...ίσως οι δείκτες του ρολογιού κουράστηκαν να πηγαίνουν όλο προς την ίδια κατεύθυνση τόσα χρόνια κι άρχισαν ξάφνου να γυρίζουν ανάποδα...
Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Τα φώτα ήταν αναμμένα στους δρόμους, που ήταν στολισμένοι για τα Χριστούγεννα. Χοντρές νιφάδες χιονιού χόρευαν ανάμεσα στους φανοστάτες. τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα κόσμο.
Ανάμεσα σε όλους αυτούς τους βιαστικούς ανθρώπους ήταν κι ο μπαμπάς με τον Γιόακιμ. Είχαν κατεβεί στην πόλη ν' αγοράσουν ένα γιορτινό ημερολόγιο, ένα ημερολόγιο απ' αυτά που δείχνουν μόνο τις μέρες του Δεκεμβρίου ως την εικοστή πέμπτη, την ημέρα των Χριστουγέννων. Ήταν η τελευταία τους ευκαιρία, γιατί αύριο ξημέρωνε η πρώτη του μηνός. Στο περίπτερο και στο μεγάλο βιβλιοπωλείο της πλατείας τα χριστουγεννιάτικα ημερολόγια του τοίχου είχαν τελειώσει.
Ο Γιόακιμ τράβηξε απότομα το χέρι του πατέρα του και του 'δειξε μια μικρή βιτρίνα: Ένα πολύχρωμο χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο ήταν ακουμπισμένο σε μια στοίβα από βιβλία.
"Να!" είπε. "Εδώ έχει!".
Ο μπαμπάς έκανε μεταβολή και πλησίασε τη μικρή βιτρίνα.
"Σωθήκαμε!" είπε.
Μπήκαν και το μαγαζάκι φάνηκε στο Γιόακιμ παλιό και σκονισμένο. Τα βιβλία ήταν στριμωγμένα στα ράφια του, που έπιαναν τους τοίχους ως το ταβάνι. Κανένα δεν ήταν ίδιο με τα άλλα. Μια μεγάλη στοίβα από χριστουγεννιάτικα ημερολόγια ήταν ακουμπισμένα στο ταμείο. Υπήρχαν δύο είδη: Το ένα με μια ζωγραφιά του άγιου Βασίλη με το έλκηθρο κι έναν τάρανδο' το άλλο έδειχνε έναν αχυρώνα και μια μικροσκοπική νεράιδα, που έτρωγε πόριτζ από ένα βαθύ πιάτο.
Ο μπαμπάς πήρε στα χέρια του ένα ημερολόγιο από κάθε στοίβα.
"Έχουν και στολίδια, για να κρεμάσουμε στο δέντρο", είπε. "Σε τούτο είναι πλαστικά και στο άλλο είναι σοκολατένια. Φοβάμαι πως ο οδοντίατρος δε θα χαρεί και πολύ αν προτιμήσουμε τη σοκολάτα".
Ο Γιόακιμ περιεργάστηκε και τα δύο ημερολόγια. Δεν ήξερε ποιο του άρεσε περισσότερο.
"Όταν ήμουν εγώ μικρός, ήταν αλλιώς τα πράγματα", συνέχισε ο μπαμπάς.
"Δηλαδή;"
"Δεν είχαμε παρά μόνο μια μικρή εικονίτσα πίσω από κάθε παράθυρο στο ημερολόγιο των Χριστουγέννων, μία για κάθε μέρα του Δεκεμβρίου Κάθε πρωί προσπαθούσαμε να μαντέψουμε ποιοα εικονίτσα μας περίμενε κρυμμένη. Κι ύστερα ανοίγαμε το παραθυράκι... Τ' ανοίγαμε κι αυτό ήταν το πιο σπουδαίο. Ήταν λες και κάθε φορά ανοίγαμε το παράθυρο σ' έναν καινούριο κόσμο".
