Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Τρίτη 24 Αυγούστου 2021

sapore di sale 6

 Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΝΑΥΤΗ



Ο άνθρωπος, όσο δυνατός κι αν είναι, έρχονται ώρες που καταντά ανίσχυρο ξυλάρμενο στα χέρια τη τύχης, της σύμπτωσης, των καιρών. Δεν ξέρει ούτε αν θα σωθεί, ούτε ορίζει που θα τον πετάξει το κύμα.

Έτσι άρχισε την εξομολόγησή του στον Μιχάλη, το γιο του, ο Γιαννιός ο Μπέρκας, ο Μυτιληνιός. Το " Μυτιληνιός " ήταν παρατσούκλι, ανεξήγητο για το Μιχάλη Είχε περάσει και στον ίδιο σα κύριο όνομα: Τ΄ Μυτιληνιού τον ανέβαζαν, τ΄ Μυτιληνιού τον κατέβαζαν. Μόνο ο δάσκαλος τον φώναζε Μέρκα, όταν ήταν ακόμη μαθητής. Δεν ήξερε αν έπρεπε να περηφανεύεται ή να στεναχωριέται γι΄ αυτά τα βαφτίσια.

Ρωτούσε τον πατέρα του, ρωτούσε τη μάνα του, που μας άφησε πρόωρα πριν λίγες μέρες, αλλά δεν έβρισκε τις εξηγήσεις τους αρκετές. Η συγχωρεμένη τούλεγε πως ο Γιαννιός της φορτώθηκε αυτό το παρατσούκλι γιατί, όταν γύριζε κάθε φορά από ταξίδι στη Μυτιλήνη, μιλούσε με παίνιες γι΄αυτή. Όλα εκεί η΄ταν όμορφα, σωστά, νοικοκυρεμένα, δίκαια. Ενώ εδώ όλα τάβρισκε μίζερα, στραβά κι ανάποδα. Είχε ζαλίσει τον κόσμο στους καφενέδες με τη Μυτιλήνη. Ο ίδιος ο πατέρας του το ερμήνευε απ΄τα μεγάλα διαστήματα δουλειάς του εκεί, ανάμεσα στα ταξίδια. Όμως, η διαίσθηση του΄λεγε πως αυτά δεν ήταν όλη η αλήθεια. Επιτέλους, έπρεπε να το ξεδιαλύνουν απόψε:

- Γιατί πατέρα σε βάφτισαν μυτιληνιό;

- Πρωτομπαρκάρισα μούτσος στο μεγάλο καραβάσκαρο του καπετάν - Λεωνίδα, άρχισε ο Γιαννιος. Είναι αυτό στη ζωγραφιά διπλα στο τζάκι. Έμαθα τη θάλασσα αλλά έμαθα και τις μηχανές. μπερδευόμουνα μουτζούρης στα πόδια του μάστρο - Στάθη του μηχανικού για του δώσω το κλειδί να σφίξει τις βίδες, το στουπί να καθαρίσει τα λάδια. Τη μηχανή τη θαύμαζα. Την έβλεπα σα σιδερένιο γίγαντα που έσμπρωχνέ με τις πλάτες του το καράβι και το αρμένιζε εκεί που ήθελε ο καπετάνιος. Πειθαρχούσε στις εντολές του μηχανικού. καλά και τα πανιά, δε λέω, αλλά εκεί το αφεντικό ήταν ο αγέρας΄ ατίθασος καμιά φορά! Δεν μπορούσες να ταξιδέψεις όπου ήθελες. Αυτός διαφέντευε. θυμάσαι πως το ΄λεγε ο παππούς σου ο Μιχαλιός; Όπως τον έβρω τον καιρό έτσι τον αρμενίζω!

- Μόνο αυτό, πατέρα; Έλεγε ένα σωρό σωστές κουβέντες ο παππούς, διέκοψε ο γιος. Ποιος τις καταλάβαινε τότε;

