Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

μέρος δ και τέλος!!!

Στις 4 η ώρα περίπου αρχίσαμε να συζητάμε τι θα κάναμε το απόγευμα. Είχαμε μόλις περάσει το Γκόρινγκ και αποφασίσαμε να συνεχίσουμε κουτσά στραβά μέχρι το Πάνγκμπορν  και να μείνουμε εκεί το βράδυ.

"Άλλη μια υπέροχη βραδιά!" μουρμούρισε ο Τζωρτζ.

Καθίσαμε και συλλογιστήκαμε την προοπτική. Θεωρητικά θα φτάναμε στο Πάνγκμπορν στις πέντε. Θα τελειώναμε το δείπνο μας στις έξι. Μετά από αυτό θα μπορούσαμε να κάνουμε μια βόλτα στο χωριά υπό καταρρακτώδη βροχή μέχρι την ώρα του ύπνου ή θα μπορούσαμε να καθίσουμε σ' ένα κακοφωτισμένο μπαρ και να διαβάσουμε εφημερίδα.

"Λοιπόν, στην Αλάμπρα μου φαίνεται ότι θα είναι πολύ όμορφα απόψε", είπε ο Χάρις, ρισκάροντας να βγάλει το κεφάλι του έξω από την τέντα για μια στιγμή και επιθεωρώντας τον ουρανό.

"Μ' ένα μικρό δείπνο στο..." για τη συνέχεια", πρόσθεσα, σχεδόν ασυναίσθητα.

"Ναι. Κρίμα που αποφασίσαμε να μένουμε σ' αυτή τη  βάρκα", απάντησε ο Χάρις' και μετά για ένα διάστημα έπεσε σιωπή.

"Αν δεν είχαμε αποφασίσει να επέλθει το μοιραίο και για τους τρεις μας σ' αυτό το σάπιο παλιοφέρετρο", παρατήρησε ο Τζωρτζ, ρίχνοντας μια ματιά γεμάτη κακία στη βάρκα, "μπορεί να άξιζε τον κόπο να αναφέρω ότι υπάρχει ένα τραίνο που φεύγει από το Πάνγκμπορν, το ξέρω καλά, μετά τις πέντε, που θα μας πήγαινε στην πόλη εγκαίρως για να προλάβουμε να φάμε καμιά μπριζόλα και μετά
να πάμε σ' εκείνι το μέρος που αναφέρατε προηγουμένως".

Κανείς μας δε μίλησε. Κοιταχτήκαμε σιωπηλοί και ο καθένας μας έμοιαζε να βλέπει τις δικές του κακές και ένοχες σκέψεις να καθρεφτίζονται στα πρόσωπα των άλλων. Σιωπηλοί, πλησιάσαμε την όχθη και δέσαμε στο Γκλάντστοουν. Κοιτάξαμε το ποτάμι πάνω κάτω. Δεν έβλεπες ψυχή!

20 λεπτά αργότερα, τρεις μορφές, ακολουθούμενες από ένα αξιοθρήνητο στην όψη σκύλο, θεάθηκαν να σέρνουν λαθραία τα βήματά τους από το καρνάγιο του Κύκνου προς το σιδηροδρομικό σταθμό, ντυμένες με την ακόλουθη, ούτε καθαρή ούτε επιδεικτική περιβολή:

Μαύρα δερμάτινα παπούτσια, βρώμικα' φανελένια ναυτικά κοστούμια, πολύ βρώμικα' καφέ καστόρινα καπέλα, πολύ τσαλαπατημένα' αδιάβροχα, πολύ βρεγμένα' ομπρέλες.

Ξεγελάσαμε το βαρκάρη στο Πάνγκμπορν. Δεν είχαμε μούτρα να του πούμε ότι το σκάγαμε για να γλιτώσουμε τη βροχή.Αφήσαμε τη βάρκα με όλα της τα περιεχόμενα στη φύλαξή του και του είπαμε να μας περιμένει στις εννέα το επόμενο πρωί. Αν, είπαμε, αν συνέβαινε κάτι απρόοπτο που θα μπόδιζε την επιστροφή μας, θα του γράφαμε.

Φτάσμε στο Πάντιγκτον στις εφτά και πήγαμε κατευθείαν στο εστιατόριο που περιέγραψα προηγουμένως, όπου απολαύσαμε ένα ελαφρύ γεύμα, αφήσαμε εκεί τον Μονμόρενσυ με οδηγίες να μας περιμένει έτοιμο το δείπνο στις δέκα και μισή και μετά συνεχίσαμε το δρόμο μας προς την πλατεία Λέστερ.

Στην Αλάμπρα, ο κόσμος μας κοίταζε καλά καλά. Όταν παρουσιάστηκε στο ταμείο  μας είπαν απότομα να μπούμε από τη διπλανή είσοδο της Κασλ Στρητ και μας πληροφόρησαν ότι είχαμε αργήσει μισή ώρα.

Πείσαμε τον άντρα, με κάποια δυσκολία, ότι δεν ήμασταν οι "διάσημοι φακίρηδες από τα όρη Ιμαλάια", και πήρε τα χρήματά μας και μας άφησε να περάσουμε.

Μέσα, είχαμε ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία. Οι υπέροχες, ηλιοκαμένες μορφές μας και τα γραφικά μας ρούχα τράβηξαν βλέμματα θαυμασμού που μαε ακολούθησα σε όλη την αίθουσα. Γίναμε το επίκεντρο της γενικής προσοχής.

Και αυτό μας γέμισε υπερηφάνεια.

Φύγαμε λίγο μετά το πρώτο μπαλέτο και ξαναγυρίσαμε στο εστιατόριο, όπου το δείπνο μας περίμενε ήδη.

Οφείλω να ομολογήσω ότι αυτό το δείπνο το απήλαυσα. Για 10 μέρες περίπου, είχα την αίσθηση ότι είχαμε επιβιώσει, λίγο πολύ, με τιποτ' άλλο εκτός από κρύο κρέας, κέικ και ψωμί με μαρμελάδα. Ήταν μια απλή, θρεπτική δίαιτα' αλλά δεν παρουσίαζε το παραμικρό ενδιαφέρον και ήταν φυσικό το άρωμα του κρασιού της Βουργουνδίας, η ευωδία των γαλλικών σως και το θέαμα του καθαρού τραπεζομάντηλου και του ζεστού ψωμιού να χτυπήσουν την πόρτα της ψυχής μας και να είναι πολύ ευπρόσδεκτοι επισκέπτες.

Τρωγοπίναμε σιωπηλοί για λίγη ώρα, μέχρι που ήρθε η στιγμή, αντί να καθόμαστε στητοί κρατώντας σταθερά το μαχαίρι και το πιρούνι, να γείρουμε πίσω στις καρέκλες μας και να συνεχίσουμε πιο αργά και πιο νωχελικά. Απλώσαμε τα πόδια μας μπροστά κάτω από το τραπέζι και βρήκαμε χρόνο να εξετάσουμε με περισσότερη προσοχή και κριτική διάθεση το καπνισμένο ταβάνι απ' όσο είχαμε καταφέρει μέχρι τότε' αφήσαμε τα ποτήρια μας στη μέση του τραπεζιού και αισθανθήκαμε καλοί, στοχαστικοί και ελεήμονες.

Τότε ο Χάρις, που καθόταν κοντά στο παράθυρο, τράβηξε την κουρτίνα και κοίταξε έξω στο δρόμο.

Γυάλιζε σκοτεινός και βρεγμένος' οι αχνές λάμπες τρεμόπαιζαν με κάθε ριπή του ανέμου, η βροχή έπεφτε σταθερά στις λακκούβες και κατέβαινε από τις υδρορρόες προς τα κράσπεδα. Λίγοι μουσκεμένοι διαβάτες περνούσαν βιαστικά, κάτω από τις ομπρέλες τους που στάζανε, και οι γυναίκες ανασήκωναν τις φούστες τους για να μη λερωθούν.

¨Λοιπόν", είπε ο Χάρις, απλώνοντας το χέρι προς το ποτήρι του, ¨κάναμε ένα πολύ ευχάριστο ταξίδι και οφείλω τις ευχαριστίες μου γι' αυτό στο γερο- Τάμεση -αλλά νομίζω ότι κάναμε καλά και το διακόψαμε. Πίνω στην υγεία των Τριών Αντρών που Βγήκαν από τη Βάρκα!".

Και ο Μονμόρενσυ, όρθιος στα πισινά του πόδια μπροστά από το παράθυρο, κοιτώντας έξω στη νύχτα, μας χάρισε ένα σύντομο γαύγισμα με το οποίο επικροτούσε απόλυτα την πρόταση.

1 σχόλιο:

  1. Καλημέρα Σάμερ. Εχω χάσει επεισόδια από ο, τι φαίνεται. Και πρεπει να αναπληρωσω το κενο. Σου υποσχομαι πως θα το καω άμεσα. Φιλια πολλα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή