρι τότε. Μη κοιτάς σήμερα. Φαινόταν αρκετά μεγαλύτερή μου. Δεν της έκρυψα τη βέρα μου. Αυτό δεν την πείραζε. Με σπίτωσε, μ΄αγάπησε, με νοιάστηκε σα μάνα, σαν αδελφή, σαν γυναίκα, σαν φιλενάδα. Έτσι, απόχτησα δυο σπιτικά. Ένα δω κι ένα απέναντι, στο νησί. Τα χώριζε τοση απέραντη θάλασσα που εξάτμιζ, που ξέπλενε τα μυστικά και την αμαρτία μέχρι να φτάσουν απ΄το ένα στ΄άλλο. Ο καπετάν Λεωνίδας, ο μάστρο - Σταθης, ο Φώτης πάντα με δικαιολογούσαν όταν τους ρωτούσε η μακαρίτισσα. Έμεινε πίσω να ετοιμάσει το φορτίο για τη Σαλονίκη, έλεγαν. Ανάμεσα, αραιά και πού, πετιόμουνα κι εγώ. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο αριότερα. Τ΄αφεντικό μου στο νησί με φώναζε Ζαγοριανό κι ο καπετάν - Λεωνίδας παντού Μτιληνιό.Ίσως για να με ξεχωρίζει π΄το Γιαννιό, τον ανεψιό του. Έτσι μου ΄μεινε το παρατσούκλι.

- Πες μου για τη Σμάρω πατέρα. Πώς ξέμπλεξες;

- Πέρασαν πάνω από δέκα χρόνια μ΄αυτή τη διπλή ζωή. Κάπου εκεί, όχι γιατί έπαψα ν΄αγαπώ τη Σμαρώ, μ΄έπιασαν τύψεις. Εξόν α΄τα λεφτά σας είχα αφήσει σε δεύτερη μοίρα. Ο καπετά - Λεωνίδας δεν έπαυε να μου θυμίζει. Είναι καιρός Γιαννιό, να γυρίσεις. Έτσι το αποφάσισα. Της τόπα. Έκλαψα, στεναχωρήθηκε αλλά το κατάλαβα, τα διακαιολόγησε. Τοτε κι εγώ την αγάπησα, την εκτίμησα ακόμη περισσέτερο. Πήρα πίσω τα λόγια μου. Μετά, όμως, από λίγους μήνες, με βρίσκει δεύτερη αρρώστια; η νοσταλγία! Θυμήθηκα εσάς, τους φίλους, το σπίτι μα, την πίαω αυλή με τις λεμονιές, το καλντεριμι, τα πλατάνια της πλτείας, το ακρωτήρι. Δεν μπορούσα να το παλέψω. Το μάντεψε απ΄τη σιωπή μου. Της το εξήγησα. Το καϊκι θα ΄φευγε για Σαλονίκη χαράματα.

Τη νύχτα μιλούσαμε μισοβουρκωμένοι. Δεν έκανε καμμιά κουβέντα ν΄αλλάξω γνώμη.  Συμμάζεψα τα πράματά μου στο σάκο, ήπιαμε καφέ, μου πέρασε ένα φυλαχτό Αγιόρείτικο στο λαιμό, τσούπωξε στο σάκο μου μια εικονίτσα του Αη - Ταξιάρχη και κατηφορισαμε προς το λιμάνι. Χαιρετηθήκαμε. Εγώ απέφευγα να τη κοιτάξω στα μάτια. Πήδηξα στο καΐκι κι αρχίσαμε να βιράρουμε την άγκυρα. Κάθε κρύπος του γραναζιού της μπόμπας ήταν και μια μαχαιριά. Σαλπάραμε. Μέσα στο πρωινό πούσι η φιγούρα της με υψωμένο το χέρι μίκρυνε, μίκρυνε μέχρι που έμεινε μαύρη κουκίδα δίπλα στο φανοστάτη του λιμανιού. Συνήλθα όταν φάνηκε το Όρος. Έκανα το σταυρό μου, ζήτησα συγχώρεση και κατέβηκα στην κουκκέτα να κοιμηθώ. Ο Φώτης είχε κιόλας σηκωθεί για τη βάρδια του. Από τότε δεν ξανατόλμησα να ξαναπάω στο νησι. Φοβάμαι ότι θα μείνω εκεί για πάντα. Η μισή ου καρδιά είναι εκεί, στη Σμάρω. Όταν βολεύει της στέλνω με το Φώτη φιρίκια. Τάχε αδυναμία. Τη φαντάζομαι, τη βλέπω μπροστά μου να τα δαγκώνει με το χρυσό δόντι της και να νοστιμίζεται. Από τότε δεν παραμέρισα από ΄δω. για να ξεπλύνω το λάθος μου. Παντρέψαμε το Ρηνιώ, εσύ πήρες τη ρότα σου, η μακαρίτισσα είδε άντρα στο σπίτι.\- Είσαι σίγουρος πατέρα, ότι η μάνα μου δε μυρίστικε τίποτα; διέκοψε ο Μιχάλης. Την είδα πολλές φορές να κλαίει χωρίς λόγο.

- Για τίποτε δεν είμαι σίγουρος, απάντησε ο Γιαννιός. Καμμιά φορά προδινόμαστε μόνοι μας. Θυμάσαι, την πρώτη φορά που γύρισα, που έβγαλα ανεξήγητα στη βασιλόπιττα ένα κομμάτι παραπάνω; έπειτα έχω και το χούι μου. Παραμιλάω στον ύπνο μου. Ποτέ δεν ξέρεις πως μιλάς στα όνειρα. Σίγουρα κάτι υποπτευόταν αλλά δεν έβγαλε κουβέντα η ψυχούλα! Αυτά παιδί μου ρίξτα στη θάλασσα. Έχεις καιρό να τα ΄ξηγήσεις όταν θα ταξιδέψω πιο μακριά. Ακούμπησε το χέρι του στο σβέρκο του γιου του και κίνησε για το θαλάμι του, για ύπνο. Οι ανταύγειες της φωτιάς του τζακιού λαμπίρισαν στα βουρκωμένα μάτια του.  

Ο γεμιτζής τη θάλασσα την έχει περιβόλι

και σαν ανοίξει τα πανιά κοπέλες παλαβώνει.

της Λέσβου.

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2021

sapore di sale 5

 ΕΝΑΣ ΞΕΝΟΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ



Ο ξένος ανέβαινε το καλντερίμι με αργά και σταθερά βήματα. Πίσω απ΄τις κεντητές κουρτίνες των παραθυριών πολλά γυναικεία μάτια προσπαθούσαν να διακρίνουν, να μαντέωουν ποισ ήταν και πού πήγαινε. ιο πόρτες άνοιγαν πίσω του για να ξανασκουπιστεί το πεντακάθαρο κεφαλόσκαλο και να ριχτεί μια τελευταία ματιά, πσώπλατα, στον περίεγο επισκέπτη. Τον έβλεπαν ν΄ανεβαίνει, ν΄ανεβαίνει και στην πάνω στροφή του καλντεριμιού να κοντοστέκεται μπροστά στη ρούγα του σπιτιού της συγχωρεμένης της Ματούλας. Ο ξένος έβγαλε με αργές κινήσεις απ΄το σακίδιό του τη φωτογραφική του μηχανή και φωτογράφισε πρώτα το λιμάνι από ψηλά κι ύστερα το πεντάκλειστο σπίτι με τη χορταριασμένη αυλή και τη ροδιά. Για πολλή ΄ώρα στροβίλιζε το βλέμμα του πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά, σαν κάτι ν΄αναζητούσε. Τέλος, έκανε τον κατήφορο και ξαναγύρισε στο λιμάνι. 

Στο αντάμωμα με τις γειτόνισσες στην αυλή της κυρά- Μάχης δε βγήκε κανένα νόημα. Τα αινίγματα δεν ξεκαθαρίστηκαν.

πώς φύτρωσε ο ξένος στο χωριό; Γιατί κοντοστάθκε στο σπίτι της Ματούλας; Γιατί το φωτογράφισε;

Η κυρά - Μάχη στήριζε όλες τις ελπίδες της στον άντρα της τον Κωνσταντή. Το βράδυ θα του έκανε την ανάκριση. Ψιλικατζής στο λιμάνι ο Κωσταντής τα ΄βλεπε, τ΄άκουγε, τα μάθαινε όλα. ΌΛος ο ντουνιάς ντόπιος και ξένος περνούσε αναγκαστικά από το στέκι του για τσιγάρα, για ξυραφάκια, για καραμελικά, για κουβέντα. Τοπικό πρακτορείο ειδήσεων.

Το βράδυ η συζήτηση άρχισε δειλά γιατί ο Κωσταντής ήταν κουρασμένος:

-Ένας ψηλός, καλοντυμένος, πέρασε προς τα πάνω, Κωνσταντή μου. Φωτογράφισε το σπίτι της Ματούλας. Κόμπιασε για λίγο η κυρά - Μάχη και συνέχισε: - Ποιος νάταν ; Τι ήθελε;

- Δεν τον γνώρισες; αποκρίθηκε νευρικά ο άντρας της. Ήταν ο Γιωργής, ο γιος της. Είχε πολλά χρόνια να πατήσει στο χωριό. Από τότε που έρθξε πέτρα πίσω του, πικραμένος, μονο μια φορά φάνηκε. Στην κηδεία της μάνας του.

- Καλά λες. Κάτι μου θύμιζε η φτιαξιά του, συνέχισε η Μάχη. Τον θυμάμαι από μια σταλιά παιδί. Μετά πήγε στη σχολή της Νύδρας και βγήκε καπετάνιος. Τι λεβεντονιός! μετά δεν ακούστηκε. Ποιος ξέρει; Προκοψε;

- Πρόκοψε και παραπρόκοψε! Δεν τον είδες με τι λουσάτο πλεούμενο ήρθε; Είναι το δεξί χέρι από έναν εφοπλιστή στον Πειραιά, βεβαίωσε ο Κωσταντής.

- Και πώς μας θυμήθηκε ξαφνικά μετά τόσα χρόνια; ξαναρώτησε η μάχη.

Ήρθε για να γράψει τη περιουσία του στο Αννιώ, τη ξαδέλφη του. Πήγαν χτες στο συμβολαιογράφο, υπέγραψε κι έφυγε. Δε θέλει φαίνεται, να ΄χει καμμιά σχέση, κανένα δεσμό με το χωριό. Με το στανιό μας γύρισε την καλημέρα. Τέτοιο πείσμα δεν ματάγινε! ΄κλεισε ο Κωσταντής.


Το βιογραφικό του Γιωργή ΄ήταν πια συμπληρωμένο. Η κυρά - Μάχη, η παλιότερη στη γειτονιά'επλεξε θηλιά - θηλιά τα παλιά που ήξερα με τα καινούρια που έμαθε. Την άλλη το πρωί στην πέτρινη πεζούλα της αυλής της οι γειτόνισσες έμαθαν απ΄το στόμα της όλη την ιστορία του:

Ο Γιωργής, μοναχοπαίδι, είχε χάσει τον πατέρα του στη θάλασσα και ζούσε με τη μάνα του την κυρά - Ματούλα. Μεγάλωσε, ψήλωσε, ονειρευόταν να γίνει ναυτικός να ταξιδεύει. Να δει τα μακρινά μερη που του΄χε περιγράψει ο πατέρας του. Πρώτος στο σχολείο. πρώτος στη Σχολή καπεταναίων, άρχισε να ταξιδεύει στο πέλαγος της ζωής. Τότε πήκε στο πρώτο λιμάνι. Την αγκαλιά της Όλγας, της κόρης της Σμυρνιάς. Η μάνα του στραβομουτσούνιασε αλλά δεν μπόρεσε να τον ξαγκιστρώσει.Ο Γιωργής, αξιωματικός πια στο Εμπορικό Ναυτικό, όταν έπαιρνε άδεια, τις μέρες του τις μοίραζε ανάμεσα στη μάνα του και την Όλγα. Δυο εδώ και δυο εκεί. τα καλούδια του τα πήγαινε κατ΄ευθείαν στην Όλγα, που τον είχε σκλαβώσει. Το σπίτι της είχε γίνει παριζιάνικο.

Αραιές οι άδειες, πυκνοί οι πόθοι! Κάποιο απόγευμα, αφού άλλαξε τη βάρδια του στο καράβι,, στον Πειραιά, σκέφτηκε να κάνει αυάριστη έκπληξη στην αγαπημένη του. Αλλά ξαφνιάστηκε ο ίδιος! Έφτασε νύχτα στο χωριό και τράβηξε ίσια στο σπίτι της, στην άκρη του χωριού. Τη βρήκε αγκαλά με το φίλο του το Νικολό!

Οι σφουγγαράδες τον βρήκαν την επαύριο μισοπνιγμένο στα νερά του Μαυρολίθαρου. γλίτωσε απ΄τον πνιγμό. Δε θεραπεύτηκε, όμως, απ΄τη μαχαιριά της Όλγας και του φίλου του. Μόλις συνήλθε, με πληγωμένο εγωισμό, ματωμένη την καρδιά, έφυγε προδομένος, ντροπιασμένος. μάταια η μάνα του πάσχισε να τον σταματήσει. Δεν ξαναγύρισε πάρα μια φορά. Να τη χαιρετήσει ξαπλωμένη. 


- Τα τωρινά τα μάθατε, συμπλήρωσε η κυρά - Μάχη. ύστερα σηκώθηκε απ΄το πεζούλι, έκανε ένα βήμα, κοντοστάθηκε, γύρισε προς στις φιλενάδες της και, πριν ν΄αρχίσει ν΄απλώνει τη μπουγάδα της αναστέναξε:

- Τα πάθια, τα πάθια κυβερνάν τον κόσμο!


Σα νάχαν ποτέ τελειωμό

Τα παθια κι οι καημοί του κόσμου.

Αλεξ. Παπαδιαμάντης, 

Just the Two of Us



 ψαχουλεύοντας χρούτσου χρούτσου χρούτσου

νέες πολιτείες. νέοι παράδεισοι.