- Το ναυτικό με μπέρδεψε, ξαναπήρε το λόγο ο Γιαννιός΄ έμαθα λέγα ακόμη. Τη μια μέρα απολύθηκα, την άλλη με ναυτολόγησε ο καπετάν Λεωνίδας. Μ΄ εμπιστευόταν΄ ακόμα και στη λαγουδέρα. Για πεντέξ΄ χρόνια ταξιδεύαμε παντού. Φορτώναμε από δω φιρίκια, κάστανα, φουντούκια, καρύδια, ξυλεία και τα μοιράζαμε προς το νοτιά καθώς ήθελε ο έμπορος. Χαλκίδα, Ωροπός, Ραφίνα, Πειραιάς. Σπάνια λασκάραμε. Ίσα - ίσα  για ψιλομερεμέτια και παλάμισμα του καϊκιού στον ταρσανά του Χριστόπουλου, στο Βόλο. Ανάμεσα εκεί, πρόκανα, παντρεύτηκα κι έσπειρα εσένα και το Ρηνιώ. Το πλεουμενο ήταν γερό, μεγάλο, γλήγορο κι οι ζητήσεις για ναύλα πολλές. Ο καπετάν Λεωνίδας προτίμησε να το ναυλώσει χρονικής σ΄ένα μεγαλολαδά της Μυτιλήνης που κατείχε λιοτρίβια, σαπουνάδικα, μαγαζιά, αποθήκες στο λιμάνι. Αυτός είχε νταραβέρι με τη Σαλινίκη. Έστελνε λάδια σε βαρέλια, σαπούνια σε κασόνες κι έφερνε τροφήματα. υπόγραψαν χαρτί για ένα ταξίδι κάθε βδομάδα. Το θυμάμαι γιατί το κρυφοδιάβασα όταν μ΄αγγάρψαν να το πάω στο τελωνείο. Έγραφε, μάλιστα, μέσα "Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος". Έτσι άρχισαν τα ταξίδια το ένα μετά το άλλο. Μόνο οι χειμωνιάτικες φουρτούνες μας ξεκούραζαν. Τον άλλο καιρό, όταν προκάναμε, γυρνώντας απ΄τη Σαλονίκη, πεταγόμασταν κι από ΄δω να δούμε τις φαμίλιες. Ύστερα ντουγρού λεβάντε. Πότε - πότε η ζήτηση ήταν μεγάλη κι ο καπετάν Λεωνίδας για ν΄αυγατίσει τα ταξίδια μ΄άφηνε στο νησί να ταξινομήσω, να μαρκάρω τα βαρέλια, ποια θα βάζαμε στ΄αμπάρια, ποια στην κουβέρτα, πόσα κιβώτια σαπούνι πλώρα, πόσα πρύμα, να συμφωνήσω με το αφεντικό στα ζυγολόγια. Ήξερα καλά κι από λογαριασμούς. Όσο δούλευα στη στεριά με σκαντζάριζε στο καϊκι ο Φώτης ο Λημνιός. 

-Από παράδες πατέρα; Έβγαινε μεροκάματο; ρώτησε ο γιος.

- Έβγαινε και παραέβγαινε! Τσέπωνα ολάκερο το μηνιάτικο από το καϊκι και μπόλικα φιλέματα απ΄το αφεντικό. Μ΄αυτά συμμάζεψα σιγά - σιγά την προίκα και παντρέψαμε το Ρηνιώ, τον βεβαίωσε ο Γιαννιός. Σταμάτησε για λίγο, βολεύτηκε καλύτερα στην πολυθρόνα, κράτησε το γυρτό κεφάλι του με την παλάμη του δεξιού του χεριού και συνέχισε:

- Πριν κλείσει καλά - καλά χρόνος έπεσα πάνω στη Σμάρω. Δούλευε εκεί στις αποθήκες. Απ' την στιγμή που την κοίταξα κατάματα, απ΄τη στιγμή που μου χαμογέλασε ήξερα ότι δεν γλύτωνα. Ήμουνα, βλέπεις, γιε μου, παλληκάρι τότε. Μη κοιτάς σήμερα. Φαινόταν αρκετά μεγαλύτερή μου. Δεν της έκρυψα τη βέρα μου. Αυτό δεν την πείραζε. Με σπίτωσε, μ΄αγάπησε, με νοιάστηκε σα μάνα, σαν αδελφή, σαν γυναίκα, σαν φιλενάδα. Έτσι, απόχτησα δυο σπιτικά. Ένα δω κι ένα απέναντι, στο νησί. Τα χώριζε τοση απέραντη θάλασσα που εξάτμιζ, που ξέπλενε τα μυστικά και την αμαρτία μέχρι να φτάσουν απ΄το ένα στ΄άλλο. Ο καπετάν Λεωνίδας, ο μάστρο - Σταθης, ο Φώτης πάντα με δικαιολογούσαν όταν τους ρωτούσε η μακαρίτισσα. Έμεινε πίσω να ετοιμάσει το φορτίο για τη Σαλονίκη, έλεγαν. Ανάμεσα, αραιά και πού, πετιόμουνα κι εγώ. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο αριότερα. Τ΄αφεντικό μου στο νησί με φώναζε Ζαγοριανό κι ο καπετάν - Λεωνίδας παντού Μτιληνιό.Ίσως για να με ξεχωρίζει π΄το Γιαννιό, τον ανεψιό του. Έτσι μου ΄μεινε το παρατσούκλι.

