Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

Ελλάς και Κίνα στα ίδια παραμύθια, παπούτσι απ τον τόπο σου...


Η βασιλοπούλα που πάγει στον πόλεμο.
  Ήταν ένας βασιλιάς κι είχε τρεις θυγατέρες. Μια φορά του ρθε μήνυμα, να πάει στον πόλεμο. Αυτός επειδής ήταν γέροντας, κάθουνταν κι έκλαιγε και συλλογιόταν, τι να κάνει.
Τότες πάει η μεγάλη του η θυγατέρα, και του λέει : “ Τι έχεις αφέντη μου και κλαις;” “Δεν είναι δική σου δουλειά να το μάθεις, μόνο φεύγα απ αυτού”, της λέει. “Όχι, αφέντη, να μου πεις, αλλιώς δε γένεται”. “Τι να σου πω, καημένη κοπέλα, της λέει, να, μου μήνυσαν, να πάω στον πόλεμο, κι εγώ δε μπορώ”. “Αχ, κακά να γένει ο πόλεμος και μαύρα, του είπε η θυγατέρα του, κι εγώ πάντεχα, θα με παντρέψεις!”. Πάει κι η άλλη η μεσιά και τον ρωτάει: “Τι έχεις πατέρα μου και κλαίγεις;”  “Φεύγα απ αυτού, δεν είναι δική σου δουλειά, της λέει, να το μάθεις”. “Όχι, θα μου πεις τι είναι αυτό”. “Δε σου λέω, γιατί μου λες κι σύ σαν την άλλη”.  “΄Όχι, αφέντη μου, δε σου λέω γω σαν την άλλη”. “ Να τι έχω μάτια μου! Μου μήνυσαν, να πάω στον πόλεμο, κι εγώ γέρασα και δε μπορώ να πάω”. “ Αχ, κακά να γένει ο πόλεμος και μαύρα! του είπε η τσιούπρα, πάντεχα κι εγώ, θα με παντρέψεις!”. Πάει κι η μικρή και τον ρωτάει: “ Τι έχεις πατέρα και κλαις;” “ Φεύγα απ αυτού, της λέει. δεν είναι δική σου δουλειά να το μάθεις”.  “ Όχι, του λέει αυτή, να πάθω να γενώ, δε σου λέγω γω σαν τις άλλες “. ' Να, τι έχω, τσιούπρα μου, της είπε, μου έστειλαν μήνυμα, να πάω στον πόλεμο, κι εγώ δε μπορώ να πάω γιατί γέρασα “. “ Και γι αυτό κάθεσαι και κλαις, πατέρα μου; του λέει, κόψε μου εμένα μια φορεσιά ανδρίκια, και δωσ μου κι ένα άλογο καλό, να πάω γω στον πόλεμο”. “ Φεύγα απ αυτού, της είπε ο βασιλιάς, συ τσιούπρα, θα πηγαίνεις στον πόλεμο!!” “ Όχι, μη σε μελλει εσένα, του είπε η βασιλοπούλα, εγώ να πηγαίνω και να νικήσω”. “ Ας είναι”, της είπε ο βασιλιάς΄ της έκοψε τα φράγκικα, και της έδωκε κι ένα άλογο καλό, και πήγε η βασιλοπούλα στον πόλεμο, και νίκησε τους οχτρούς. Εκεί σ αυτόν τον πόλεμο ήταν μ αυτήν ένα βασιλόπουλο από ένα άλλο βασίλειο΄ κι όντας γύρισαν απ τον πόλεμο, πήγαν και κόνεψαν στο σαράγι εκείνου του βασιλόπουλου. Τότες το βασιλόπουλο γνώρισε τη βασιλοπούλα, που δεν ήταν παιδί, κι είπε στη μάνα του: “ Κορίτσι, μάνα, στον πόλεμο!”. Και του είπε η μάνα του: “ Πώς ημπορεί, παιδί μου, να πα΄νει τσιούπρα στον πόλεμο; ” Αυτός της είπε, πως είναι τσιούπρα. Κι η μάνα του του είπε: “ Σύρτε όξω και κοιμηθείτε στα χορτάρια απάνω, κι αν είναι χλωρότερος εσένα ο τόπος, είναι τσιούπρα, ειδεμή, είναι παιδί”.  