η νύχτα κύλησε ομαλά. λίγη κουβεντούλα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μουσική και μαγειρική, φαγητό, ταινία ή κάποια σειρά που παρακολουθώ, καληνύχτες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κλείσιμο του υπολογιστή, ένα τελευταίο τσιγάρο και μια γουλιά ποτό.
πήγα στο κρεβατάκι μου, καλοστρωμένο με υποδέχτηκε. ξάπλωσα και προσπάθησα ν αποφύγω τη λάθος μεριά, μ αρέσει να κοιμάμαι στο πλάι. απ τη μια μεριά όλα καλά, σκέφτομαι διάφορα και πολλά και με την ονειροπόληση έρχεται κι ο ύπνος. απ την άλλη μεριά, όμως, δύσκολα τα πράματα. λες και πατιέται ένα κουμπί 'έναρξη" του ίδιου σεναρίου. σενάριο. Χτυπάει το τηλέφωνο, "είμαι εδώ" μου λες, "που σαι να ρθω" λέω κι εγώ και μετά σηκώνομαι παπούτσια, ρούχα κι έξω απ την πόρτα να τρέχω στους δρόμους. Κακή πλευρά.
Δεν είχα ύπνο. Είχα τα μάτια κλειστά κι επέπλεα στο σκοτάδι αλλά δε μπορούσα να κοιμηθώ.Δε σκεφτόμουν τίποτα, πεισματικά, για να μην παρασυρθώ σ ένα ακόμη ξενύχτι.
Τότε άκουσα ή μάλλον δεν άκουσα, αισθάνθηκα μια κίνηση στο κάτω πάτωμα, σαν ένα άηχο φρουφρούδισμα. Ωχ κλέφτης, σκέφτηκα και κοκκάλωσα. Με το σώμα ακίνητο, το μυαλό να δουλεύει πυρετωδώς και τ αυτιά τσιτωμένα να πιάσουν και τον παραμικρό ήχο. Από το κάτω πάτωμα ακούγονταν πνιχτοί ήχοι, κάποιος κινούνταν εκεί, ψαχούλευε κι εγώ σκεφτόμουν πανικόβλητη τι να κάνω αλλά το μόνο που μπορούσα να κάνω είναι να μαι ξαπλωμένη, αγαλματοποιημένη λες. Η καρδιά μου ταμπούρλο.
Το δεύτερο σκαλοπάτι της ξύλινης σκάλας κάνει πάντα κριτς κι εγώ που το ξέρω το πηδάω όταν ανεβαίνω. Τώρα το κριτς ακούστηκε ξερό σαν τουφεκιά. Κι εγώ βρέθηκα να μαι όρθια με μια ρόμπα στο χέρι και να βγαίνω απ το δωμάτιο.
Στο κεφαλόσκαλο ήταν ένας άντρας. το χωλ που καταλήγει η σκάλα έχει μια μπαλκονόπορτα και φως ερχόταν από τη λάμπα του δρόμου. Τον είδα. Ίσια σκούρα μαλλιά κανονικά χαρακτηριστικά και μάτια με μια λάμψη απαξίωσης και μικρές σπίθες σκληράδας.
Δεν πτοήθηκα. Δεν είχα αυτήν την πολυτέλεια θαρρώ.
-Ω τι ευχάριστη έκπληξη! είπα πολύ άνετη -μήπως είμαι πολύ άνετη, μήπως το παρατραβάω; Ευτυχώς που δεν κοιμόμουν, θα έπρεπε να με ξυπνήσεις, ίσως. Γιατί δεν πάμε κάτω; συνέχισα, εδώ δεν έχει τίποτα που να σ ενδιαφέρει.
Με κοιτούσε σα να με μετρούσε. Έκσνε μεταβολή και άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα, ξωπίσω κι εγώ. Φτάσαμε στο καθιστικό και κάτσαμε στο τραπέζι.
-Λοιπόν, λέω πάλι ανάλαφρα, τι να σε τρατάρω; έχω πολύ ωραία κουλουράκια κανέλας και ρούμι. Κι πήγα προς το μέρος του το μπωλ με τα κουλουράκια. Έκανε μια κίνηση με το χέρι, όχι, όχι. Σηκώθηκα και πηγαίνοντας προς το μπουφέ που είναι απέναντι απ το τραπέζι έβαλα τη ρόμπα μου γιατί είχε όντως λίγη ψύχρα. Άνοιξα το ντουλαπάκι του μπαρ κι έπιασα το μπουκάλι με το ρούμι. Μ άγγιξε στον ώμο και παραλίγο να πηδήξω στο ταβάνι. Μου έδειξε με το δάχτυλο ένα άλλο μπουκάλι, πίσω πίσω στο μπαράκι. Μια μπαντίντα ντε κόκο ( εγώ την καρδιά μου δε τη δανείζω με τόκο) ξεχασμένη από κάποιο πάρτυ από μια πολύ μακρινή εποχή. Του έβαλα σ ένα ποτηράκι μικρό λίγο. Καθόμασταν σιωπηλοί κι εκείνος έπινε αυτό το μπαγιάτικο ποτό συνεχίζοντας να είναι αμίλητος κι εγώ να τον κοιτάζω γιατί δεν είναι πρέπον να 'χεις επισκέπτη και να μην τον κοιτάς. θα νοιώσει προσβεβλημένος. Αναρωτιόμουν τι σόι γεύση θα χε πια αυτή η μπαντίντα ( κι όταν πίσω την πάρω στο κακό της το χάλι) μετά από τόσο χρόνο. Κάποια στιγμή βαρέθηκα και του είπα. ' Θες να πούμε καμιά κουβέντα;' Με κοίταξε με τα περίεργα μάτια του και είπε. 'Ναι' 'Πολύ ωραία, τι να πούμε;' Τον ρωτάω. Είχε στον ώμο του ένα υφασμάτινο πουγκί με κορδόνι. το απίθωσε στο τραπέζι και με ρώτησε."Αυτά είναι όσα πήρα απ΄το σπίτι σου. Θέλεις κάτι πίσω;" Δεν ήξερα τι ν απαντήσω. 'Να το σκεφτώ λίγο και θα σου πω. Δεν μου λες, μιας κι έχω περιέργεια, πάντα τέτοιες ώρες δουλεύεις, Σκληρή δουλειά.' ΄Μπα. Όλες τις ώρες δουλεύω. Απλά έτυχε να έρθω σε σένα βράδυ". 'Βρε, τι τραβάς κι εσύ" είπα συμπονετικά.¨θα έχεις απαιτητικό αφεντικό" 'Κοίτα, λέει, κάποιοι όντως με εκμεταλλεύονται για να κάνουν τη δουλειά τους αλλά να σου πω, κακό του κεφαλιού τους. Δε με ξέρουν καλά. Όταν είμαι στις καλές μου, είμαι έως και χρήσιμος. Ξέρεις, οι άνθρωποι πρέπει να με έχουν υπ' όψιν τους, ότι είμαι εκεί και να προσέχουν" Τι λες! του λέω, δηλαδή μπουκάρεις στα σπίτια και προσφέρεις ανθρωπιστική βοήθεια; Πολύ αστείο" "Πες το κι έτσι. Λοιπόν, αποφάσισες το θέλεις να σου επιστρέψω; Πρέπει να φύγω." ¨Μα, του λέω δεν ξέρω καν τι πήρες απ το σπίτι. Πώς να σου πω τι θέλω πίσω;" Άνοιξε το πουγκί και άρχισε να λέει κοιτώντας το περιεχόμενό του. "Ηρεμία, θάρρος, ευθυκρισία, αυτοκυριαρχία, λογική, να πω κι άλλα; Έχει μερικά." Τον κοιτούσα άναυδη. Τι μου λέει, σκέφτηκα. 'Μα ποιος είσαι; ποιος είσαι κύριε αλαφροπάτητε διαρρήκτη;" "Δεν κατάλαβες ακόμη; με κοίταξε σκεπτικά. Μα εμείς γνωριζόμαστε από παλιά. Όλη σου τη ζωή με ξέρεις με το ένα ή τον άλλο τρόπο. Είμαι ο Φόβος"
Η καρδιά μου σφίχτηκε. Το μυαλό μου θόλωσε. Τα χέρια μου ξαφνικά ξύλιασαν και τα έβαλα στις τσέπες της ρόμπας. Εκεί, στη μια τσέπη έπιασα αφηρημένα ένα κομματάκι χαρτί. ένα μικρο κομματάκι χαρτί, υπόλοιπο σελίδας, εκείνης της σελίδας που μου είχες δώσει μια μέρα και μου είπες "αυτή είναι η αγάπη μου" κι εγώ γέλασα και είπα "μπλα μπλα και με το χρόνο φθάρθηκε τόσο και ζάρωσε και θρυμματίστηκε και πέρασε το σαράντα κύματα και τίποτε δεν έμεινε παρά αυτή η τριγωνική ακρίτσα που ποιος ξέρει πόσες φορές θα πλύθηκε στο πλυντήριο και παρόλη την ταλαιπωρία βρισκόταν ακόμη στην τσέπη μου. Κάτι άλλαξε στο μυαλό μου. "Δε με νοιάζει, του λέω, δε θέλω τίποτα. Είμαι εντάξει" Με κοιτούσε προσεκτικά. "Δηλαδή μου λες ότι έχεις κάτι που δε σου έχω πάρει, αυτό μου λες; Και δε σε νοιάζει για όλα τα άλλα;" "Δε σου λέω τίποτα" του απαντάω ¨μόνο ότι δε χρειάζομαι τίποτα από αυτά που εσύ θεώρησες καλό να μου πάρεις. Πάρτα." Ήταν παράτολμο, ομολογώ αλλά στα αλήθεια δε μ' ενδιέφερε καθόλου εκείνη την τόσο δύσκολη στιγμή Σηκώθηκε αφήνοντας το πουγκί στο τραπέζι και πήγε προς το παράθυρο. Θα φύγει, σκέφτηκα, από εκεί που ήρθε. "Μια στιγμή" του λέω μη φύγεις με άδεια χέρια" Και πήγα στη βιβλιοθήκη, πήρα μια μπάμπουσκα και του την πήγα."Αυτό είναι για σένα" του είπα.Επειδή ο φόβος γεννάει κι άλλο φόβο και πάει λέγοντας. Αλλά αν θέλεις μπορείς να το δεις κι από όποια οπτική εσύ θεωρείς πιο ταιριαστή" Με ξανακοίταξε και κάτι ζεστό φώτισε τα μάτια του. 'Είσαι μια παράξενη γυναίκα νομίζω" είπε. "Τώρα που σε βλέπω έτσι, του αντιγυρίζω, θα μπορούσα και να σε ερωτευτώ" "Α! Αυτό συμβαίνει ταχτικά. Και μη νομίζεις είναι πολλοί κι αυτοί που με αγαπάνε. Αλλά μη το κάνεις. Μην αλλάξεις" Πήδηξε απ το παράθυρο κι εξαφανίστηκε.
Κάθισα στο τραπέζι κι άναψα ένα τσιγάρο.Τι μου συνέβη απόψε! σκέφτηκα. Κοίταξα το άδειο ποτηράκι του λικέρ. Μπαντίντα ντε κόκο (λέω πάλι χαλάλι και μπαντίντα ντε κόκο)
Έσβησα το τσιγάρο κι ανέβηκα στο υπνοδωματιο. Ξάπλωσα και γύρισα στο πλάι. Από τη λάθος μεριά. 'Εναρξη. Το τηλέφωνο χτυπάει "Είμαι εδώ"....
