... η λίμνη έμοιαζε με κούπα από γαλάζια κινέζικη πορσελάνη,
βαμμένη χρυσό χρώμα στα χείλη..
Ο μπαμπάς ξύπνησε νωρίς το Γιόακιμ το πρωί της Δευτέρας. Ο μήνας είχε 21.
"Πρέπει να βιαστούμε λιγάκι σήμερα", είπε. "Θα φύγω νωρίτερα για το γραφείο. Αλλά η ιστορία που διαβάζουμε είναι κι αυτή σπουδαία. Ίσως μάλιστα να 'ναι πιο σπουδαία απ τη δουλειά μου".
Ο Γιόακιμ ανακάθισε στο κρεβάτι του κι άνοιξε το παραθυράκι με τον αριθμό 21 στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο. Είχε αρχίσει κιόλας να φοβάται λιγάκι τα Χριστούγεννα. Δεν ήθελε πια να φτάσουν μια ώρα γρηγορότερα, γιατί τότε θα τέλειωναν τα παραθυράκια, θα τελείωνε η ιστορία υου μαγικού χριστουγεννιάτικου ημερολογίου.
Τη μέρα εκείνη είδαν τη ζωγραφιά μιας λίμνης, που λαμποκοπούσε στον ήλιο. Οι χρυσαφιές ακτίνες του έλουσαν το χωριό και τους χαμηλούς λόφους ολόγυρά της.
Ο Γιόακιμ ξεδίπλωσε το μικρό χαρτάκι που είχε πέσει απ' το ημερολόγιο, και άρχισε να διαβάζει με δυνατή φωνή.
Νωρίς ένα πρωί κοντά στα τέλη του δεύτερου αιώνα μ.Χ. οι φίλοι μας μπήκαν με ταχύτητα στους δρόμους της Δαμασκού. Η πόλη είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μπαραντα, του ίδιου αυτού ποταμού που οι Έλληνες ονόμαζα Χρυσορρόα. Προσπέρασαν βιαστικά στο στρατιώτες που στέκονταν σκοπιά μπροστά στη δυτική πύλη, και μ' ένα πήδημα βρέθηκαν μέσα στον ολόισιο και μεγάλο δρόμο που κόβει στα στο την πόλη.
Οι στραριώτες γύρισαν και κοιτάχτηκαν σαστισμένοι.
"Τί ήταν αυτό;".
"Τίποτα. Φύσηξε δυνατά ο αέρας απ' τα βορειοδυτικά. Αυτό ήταν όλο".
"Μα δεν ήταν μονάχα αέρας και άμμος. Εμένα μου φάνηκε πως είδα και ανθρώπους".
Οι δυο στρατιώτες θυμήθηκαν μια παλιά ιστορία, κάτι που είχε συμβεί πριν από λίγα χρόνια στην ανατολική πύλη. Μια ομάδα στρατιωτών είχε πέσει πάνω σε μια παράξενη πομπή, που τους πλησίασε απ' τον κεντρικό δρόμο και βγήκε με ορμή απ' την πύλη. Ήταν άνθρωποι και ζώα μαζί. Κάποιος απ'΄τους στρατιώτες, μάλιστα, έλεγε πως είχε δει κι αγγέλους μαζί τους.
Και πράγματι: όταν η Ελίσαμπετ, ο Εφιριήλ και οι άλλοι όρμησαν να βγουν τρέχοντας απ' την ανατολική πύλη του τείχους, έπεσαν πάνω σε μια ομάδα Ρωμαίων στρατιωτών. Οι στρατιώτες σωριάστηκαν στο χώαμ, τα έχασαν και δεν μπόρεσαν να καταλάβουν αμέσως τί είχε γίνει. Όταν προσπάθησαν να μρουν τους ανθρώπους που έπεσαν απάνω τους δεν είδαν κανέναν. Γιατί οι προσκυνητές είχαν ήδη ξεμακρύνει κάμποσα μίλια και κάμποσα χρόνια.