Ο Γιόακιμ είχε προσέξει κάτι άλλο. Έδειξε στο μπαμπά του τα ράφια με τα βιβλία. "Εκεί έχει κι ένα άλλο χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο"
Έτρεξε να το πάρει και το φερε να το δείξει στον μπαμπά του. Είχε μια ζωγραφιά με τον Ιωσήφ και τη Μαρία να σκύβουν πάνω απ τη φάτνη του μικρού Χριστού. Οι Τρεις Μάγοι απ' την ανατολή ήταν γονατιστοί λίγο πιο πίσω. Έξω απ' το σταύλο ήταν οι βοσκοί με τα πρόβατά τους. Άγγελοι κατέβαιναν απ' τα ουράνια. Ένας απ' αυτούς σάλπιζε με μια σάλπιγγα.
Τα χρώματα ήταν ξεθωριασμένα, λες και είχαν αφήσει το ημερολόγιο όλο το καλοκαίρι στον ήλιο. Η εικόνα, όμως, ήταν τόσο όμορφη, που ο Γιοακίμ ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται.
"Αυτό θέλω", είπε.
Ο μπαμπάς χαμογέλασε. "Φοβάμαι πως αυτό δεν το πουλάνε", είπε. "Μου φαίνεται παλιό. Τόσο παλιό, που θα μπορούσε να 'ναι απ΄τα δικά μου χρόνια".
Ο Γιόακιμδεν το 'βαλε κάτω. "Κανένα απ' τα παραθυράκια του δεν είναι ανοιχτό", επέμεινε.
"Νομίζω πως δεν το 'χουν για πούλημα".
"Το θέλω", ξανάπε ο Γιοακίμ. "Θέλω ένα που να μη μοιάζει με κανένα άλλο".
Ο βιβλιοπώλης ήρθε κοντά τους -ένας άντρας με άσπρα μαλλιά. Η απορία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του, όταν είδε το χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο που κρατούσε στα χέρια του ο Γιοακίμ.
"Πολύ ωραίο!" είπε. "Κι είναι αυθεντικό -ναι, πρωτότυπο. Μοιάζει σχεδόν χειροποίητο".
"Θέλει να το αγοράσει', εξήγησε ο μπαμπάς δείχνοντας προς το μέρος του Γοακίμ. "Και προσπαθώ να του δώσω να καταλάβει ότι δεν το πουλάτε".
Ο άντρας ανασήκωσε τα φρύδια του.
"Εδώ το βρήκατε; Έχω χρόνια να δω τέτοιο χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο".
"¨ηταν στο ράφι εκεί πέρα, μπροστά στα βιβλία", είπε ο Γιόακιμ.
"Ω, φαίνεται πως ο γερό-Γιοχάνες άρχισε πάλι τα κολπάκια του", είπε ο βιβλιοπώλης.
Ο μπαμπάς τον κοίταξε "Ο γερο-Γιοχάνες;" ρώτησε.
"Ναι, παράξενος τύπος. Πουλάει τριαντάφυλλα στην πλατεία. Κανείς δεν ξέρει πού τα βρίσκει. Έρχεται καμιά φορά και μου γυρεύει ένα ποτήρι νερό. Το καλοκαίρι, όταν κάνει ζέστη, το πίνει και ρίχνει τις τελευταίες στάλες πάνω στο κεφάλι του, πριν βγει έξω στον ήλιο. Μου ριξε και μένα κανά δυο φορές. Για να μ' ευχαριστήσει για το νερό, μου αφήνει πότε πότε ένα δύο τριαντάφυλλα στον πάγκο. 'Η βάζει κάποιο παλιό βιβλίο στα ράφια. Κάποια μέρα έβαλε στη βιτρίνα τη φωτογραφία μιας νέας γυναίκας. Ήταν από κάποια χώρα μακρινή- ίσως απ' την πατρίδα του. "Ελίσαμπετ" έγραφε στο πίσω μέρος της".
"Και τώρα σας άφησε ένα χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο;"
'Έτσι φαίνεται".
"Κάτι λέει εδώ", είπε ο Γιόακιμ. Και διάβασε δυνατά, να τον ακούσουν : "ΜΑΓΙΚΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ. τιμή: 75 κορώνες".
Ο βιβλιοπώλης έγνεψε. "Θα πρέπει να 'ναι πολύ παλιό".