ε, άμα σου λέγω, άμα μου λεγες υπάρχει αυτή η καταραμένη η μαγική ΑΓΑΠΗ ανάθεμά την, υπάρχει. μ αρπάει απ το μαλλί με χτυπάει σα το χτπόδι και δεν αλλάζει, δε μεταλλάσσεται δε διαφοροποιείται. 

σ αγαπώ

σε λαχταρώ.

συνεχώς.

πεθαινω. με παθαίνει αυτό. και δε μπορώ παρά μόνο να ενδώσω. σ αυτό τον αναθεματισμένο κάματο. και πέφτω. πέφτω πέέέφτω σ αυτόν τον πεθαμό.

σου είπα όλα μου τα μυστικά, μυστικά. είσαι η λέρα μου κι η σαπουνάδα μου κι είμαι η σουσουράδα σου. χεμφφφφφ ξέρεις. 

ξέρεις σα βρεθούμε όλα τα φανάρια τούτου του κόσμου γίνονται πράσινα και πάάάμε χωρίς σταματημό.

κι η θάλασσα αποκτά τ αλάτι της κι ήλιος τη ζεστασιά και ο χρόνος το ρυθμό του.

επειδής έτσι.

πού ξαποστάινουν οι ψυχές; 

απ την καρδιά μου ανβλύζει μια αίστηση . είναι αυτό. αυτό μια πανσέληνος και πάμε φθίνωντας, πάμε πάλι αναμονή κι εγκαρτέρηση 

μπάρκο στο χάσιμο και θα ματαξαναβρεθούμε μάάάάκια,

επειδη σε λατρεύω. 

αδιαπραγμάτευτα.

Κυριακή 22 Αυγούστου 2021

sapore di sale 4

 ΨΑΡΙΑ ΓΙΑΛΙΣΝΑ!





Ο Βαγγέλης ο τσιλιγγρός, ο ψαράς, τα τσούγκρισε για τα καλά τις προάλλες με τον μπαρμπα - Ανέστη, τον ψαρομανάβη. Έγιναν μαλλιά κουβάρια! Αιτία; τα ζύγια. Κάθισαν στο πεζούλι να λογαριαστούν όπως κάναν κάθε Σάββατο για τα ψάρια της βδομάδας. Άλλα ζύγια θυμόταν ο Βαγγέλης, άλλα έγραφε το ωαρομυρωδάτο δευτέρι του μπαρμπα - Ανέστη. Κουβέντα στην κουβέντα αρπάχτηκαν. Ο ψαρομανάβης του πέταξε τα λεφτά στη μούρη κι ο Βαγγέλης τον ξεφώνισε κλέφτη και μπαγαπόντη. Κανένας δεν κατάλαβε, ούτε αυτοί που τους ξεχώρισαν, ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο. Το αλισβερίσι τους σταμάτησε με την κουβέντα του μπάρμπα - Ανέστη:

- 'Αμα ξαναπάρω λέπ΄απ΄τα ψάρια σ΄να με φτύσεις! Δε θέλω νταραβέρ΄μαζί σ΄ !


Ο μπάρμπα Ανέστης χρόνια τώρα κατέβαινε με το μουλάρι του απ΄τη χώρα στο λιμάνι. Περνούσε βάρκα - βάρκα κι αγόραζε την καθημερινή σοδειά. Ζύγιζε τα ψάρια, τα χώριζε σε γαλίκια ντυμένα με φτέρες σε πρώτα, δεύτερα και γατόψαρα - για τη φτωχολογιά - και τάγραφε στο δευτέρι του, σαλιώνοντας στην άρη το μελανί μπλύβι του, σε ξέχωρη σελίδα για κάθε φορά. Ανέβαινε γρήγορα το απότομο καλντερίμι για να μη τσακίσουν τα ψάρια και μόλις έμπαινε στο χωριό ειδοποιούσε:

- Ψάρια, ψάρια! Ψάρια γιαλισνά!

Πολλές φορές δεν πρόφταινε να φτάσει μέχρι την πλατεια που είχε το στέκι του. Τα γαλίκια άδειαζαν πολύ νωρίτερα. Κάθε Σάββατο στο λιμάνι, πριν ανηφορίσει για τη χώρα, λογαριαζόταν με κάθε ψαρά. βγάζαν ΄καθάριση όπως έλεγαν.


Ζημιωμένος βγήκε ο Βαγγέλης. Ο πεθερός του, ο ταβερνιάρης, δεν μπορούσε να κρατήσει όλα τα ψάρια. Αν περίσσευαν, έστω και δυο οκάδες, έπρεπε να τα πάει μόνο του στο χωριό, μια ώρα ανήφορο. Άξιζε τον κόπο; Τις πρώτες μέρες βολεύτηκε η κατάσταση. Πούλησε λίγα στη γειτονιά, φίλεψε λίγα τον παπά, λίγα τον Τελώνη, κράτησε τα βραστά για σούπα, ξοδεύτηκαν.

Σήμερα του περίσσευαν δυο οκάδες γόπες και μια οκά μελανούρια. ούτε να τα πετάξει μπορούσε ούτε να πουλήσει μπορούσε. Θα γινόταν η καρδιά του Ανέστη. Έμεινε αναποφάσιστος για ώρα. Είχε καταλάβει τη γκάφα του. κράτησε ακίνητη για λίγο τη γκλάβα του κι αποφάσισε να τα στείλει στη χώρα με το γιο του τον Αγγελή. τον φώναξε και του εξήγησε:

- Φερε το γάιδαρο του παπού σ΄ , ντύσε με φτέρες το μ΄κρό το γαλίκ΄, πάρε την παλάτζα και ξεκίνα. Τριάντα οι γόπες και σαράντα τα μελανούρια. Λογαριασμό ξερ΄ς . Θα πας απ΄τον πίσω δρόμο, στον τελευταίο μαχαλά. Εκεί δεν φτάνει ο Ανέστ΄ς . Ξέρεις τι θα φωνάζεις: Ωάρια γιαλισνά!

- Μεσ΄μέριασε πατέρα. Μέχρι να πάω τα ψάρια θα τσακίσουν. Δε θα τα καταφέρω. πατέρα. Δεν έχω πάει άλλ΄φορά. Δεν αγροικώ, διαμαρτυρήθηκε ο Αγγελής.

- Μόνο να τρως αγροικάς; τον αποστόμωσε ο πατέρας του. Δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Έγινε όπως διέταξε.


Ο Αγγελής με το γερασμένο φιλο του άρχισαν ν΄ανηφορίζουν το καλντερίμι. Ίδρωναν, ξεϊδρωναν, έπρεπε να βιαστούν να πουλήσουν τα ψάρια πριν το μεσημέρι, πριν μαγειρέψουν οι νοικοκυρες. Το γαϊδουράκι κοντανάσαινε. Ο Αγγελής το λυπήθηκε. Δεν ανέβηκε καβάλα, όπως σχεδίαζε. Έκοψε μια φουντουκίσια βέργα, αφήνοντας στην άκρη τη φούντα της, περισσότερο για να χαϊδεύει τον συνταξιδιώτη του παρά να τον απειλεί και να τον μαστιγώνει.

Δεν συμπληρώθηκαν δέκα λεπτά ανηφόραςκαι τους σταμάτηε με τα γαυγίσματά του ο Έκτορας του κυρ - Σπύρου. Σχεδόν αμέσως ξεπρόβαλλε κι ο ίδιος ανάμεσα στις φουντουκιές.

- Για πού το ΄βαλες Αγγελή; ρώτησε.

- Πάω να π΄λήσω ψάρια στη χώρα. Γόπες και μελανούρια, απάντησε ο πιτσιρίκος και κράτησε την ουρά του ζώου που έμεινε άγαλμα.

Ο κυρ - Σπύρος είχε το μεγαλύτερο φουντουκλούκι της πλαγιάς. Κείνη τη μέρα του Ιούλη είχε αργάτες κι αργατίνες που μάζευαν τα φουντούκια του. Έσκυψε πάνω απ΄το γαλίκι, παραμέρισε τις φτέρες και χαμογέλασε:

-  Ο Θεός σ΄έστειλε! Δεν είχα τι να τ΄ς φιλέψω.

Έκανε μεταβολή, βημάτισε προς το καλύβι του και ξαναφάνηκε με μια μεγάλη χωμάτινη γαβάθα.

- Μπατάρησέ τα όλα, πρόσταξε. και πες μ΄πόσα κάνουν.

- Ένα κατασταρ΄. Αλλά πρέπει να τα ζ΄γιάσω κυρ Σπύρο, διέκοψε ο Αγγελής.

- Να μάθ΄ς να ζ΄γιάζεις και με το μάτ΄αφού θέλ΄ς να γίν΄ς μανάβ΄ς, συμβούλεψε και τα άδειασε μόνο του στη γαβάθα. Έβγαλε ύστερα απ΄την τσέπη του ένα γυαλιστερό κατοστάρικο τόδωσε στον Αγγελή, χαιρέτισε και χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα.

γελούσαν και τ΄αυτιά του πιτσιρίκου, ίσως και του φίλου του, απ΄την αναπάντεχη επιτυχία. Η μόνη του στεναχώρια ήταν πως ξέχασε να ευχηθεί στον πελάτη του " καλοφαγωμένα ", καθως ήταν η συνήθεια. Στο γυρισμό ακολούθησαν αλλο δρόμο. πέρασαν απ΄το περιβόλι του παππού, τη εγάλη βρύση όπου δροσίστηκαν και τ΄απόγιομα γύρισαν θριαμβευτές.

- Πάρε πατέρα το κατοστάρικο. Τα κατάφερα, είπε με καμάρι.


Το πείραμα δεν ξανάγινε. Πέσαν ανάμεσα οι φίλοι, οι συγγενείς και κατάφεραν τον μπάρμπα - Ανέστη να πάρει πίσω τα λόγια του. Μόνο, στα ζύγια ζήτησε να ΄ναι παρών ο Αγγελής. μόνο μ΄αυτόν έκανε την ΄καθάριση!

 


Όλοι καλιάορυν
μα δε βγάζουν ψάρια...
τραγούδι του Αιγαίου.

Σάββατο 21 Αυγούστου 2021

sapore di sale 3

 Ο ΑΝΤΑΛΑΒΟΣ


Οι τσαπατσούληδες στη θάλασσα δε φτουράνε. Παλιά, σωστή κουβέντα που τη θυμόταν ο γέρο - Κίμων, απόμαχος της θάλασσας εδώ και χρόνια, όταν έβλεπε κάποια ακαταστασία, απερισκεψία σε πλεούμενα. Κουβέντα που αργά ή γρηγορα επαληθευόταν. Η εξαίρεση ήταν μία : ο αντάλαβος, ο Αλέξης ο Λεμονάς. Σ΄αυτόν πήγαινε το μυαλό όλων των ψαράδων του χωριού όταν οι καιροί τους έκλεβαν το μεροκάματο κι ο ταβερνιάρης της παραλίας τους γέμιζε τις κούπες με πηχτό Κουμιώτικο κρασί. Μαθαίαν καθε καινούριο ανδραγάθημά του κι απορούσαν:

- Πώς δεν εχει πνιγεί ακόμη αυτός ο άνθρωπος! Θα πάρ΄ στο λαιμό τ΄και τπ παιδί τ΄!


Στα νιάτα ο Αλέξης δοκιμάστηκε σα μούτσος σε αρκετά καϊκια του νησιού. 'Ομως, πετάχτηε απ΄τους καπεταναίους στη στεριά ως "ανεπίδευκτος μαθήσεως". Αιτία η τσαπατσουλιά κι η ατσαλοσύνη του.  Απόκτησε για ναυτικό κακό όνομα. Κανένας πια δεν τον έπαιρνε στο καϊκι του ΄ούτε για σαβούρα. Πείσμωσε κι αυτός, αγόρασε μια μικρή ψαρόβαρκα τη "Μαρίτσα" και καμάρωνε σαν καπετάνιος της.

Όσο ήταν στα χέρια του η ¨Μαρίτσα" ποτέ δεν είχε καλαφατιστεί, ποτέ δεν είχε στοκαριστεί, ποτέ δν είχε μινιαριστεί. Έβαζε νερά. Η μηχανή της δούλευε όπουε ήθελε εκείνη, Η καρίνα ραγισμένη. Στην κουβέρτα όλα χύμα, ανακαταμένα: ένα κουπί μακρύ κι ένα κοντό, καλούμες σάπιες χιλιοματισμένες, δίχτυα πορποδια, νεροκιλοκύθα τρύπια. Όταν οι άλλοι ψαράδες τον συμβούλευαν  κι ο γιος του ο Φίλιππας τον παρακαλούσε να συμμαζέψει τις σβαρνιές της βάρκας του νευρίαζε:

- Δε βλάφτ΄Τη δ΄λειά τ΄ς την κάνει!

Το φερσιμό του σαν ψαράς ήταν ακόμα χειρότερο. Τους ενοχλούσε όλους. Κάλαρε τα δίχτυα του καβάλα στα δίχτυα των άλλων, φούνταρε πάνω σε ξένα ρεμέντζα, τραβούσε τη "Μαρίτσα", σε φαλάγγια άλλων. Και στις κουβέντες του πάλι αντάλαβος ήταν. Σ΄όποιον διαμαρτυρόταν αποκρινόταν με τη βραχνή φωνή του ότι η θάλασσα, το λιμάνι, η αμμουδιά είναι για όλο τον κόσμο. Με το "όλο τον κοσμο" εννοούσε μόνο το εαυτό του!

Έστω και αργά τα λόγια του γέρο - Κίμωνα επαληθεύτηκαν. Κάποιο πρωί ο αντάλαβος δεν γύρισε στο λιμάνι. Ένα περαστικό μπουίνι τον έπνιξε. Ψάξαν σ΄όλες τις ακτές, στα βράχια, στις παραλίες και τον βρήκα ξαπλωμένο ανάσκελα στην αμμουδιά του Καλόγερου. Αλλου η άρκα του, μισοβουλιαγμένη, αλλού ο κύρης της με μπερδεμένα δίχτυα και σκοινιά στα πόδια. Ευτυχώς δεν είχε πάρει μαζί του το Φίλιππο! Συμμάζεωαν τον Αλέξη, ρυμούλκησαν τη "Μαρίτσα" στο λιμάνι, την τράβηξαν πρόχειρα στην αμμουδιά δίπλα στο μώλο. Θρήνησαν λιγότερο τον Αλέξη και περισσότερο για τη φτώχια της γυναίκας του με τα δυο παιδιά. Ο αν΄ταλαβος ταξίδεψε σ΄άλλο λιμάνι ν΄αναστατώσει κι εκεί τους ήσυχους ψαράδες του.


Ο Φίλιππας, παρόλο μικρός, ένιωθε τώρα την ευθύνη της οικογένειας. Σταμάτησε το σχολείο - άλλο που δεν ηθελε - κι ανασκουμπώθηκε να συμμαζέψει τη "Μαρίτσα". Άλλη επιλογή δεν είχε. Ήταν καταδικασμένος να συνεχίσει το επάγγελμα του συγχωρεμένου. Στη στεριά δεν είχε ούτε ρίγανη. Ούτε σοδειά, ούτε λεφτά, ούτε συμπαράσταση από κανένα. Μόνο καλά λόγια: Κουράγιοο! Άρχισε μόνος του, μετά λίγες μέρες, να μαστορεύει τη βάρκα, να καθαρίζει τη μηχαν΄, να καρφώνει, να στοκέρνει, μ΄όσες γνώσεις μπορεί να ΄χει ένα δεκαεξάχρονο παιδί. Απ΄τα χαράματα μέχρι το βράδυ πάλευε ασταμάτητα μπρούνητα στ΄αμπάρι, μουτζουρωμένος, σιωπηλός σκεφτικός. Σκεφτικος, γιατί έμαθε ότι ο πατέρας του είχε απλήρωτα τα δίχτυα της "Μαρίτσας".

Ξαφνικά, μια μέρσ, οι ψαράδες του λιμανιού είδαν το Φίλιππο πιο χαρούμενο. Όψη πιο αισιόδοξη. Δεν άργησαν να μάθουν την αιτία. Το παληκάρι ξομολογήθηκε, πως όταν χώθηκε της προάλλες στο καμπούνι να πάρει τα εργαλεία του βρήκε, τυλιγμένα σε εφημερίδα, χρήματα. Χρήματα αρκετά να εξοφλήσει τα μικροχρέη του πατέρα του, ν΄αγοράσει καινούρια μηχανή, καινούρια δίχτυα, κουπιά, κουπιά, άγκυρες.

Κανένας, ποτέ, δεν έμαθε ποιος ήταν ο σωτήρας. Στη σκοτεινή αφέγγαρη νύχτα κάποιος χριστιανός άφησε αθόρυβα στη 'Μαρίτσα" το περίσσευμά του. Έκανε το καλό και το ΄ριξε στο γιαλό.


Λίγες μέρες αργότερα , όταν κυκλοφόρησε το νέο, η καντηλανάφτισσα του Αη - Νικόλα ορικζοταν ΄΄οτι είχε δει μεσ΄τη νύχτα, ΄κείνες τις μέρες, τη σκιά κάποιου γέροντα με γενειάδα να γλιστρά προς το λιμάνι. Σίγουρα ήταν ο Άγιος!

 -Θάμα! Θάμα! μουρούρησαν οι γειτόνισσες και σταυροκοπήθηκαν.

Οι γνώμες διχάζονταν μέχρι που το΄μαθε ο Αργυράκης της Μαρουσώς, ο τσευδός, που εξήγησε το μυστήριο:

- Τα, τα... τα λεφτά ήταν τυ, τυ... τυλιγμένα σε, σε... σε ΄φημερίδα. Αν, αν... αν τάβαζε ο Άγιος θα, θα... τα τυλ΄γε σε, σε... σε φύλλα απ΄του, του... του΄Βαγγέλιου. Ο, ο... ο Άγιος δεν, δεν... δεν διαβάζ΄΄φημερίδες!

Όλοι συμφώνησαν μαζί του.


Τα μαύρα νέφη για βροχή;
τα κόκκινα γι΄αγέρα.

Πρόγνωση καιρού του Αιγαίου.


Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021

sapore di sale 2

 ΤΟ ΠΕΡΑΜΑ




Από παιδί το μοναδικό όνειρο του Λευτέρη ήταν, όταν μεγαλώσει, να αποκτήσει και να τιμονέψει καϊκι. Ανυποχώρητος και στην προτίμησή του : πέραμα. Εκει που έκανε σκόντο ήταν τα άλμπουρα. Προτιμούσε τα δυο. Συμβιβαζόταν όμως και με το ένα. Πέρμα γρήγορα, με μηχανή, με πανιά φλόκι και μπούμα. Να ζώνεται με αφρούς σκίζοντας τα κ'υματα. Αυτό λογιάζονταν, αυτό ονειρευόταν στον ύπνο και στον ξύπνιο του. Ο δάσκαλός του το 'μαθε, το ΄δε από τις ζωγραφιές στα τετράδιά του, και τον ειρωνευόταν: 

- Να μην ξεχάσεις Λευτέρη, να κοτσάρεις στο άλμπουρο την Ελληνική σημαία!


Μεγάλωσε μ΄αυτο το όνειρο. Μέχρι τα εικοσιοχτώ του δεν κατάφερε να το πργματοποιήσει.Δουλεψε σκληρα σε πολλά καϊκια, έμαθε τις μηχανές, τα πανιά, τους αέρηδες, τις πορείες, το τιμονι. 'Ομως, όλες τις οικονομίες του, μέχρι δεκάρας, τις έφαγε η παντρειά της στραβοχυμένης αδελφής του. 

Εκεί που το φιλοσοφουσε αν άξιζε τον κόπο ν΄αρχίσει πάλι απ΄την αρχή, του χαμογέλασε η Βαγγελίτσα η μοναχοκόρη του μεγαλοκαραβοκύρη του χωριού. Το σκέφτηκε από δω, το ακέφτηκε από κει, νοστιμούλα ήταν η Βαγγελίτσα, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Τη ζήτησε επίσημα. Ο πατέρας της, ο καπετάν Λουκάς, ξεμοναχιασε την κόρη του, τη ρώτησε, την κοίταξε κατάματα και συμφώνησε. Ο Λευτέρης ξεκαθάρισε πως για προίκα, εκτός απ΄το σπίτι στο λόφο πάνω απ΄το λιμάνι, δεν ηθελε περβόλια με ελιές κι αμπέλια. Προτιμούσε κάμποσες χρυσές λίρες. Σκοπός του να χτίσει, ν΄αρματώσει, να ταξιδέψει το πέραμα που ερμενιζε στο νου του.


Τα κατάφερε. Παντρεύτηκε, τακτοποίησε το σπιτικό του και συντομα μετακόμισε στη Σκόπελο. Απ΄τα χαράμα μέχρι το σούρουπο δούλευε στον ταρσανά μαζί με το μαστρο - Μανώλη και τους καραβομαραγκούς. Διάλεγε τα δτραβόξυλα, τα ποδόσταμα, μετρούσε την καρίνα, πρόσεχε τις καβίλιες, ζύγιαζε τις μασκες της πλώσης. Ήθελε να ξέρει και να νιώθει κάθε γωνιά του καϊκιού του, πόντο στον πόντο, σαν τα παϊδια του κορμιού του. Η " Βαγγελίστρα" , έτσι βλαφρισε το πέραμα, βάφτηκε, αρματώθηκε, αγιάστηκε και γλίστρησε γλυκά - γλυκά στην αλμύρα. Η γυναίκα του βούρκωσε, οι δικοί του καμάρωναν, καθώς όλοι μαζί, ένα τσούρμο κόσμος γύρω τους ασήμωναν κι ευχόταν " μάλαμα το καρφί του ". Η βολιώτική μηχανή, φάνηκε απ΄τη δοκιμή, του ταιριαζε κουτί. 


Η ζωή χαμογελούσε στον καπετάν Λευτέρη. Τα ναύλα πολλά. Τα φορτία περίμεναν στα λιμάνια. Καλός ναυτικός, ανθρωπος με συνέπεια, με πέσα, προσεκτικός, έγινε γρήγορα το πρώτο όνοα στο χωριό του. Όταν καβαυζάριζε τον τελευταίο κάβο πριν μπει στο λιμάνι βαρούσε μπουρου, ξαργούμ επίτηδες, για να τον ακούσει ο δάσκαλός του, συνταξιούχος πια, απ΄το μπαλκονακι του σπιτιού τουκαι να κοιτάξει τη σημαία στο άλμπουρο της " Βαγγελίστρας " . Κάτι σαν εκδίκηση!

Ο καπετάν Λευτέρης χόρτασε λεφτά, στόρισε δυο δίδυμα κορίτσια, παρέα για τη Βαγγελίτσα τουκαι έκανε τη ζωή του που του άρεζε αρμενίζοντας στο Αιγαίο, στο περιβόλι του. Πότε απ΄το Βόλο στον Μόλυβο, πότε απ΄τη Λήμνο στη Σκύρο, πότε απ΄τη Χαλκιδική στον Πειραιά, πότε απ΄τη Κύμη στη Σαλονίκη. Δεν πρόφταινε ούτε να παλαμίζει τα βρεχάμενα.

 

Όμως η ζωή έχει πολλά σκαμπανευάσματα. Πότε σ΄ανεβάζει, πότε σε κατεβάζει. Ίδια όπως όταν βρίσκεται στις πλάτες των κυμάτων. Ένα βαρ΄τ μαδέρι, όταν ξεφόρτωναν στο Μούδρο, έπεσε και του΄σπασε το δεξί του πόδι. Ανήμπορος, θέλοντας και μη, αποτρβηχτηκε απ΄τη θάλασσα στο χωριό του με τραυματισμένη την ψυχή. Στην αρχή φουντάρισε τη "Βαγγελίτσα" στο λιμάνι. Αργότερα την τράβηξε στα βάζια, στο διπλανό καρνάγιο. Όταν τη κοίταζε κατάφαυσα, τα όκια της φαινόταν σα καταπονεμένα μάτια και οι σκουριές που ξέχυνε το μέταλλο σαν ανθρώπινα δάκρυα. Άκουγε δυνατά στ΄αυτιά του ο καπετάν Λευτέρης το παραπονο της :

- Μη με φυλακίζεις στη στεριά, καπετάνιες μου! Γεννήθηκε για ν΄αρμένίζω στο πέλαγος΄όχι να μαραίνομαι στο καρνάγιο!

Ο καπετάνιος κατάλαβε το δίκιο της ¨Βαγγελίστρας¨. Δεν μπορούσε να της στρερήσει τη λευτεριά της. Έτσι αναγκάστηκε να την πουλήσει. Αγοραστής ο φίλος του ο καπετάν Σταμάτης από τη Σκύρο. Οι τελευταίες κουβέντες του Λευτέρη, μετά τις υπογραφές, ήταν η ουσία της συμφωνίας.

- Να το προσέχεις σαν τα μάτια σου! Κι όταν ανηφορίζεις για τη Σαλονίκη να περνάς από δω να πίνουμε καφέ και να σου ξηγώ τις ιδιοτροπίες του. Ο καπετάν Σταμάτης το υποσχέθηκε κρατώντας σφιχτά για ώρα στη χούφτα του τη ζεστή παλάμη του φίλου του.

Από κείνη τη στιγμή ο καπετάν Λευτέρης με το δεκανίκι του άρχισε να ζει την τραγωδία ροτ ξοφλημένου.Το σαράκι τον έτρωγε σιγά - σιγά. Πού να αρμενίζει τώρα η "Βαγγελίστρα" μου; Πρόλαβε  ν΄ απαγκιάσει από τη Γραιγο - Τραμουντάνα σε κάποιο λιμάνι ή θαλασσοδέρνεται αστο πέλαγος; Η γυναίκα του το καταλάβαινε αλλά ήταν ανώφελο. Κατά βάθος ζήλευε γιατί ο ανδρας της νοιαζόταν περισσότερο για το ξυλάρμενο παρά γι΄αυτήν.

Η ανησυχία του Λευτέρη και η διαίσθησή του ήταν διακιολογημμένες. Ο καπετάν Σταμάτης ηταν ταμαχιάρης, Για να πάρει μεγαλύτερο ναύλο φόρτωνε τη "Βαγγελίστρα" μέχρι τα μπούνια. Το δεύτερο χειμώνα έγινε το κακό. Στο Κάβο - Ντόρο, φορτωμένη τούβλα, άφησε οριστικά τον πάνω κόσμο και άραξε στο παλάτι του Ποσειδώνα μ΄όλο το πλήρωμά της. Το μαντάτο έφτασε στο λιμάνι αλλά κανένας δεν ρόλμησε να ρο διαδώσει. Ήξεραν ότι θα σκοτωνε τον καπετάνιο. Το μυστικό, ευτυχώς κρατήθηκε εφτασφράγιστο.


Ο καπετάν Λευτέρης ανύποπτος άραζεστη μικρή αυλίτσα του σπιτιού του που αγνάντευε το πέλαγος, έ[ινε τον καφέ του κι όταν άκουγε μηχανή καϊκιού κάρφωνε τα ματια του προς τη μπούκα του λιμανιού. Μήπως ερχόταν η "Βαγγελίστρα" του; Χρόνια τώρα περίμενε άδικα τη μεγάλη στιγμή. 

Όταν κατέβαινε κούτσα - κούτσα στον καφενέ του λιμανιού οι φιλοι του ναυτικοί απέφευγαν να τον ρωτήσουν εν είχε νέα. Μόνος, όμως, γύριζε τη κουβέντα και πάντα ρώταγε τους καπετάνιους που γύριζαν από ταξίδι :

- Μπας κι απαντήσατε πουθενά τη "Βαγγελίστρα" μου; Κάποιος τον βεβαίωνε ότι στο προηγούενο ταξίδι την είδε φουνταρισμένη στη Χαλκίδα΄περίμενε να μπατάρει το ρέμα. Άλλος ότι ξεφόρτωνε λιπάσματα στο Πλωμάρι. Τελευταία, ότι ο καπετάν Σταμάτης την πούλησε στη Νύδρα. Γι΄αυτό δεν φαινόταν προς το Βορρά. Τ΄άκουγε ο καπετάν Λευτέρης, αναστέναζε και τα ΄βαζε με τον καπετάνιο της:

- Δεν κράτησε το λόγο του! Δεν έχει μπέσα!