πήγα στο κρεβατάκι μου, καλοστρωμένο με υποδέχτηκε. ξάπλωσα και προσπάθησα ν αποφύγω τη λάθος μεριά, μ αρέσει να κοιμάμαι στο πλάι. απ τη μια μεριά όλα καλά, σκέφτομαι διάφορα και πολλά και με την ονειροπόληση έρχεται κι ο ύπνος. απ την άλλη μεριά, όμως, δύσκολα τα πράματα. λες και πατιέται ένα κουμπί 'έναρξη" του ίδιου σεναρίου. σενάριο. Χτυπάει το τηλέφωνο, "είμαι εδώ" μου λες, "που σαι να ρθω" λέω κι εγώ και μετά σηκώνομαι παπούτσια, ρούχα κι έξω απ την πόρτα να τρέχω στους δρόμους. Κακή πλευρά.
Δεν είχα ύπνο. Είχα τα μάτια κλειστά κι επέπλεα στο σκοτάδι αλλά δε μπορούσα να κοιμηθώ.Δε σκεφτόμουν τίποτα, πεισματικά, για να μην παρασυρθώ σ ένα ακόμη ξενύχτι.
Τότε άκουσα ή μάλλον δεν άκουσα, αισθάνθηκα μια κίνηση στο κάτω πάτωμα, σαν ένα άηχο φρουφρούδισμα. Ωχ κλέφτης, σκέφτηκα και κοκκάλωσα. Με το σώμα ακίνητο, το μυαλό να δουλεύει πυρετωδώς και τ αυτιά τσιτωμένα να πιάσουν και τον παραμικρό ήχο. Από το κάτω πάτωμα ακούγονταν πνιχτοί ήχοι, κάποιος κινούνταν εκεί, ψαχούλευε κι εγώ σκεφτόμουν πανικόβλητη τι να κάνω αλλά το μόνο που μπορούσα να κάνω είναι να μαι ξαπλωμένη, αγαλματοποιημένη λες. Η καρδιά μου ταμπούρλο.
Το δεύτερο σκαλοπάτι της ξύλινης σκάλας κάνει πάντα κριτς κι εγώ που το ξέρω το πηδάω όταν ανεβαίνω. Τώρα το κριτς ακούστηκε ξερό σαν τουφεκιά. Κι εγώ βρέθηκα να μαι όρθια με μια ρόμπα στο χέρι και να βγαίνω απ το δωμάτιο.
Στο κεφαλόσκαλο ήταν ένας άντρας. το χωλ που καταλήγει η σκάλα έχει μια μπαλκονόπορτα και φως ερχόταν από τη λάμπα του δρόμου. Τον είδα. Ίσια σκούρα μαλλιά κανονικά χαρακτηριστικά και μάτια με μια λάμψη απαξίωσης και μικρές σπίθες σκληράδας.
Δεν πτοήθηκα. Δεν είχα αυτήν την πολυτέλεια θαρρώ.
-Ω τι ευχάριστη έκπληξη! είπα πολύ άνετη -μήπως είμαι πολύ άνετη, μήπως το παρατραβάω; Ευτυχώς που δεν κοιμόμουν, θα έπρεπε να με ξυπνήσεις, ίσως. Γιατί δεν πάμε κάτω; συνέχισα, εδώ δεν έχει τίποτα που να σ ενδιαφέρει.
Με κοιτούσε σα να με μετρούσε. Έκσνε μεταβολή και άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα, ξωπίσω κι εγώ. Φτάσαμε στο καθιστικό και κάτσαμε στο τραπέζι.
-Λοιπόν, λέω πάλι ανάλαφρα, τι να σε τρατάρω; έχω πολύ ωραία κουλουράκια κανέλας και ρούμι. Κι πήγα προς το μέρος του το μπωλ με τα κουλουράκια. Έκανε μια κίνηση με το χέρι, όχι, όχι. Σηκώθηκα και πηγαίνοντας προς το μπουφέ που είναι απέναντι απ το τραπέζι έβαλα τη ρόμπα μου γιατί είχε όντως λίγη ψύχρα. Άνοιξα το ντουλαπάκι του μπαρ κι έπιασα το μπουκάλι με το ρούμι. Μ άγγιξε στον ώμο και παραλίγο να πηδήξω στο ταβάνι. Μου έδειξε με το δάχτυλο ένα άλλο μπουκάλι, πίσω πίσω στο μπαράκι. Μια μπαντίντα ντε κόκο ( εγώ την καρδιά μου δε τη δανείζω με τόκο) ξεχασμένη από κάποιο πάρτυ από μια πολύ μακρινή εποχή. Του έβαλα σ ένα ποτηράκι μικρό λίγο. Καθόμασταν σιωπηλοί κι εκείνος έπινε αυτό το μπαγιάτικο ποτό συνεχίζοντας να είναι αμίλητος κι εγώ να τον κοιτάζω γιατί δεν είναι πρέπον να 'χεις επισκέπτη και να μην τον κοιτάς. θα νοιώσει προσβεβλημένος. Αναρωτιόμουν τι σόι γεύση θα χε πια αυτή η μπαντίντα ( κι όταν πίσω την πάρω στο κακό της το χάλι) μετά από τόσο χρόνο. Κάποια στιγμή βαρέθηκα και του είπα. ' Θες να πούμε καμιά κουβέντα;' Με κοίταξε με τα περίεργα μάτια του και είπε. 'Ναι' 'Πολύ ωραία, τι να πούμε;' Τον ρωτάω. Είχε στον ώμο του ένα υφασμάτινο πουγκί με κορδόνι. το απίθωσε στο τραπέζι και με ρώτησε."Αυτά είναι όσα πήρα απ΄το σπίτι σου. Θέλεις κάτι πίσω;" Δεν ήξερα τι ν απαντήσω. 'Να το σκεφτώ λίγο και θα σου πω. Δεν μου λες, μιας κι έχω περιέργεια, πάντα τέτοιες ώρες δουλεύεις, Σκληρή δουλειά.' ΄Μπα. Όλες τις ώρες δουλεύω. Απλά έτυχε να έρθω σε σένα βράδυ". 'Βρε, τι τραβάς κι εσύ" είπα συμπονετικά.¨θα έχεις απαιτητικό αφεντικό" 'Κοίτα, λέει, κάποιοι όντως με εκμεταλλεύονται για να κάνουν τη δουλειά τους αλλά να σου πω, κακό του κεφαλιού τους. Δε με ξέρουν καλά. Όταν είμαι στις καλές μου, είμαι έως και χρήσιμος. Ξέρεις, οι άνθρωποι πρέπει να με έχουν υπ' όψιν τους, ότι είμαι εκεί και να προσέχουν" Τι λες! του λέω, δηλαδή μπουκάρεις στα σπίτια και προσφέρεις ανθρωπιστική βοήθεια; Πολύ αστείο" "Πες το κι έτσι. Λοιπόν, αποφάσισες το θέλεις να σου επιστρέψω; Πρέπει να φύγω." ¨Μα, του λέω δεν ξέρω καν τι πήρες απ το σπίτι. Πώς να σου πω τι θέλω πίσω;" Άνοιξε το πουγκί και άρχισε να λέει κοιτώντας το περιεχόμενό του. "Ηρεμία, θάρρος, ευθυκρισία, αυτοκυριαρχία, λογική, να πω κι άλλα; Έχει μερικά." Τον κοιτούσα άναυδη. Τι μου λέει, σκέφτηκα. 'Μα ποιος είσαι; ποιος είσαι κύριε αλαφροπάτητε διαρρήκτη;" "Δεν κατάλαβες ακόμη; με κοίταξε σκεπτικά. Μα εμείς γνωριζόμαστε από παλιά. Όλη σου τη ζωή με ξέρεις με το ένα ή τον άλλο τρόπο. Είμαι ο Φόβος"
Η καρδιά μου σφίχτηκε. Το μυαλό μου θόλωσε. Τα χέρια μου ξαφνικά ξύλιασαν και τα έβαλα στις τσέπες της ρόμπας. Εκεί, στη μια τσέπη έπιασα αφηρημένα ένα κομματάκι χαρτί. ένα μικρο κομματάκι χαρτί, υπόλοιπο σελίδας, εκείνης της σελίδας που μου είχες δώσει μια μέρα και μου είπες "αυτή είναι η αγάπη μου" κι εγώ γέλασα και είπα "μπλα μπλα και με το χρόνο φθάρθηκε τόσο και ζάρωσε και θρυμματίστηκε και πέρασε το σαράντα κύματα και τίποτε δεν έμεινε παρά αυτή η τριγωνική ακρίτσα που ποιος ξέρει πόσες φορές θα πλύθηκε στο πλυντήριο και παρόλη την ταλαιπωρία βρισκόταν ακόμη στην τσέπη μου. Κάτι άλλαξε στο μυαλό μου. "Δε με νοιάζει, του λέω, δε θέλω τίποτα. Είμαι εντάξει" Με κοιτούσε προσεκτικά. "Δηλαδή μου λες ότι έχεις κάτι που δε σου έχω πάρει, αυτό μου λες; Και δε σε νοιάζει για όλα τα άλλα;" "Δε σου λέω τίποτα" του απαντάω ¨μόνο ότι δε χρειάζομαι τίποτα από αυτά που εσύ θεώρησες καλό να μου πάρεις. Πάρτα." Ήταν παράτολμο, ομολογώ αλλά στα αλήθεια δε μ' ενδιέφερε καθόλου εκείνη την τόσο δύσκολη στιγμή Σηκώθηκε αφήνοντας το πουγκί στο τραπέζι και πήγε προς το παράθυρο. Θα φύγει, σκέφτηκα, από εκεί που ήρθε. "Μια στιγμή" του λέω μη φύγεις με άδεια χέρια" Και πήγα στη βιβλιοθήκη, πήρα μια μπάμπουσκα και του την πήγα."Αυτό είναι για σένα" του είπα.Επειδή ο φόβος γεννάει κι άλλο φόβο και πάει λέγοντας. Αλλά αν θέλεις μπορείς να το δεις κι από όποια οπτική εσύ θεωρείς πιο ταιριαστή" Με ξανακοίταξε και κάτι ζεστό φώτισε τα μάτια του. 'Είσαι μια παράξενη γυναίκα νομίζω" είπε. "Τώρα που σε βλέπω έτσι, του αντιγυρίζω, θα μπορούσα και να σε ερωτευτώ" "Α! Αυτό συμβαίνει ταχτικά. Και μη νομίζεις είναι πολλοί κι αυτοί που με αγαπάνε. Αλλά μη το κάνεις. Μην αλλάξεις" Πήδηξε απ το παράθυρο κι εξαφανίστηκε.
Κάθισα στο τραπέζι κι άναψα ένα τσιγάρο.Τι μου συνέβη απόψε! σκέφτηκα. Κοίταξα το άδειο ποτηράκι του λικέρ. Μπαντίντα ντε κόκο (λέω πάλι χαλάλι και μπαντίντα ντε κόκο)
Έσβησα το τσιγάρο κι ανέβηκα στο υπνοδωματιο. Ξάπλωσα και γύρισα στο πλάι. Από τη λάθος μεριά. 'Εναρξη. Το τηλέφωνο χτυπάει "Είμαι εδώ"....