Τότες πήγαν όξω στα χορτάρια κι έπεσαν να κοιμηθούν΄κι όντας αποκοιμήθηκε το βασιλόπουλο, αυτή πήγε αλλού και κοιμήθηκε, και το πωρνό ίσια με τα ξημερώματα πήγε παλι στον πρώτο τόπο της΄κι όντας σκωθήκαν, κοιτάζουν και βλέπουν τον τόπο της βασιλοπούλας χλωρότερο. Τότες αυτός πήγε στη μάνα του και της είπε, πως ήταν στεγνότερος ο δικός του τόπος. Και του είπε η μάνα του: “ Δε σου λέω γω; είναι παιδί!” “ Όχι, ειπ αυτός πάλι, είναι τσιούπρα”. Κι όντας έφευγ η βασιλοπούλα να παέι στο βασίλειό της και βγήκε όξω απ την πολιτεία, φώναξε : “ Κοράσιο πάω στον πόλεμο, κοράσιο έρχομαι για την εντροπή του υιού του γαϊδάρου βασιλιά”. Σαν ήκουσε αυτά το βασιλόπουλο, είπε της μάνας του: “ Δε σου τά λεγα εγώ, μάνα; είναι τσιούπρα΄ εγώ θα πηγαίνω στο βασίλειό της να την πάρω”. Τότες αυτός ντύθηκε φτωχικά φορέματα και πήρε αδράχτια, σφονδύλια, χαχάλια, και πήγε και τα πουλούσε στην πολιτεία της βασιλοπούλας και φώναζε: “ Αδράχτια και σφονδύλια και χαχάλια για το χρυσό το δόντι!” γιατί ήξερε, που έβγαλαν της βασιλοπούλας ένα δόντι και της έβαλαν χρυσό. Σαν άκουσα οι δούλες της βασιλοπούλας αυτά, που φώναζε εκείνος, είπαν της βασιλοπούλας΄ “ ακούς κυρά, τι φωνάζει εκείνος ο τιποτένιος;” “ Ας τσαουνίζει, είπε η βασιλοπούλα”. “ Δεν παίρνουμε τίποτε;” της είπαν οι δούλες. “ Πάρτε ότι θέλετε, τις είπε η κυρά. Τότε τον ρώτησαν, πόσα γρόσια θέλει, να τις δώσει ένα χαχάλι. Αυτός τις είπε : “ Δε θέλω γρόσια, μονάχα ένα σαχάνι κεχρί”. Και του έδωκαν ένα σαχάνι κεχρί, κι εκεί που πήγε να το βάλει στο σακούλι, το έχυσε κι έκατσε να το μάσει σπυρί σπυρί, ως που νύχτωσε. Τότες του είπαν οι δούλες: “ Δε μας λες να σου δώκουμε ένα άλλο σαχάνι κεχρί, μον κάθεσαι και μαζώνεις αυτό;” “ Όχι είπε αυτός, την πρώτη μου διακονιά! Μονάχα βλαλτε με σε κανά κατώγι να κοιμηθώ”. Και πήγαν κι είπαν της βασιλοπούλας κι αυτή είπε: “ Βάλτε τον σ ένα κατώγι κι ας κοιμηθεί!” . Τότες αυτόςπαραμόνεψε κι ειδε, που έβαλαν τα κλειδιά, που έκλεισαν τη βασιλοπούλα μέσα΄ και πήγε τη νύχτα και πήρε τα κλειδιά κι άνοιξε, κι εριξε στη βασιλοπούλα ένα υπνοβότανο, που είχε κοντά του, και την πήρε στις πλάτες του, και την πήγε στην πατρίδα του. Κι η βασλοπούλα σαν ξύπνησε κι ευρέθηκε σε ξένο τόπο, δεν έκρενε τρία χρόνια. Τότες του πε η μάνα του του βασιλόπυλου:    « Εζουρλάθηκες, να πας να φέρεις τη βουβή! Τώρα να την αφήσεις να πάρεις άλλη” . Κι έκαναν τους αρραβώνες, κι όντας πήγε να στεφανωθεί με την άλλη, εκεί που έδωκαν των άλλων λαμπάδες, έδωκαν και της βουβής, και σκόλασε η λαμπάδα, δεν την έριξε, μόν την εκρατούσε και της είπαν οι άλλοι : “ Κάηκε, βουβή, το χέρι σου!”. Κι αυτή έκανε, πως δεν άκουε. Τότες της είπε ο γαμβρός: ”Βάλτε και τη νύφη να της είπει”. Κι η νύφη είπε: ”Κάηκε, βουβή, το χέρι σου!” “ Βουβή να γένεις, της είπε η βουβή, και να πηγαίνεις εκεί, απ όπου ήρθες εγώ ένα λόγο είπα του βασιλόπουλου, κι έχω τρία χρόνια, που δεν κρένω, και συ νύφη απ τα στλεφανα να πεις εμένα βουβή!”. Τότες σαν άκουσε αυτά το βασιλόπουλο, άφηκε τη νύφη, που έπαιρνε, και πήρε τη βουβή, κι έτσι απέρασαν καλά σε όλη τη ζωή τους.

10 σχόλια:

  1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σαν ενα παραμυθι, το παραμυθι σου
    Παει καιρος πολυ
    και δεν θυμαμαι ποτε ακουσα το τελευταιο

    Ναταν κι ενα παραμυθι η ζωη μας
    Να την φτιαχναμε οπως θελαμε
    Κι ερωτας κι η αγαπη
    Ναταν αλλιως
    Να αλλαζε κι ο κοσμος λιγακι
    Πιο χαρουμενος

    Ειναι δυσκολα ομως
    ο κοσμος υποφερει και πεινα
    αλλα παρολα αυτα
    αυτοι τα ιδια παραμυθια

    Δεν μ΄αρεσε τοσο το παραμυθι
    Αλλα η γραφη σου
    Οι λεξεις που χρησιμοποιεις, δηλαδη
    Σαν να ακουω την γιαγια μου
    που δεν υπαρχει πια
    Μονο αυτη μας διηγούνταν
    (ετσι να γραφετε αυτη η λεξη?)
    παραμυθια διπλα στο τζακι
    Τοτε που ειχαμε, τζακι
    κι εκανε κρυο πολυ εξω
    και ζεσταινόμαστε με τα παραμυθια
    Τωρα με τα καλοριφερς
    δεν εχουμε αναγκη απο παραμυθια
    να ζεσταθουμε
    κι ομως ειναι παραξενο
    γιατι ακομα συνεχιζει να κανει πολυ κρυο
    οχι εξω, τωρα πια
    αλλα μεσα μας

    Λογοδιαροια ε...

    Καληνυχτα παραμυθενια

    .....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. μια καλημέρα από μένα.
      ο τίτλος λέει Ελλάς και Κίνα στα ίδια παραμύθια εννοώντας πως η ιστορία είναι ίδια με αυτή της Μουλάν. θα σε απογοητεύσω αλλά το παραμύθι είναι όντως από μια συλλογή με Ελληνικά παραμύθια. Δεν το έγραψα εγώ. Το σωστό να λέγεται. Αλλά οι λέξεις είναι υπέροχες κι η ατμόσφαιρα επίσης...

      Διαγραφή
  3. Απαντήσεις
    1. Ελληνικός αέρας πνέει στη μπλογκόσφαιρα.
      είναι που το ελληνικό καλοκαίρι είναι απ΄όλα το καλύτερο!!
      χι χι, καλησπέρα.

      Διαγραφή
  4. Ωραίο το παραμύθι! Η ιστορία είναι όντως ίδια!! καλό βράδυ εύχομαι!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. εύκολα θα μπορούσες να το είχες γράψει εσύ ντάμπλ Λι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. όσο οι άνθρωποι θα έχουν τις ίδιες ανάγκες και τα ίδια συναισθήματα
    θα έχουν, πάνω κάτω, τις ίδιες θρησκείες, τα ίδια παραμύθια και την ίδια μυθολογία...

    ΑπάντησηΔιαγραφή