"Μπορώ να το αγοράσω για 75 κορώνες;" ρώτησε ο Γιόακιμ.
Ο άντρας γέλασε. "Νομίζω πως θα στο δώσω τζάμπα. Θα δεις. Είμαι σίγουρος πως ο γερο-Γιοχάνες εσένα είχε στο μυαλό του, όταν το άφησε στα ράφια μου".
"Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ", απάντησε ο Γιόακιμ βγαίνοντας κιόλας απ' το μαγαζάκι.
Ο μπαμπάς έσφιξε το χέρι του βιβλιοπώλη κι ακολούθησε το Γιόακιμ έξω, στο πεζοδρόμιο.
Ο μικρός κρατούσε σφιχτά το ημερολόγιο στην αγκαλιά του. "Θα τ' ανοίξω αύριο", είπε.
Ο Γιόακιμ έμεινε ξάγρυπνος εκείνη τη νύχτα. Σκεφτόταν το βιβλιοπώλη και το γερο-Γιοχάνες, που πουλούσε τριαντάφυλλα. Κάποια στιγμή σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο. Ήπιε νερό απ' τη βρύση και θυμήθηκε το Γιοχάνες, που έριχνε στο κεφάλι του σταγόνες νερό για να δροσίζεται.
Μα πιο πολύ σκεφτόταν το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο. Ήταν πολύ παλιό, ήταν πιο παλιό κι απ'την εποχή που ο μπαμπάς του ήταν παιδί. Και όμως: Κανείς δεν είχε ανοίξει ούτε ένα από τα παραθυράκια του. Το 'χε ψάξει, πριν πέσει για ύπνο, κι ήταν όλα κλειστά, απ το ένα ως το εικοσιτέσσερα. Το εικοστό τέταρτο ήταν, φυσικά, της παραμονής των χριστουγέννων. και το παραθυράκι αυτο ήταν τέσσερις φορές μεγαλύτερο από τα άλλα: ολόκληρη σχεδόν η φάτνη, μέσα στο σταύλο.
Πού ήταν χωμένο το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο σαράντα χρόνια τώρα; Και τί θα γινόταν, όταν θ' άνοιγε το πρώτο παράθυρο;
Όταν ξύπνησε, η ώρα ήταν εφτά. Αμέσως άπλωσε το χέρι του να πιάσει το ημερολόγιο που κρέμοταν πάνω απ το κρεβάτι του. ήθελε ν' ανοίξει το πρώτο παράθυρο. Τα δάχτυλά του έτρεμα απ' την ανυπομονησία τόσο, που δυσκολεύτηκε να το πιάσει. Τέλος κατάφερε να τραβήξει τη μια απ' τις μικρές γωνίτσες. και το παραθυράκι άνοιξε αργά.
Ο Γιόακιμ είδε ζωγραφισμένο μπροστά του ένα κατάστημα παιχνιδιών. Ανάμεσα στον κόσμο και στα παιχνίδια είδε ένα αρνάκι κι ένα κοριτσάκι. Μα δεν πρόλαβε να κοιτάξει καλά καλά την εικόνα, γιατί, καθώς άνοιγε το χάρτινο παραθυράκι, κάτι έπεσε απ' το ημερολόγιο στο κρεβάτι του. Έσκυψε και το μάζεψε. Ήταν ένα λεπτό φύλλο χαρτί, διπλωμένο ξανά και ξανά. Όταν το άνοιξε και το άπλωσε μπροστά του, είδε πως ήταν γραμμένο κι απ' τις δυο μεριές. Κι έτσι άρχισε να το διαβάζει.
το αρνάκι
"Ελίσαμπετ!" τη φώναξε η μαμά της. "Έλα πίσω, Ελίσαμπετ!"
Η Ελίσαμπετ Χάνσεν στεκόταν και κοίταζε το σωρό με τ' αρκουδάκια και τ' άλλα ζωάκια, όση ώρα η μαμά της αγόραζε χριστουγεννιάτικα δώρα για τα ξεδέλφια της στο Τότεν. Ξάφνου ένα μικρό αρνάκι βγήκε απ' το σωρό. Μ' ένα πήδημα βρέθηκε στο πάτωμα κι έριξε ματιά ολόγυρα. Είχε ένα κουδουνάκι κρεμασμένο στο λαιμό του. Και το κουδουνάκι άρχισε να χτυπάει, σαν να θελε να συναγωνιστεί τις ταμειακές μηχανές του μαγαζιού.
Πώς ήταν δυνατόν να ζωντανέψει ξάφνου ένα παιχνίδι; Η Ελίσαμπτ τα 'χασε. Το αρνάκι έτρεχε κιόλας προς τις κυλιόμενες σκάλες και η μικρή το πήρε από πίσω, χωρίς δεύτερη σκέψη.
"Αρνάκι! Αρνάκι, έλα δω!" του φώναξε.
Το αρνάκι, όμως, βρισκόταν κιόλας στις σκάλες, που οδηγούσαν στον κάτω όροφο. Οι κυλιόμενες σκάλες πήγαιναν γρήγορα και το αρνί πηδούσε ακόμη πιο γρήγορα από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι. Η Ελίσαμπετ, λοιπόν, έπρεπε να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε αν ήθελε να το προλάβει.
"'Ελα πίσω Ελίσαμπετ!" άκουσε ξανά την αυστηρή φωνή της μαμάς της.
Μα η Ελίσαμπετ βρισκόταν κιόλας στις σκάλες. Σκύβοντας είδε τ' αρνάκι να τρέχει ανάμεσα στους πάγκους του ισογείου, όπου πουλούσαν εσώρουχα και γραβάτες.
Τρέχοντας κατέβηκε και τις υπόλοιπες σκάλες και το πήρε από πίσω.Το αρνί είχε καταφέρει να βγει στο πεζοδρόμιο, όπου οι νιφάδες του χιονιού χόρευαν ανάμεσα στα χριστουγεννιάτικα φωτάκια, που ήταν κρεμασμένα απάνω από το δρόμο. Η Ελίσαμπετ αναποδογύρισε στη βιασύνη της ένα πάγκο με γάντια κι έτρεξε στο κατόπι του.
Έξω στη φασαρία του δρόμου, το κουδουνάκι ίσα που ακουγόταν. Μα η Ελίσαμπετ ήταν αποφασισμένη να μη το βάλει κάτω. Ήθελε σώνει και καλά να φτάσει το αρνάκι και να χαϊδέψει την απαλή άσπρη προβιά του.
'Αρνάκι! Αρνάκι!"
Το αρνάκι έφτασε σ' ένα κόκκινο φανάρι κι έκανε να περάσει απέναντι. μπορεί να σκέφτηκε πως το κόκκινο ανθρωπάκι σήμαινε "Προχώρα!" και το πράσινο ανθρωπάκι σήμαινε "Σταμάτα!" Η Ελίσαμπετ θυμήθηκε κάτι που είχε ακούσει: ότι τ' αρνιά έχουν όλα αχρωματοψία. Όπως κι αν είχε το πράγμα, τ' αρνί δεν σταμάτησε στο κόκκινο φανάρι. Κι έτσι αναγκάστηκε κι η Ελίσαμπετ να προχωρήσει. Ήταν αποφασισμένη να προλάβει, ακόμα κι αν έπρεπε να τρέξει ως την άκρη του κόσμου.
Τ' αυτοκίνητα κορνάρισαν σαν τρελά. Κι ένα μηχανάκι ανέβηκε στο πεζοδρόμιο, για να μη χτυπήσει το κορίτσι ή το αρνί. Οι περαστικοί, που ψώνιζαν τα χριστουγεννιάτικα δώρα τους, γύρισαν και κοίταξαν απορημένοι. Ένα κοριτσάκι που έτρεχε στη μέση οτυ δρόμου κυνηγώντας ένα αρνί δεν ήταν κάτι που το βλεπαν κάθε μέρα. Έτσι κι αλλιώς, ήταν περίεργο να κυνηγάει κανείς ένα αρνάκι μέσα στην καρδιά του χειμώνα.
Καθώς έτρεχαν, η Ελίσαμπετ άκουσε το ρολόι της εκκλησίας να χτυπάει τρεις. Παραξενεύτηκε, γιατί ήξερε ότι είχαν κατέβει στην πόλη με το λεωφορείο των πέντε. Ίσως οι δείκτες του ρολογιού κουράστηκαν να πηγαίνουν προς την ίδια κατεύθυνση τόσα χρόνια κι άρχισαν ξάφνου να γυρίζουν ανάποδα. Η Ελίσαμπετ σκέφτηκε πως μπορεί και τα ρολόγια να βαριούνταν να κάνουν συνεχώς το ίδιο πράγμα.
Αλλά υπήρχε και κάτι ακόμα. Όταν η Ελίσαμπετ με τη μαμά της μπήκαν στο κατάστημα με τα παιχνίδια, έξω κόντευε ήδη να σκοτεινιάσει. Τώρα ο ήλιος έλαμπε ψηλά στον ουρανό. Κι αυτό ήταν παράξενο, γιατί στο μεταξυ δεν είχε προλάβει να νυχτώσει και να ξημερώσει ξανά.
Το αρνί ακολουθησε ένα δρόμο που έβγαζε έξω από την πόλη και σύντομα βρέθηκε να τρέχει προς ένα μικρό δασάκι μακριά απ' τα σπίτια. Χοροπηδώντας πήρε το μονοπάτι που ξετυλιγόνταν ανάμεσα στο ψηλά πεύκα. Εκεί αναγκάστηκε να πηγαίνει πιο σιγά, γιατί το μονοπάτι ήταν σκεπασμένο από το χιόνι που είχε πέσει τις τελευταίες μέρες.
Η Ελίσαμπετ το ακολούθησε. Δυσκολευόταν κι η ίδια να τρέξει πάνω στο χιόνι. Το αρνί, όμως, είχε τέσσερα πόδια, που χώνονταν στο χιόνι ενώ εκείνη είχε μόνο δύο. Ίσως τώρα κατάφερνε να το φτάσει.
Οι φωνές της μαμάς της είχαν πνιγεί από ώρα μέσα στη φασαρία του δρόμου. Πριν περάσει πολύ ώρα, έσβησε κι ο θόρυβος της πόλης πίσω της. Μα κάτι ακόμη αντηχούσε τραγουδιστό στ' αυτιά της: "Ποιο να πάρουμε, Ελίσαμπετ; Ποιο απ' τα δύο; Ή και τα δύο; Τί λες;"
Μπορεί αυτός να ταν ο λόγος που το αρνί είχε ζωντανέψει και το 'χε σκάσει από το μαγαζί με τα παιχνίδια. Μπορεί να μη άντεχε άλλο τα κουδουνίσματα των ταμειακών μηχανών και τις ατελείωτες κουβέντες των ανθρώπων που πουλούσαν κι αγόραζαν ασταμάτητα. Μπορεί αυτός να ήταν ο λόγος που η Ελίσαμπετ είχε τρέξει πίσω του. Έτσι κι αλλιώς δεν της άρεσε να πηγαίνει για ψώνια στα μαγαζιά.
Ο Γιόακιμ σήκωσε τα μάτια από το χαρτί που είχε πέσει απ' το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο. Αυτά που είχε διαβάσει ήταν στ' αλήθεια συναρπαστικά.
Πάντα του άρεσαν τα μυστικά. Θυμήθηκε το μικρό κουτί με το κλειδάκι αυτό που του είχε φέρει η γιαγιά του από την Πολωνία. Η μαμά και ο μπαμπάς είχαν πάρει όρκο πως ποτέ δε θα 'ψαχναν το κλειδί και ποτέ δε θ' άνοιγαν το κουτί τις ώρες που ο Γιόακιμ κοιμόταν ή έλειπε στο σχολείο. Θα 'ταν το ίδιο σα ν' άνοιγαν τα γράμματα κάποιου άλλου, είχαν πει.
Ως την ημέρα εκείνη ο Γιόακιμ δεν είχε πραγματικά μυστικά να κρύψει στο κουτί του. Τώρα, όμως, έβαλε μέσα το χαρτί απ' το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο, γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά και το 'κρυψε κάτω απ' το μαξιλάρι του.Όταν η μαμά κι μπαμπάς ξύπνησαν κι ήρθαν να δουν την εικόνα πίσω απ' το πρώτο παραθυράκι είδαν μόνο το μαγαζί με τα παιχνίδια και το αρνάκι δίπλα στο σωρό με τ' αρκουδάκια.
"Θυμάσαι;" ρώτησε η μαμά κοιτάζοντας το μπαμπά. "Όπως όταν ήμαστε παιδιά".
Ο μπαμπάς έγνεψε συμφωνώντας "Κι έτσι αφήναμε τη φαντασία μας να δουλέψει, φτιάχνοντας μόνοι μας μια ιστορία για την εικόνα. Ήταν χίλιες φορές καλύτερα έτσι. Δε μου αρέσουν όλα αυτά τα πλαστικά κουκλάκια που έχουν βγάλει σήμερα. Τα παιδιά τα βαριούνται και σύντομα καταλήγουν στην κοιλιά κάποιας ηλεκτρικής σκούπας".
Ο Γιόακιμ, βαθιά μέσα του, γελούσε. Μόνο αυτός ήξερε ότι μέσα στο πρώτο παραθυράκι υπήρχε κι ένα μυστηριώδες κομματάκι χαρτί.
Έδειξε το αρνάκι στη ζωγραφιά.
"Το αρνάκι αποφάσισε να το σκάσει απ' το μαγαζί με τα παιχνίδια", είπε."Δεν άντεχε άλλο ν' ακούει τις ταμειακές μηχανές κι όλον αυτόν το κόσμο που πουλούσε κι αγόραζε ασταμάτητα. Αλλά την ώρα που ζωντάνεψε κι έφυγε, το είδε ένα κοριτσάκι που το λένε Ελίσαμπετ. Κι η Ελίσαμπετ το πήρε από πίσω το αρνί, γιατί ήθελε να το χαϊδέψει".
"Το βλέπεις;" γύρισε ο μπαμπάς στη μαμά. "Αυτό ακριβώς που σου 'λεγα. τί να τα κάνει τα πλαστικά κουκλάκια το παιδί;".
Όλη την υπόλοιπη μέρα ο Γιόακιμ αναρωτιόταν αν η Ελίσαμπετ θα προλάβαινα το αρνάκι κι αν θα κατάφερνε να το χαϊδέψει. Άραγε θα το μάθαινε; Θα 'βρισκε τάχα κι άλλο χαρτί στο δεύτερο παραθυράκι;
Αααα .... τι να έλεγε άραγε το χαρτάκι ...
ΑπάντησηΔιαγραφήτόσο ωραίο μα τόσο ωραίο !!!
θέλω κι άλλο !!!
σ' αγαπώ !
φιλάκι *
καλό μήνα, γεμάτο χαρές κι αρώματα Χριστουγέννων!
ΑπάντησηΔιαγραφήμάκια!
@ Lyriel
ΑπάντησηΔιαγραφήI love you too!!
kiss kiss
@ ΠαρΕρμητικά
καλό μας μήνα!
για την ώρα λιακάδες και παράθυρα ανοικτάς
φιλιά;
πολλά πάρα πολλά
όσα θέλεις!
Αρνάκι άσπρο και παχύ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠω, πω, πονοκέφαλο έχω!
Εντάξει, καλό μήνα κι από δω!
@ Christine
ΑπάντησηΔιαγραφήπεραστικά.
φιλάκια!!
Φανταστική ιστορία !! Τι καλά να είχαμε ένα ημερολόγιο που αντί σοκολατάκια να είχε ιστοριούλες στα παραθυράκια. και μάλιστα όχι αυτοτελείς, για να έχεις και την ανάλογη αγωνία !!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάω να διαβάσω και την καινούρια τώρα :)
Όμορφη ιστορία. Τα Χριστούγεννα έρχονται. Ίσως μας κάνουν να νοιώσουμε λίγο καλύτερα. Το χρειαζόμαστε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή σου ημέρα.