Έσβησε πρόωρα μ΄αυτό το παράπονο. Ο καπετάν Σταμάτης δεν κράτησε το λόγο του.

.....................................................................................................................................................................

- Αυτή είναι, παλληκάρια μου, η ιστορία του φίλου μου Λευτέρη, κατέληξε ο παλιός του γείτονας ο μάστρο - Στάθης. Χωρίς αλάτια και πιπέρια, συμπλήρωσε. Σκέτη όπως την έζησα. Με σκαμπανευάσματα. Πότε καλή, πότε κακή. Ούτε μια στιγμή δεν έκανε η καρδιά του λάσκα. Πάντα γιομάτη, παθιασμένη.Ακόμα και μ΄αυτά που εσείς τα λέτε άψυχα.

Άδειασε την πίπα του στη βαρελίσια ξυλόσομπα του καφενέ, χούφτωσε την κούπα του, κατέβαση μια γουλια και μονολόγησε:

- Θε σ΄χωρέσ΄τον!


Θάλασσα πικροθάλασσα

με τα φαρμάκια που΄χεις

δίστιχο του Αιγαίου

(να πω κι εγώ μιας και ταλαιπωριέμαι να πληκτρολογω προς τέρψιν όλων -κι εμού- στο προκείμενο ανάγνωσμα δεν ευθύνεται μα διόλου η θάλασσα. μα το κακό ανθρώπινο σκεπτικό που φτιάνει την αναλγησία και την επιδίωξη του πρόσκαιρου κερδους. summertimeblues)


   



Πέμπτη 19 Αυγούστου 2021

sapore di sale 1

 Η ΚΑΚΑΒΙΑ

Η "Αρετούσα" τoυ καπετάν Στρατή, η ομορφότερη ψαρόβαρκα τιυ νησιού, ρεμετζάρισε νωρίς το πρωί στην άκρη του μώλου, δίπλα στην αμμουδίτσα του κόρφου.

Ο Στρατής δούλευε μέχρι πέρσι λοστρόμος στα ποστάλια. Η γκρίνια της γυναίκας και της κορης του, δασκάλας στο απέναντι νησί, τον ξεμπάρκαραν πρόωρα.

- 'Εχουμε Στρατή μου από όλα τα καλά, δόξα στη Βαγγελίστρα. Το κοριτσάκι μας βολεύτηκε. Παράτα τα να χαρείς, του΄γραφε και τηλεφωνούσε αδιάκοπα η γυναίκα του. Κι εκείνος με βαριά καρδιά χαιρέτισε ακμαιότατος, πριν την ώρα του, τα καράβια και γύρισε στο νησί του.

Δεν πρόδωσε, όμως, τη θάλασσα. Όταν τον άφηνε ο καιρός αλμυριζόταν πότε με το παραγάδι του, πότε με τα δίχτυα του, πότε με τη συρτή του. Ρουφούσε με την ανάσα του τις βιταμίνες της θάλασσας και το ΄φχαριστιόταν. Οι συγχωριανοί του, ναυτικοί και ψαράδες οι περισσότεροι, του έδωσαν προαγωγή βαφτίζοντάς τον καπετάνιο και η γυναίκα του η Κατερίνα τον ειχε μη βρέξει και μη στάξει,

Στο σπίτι τους, στο καθιστικό, είχε κρεμάσει στον τοίχο ανάμεσα στα κάδρα των μουστακοφόρων παππούδων, τη φωτογραφία του τελευταίου θαλασσινού του σπιτιού, του καραβιού που τον σεργιάνιζε τα τελευταία δέκα χρόνια. Αν ήθελε να ονειρευτεί, να ρεμβάσει, ξάπλωνε στο μακρόστενο καναπέ, έκλεινε τα μάτια του, μπαρκάριζε και ταξίδευε σε μακρινές θάλασσες΄έμπαινε σε γνωστά λιμάνια, έδενε κάβους και, σα νύχτωνε, τρύπωνε με το Μαθιό στα σκοτεινά σοκάκια της πόλης. Ακόμα δεν είχε αποτοξινωθεί απ΄τις θύμησες.

Εκείνο το πρωινό η καλάδα του είχε πάει καλά. Παρόλο που το φεγγάρι ήταν σχεδόν ολόγιομο αρκετα ψάρια είχαν πέσει στα δίχτυα του: μπαρμπούνια, κουτσουμούρες, μελανούρια, μπερκόχανα, σγατζά...

Ο Στρατής καθισμένος στην πρύμνη, ξεψάρωνε και ξεχώριζε σε διαφορετικά μπουγέλα τα πρώτα, τα καλύτερα, απ΄τα μικρόψαρα, τα γατόψαρα όπως τάλεγαν.Πριν τελειώσει το μάτι του έπεσε στο μικρό Παυλή της Ουρανιώς που πολεμούσε να καμακώσει ένα χταπόδι διπλα στο μώλο.Δε το κατάφερνε και το φόρτωνε ψιλοβρισιές γιατί δε στεκόταν ακίνητο να το πιρουνιασει. Ο Παυλής ήταν δεν ήταν έξι χρονών. Το βλέμμα του Στρατή περπάτησε μέχρι το καλυβάκι της Ουρανιώς, στην ανηφορίτσα πάνω απ΄την αμμουδιά. Άλλη ιστορία κι αυτή! Το Ουρανιώ είχε χηρέψει προσφατα. Ο συγχωρεμένος, τσιράκι παλιοτερα του Στρατή, τζόβενο στο καραβόσκαρο του καπετάν Λεωνίδα, την είχε φέρει από μακρινό νησί. Κανένας δεν ήξερε τους δικούς της. Ούτε ο παπάς που τους πάντρεψε, παρά τις φωνές της μάνας του.Δε πρόλαβε να τη χαρεί. Το ρεμπελιό, η ασωτεία, το πιοτό τον σκότωσαν πρόωρα. Της άφησε κληρονομιά το φτωχοκάλυβο, το διπλανό περβόλι με το λαχανόκηπο. πέντε ελιές, δυο συκιές, δυο λεμονιές, μια κατσίκα, ένα κοτέτσι με πέντε κότες, χρέη στο μπακάλη της παραλίας και δυο κουτσουβελα. Το μεγαλύτερο ήταν ο Παυλής.

Το Ουρανιώ, ένα μελανούρι με φιδισιο σώμα και μακριά μαλλιά, δεν είχε δώσει αφορμές για κουτσομπολιά. Πάλέυε να αντιμετωπίσει μόνη τη φτώχεια της΄να κρατήσει όρθιο το σπιτικό της. Όταν κατηφόριζε στην αμμουδιά να ξεπλύνει στη θάλασσα τα στρωσίδια του καλυβιού της, ανασηκώνοντας τη μαύρη ρόμπα της, οι αναστεναγμοί των ψαράδων που μπάλωναν τα δίχτυα ή νετάριζαν τα παραγάδια τους έφταναν μέχρι τ΄αυτιά της. Αλλά, μα τον Άγιο, σε κανέναν δεν έδινε δικαίωμα να την κουτσομπολέψει για το παραμικρό. Κι ο μπακαλης που πήγε στο καλύβι της με το δεφτερι να ρυθμίσει τα μικροχρέη της έφυγε άναυλος.

Όταν ο Παυλής περνούσε μπροστά απ΄τη δέστρα της βάρκας ο Στρατής του έγνεψε. Κρατώντας τον κουβά με τα καλά ψάρια σαλτάρησε στην πλώρη, τράβηξε τον κάβο ώστε να φιλήσει η βάρκα το μουράγιο και τον έδωσε στον Παυλή.

 - Δώσε αυτά στη μάνα σου Παυλή. Είχα μπόλικα ψάρια σήμερα. Μου περισσεύουν. Μονο φέρε μου πίσω τον κουβά.

Ο Παυλής παράτησε το μικρό καμάκι του στο μώλο κι έφυγε τρέχοντας. Ο Στρατής τον ακολούθησε με το βλέμμα του μέχρι το καλύβι. Σε λίγο είδε τη μαύρη σιλουέττα της Ουρανιώς στο κεφαλόσκαλο. Ένιωσε για λίγα δευτερόλεπτα το βλέμμα της καρφωμένο πάνω του. Μια γλυκειά ανατριχίλα σαρωσε το κορμί του. Κίγο αργότερα, καθώς τύλιγε τις καλούμες στα σημαδούρια, φάνηκε ο Παυλής να ξεπροβάλλει πίσω από τις καλαμιές της παραλίας. Πληίασε κι απίθωσε τον κουβά στο μουραγιο.

-Έφερα λίγα σύκα. Είναι ρυζάτα΄απ΄τη μεγάλη μας συκιά, εξήγησε με κάποια δόση περηφάνιας. Και ξανάπιασε το καμάκι του.

Ο Στρατής βολεψε τα δίχτυα του και τα σύνεργά του στο αμπάρι, το σκέπασε και ξέπλυνε το κατάστρωμα. Πήδηξε έξω, βούτηξε το χέρι του στον κουβά και έπιασε μια χάρτινη σακούλα. Μέσα βρήκε τα σύκα. Έβγαλε απ΄την τσέπη του το Σκοπελίτικο μαχαιράκι κι άρχισε να τα καθαρίζει σιγά - σιγά. Τόσο νόστιμα σύκα δεν είχε ξαναφάει! Ρυζάτα βλέπεις! Τα φλούδια τους πετούσε στις αθερίνες που σουλατσάριζαν μπροστά του, στα νερά του λιμανιού. Ύστερα κατάβασε τα μπατζάκια του, πήρε το κουβαδάκι με τα πετρόψαρα, περπάτησε στο ισάδι του χωματόδρομου κι εκανε τον ανήφορο για το σπίτι του. Η γυναίκα του τον περιμενε στην αυλή. 

- Καλώς τον! Καλώς τον! Κάθισε να σου ψήσω καφέ. Πώς πήγε η ψαριά Στρατή μου; 

- Τίποτα Κατερίνα μου! Μικροπράγματα. Πετρόψαρα. Ίσα - ίσα για μια κακαβιά. Την πεθύμησα.

- Δε το΄ξερες Στρατή μου; Με το φεγγάρι δε σεριανίζουν τα ψάρια, απάντησε εκείνη και χώθηκε στον λαχανόκηπο να δει αν είχε βλαστήσει το σέληνο που θ΄αρωμάτιζε τη κακαβιά.

Έλα γιαλό φουντάρισε
το νου μου καταλάγιασε.

δίστιχο του Αιγαίου.


Τετάρτη 18 Αυγούστου 2021

sapore di sale 0

ΙΣΤΟΡΙΕΣ για ξέμπαρκους

ΜΑΝΩΛΗΣ ΓΚΑΓΚΑΚΗΣ




αφιερώνεται

στ΄αφρισμένα κύματα

του Γρεκο - λεβάντε.


ΚΑΛΩΣΟΡΙΣΜΑ

μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα χωριουδάκι σε μια παραλία του Βόρειου Αιγαίου.

τίποτα δεν του έλειπε! είχε απ΄όλα!

- είχε απλόχωρη πλατεία με πλατάνια, με πέτρινη βρύση, με Άη Νικόλα, με Κανάρη...

- είχε ανθρώπους καλούς, κακούς, κοπελιές λογοδοσμένες με μπαρκαρισμένα ναυτόπουλα, μαυροντυμένες χήρες με καημούς, γεροκαπεταναίους που ξαπόσταιναν, μεθύστακες που τραγουδούσαν τη νύχτα στα καπηλειά, παλαβό, κουτσομπόλες, ξυπόλητα πιτσιρίκια στο ποτάμι...

- είχε λιμάνι, καίκια με φλόκους, ψαρόβαρκες με παραγάδια, αθερίνες, κεφαλόπουλα...

είχε απ΄όλα! τίποτα δεν του έλειπε!

- είχε ήλιο που καλημέριζε απ΄το πέλαγος, φεγγάρι κάθε μήνα, σύγνεφα πάνω απ΄τις ράχες, τραμουντάνες, σορόκους, ψιλοβροχές τον Σεπτέμβρη, χιόνια τα Χριστούγεννα...

- είχε αυλές με λεμονιές, με ροδιές, κοκκινολαίμηδες στα κλωνιά τους, ορτανσίες στις ρούγες, γλάρους πάνω απ΄τα κύματα, αλεπούδες στη ρεματιά, χαμοκέρασα στα περβόλια, μανιτάρια στο δάσος,

- είχε δάσκαλο με φαλάκρα, γιλέκο και γραβάτα, τελώνη με καπέλο και σφυρίχτρα, παππά με μπάσα φωνή...


άπλωσα το χάρτη μου να το βρω. άφαντο. σεισμός, σκέφτηκα, μπορεί και πόλεμος, πλημμύρα, τουρισμός, φουρτούνα, ίσως πειρατές, το ΄ξαφάνισαν. τότε θυμήθηκα πως απ΄το χωριό είχε περάσει δάσκαλος ο παππούς μου. τρέχω στο υπόγειο, ανοίγω το σεντούκι μου. ανάμεσα στα μουχλιασμένα βιβλία του βρήκα ένα χοντρό τετράδιο.  σελίδες κιτρινισμένες. μέσα είχε μια ομιλία για την 25η Μαρτίου, ένα συμφωνητικό με τον μπογιατζή για το ασβέστωμα του σχολείου, θέματα εκθέσεων με αρχαία ρητά και, πίσω - πίσω, παλιές θαλασσινές ιστορίες που είχε ακούσει από γέρους. διάλεξα όσες διαβαζόταν΄ όσες δεν ήταν πειραγμένες απ΄την υγρασία. έσβησα τις κυματιστές περισπωμένες, τις δασείες, τις ψιλές, κόντεψα τις καμπυλωτές ουρές των λάμδα, τις αέρινες χαίτες των κεφαλαίων και τις μετάγραψα στο χαρτί. δεν είναι σπουδαίες. τοκανα για να θυμηθώ τον παππού μου. τόκανα για να ξαναβάλω τη σβησμένη κουκκίδα στο χάρτη μου. ακούστε τες.

Ο πιλότος

Χορευτό Νοέμβρης 2001.