Χαιρετισμός
Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.
Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013
Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013
ΕΚΡΗΚΤΙΚΕΣ ΥΛΕΣ
τις εκρηκτικές ύλες ,στη διάχυτη απάθεια, στη συναισθηματική
ακαμψία και στα τείχη που όρθωσε η απωθημένη επιθυμία, τοποθετεί ο George
White.
Ο κεραυνοβόλος έρωτας είναι μια ύπνωση. Γοητεύομαι από
μια εικόνα. Συγκλονίζομαι, ανατρέπομαι,
παγιδεύομαι, ακινητοποιούμαι με τη μύτη
κολλημένη στην εικόνα.
Περιμένω ένα
τηλεφώνημα' και αυτή η αναμονή με αγχώνει
περισσότερο απ' ό,τι συνήθως. Προσπαθώ να κάνω κάτι και δεν τα καταφέρνω.
Πηγαινοέρχομαι μέσα στο δωμάτιό μου.
Όλα τα αντικείμενα που η οικειότητά
τους συνήθως με καθησυχάζει, οι γκρίζες
στέγες, οι θόρυβοι της πόλης, τα πάντα,
μου φαίνονται αδρανή, μακρινά, αποσβολωμένα Σαν ένα έρημο αστέρι. Σα
μια φύση που ο άνθρωπος δεν την κατοίκησε
ποτέ.
Δούλος είναι
αυτός που 'χει κομμένη γλώσσα και δεν
μπορεί να μιλά παρά μόνο με νεύματα,
εκφράσεις, μορφασμούς. Αυτός που δε λέει
“σ' αγαπώ”, που μέσα από τα χείλη του
το “σ' αγαπώ” δεν θέλει να περάσει,
είναι καταδικασμένος να εκπέμπει
αβέβαια, αμφίβολα σημεία του έρωτα.
Χειρονομίες, βλέμματα, αναστεναγμοί,
υπαινιγμοί, ελλειπτικά σχήματα.
Ο ερωτευμένος
εκπλήσσεται ακατάπαυστα. Ίσως να γνωρίζει
τη βλακεία του αλλά δεν τη λογοκρίνει.
Ή ακόμα, η βλακεία του λειτουργεί σα μια
διαστροφή. Είναι βλακώδες, λέει , κι όμως
αληθινό.
Το δάκτυλό του,
από απροσεξία, αγγίζει το δάκτυλό της.
Τα πόδια τους κάτω από το τραπέζι συναντιούνται. Αυτός, θα μπορούσε ν'
αδιαφορήσει για το νόημα αυτών των
συμπτώσεων, θα μπορούσε μα συγκεντρωθεί
σωματικά σε αυτές τις ισχνές ζώνες
επαφής χωρίς να νοιάζεται για την
αντίδραση, Αλλά δεν είναι διεστραμμένος
Είναι ερωτευμένος. Πλάθει νόημα. Παντού
και πάντα. Απ' το τίποτα. Και το νόημα,
ακριβώς, του φέρνει ρίγος. Κάθε επαφή
θέτει για τον ερωτευμένο το αίτημα της
ανταπόκρισης.
Το αντικείμενο του πόθου μου προσπαθεί να με φέρει σε
αντίφαση με τον εαυτό μου. Ή, ακόμα,
εναλλάσσει ξελογιαστικές πράξεις με
αποστερητικές κινήσεις. Αυτός είναι ο
κανόνας σε μια ερωτική σχέση. Από την
οικεία συνένοχη τρυφερότητα στην
ψυχρότητα, τη σιωπή, την απουσία.
Κάθε έρωτας
βιώνεται σαν μοναδικός και ο ερωτευμένος
αποκρούει την ιδέα να τον επαναλάβει
κάπου αλλού, αργότερα. Παρ 'όλα αυτά,
μερικές φορές, συλλαμβάνει μέσα του ένα
είδος διάχυσης του ερωτικού πόθου.
