Αχνοχάνονται οι μέρες. Μέσα στο γαϊτανάκι της ρουτίνας, της ρουτινιάρικης φωνής μου, της ρουτινιάρικης φωνής σου, του παροξυσμικού λυγμού που στην πυρά του γεννιέται ένα γέλιο ή μια θλίψη, ό,τι.
Βουτάν τα πόδια τους σε σιωπηλά νερά, στ' απόβροχα του μεσημεριού κι ο αέρας παγωμένος. Δεν επιτρέπει στις σκέψεις να κάνουν διαδρομές. Μα αυτές, ανυπάκουες, ανεβαίνουν στις σκεπές και αφήνονται στο καταχείμωνο.
Ξαστεριά μέσα στη νύχτα. Άφησα τις μπυτζάμες μου και τις παντόφλες μου στο κατώφλι και μπήκα με τα ρούχα στο σπίτι. Ανάποδα πράματα. Το μέσα, το έξω. Παραξένιες. Να μακιγιάρεσαι για το απογευματινό τσάι και να ξεβάφεσαι για να βγεις στην αγορά, στα μπαράκια, στο έξω. Ανησυχίες.
Αλλά η ζωή στο τεφτέρι της ξέρει. Ξέρει αυτή. Και σαλιώνει το μολύβι, γράφει, υπογραμμίζει, διαγράφει, παρεμβάλει στο προσχέδιο με λεξούλες και μικρά σημάδια. Τί χάρτης! Θαύμα σωστό.
Κι ο θησαυρός;
Είναι της πρότασης το ρήμα
του κορμιού η καρδιά
τ' άυλου η ψυχή
το επίτευγμα
το επιστέγασμα
η διαπίστωση
η επιβεβαίωση
η άρνηση
το γιατί;
Μα γιατί να είναι κάτι;
Έλα μου ντε!
Θρύψαλα ανασυντάσσονται
σσσσσσσσ....
Σ' ένα σιντριβάνι
ραντεβού με την ιστορία
διασταύρωση
χρώματα συντονίζονται με άλλα
παράγουν αποχρώσεις
Πήραμε τον υπόγειο και πήγαμε μέσα στην κοιλιά του Τηρίου.
Κάτω απ' τη γη σαφώς.
Τα χέρια σου τρέμουν απ' το κρύο καθώς η φλόγα τρεμοπάιζει τ' αναπτήρα.
Ανάβεις, μ' ανάβεις.
Τσιγάρο, ώρα για τσιγάρο.
Εδώ είναι υποτυπωδώς ζεστά, κάπως ζεστά.
Άμα βγούμε έξω στο αγιάζι, θα 'ναι διαφορετικά.
Συντρέχουσας και μιας άσβεστης δίψας για αλμύρα
πάμε στην παραλία.
Κοφτερό φεγγάρι.
Κοιμισμένο κύμα.
Αγκομαχάει η νύχτα
πυκνή υγρασία
δάκρια στα τζάμια.
Κι εμείς με σχεδία το κρεβάτι,
πάμε στον επόμενο σταθμό.
Βουτάν τα πόδια τους σε σιωπηλά νερά, στ' απόβροχα του μεσημεριού κι ο αέρας παγωμένος. Δεν επιτρέπει στις σκέψεις να κάνουν διαδρομές. Μα αυτές, ανυπάκουες, ανεβαίνουν στις σκεπές και αφήνονται στο καταχείμωνο.
Ξαστεριά μέσα στη νύχτα. Άφησα τις μπυτζάμες μου και τις παντόφλες μου στο κατώφλι και μπήκα με τα ρούχα στο σπίτι. Ανάποδα πράματα. Το μέσα, το έξω. Παραξένιες. Να μακιγιάρεσαι για το απογευματινό τσάι και να ξεβάφεσαι για να βγεις στην αγορά, στα μπαράκια, στο έξω. Ανησυχίες.
Αλλά η ζωή στο τεφτέρι της ξέρει. Ξέρει αυτή. Και σαλιώνει το μολύβι, γράφει, υπογραμμίζει, διαγράφει, παρεμβάλει στο προσχέδιο με λεξούλες και μικρά σημάδια. Τί χάρτης! Θαύμα σωστό.
Κι ο θησαυρός;
Είναι της πρότασης το ρήμα
του κορμιού η καρδιά
τ' άυλου η ψυχή
το επίτευγμα
το επιστέγασμα
η διαπίστωση
η επιβεβαίωση
η άρνηση
το γιατί;
Μα γιατί να είναι κάτι;
Έλα μου ντε!
Θρύψαλα ανασυντάσσονται
σσσσσσσσ....
Σ' ένα σιντριβάνι
ραντεβού με την ιστορία
διασταύρωση
χρώματα συντονίζονται με άλλα
παράγουν αποχρώσεις
Πήραμε τον υπόγειο και πήγαμε μέσα στην κοιλιά του Τηρίου.
Κάτω απ' τη γη σαφώς.
Τα χέρια σου τρέμουν απ' το κρύο καθώς η φλόγα τρεμοπάιζει τ' αναπτήρα.
Ανάβεις, μ' ανάβεις.
Τσιγάρο, ώρα για τσιγάρο.
Εδώ είναι υποτυπωδώς ζεστά, κάπως ζεστά.
Άμα βγούμε έξω στο αγιάζι, θα 'ναι διαφορετικά.
Συντρέχουσας και μιας άσβεστης δίψας για αλμύρα
πάμε στην παραλία.
Κοφτερό φεγγάρι.
Κοιμισμένο κύμα.
Αγκομαχάει η νύχτα
πυκνή υγρασία
δάκρια στα τζάμια.
Κι εμείς με σχεδία το κρεβάτι,
πάμε στον επόμενο σταθμό.