Σε 3 πράξεις
Το προαίσθημα
Εκεί, στην άκρη της ακροθαλασσιάς στάθηκα και σ είδα να
έρχεσαι. Χίλιες θύμησες, χίλια οράματα με κατέκλυσαν. Μου έτεινες το χέρι, να με πάρεις κοντά σου.
–Είσαι ο έρωτας; Ρώτησα. Είσαι η ζωή; Μ
αγκάλιασες. Ταξιδέψαμε μαζί. Ήσουν ο
Θάνατος.
Η ζωή
…και τώρα που το υνί της αγάπης είχε καθαρίσει το χωράφι της
καρδιάς από πέτρες, παλιές ρίζες, αρχαία κοχύλια, άγρια χόρτα κι
άλλα κρυμμένα και θαμμένα κι ήταν το έδαφος μαλακό αλαφρό κι αφράτο, τώρα φοβόμουν πιο πολύ μην
τύχει κι έρθει ένας άλλος πιο επικίνδυνος θάνατος και πέσει απαλά και πιάσει. Ο
έρωτας.
Και
Καθόμασταν αντικριστά. Στον ένα τοίχο εγώ, στον απέναντι
αυτός. Με κοίταξε κι ενώ δεν τον έβλεπα, ένιωθα κάτι ν αναδύεται από μέσα του.
Σα να είδε κάτι γνώριμο σε μένα, κάτι
μυστικό που το ήξερε αλλά τώρα του φανερωνόταν. Είχε ένα αλάφιασμα, το
νοιωθα μα δε το βλεπα. Έβλεπα μόνο τα παπούτσια του. Ένα βήμα με τα αριστερό.
Ορίστε, σκέφτηκα, θα χορέψουμε ταγκό εξ αποστάσεως. –Είσαι χάλια! Είπε. Με μια
τραγική, ραγισμένη φωνή, Είσαι χάλια! Κοίταζα τα παπούτσια του, ακαλαίσθητα
καρπουζί κροκς, κι αναρωτιόμουν αν αυτό
το χρώμα βγαίνει σε αντρικό νούμερο. –Είσαι χάλια! Ένταση, δόνηση, ανακάλυψη. Μπα σκέφτηκα,
μαϊμού θα είναι , απ αυτά που πουλάν στα παζάρια. –Είσαι χάλια!!! Πήρε το βήμα
πίσω κι ακούμπησε ξανά στον τοίχο, ξέπνοος.
Τότε σήκωσα τα μάτια κι είδα τα δικά του τα ανταριασμένα.
…κι απ την καρδιά ξεπήδησε ένα γιγάντιο μπαομπάμπ και στο κεφάλι μου φτάσαν τα κλαριά του
γιομάτα ηλιαχτίδες, φεγγαροστάλες κι
εξωτικά πουλιά πολύχρωμα που φτεροκοπούν σ ένα ασυννέφιαστο γαλάζιο χαρούμενης
ψυχής. Και στο σώμα μου ωκεανοί εξεγείρονται και γκρεμίζονται, ηφαίστεια
εκρήγνυνται, παγόβουνα διαμελίζονται, νέες γαίες δημιουργούνται. Μια
κοσμοχαλασιά και μια κοσμογονία.
Λίγος χρόνος έξω απ το χρόνο.
Εξαφανίστηκα.
Παραπατώντας περπατούσα στην πόλη και βγήκε σα ματωμένο
μαχαίρι από την καρδιά μου η φωνή.
Άι. Σκατά. Ερωτεύτηκα.
- απόσπασμα από το Μικρό Φεγγάρι.
καλημέρα. !!!!!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλημέρες Κυριακάτικες
Διαγραφή