Καταλαβαίνει τότε πως είναι προορισμένος
να πλανιέται από έρωτα σε έρωτα ώσπου
να πεθάνει.
Ας πούμε πως
έκλαψα για κάτι που ο άλλος ούτε καν το
αντιλήφθηκε. Και πως, για να μη φανεί
πως έκλαψα, φόρεσα μαύρα γυαλιά σκεπάζοντας
έτσι τα θολά μου μάτια. Ο σκοπός της
χειρονομίας αυτής είναι υπολογισμένος.
Θέλω να διαφυλάξω την αξιοπρέπεια και
συγχρόνως να προκαλέσω την τρυφερή
ερώτηση: “ Μα τι έχεις;”
Θέλω να είμαι αξιολύπητος και ταυτόχρονα αξιοθαύμαστος. Παιδί και συνάμα ενήλικος. Ενεργώντας έτσι το παίζω, το διακινδυνεύω'
γιατί, είναι πιθανόν, ο άλλος να μην
απορήσει καθόλου γι αυτά τα ασυνήθιστα
γυαλιά και να μη διακρίνει κανένα σημείο
στο γεγονός ότι τα φορώ.
Άγγιξε τα χείλη
της και βουβά χάθηκε στην κόρη των ματιών της. Ρούφηξε μεγάλες ποσότητες αέρα και
βυθίστηκε στον ωκεανό που πάντα
αναζητούσε.
Μετά που ΄φυγες,
περίμενα να ξεδιαλύνω λεπτομέρειες.
Κάτι για τις χαρακιές στα έπιπλα και
κάτι για το προφίλ στο πρόσωπό σου. Όμως
άφησες μια σκιά ανεξήγητη, όπως κι όταν
ήρθες. Μήπως και δεν ήρθες ποτέ;
Ο έρωτας έχει
την ίδια καταληκτικότητα με τα παγκοσμίως
πετυχημένα προϊόντα ευρείας αποδοχής
και κατανάλωσης.
Βία κι έρωτας.
Έρωτας και
πολιτισμός.
Έρωτας και
θάνατος.
Έρωτας κι
επανάσταση.
Ταιριάζει μ'
όλα.
Είναι δυνατότητα όλων, απευθύνεται σε όλους.
Είναι παράθυρο στο μέλλον, είναι η παρουσία του μέλλοντος
στο παρόν.
Ευχές για σας
και τη νύχτα.
υγ. ο George White είναι υπαρκτό πρόσωπο που μου κάνει την τιμή να μοιράζεται τις σκέψεις του στο μπλογκ μου.
υγ. ο George White είναι υπαρκτό πρόσωπο που μου κάνει την τιμή να μοιράζεται τις σκέψεις του στο μπλογκ μου.
Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013
Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013
so what?
που πάει να πει ότι είναι μια αμετάφραστη μελωδία που δεν υπόκειται σε κανένα κανόνα αλλά και δεν υπακούει ούτε στον δημιουργό της – εμένα καλή ώρα που τόση ώρα με βασανίζει και δε μ αφήνει σε χλωρό κλαρί.
έχω και απαιτήσεις
ζεστές πετσέτες, σοκολατάκια στο προσκεφάλι και μαλακό ντιβάνι
φιλοξενία σε μια γη που δεν γνωρίζω γιατί γυρίζει αλλά αυτή γυρίζει όπως και να έχει.
άμα λέμε “σταμάτα τον κόσμο θέλω να κατέβω” είναι σα να λέμε “θέλω να ξεφύγω από τον εαυτό μου;”
εδώ που τα λέμε, θέλω κι εγώ, λίγο, να δραπετεύσω από τον εαυτό μου.
αυτόν τον κατασκευασμένο εαυτό που πληρεί τις προϋποθέσεις επιβίωσης αλλά δε με πληρεί ουδόλως, δίχως φταίξιμο και δόλο’ είναι οι συναστρίες ή κάτι άλλο;
έχω μέσα στο κεφάλι μου έναν αχταρμά. για φαντάσου! τέτοια λέξη μα δεν βγάζει κόκκινα φύκια που να σηματοδοτούν το λάθος.
αχταρμάς
αχταρμάς
αχταρμάς.
Βαβυλωνία έγινε η ζωή μας και την ζούμε όπως όπως.
Θέλω, πάω στο "θέλω" δυναμικά, μετά αναλογίζομαι τα παρατράγουδα και κοντοστέκομαι και μετά αρχίζει το μοιρολόι.
κι αν έτσι;
κι αν αλλιώς;
κι αν όπως;
μοιρολόι κανονικό, με τράβηγμα κοτσιδών και σκίσιμο σουτιέν.
άμα ακούμε τη μουσική, με το καλό αυτί μας πάντα, αυτό το πάντα που δεν είναι αρκουδάκι, αλλά ένα οκτώ ξαπλωτό κι αμέριμνο στο διηνεκές, έχει να κάνει με την υποταγή;
σκλάβοι στα παζάρια των αισθήσεων’ και των παραισθήσεων ενίοτε.
ωιμέ. ωιμέ
μη μου τους κύκλους τάραττε,
πρέπει να βρω το λόγο που γεννήθηκα στη γη.
που έγινα ένα πράγμα
ένα πράμα άδολο εν αρχή
εν αρχή ην ο λόγος.
ηχητικά εφέ; -χεμφ! καλά ξεμπερδέματα.
κι ο φόβος.
μα για ποιο φόβο μιλάμε;
φόβο δεν έχω.
ίσως λίγη ματαίωση.
φταίει αυτός ο χειμώνας της επιείκειας. που δε μας μαστίγωσε αρκετά με τα κρύα του.
αλλά μας μαστίγωσε πιότερο με την αδιάλλακτη στυγνότητά του.
με τα κατασκευασμένα ψέματά του.
που μας έφερε την απελπισία από ένα καρβέλι να γίνουν χίλια.
γιατί;
γιατί βλέπουμε, ακούμε, οσφραινόμαστε, γευόμαστε, αγγίζουμε ό,τι μας είναι προσφερόμενο.
και δεν ψάχνουμε τα μυστικά.
έχω μια έντονη συστολή.
άμα γύριζα τον κόσμο ανάποδα θα είχα διαστολή;
και τι θα γεννιόταν απ αυτό;
κάτι που θα ανακάλυπτε τον κόσμο φτου κι απ την αρχή;
αυτό είναι καλό.
είναι μαγεία.
I put a spell on u.
μάθαμε τους μαγικούς κόσμους’
λάθος.
μάθαμε πως μπορούν μαγικά πράματα να συμβούν.
λάθος, μέγα λάθος.
Καθημερινά βλέπω ανθρώπους που δεν πιστεύουν σε τίποτα να περιμένουν ένα μαγικό, ένα θαύμα.
μα πώς;
τους βλέπω, κι όταν έρχεται η υπόσχεση, να δυσπιστούν, να πισωπατούν, να ανασυντάσσονται σε διμοιρίες απελπισμένων χωρίς αποκούμπι.
ωιμέ.
εδώ έκανα λάθος.
έχει κόκκινη περικοκλάδα το ωιμέ.
και αναρωτιέμαι και πάλι
άμα λέμε “σταμάτα τον κόσμο θέλω να κατέβω” είναι σα να λέμε “θέλω να ξεφύγω απ όλους εσάς;”
μα όχι. όχι, ποτέ.
άμα λέμε “σταμάτα τον κόσμο θέλω να κατέβω” είναι σα να λέμε “θέλω να ξεφύγω απ όλους εσάς;”
μα όχι. όχι, ποτέ.
τυχάρπαστη μπορεί να έχω υπάρξει’
αδιάλλακτη ποτέ.
κι ας μου κοστίζει η φιλανθρωπία
το εγώ που φοράει τα παπούτσια του εσύ
κι ας στραβοπατάει
κι ας ταλαιπωριέται
κι ας πληγώνεται.
κι ας μου κοστίζει η φιλανθρωπία
το εγώ που φοράει τα παπούτσια του εσύ
κι ας στραβοπατάει
κι ας ταλαιπωριέται
κι ας πληγώνεται.
μπαμ στο κέντρο.
ισορροπίες ανισορροπιών.
ώρα πέντε και κάτι, πριν το ξημέρωμα, χα.
-έκανα κάτι βιαστικούς συνειρμούς αλλά φτάνει’ τώρα γεια.
υγ. τώρα που το ξαναδιαβάζω λέω Μπα! είμαι λες τελικά ένας καλός σκύλος;
ουπς άνθρωπος ήθελα να πω.
είμαι εν μέρει, ναι
αλλά είμαι και χαλί που πετά!!
μουτς.
Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013
από τον αφρό των ημερών, στον πάτο του βαρελιού.
έβλεπα χτες μια τηλεοπτική σειρά στην οποία ένας καθρέφτης γινόταν πόρτα και από εκεί πράγματα έκαναν την εμφάνισή τους , την είσοδό τους και προκαλούσαν, τι προκαλούσαν;
αυτά που προκαλούν τέτοιου είδους πράγματα που είναι μαντρωμένα πίσω από καθρέφτες που παρεμπιπτόντως είναι και πόρτες ή παράθυρα ή όπως αλλιώς θα λέγαμε τις συνδέσεις μεταξύ χώρων,
έλα τώρα, μου λέει ο αυτός μου, πάλι στους χώρους και χωρίς πυξίδα σε βλέπω. τι τρέχει;
τίποτε δεν τρέχει όλα είναι στατικά και ήσυχα, σαν ένα ταμπλώ βιβάν.
σαν μια ζωγραφιά αφελής.
είναι σαν την Κυριακή.
ουφ.
λοιπόν, το λοιπόν, έτσι κι εδώ.
πέρα από τον αφρό των ημερών, το συσσωρευμένο φρρρτ της σκέψης που ξεχειλίζει, μακριά, πιο μακριά από ένα απατηλό καθρέφτη, που δεν είναι ακριβώς καθρέφτης αλλά μια αμφίδρομη ροή επικοινωνίας, φτάνουμε στις όχθες του εγώ με ερωτηματικό.
του εσύ με εισαγωγικά ή αποσιωπητικά
του εμείς και ο καθρέφτης θαμπώνει
του αυτοί και ραγίζει το γυαλί.
μικρές και μεγάλες κοινωνίες
εφ ενός ζυγού κι όλοι να πιούμε απ το ίδιο ποτήρι
να πάρουμε αντίδωρο
να γυρίσουμε μετά στη ζωούλα μας
-υπάρχει εδώ στη λέξη ζωούλα αγάπη ή μομφή;
ο καθείς εφ ων ετάχθη-
πάω να δω μα δε βλέπω.
πέρασε η ώρα;
ν ανάψω το φως;
να φορέσω τα γυαλιά μου;
δε βλέπω.
αφήνω το χρόνο να κυλήσει έτσι όπως ξέρει
τυφλός κι αυτός
κλείνω τα μάτια.
ένα παιδί παίζει με τον πηλό και φτιάχνει χωμάτινους, χειμωνιάτικους ήλιους.
τους βάζει στον Κυριακάτικο φούρνο
τους φουρνίζει.
φτιάχνει έπειτα χωμάτινα, χειμωνιάτικα αστέρια.
τα βγάζει φρεσκοφουρνισμένα και ζεστά ζεστά, τα χρωματίζει.
φτιάξε μου του λέω ένα ζευγάρι μάτια
να κοιτώ καλύτερα.
γελά.
δε χρειάζεσαι άλλα μάτια, μ απαντά.
χρειάζεσαι ένα κοινωνικό συνβόλαιο.
με ν; ρωτώ.
με ν!
με πονάει το κορμί μου σήμερα.
λέω παραπονεμένα.
δε χόρεψες αρκετά και δε γέλασες καθόλου
με μαλώνει.
είναι που απόμεινα να κοιτάζω αυτόν τον καθρέφτη που δεν είναι καθρέφτης γιατί κάτι λάθος κατάλαβα και τώρα μπερδεύτηκα ακόμη πιο πολύ.
μη στεναχωριέσαι.
άκου μουσική.
μουσική μουσική μουσική.
κι αυτά που σιωπηλά είναι θα μιλήσουν
κι αυτά που είναι αφανή θα φανερωθούν.
αυτά που προκαλούν τέτοιου είδους πράγματα που είναι μαντρωμένα πίσω από καθρέφτες που παρεμπιπτόντως είναι και πόρτες ή παράθυρα ή όπως αλλιώς θα λέγαμε τις συνδέσεις μεταξύ χώρων,
έλα τώρα, μου λέει ο αυτός μου, πάλι στους χώρους και χωρίς πυξίδα σε βλέπω. τι τρέχει;
τίποτε δεν τρέχει όλα είναι στατικά και ήσυχα, σαν ένα ταμπλώ βιβάν.
σαν μια ζωγραφιά αφελής.
είναι σαν την Κυριακή.
οι Κυριακές κι η ζωή μου.
ουφ.
λοιπόν, το λοιπόν, έτσι κι εδώ.
πέρα από τον αφρό των ημερών, το συσσωρευμένο φρρρτ της σκέψης που ξεχειλίζει, μακριά, πιο μακριά από ένα απατηλό καθρέφτη, που δεν είναι ακριβώς καθρέφτης αλλά μια αμφίδρομη ροή επικοινωνίας, φτάνουμε στις όχθες του εγώ με ερωτηματικό.
του εσύ με εισαγωγικά ή αποσιωπητικά
του εμείς και ο καθρέφτης θαμπώνει
του αυτοί και ραγίζει το γυαλί.
μικρές και μεγάλες κοινωνίες
εφ ενός ζυγού κι όλοι να πιούμε απ το ίδιο ποτήρι
να πάρουμε αντίδωρο
να γυρίσουμε μετά στη ζωούλα μας
-υπάρχει εδώ στη λέξη ζωούλα αγάπη ή μομφή;
ο καθείς εφ ων ετάχθη-
πάω να δω μα δε βλέπω.
πέρασε η ώρα;
ν ανάψω το φως;
να φορέσω τα γυαλιά μου;
δε βλέπω.
αφήνω το χρόνο να κυλήσει έτσι όπως ξέρει
τυφλός κι αυτός
κλείνω τα μάτια.
ένα παιδί παίζει με τον πηλό και φτιάχνει χωμάτινους, χειμωνιάτικους ήλιους.
τους βάζει στον Κυριακάτικο φούρνο
τους φουρνίζει.
φτιάχνει έπειτα χωμάτινα, χειμωνιάτικα αστέρια.
τα βγάζει φρεσκοφουρνισμένα και ζεστά ζεστά, τα χρωματίζει.
φτιάξε μου του λέω ένα ζευγάρι μάτια
να κοιτώ καλύτερα.
γελά.
δε χρειάζεσαι άλλα μάτια, μ απαντά.
χρειάζεσαι ένα κοινωνικό συνβόλαιο.
με ν; ρωτώ.
με ν!
με πονάει το κορμί μου σήμερα.
λέω παραπονεμένα.
δε χόρεψες αρκετά και δε γέλασες καθόλου
με μαλώνει.
είναι που απόμεινα να κοιτάζω αυτόν τον καθρέφτη που δεν είναι καθρέφτης γιατί κάτι λάθος κατάλαβα και τώρα μπερδεύτηκα ακόμη πιο πολύ.
μη στεναχωριέσαι.
άκου μουσική.
μουσική μουσική μουσική.
κι αυτά που σιωπηλά είναι θα μιλήσουν
κι αυτά που είναι αφανή θα φανερωθούν.
Κυριακή στο λιόγερμα....
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)