- Πες μου για τη Σμάρω πατέρα. Πώς ξέμπλεξες;

- Πέρασαν πάνω από δέκα χρόνια μ΄αυτή τη διπλή ζωή. Κάπου εκεί, όχι γιατί έπαψα ν΄αγαπώ τη Σμαρώ, μ΄έπιασαν τύψεις. Εξόν α΄τα λεφτά σας είχα αφήσει σε δεύτερη μοίρα. Ο καπετά - Λεωνίδας δεν έπαυε να μου θυμίζει. Είναι καιρός Γιαννιό, να γυρίσεις. Έτσι το αποφάσισα. Της τόπα. Έκλαψα, στεναχωρήθηκε αλλά το κατάλαβα, τα διακαιολόγησε. Τοτε κι εγώ την αγάπησα, την εκτίμησα ακόμη περισσέτερο. Πήρα πίσω τα λόγια μου. Μετά, όμως, από λίγους μήνες, με βρίσκει δεύτερη αρρώστια; η νοσταλγία! Θυμήθηκα εσάς, τους φίλους, το σπίτι μα, την πίαω αυλή με τις λεμονιές, το καλντεριμι, τα πλατάνια της πλτείας, το ακρωτήρι. Δεν μπορούσα να το παλέψω. Το μάντεψε απ΄τη σιωπή μου. Της το εξήγησα. Το καϊκι θα ΄φευγε για Σαλονίκη χαράματα.

Τη νύχτα μιλούσαμε μισοβουρκωμένοι. Δεν έκανε καμμιά κουβέντα ν΄αλλάξω γνώμη.  Συμμάζεψα τα πράματά μου στο σάκο, ήπιαμε καφέ, μου πέρασε ένα φυλαχτό Αγιόρείτικο στο λαιμό, τσούπωξε στο σάκο μου μια εικονίτσα του Αη - Ταξιάρχη και κατηφορισαμε προς το λιμάνι. Χαιρετηθήκαμε. Εγώ απέφευγα να τη κοιτάξω στα μάτια. Πήδηξα στο καΐκι κι αρχίσαμε να βιράρουμε την άγκυρα. Κάθε κρύπος του γραναζιού της μπόμπας ήταν και μια μαχαιριά. Σαλπάραμε. Μέσα στο πρωινό πούσι η φιγούρα της με υψωμένο το χέρι μίκρυνε, μίκρυνε μέχρι που έμεινε μαύρη κουκίδα δίπλα στο φανοστάτη του λιμανιού. Συνήλθα όταν φάνηκε το Όρος. Έκανα το σταυρό μου, ζήτησα συγχώρεση και κατέβηκα στην κουκκέτα να κοιμηθώ. Ο Φώτης είχε κιόλας σηκωθεί για τη βάρδια του. Από τότε δεν ξανατόλμησα να ξαναπάω στο νησι. Φοβάμαι ότι θα μείνω εκεί για πάντα. Η μισή ου καρδιά είναι εκεί, στη Σμάρω. Όταν βολεύει της στέλνω με το Φώτη φιρίκια. Τάχε αδυναμία. Τη φαντάζομαι, τη βλέπω μπροστά μου να τα δαγκώνει με το χρυσό δόντι της και να νοστιμίζεται. Από τότε δεν παραμέρισα από ΄δω. για να ξεπλύνω το λάθος μου. Παντρέψαμε το Ρηνιώ, εσύ πήρες τη ρότα σου, η μακαρίτισσα είδε άντρα στο σπίτι.\- Είσαι σίγουρος πατέρα, ότι η μάνα μου δε μυρίστικε τίποτα; διέκοψε ο Μιχάλης. Την είδα πολλές φορές να κλαίει χωρίς λόγο.

- Για τίποτε δεν είμαι σίγουρος, απάντησε ο Γιαννιός. Καμμιά φορά προδινόμαστε μόνοι μας. Θυμάσαι, την πρώτη φορά που γύρισα, που έβγαλα ανεξήγητα στη βασιλόπιττα ένα κομμάτι παραπάνω; έπειτα έχω και το χούι μου. Παραμιλάω στον ύπνο μου. Ποτέ δεν ξέρεις πως μιλάς στα όνειρα. Σίγουρα κάτι υποπτευόταν αλλά δεν έβγαλε κουβέντα η ψυχούλα! Αυτά παιδί μου ρίξτα στη θάλασσα. Έχεις καιρό να τα ΄ξηγήσεις όταν θα ταξιδέψω πιο μακριά. Ακούμπησε το χέρι του στο σβέρκο του γιου του και κίνησε για το θαλάμι του, για ύπνο. Οι ανταύγειες της φωτιάς του τζακιού λαμπίρισαν στα βουρκωμένα μάτια του.  

Ο γεμιτζής τη θάλασσα την έχει περιβόλι

και σαν ανοίξει τα πανιά κοπέλες παλαβώνει.

της Λέσβου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου