...φτιάξαμε λίγο γκρογκ και κάτσαμε και το ρίξαμε στην κουβέντα.
Ο Τζωρτζ μας μίλησε για κάποιον που είχε γνωρίσει κάποτε και ο οποίος είχε ανεβεί το ποτάμι πριν από δύο χρόνια και είχε κοιμηθεί έξω σε μια βρεγμένη βάρκα μια αντίστοιχη νύχτα σαν την αποψινή, και είχε πάθει ρευματικό πυρετό κι είχε πεθάνει με φριχτούς πόνους μετά από 10 μέρες. Ο Τζωρτζ είπε ότι ήταν μάλλον νέος άνθρωπος και επρόκειτο σύντομα να παντρευτεί. Είπε ότι ήταν ένα από τα πιο θλιβερά γεγονότα που είχε ακούσει ποτέ του.
Και αυτό έφερε στο νου του Χάρις ένα δικό του φίλο, που είχε καταταχτεί εθελοντής και είχε κοιμηθεί στο ύπαιθρο, μέσα σε μια σκηνή μια υγρή νύχτα στο Άλντερσοτ, "μια νύχτα ακριβώς σαν κι αυτή", είπε ο Χάρις' κι είχε ξυπνήσει το πρωί ανάπηρος για όλη του τη ζωή. Ο Χάρις είπε ότι θα μας σύστηνε και τους δύο σ' αυτόν τον κύριο μόλις γυρίζαμε στην πόλη' θα μάτωνε η καρδιά μας μόλις θα τον βλέπαμε.
Αυτό, φυσικά, οδήγησε σε περαιτέρω ευχάριστες συζητήσεις για ισχιαλγίες, πυρετούς, κρυολογήματα, πνευμονίες και βρογχίτιδες και ο Χάρις είπε πόσο άβολο θα ήταν έτσι και ένας από εμάς αρρώσταινε βαρειά μέσα στη νύχτα, τόσο μακριά που ήμασταν από κάποιο γιατρό.
Φάνηκε να επικρατεί γενική διάθεση για κάτι πιο χαρούμενο μετά από αυτή τη συζήτηση και σε μια στιγμή αδυναμίας πρότεινα να βγάλει ο Τζωρτζ το μπάντζο του και να δει μήπως μπορούσε να μας πει κανένα αστείο τραγουδάκι.
Οφείλω να ομολογήσω ότι ο Τζωρτζ, προς τιμήν του, δεν ήθελε και πολλά παρακάλια. Δεν άρχισε τις ανοησίες ότι είχε αφήσει τη μουσική σπίτι του και άλλα παρόμοια. Έβγαλε αμέσως έξω το όργανό του και άρχισε να παίζει το Δύο Όμορφα Μαύρα Μάτια . Μέχρι εκείνο το βράδυ θεωρούσα τα Δύο Όμορφα Μαύρα Μάτια πολύ κοινότοπο τραγούδι. Ωστόσο αιφνιδιάστηκα από την πλούσια φλέβα μελαγχολίας που κατάφερε να του αποσπάσει ο Τζωρτζ στην απόδοσή του.
Καθώς προχωρούσε ο μελαγχολικός σκοπός, μας ήρθε η έντονη διάθεση, του Χάρις; κι εμένα, να αγκαλιαστούμε και να βάλουμε τα κλάματα' αλλά με μεγάλη προσπάθεια συγκρατήσαμε τα δάκρυά μας κι ακούσαμε την άγρια, νοσταλγική μελωδία σιωπηλοί.
Όταν έφτασε στο ρεφρέν κάναμε και μια απεγνωσμένη προσπάθεια να φανούμε χαρούμενοι. Ξαναγεμίσαμε τα ποτήρια μας κι αρχίσαμε να τραγουδάμε μαζί του' ο Χάρις, με φωνή που έτρεμε από συγκίνηση, προχωρούσε μπροστά κι ο Τζωρτζ κι εγώ ακολουθούσαμε μερικές λέξεις πίσω:
Ο Τζωρτζ μας μίλησε για κάποιον που είχε γνωρίσει κάποτε και ο οποίος είχε ανεβεί το ποτάμι πριν από δύο χρόνια και είχε κοιμηθεί έξω σε μια βρεγμένη βάρκα μια αντίστοιχη νύχτα σαν την αποψινή, και είχε πάθει ρευματικό πυρετό κι είχε πεθάνει με φριχτούς πόνους μετά από 10 μέρες. Ο Τζωρτζ είπε ότι ήταν μάλλον νέος άνθρωπος και επρόκειτο σύντομα να παντρευτεί. Είπε ότι ήταν ένα από τα πιο θλιβερά γεγονότα που είχε ακούσει ποτέ του.
Και αυτό έφερε στο νου του Χάρις ένα δικό του φίλο, που είχε καταταχτεί εθελοντής και είχε κοιμηθεί στο ύπαιθρο, μέσα σε μια σκηνή μια υγρή νύχτα στο Άλντερσοτ, "μια νύχτα ακριβώς σαν κι αυτή", είπε ο Χάρις' κι είχε ξυπνήσει το πρωί ανάπηρος για όλη του τη ζωή. Ο Χάρις είπε ότι θα μας σύστηνε και τους δύο σ' αυτόν τον κύριο μόλις γυρίζαμε στην πόλη' θα μάτωνε η καρδιά μας μόλις θα τον βλέπαμε.
Αυτό, φυσικά, οδήγησε σε περαιτέρω ευχάριστες συζητήσεις για ισχιαλγίες, πυρετούς, κρυολογήματα, πνευμονίες και βρογχίτιδες και ο Χάρις είπε πόσο άβολο θα ήταν έτσι και ένας από εμάς αρρώσταινε βαρειά μέσα στη νύχτα, τόσο μακριά που ήμασταν από κάποιο γιατρό.
Φάνηκε να επικρατεί γενική διάθεση για κάτι πιο χαρούμενο μετά από αυτή τη συζήτηση και σε μια στιγμή αδυναμίας πρότεινα να βγάλει ο Τζωρτζ το μπάντζο του και να δει μήπως μπορούσε να μας πει κανένα αστείο τραγουδάκι.
Οφείλω να ομολογήσω ότι ο Τζωρτζ, προς τιμήν του, δεν ήθελε και πολλά παρακάλια. Δεν άρχισε τις ανοησίες ότι είχε αφήσει τη μουσική σπίτι του και άλλα παρόμοια. Έβγαλε αμέσως έξω το όργανό του και άρχισε να παίζει το Δύο Όμορφα Μαύρα Μάτια . Μέχρι εκείνο το βράδυ θεωρούσα τα Δύο Όμορφα Μαύρα Μάτια πολύ κοινότοπο τραγούδι. Ωστόσο αιφνιδιάστηκα από την πλούσια φλέβα μελαγχολίας που κατάφερε να του αποσπάσει ο Τζωρτζ στην απόδοσή του.
Καθώς προχωρούσε ο μελαγχολικός σκοπός, μας ήρθε η έντονη διάθεση, του Χάρις; κι εμένα, να αγκαλιαστούμε και να βάλουμε τα κλάματα' αλλά με μεγάλη προσπάθεια συγκρατήσαμε τα δάκρυά μας κι ακούσαμε την άγρια, νοσταλγική μελωδία σιωπηλοί.
Όταν έφτασε στο ρεφρέν κάναμε και μια απεγνωσμένη προσπάθεια να φανούμε χαρούμενοι. Ξαναγεμίσαμε τα ποτήρια μας κι αρχίσαμε να τραγουδάμε μαζί του' ο Χάρις, με φωνή που έτρεμε από συγκίνηση, προχωρούσε μπροστά κι ο Τζωρτζ κι εγώ ακολουθούσαμε μερικές λέξεις πίσω:
Δυο όμορφα μαύρα μάτια,
Ω, τι έκπληξη!
Μπορούν να σου πουν πως έκανες λάθος,
Δυο...
Εκεί καταρρεύσαμε.. Το απερίγραπτο πάθος με το οποίο συνόδευσε ο Τζωρτζ εκείνο το "Δυο" φανήκαμε ανίκανοι να το αντέξουμε, στην κατάσταση βαθειάς κατάθλιψης που μας είχε κυριεύσει. Ο Χάρις έκλαιγε σα μικρό παιδί, και ο σκύλος ούρλιαζε μέχρι που φοβήθηκα ότι θα του ράγιζε ή η καρδιά ή το σαγόνι.
Ο Τζωρτζ ήθελε να συνεχίσει με άλλο ένα στίχο. Σκέφτηκε ότι όταν θα είχε προχωρήσει λίγο ακόμη στη μελωδία και θα μπορούσε να δείξει λίγη περισσότερη ανεμελιά, που λέει ο λόγος, στην απόδοσή του, μπορεί το τραγούδι να μην ακουγόταν τόσο θλιβερό. Η άποψη της πλειοψηφίας, πάντως, ήταν αντίθετη με το πείραμα.
Μη έχοντας τι άλλο να κάνουμε, πήγαμε για ύπνο -δηλαδή, ξεντυθήκαμε και βαλθήκαμε να στριφογυρίζουμε στον πάτο της βάρκας για κανένα τρίωρο, τετράωρο. Μετά από αυτό, καταφέραμε να ξεκλέψουμε λίγο ανήσυχο ύπνο μέχρι τις 5 το πρωί, οπότε σηκωθήκαμε όλοι και πήραμε πρωινό.
Η δεύτερη μέρα ήταν ολόιδια με την πρώτη. Η βροχή συνέχιζε να πέφτει και εμείς καθόμασταν τυλιγμένοι στα αδιάβροχά μας κάτω από την τέντα και κατηφορίζαμε αργά το ποτάμι
Ο ένας από μας - τώρα πια δεν θυμάμαι ποιος ήταν, αλλά νομίζω ότι ήμουν εγώ - έκανε μερικές αδύναμες προσπάθειες στη διάρκεια της πρωινής διαδρομής να ξαναρχίσει τις παλιές τσιγγάνικες ανοησίες για το πως είμαστε παιδιά της φύσης και απολαμβάνουμε την υγρασία' αλλά δεν πήγε καθόλου καλά. Εκείνο το
Εμένα δε με νοιάζει η βροχή!
ερχόταν σε τόσο οδυνηρή αντίθεση με τα αισθήματα όλων μας, που φάνταζε εντελώς άχρηστο να το τραγουδάμε.
Σ' ένα σημείο συμφωνήσαμε όλοι, κι αυτό ήταν πως ό,τι κι αν γινόταν, θα φέρναμε αυτή τη δουλειά σε πέρας. Είχαμε βγει για δεκαπενθήμερη εκδρομή στο ποτάμι και σκοπέυαμε να ολοκληρώσουμε τη δεκαπενθήμερη εκδρομή μας στο ποτάμι. Ακόμα κι αν ήταν γραφτό να μας οδηγήσει στο θάνατο - αυτό βέβαια θα ήταν πολύ θλιβερή εξέλιξη για τους φίλους και τους συγγενείς μας, αλλά τι να κάναμε; Αισθανόμασταν ότι το να ενδώσουμε στα καπρίτσια του καιρού σε μια χώρα με τις κλιματολογικές συνθήκες της δικής μας θα δημιουργούσε ένα πολύ καταστροφικό προηγούμενο.
"Δυο μέρες μένουν μόνο", είπε ο Χάρις, "και είμαστε νέοι και δυνατοί. Μπορεί και να τη σκαπουλάρουμε τελικά".
Εμένα δε με νοιάζει η βροχή!
ερχόταν σε τόσο οδυνηρή αντίθεση με τα αισθήματα όλων μας, που φάνταζε εντελώς άχρηστο να το τραγουδάμε.
Σ' ένα σημείο συμφωνήσαμε όλοι, κι αυτό ήταν πως ό,τι κι αν γινόταν, θα φέρναμε αυτή τη δουλειά σε πέρας. Είχαμε βγει για δεκαπενθήμερη εκδρομή στο ποτάμι και σκοπέυαμε να ολοκληρώσουμε τη δεκαπενθήμερη εκδρομή μας στο ποτάμι. Ακόμα κι αν ήταν γραφτό να μας οδηγήσει στο θάνατο - αυτό βέβαια θα ήταν πολύ θλιβερή εξέλιξη για τους φίλους και τους συγγενείς μας, αλλά τι να κάναμε; Αισθανόμασταν ότι το να ενδώσουμε στα καπρίτσια του καιρού σε μια χώρα με τις κλιματολογικές συνθήκες της δικής μας θα δημιουργούσε ένα πολύ καταστροφικό προηγούμενο.
"Δυο μέρες μένουν μόνο", είπε ο Χάρις, "και είμαστε νέοι και δυνατοί. Μπορεί και να τη σκαπουλάρουμε τελικά".
ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ευχάριστες συζητήσεις κάνουν ο Χάρις και ο Τζωρτζ βρε!!
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλώς σε ξαναβρίσκω φιλενάδα :)