Αργά ένα απόγευμα στα μισά περίπου του δεύτερου αιώνα,έφτασαν στη λίμνη Γεννησαρέτ της Γαλιλαίας. Εκεί, έξω από ένα χωριουδάκι, σταμάτησαν και κοίταξαν το αστραφτερό νέρο, που λαμπύριζε στον ήλιο.
Οι λόφοι έχωναν σα δαχτυλίδι τη λίμνη. Και τη στιγμή εκείνη που ο χρυσός ήλιος του δειλνού έπεφτε πάνω τους, η Ελίσαμετ νόμιζε πως έβλεπε μια γαλάζια κούπα από κινέζικη πορσελάνη με χρυσό χρώμα στα χείλη.
Τα σπιτάκια ήταν όλα χαμηλά κι είχαν μικρούς σταύλους ανάμεσά τους. Στους δρόμους περπατούσαν φορτωμένα γαιδουράκια. Άνθρωποι ντυμένοι με χιτώνες και μανδύες τα κρατούσαν απ' τα γκέμια. Οι γυναίκες, τυλιγμένες στις κελεμπίες τους, κουβαλούσαν στάμνες πάνω στα κεφάλια τους.
"Είμαστε στην Καπερναούμ. Από δω περνούσαν τα αρχαία χρόνια τα καράβια που ταξίδευαν απ' τη Δαμασκό στην Αιγυπτο", εξήγησε ο Εφιριήλ. "Εδώ κάλεσε ο Χριστός τους πρώτους μαθητές να Τον ακολουθήσουν. Ένας απ' αυτούς ήταν Τελώνης και τον έλεγαν Ματθαίο. Η Καπερναούμ, βλεπετε, ήταν σπουδαίο τελωνειακό κέντρο. Εδώ κάλεσε και τα δυο αδέλφια, το Σίμωνα Πέτρο και τον Ανδρέα, που ήταν ψαράδες. "Ακολουθείστε μα", είπε ο Χριστός. "Και θα πιάνετε στα δίχτυα σας ανιθρώπους κι όχι ψάρια" ".
"Πάντως τους βοηθούσε να πιάσουν κι αληθινά ψάρια", βιάστηκε να προσθέσει ο Ουμουριήλ.
Ο Εφιριήλ έγνεψε συμφωνώντας.
"Μια φορά ο Χριστός στεκόταν εδώ, στην όχθη της λίμνης, και μιλούσε στον κόσμο που 'χε μαζευτεί να Τον ακούσει. Ξάφνου, εκεί που μιλοίσε, βλέπει δυο βάρκες αραγμένες στην αμμουδιά, λίγο πιο πέρα. Μια απ' αυτές ήταν του Σίμωνα Πέτρου. Ο Χριστός τότε πλησίασε, ανέβηκε στη βάρκα του Σίμωνα Πέτρου και του ζήτησαε να ξανοιχτεί λιγάκι στα νερά της λίμνης. Λίγα μέτρα απ' την ακή η βάρκα στάθηκα κι ο Χριστός, όρθιος, άρχισε να μιλάεο στον κόσμο, που ήταν στην ακρογιαλιά. Ήταν καλή ιδέα, γιατί έτσι μπορούσαν να τον βλέπυν όλοι. Όταν τέλειωσε, είπε στο Σίμωνα Πέτρο να ξανοιχτεί στα βαθιά και να ρίξει εκεί τα δίχτυα του. Ο Πέρος τότε Του είπε πως όλη νύχτα πάσχιζε να πιάσει μερικά ψάρια, αλλά δεν είχε πιάσει τίποτα. Για δοκίμασε και τώρα, του είπε ο Χριστός. Και πράγματι: ο Πέτρος έπιασε τόσα πολλά ψάρια, που τα δίχτυα του άνοιξαν απ' το βάρος".
"Μιαν άλλη φορά", είπε ο Ουμουριήλ, "βγήκαν πάλι στ' ανοιχτά της λίμνης και ξαφνικά σηκώθηκε μπουρίνι κι οι μαθητές όλοι τρόμαξαν, να μην πνιγούν. Μα ο Χριστός ξάπλωσε στη βάρκα κι αποκοιμήθηκε. Μόνο που στο τέλος αναγκάστηκε να βάλει τέλος στη φουρτούνα, για να ησυχάσει τους μαθητές του".
"΄Ήθελε να τους δείξει πως η πίστη τους ήταν μικρή", εξήγησε ο Εφιριήλ.
"Και πράγματι ήταν!" φώναξε ο Ουνουριήλ αγανακτισμένος. "Μια άλλη φορά οι μαθητές είχαν βγει μόνοι τους για ωάρεμα κι είδαν το Χριστί να 'ρχεται πρός το μέρος τους περπατώντας πάνω στα νερά. Όταν Τον είδαν, τρόμαξαν, γιατί τους φάνηκε πως ήταν φάντασμα ή στοιχειό, έτσι όπως περπατούσε πάνω στο νερό. Μα όταν Ο Σίμωνας Πέτρος κατάλαβε πως ήταν ο Χριστός, τότε σκέφτηκε πως αυτή ήταν μια καλή ευκαιρία να δείξει τη μεγάλη του πίστη. Βγήκε, λοιπόν, έξω απ' τη βάρκα κι άρχισε κι αυτός να περπατάει πάνω στο νερό. Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά, μα μετά από λίγο φοβήθηκε τα κύματα κι αμέσως άρχισε να βουλιάζει. Φώναξε τότε το χριστό να τον σώσει".
Ο Ωσηέ χτύπησε με το ραβδί του ένα σωρό πέτρες.
"Ας μην αργούμε άλλο! Πάμε στη Βηθλεέμ!".
Κι αμέσως ξαναπήραν τον δρόμο τους, δίπλα στη λίμνη της Γεννησαρέτ. Μα σε λίγο ο Εφιριήλ τους φώναξε να σταθούν και τους έδειξε έναν ψηλό, επίπεδο βράχο.
"Εδώ έγινε η επί του Όρους Ομιλία. Εδώ μίλησε ο Χριστός στον κόσμο για τα πιο σημαντικά πράγματα που ήθελε να μας διδάξει",
"Και ποια ήταν αυτά τα πράγματα;" ρώτησε η Ελίσαμπετ.
Το χερουβείμ, ο Ουμουριήλ, άνοιξε τις φτερούγες του, πήδησε ψηλά στον αέρα κι άρχισε να λέει το Πάτερ Ημών:
"Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς
ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου·
ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου·
γενηθήτω τὸ θέλημά Σου,
ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς·..".
Στο σημείο αυτό τον έκοψε ο Εφιριήλ.
"Ναι, τους δίδαξε να προσεύχονται. Μα πάνω απ' όλα τους δίδαξε ν' αγαπούν ο ένας τον άλλο. Και τους είπε ότι κανείς δεν είναι τέλειος μπροστά στο θεό".
"Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες ", ξανάρχισε ο Ουμουριήλ. "Τῷ τύπτοντί σε ἐπὶ τὴν σιαγόνα πάρεχε καὶ τὴν ἄλλην...ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμῖν... και καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως....".
"Εντάξει, φτάνει! Σ' ευχαριστώ!" τον έκοψε πάλι ο Εφιριήλ. "Το ξέρουμε ότι το ξέρεις όλο απέξω. Και δεν είναι δα και τόσο τρομερό το κατόρθωμά σου, αφού είσαι κι εσύ ένας απ' τους αγγέλους του Κυρίου".
Οι τρεις Μάγοι ήθελαν κάτι να πουν. Ο Κάσπαρ κι ο Βαλτάσαρ έκαναν νόημα στο Μελχιώρ και τον άφησαν να μιλήσει.
"Δε φτάνει, όμως, να μαθαίνει κανείς απ' έξω τέτοιους κανόνες. Το σημαντικό είναι να τους εφαρμόζει κιόλας στη ζωή του. Σημασία έχει να βοηθάμε τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη, τους ανθρώπους που είναι άρρωστοι και φτωχοί, τους ανθρώπους που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να πάρουν τους δρόμους της προσφυγιάς. Αυτό είναι το μήνυμα των Χριστουγέννων!".
"Εμπρός, λοιπόν, για τη Βηθλεέμ!" τους θύμισε και πάλι ο Ωσηέ.
Δεν είχαν προλάβει καλά καλά ν' αναπτύξουν ταχύτητα, όταν ο Εφιριήλ γύρισε στην Ελίσαμπετ και της είπε πως περνούσαν ακριβώς απ' το μέρος όπου ο Χριστός είχε κάνει το θαύμα του εξασφαλίζοντας τροφή για πέντε χιλιάδες ανθρώπους με λίγες φραντζόλες ψωμί και λίγα ψάρια.
"Για να δείτε, δηλαδή!" φώναξε ο Ουμουριήλ. "Ο χριστός ήθελε να μάθουν οι άνθρωποι να μοιράζονται ό,τι έχουν. Κανείς δεν πρέπει να 'ναι πεινασμένος, κανείς δεν πρέπει να 'ναι φτωχός, κανείς δεν πρέπει να 'ναι υπερβολικά πλούσιος. Γιαυτό είναι προτιμότερο να μην πεινάει κανείς στον κόσμο κι ας μην υπάρχει κανένας πλούσιος".
Όταν έφτασαν στην Τιβεριάδα, σ' ένα χωριουδάκι στις όχθες της λίμνης, έστριψαν κι άρχισαν ν' ανηφορίζουν προς τους λόφους. Στο βάθος μιας εύφορης κοιλάδας, γεμάτης φοίνικες κι οπωροφόρα, βρήκαν άλλο ένα χωριό. Ο Εφιριήλ έκανε νόημα πως έπρεπε να σταθούν.
"Το αγγελικό μου ρολόι δείχνει πως έχουν περάσει 107 χρόνια από τη γέννηση του Χριστού. Αυτήν την μικρή πόλη τη λένε Ναζαρέτ. Εδώ μεγάλωσε ο Χριστός κι όλοι πίστευαν πως ήταν ο γιος του Ιωσήφ, του ξυλουργού. Εδώ κατέβηκε ο άγγελος Κυρίου και παρουσιάστηκε στη Μαρία και της είπε ότι θα γεννήσει παιδί, το Σωτήρα του Κόσμου".
Δεν είχε τελει΄ωσει καλά καλά τα λόγια του κι είδαν κάτι να πέφτει από μια τρύπα στον ουρανό. Ένα λεπτό αργότερα άλλος ένας άγγελος εμφανίστηκε μπροστά τους. Στα χέρια του κρατούσε μια σάλπιγγα. Τη σήκωσε, την έφερε στα χείλια του και σάλπισε δυνατά. Ύστερα είπε: "Είμαι ο άγγελος Ευαγγελιήλ και φέρνω μήνυμα χαρμόσυνο. Πριν περάσει πολύ καιρός, ο Χριστός θα γεννηθεί στον κόσμο".
Ο Ουμουριήλ άρχισε να φτερουγίζει γύρω απ' την Ελίσαμπετ.
"Είναι κι αυτός δικός μας και θα μας ακολουθήσει στο τελευταίο κομμάτι του ταξιδιού μας ως τη Βηθλεέμ".
Αυτά όλα θύμισαν στην Ελίσαμπετ τα λόγια κάποιου παλιού τραγουδιού που έλεγαν τα παιδιά τα Χριστούγεννα.
Άγγελος Κυρίου κατέβηκε στη γη
Κι άστραψαν τα ουράνια απ' την δόξα την πολλή,
Τραγούδησε όσο καλύτερα μπορούσε.
Οι τρεις Μάγοι χειροκρότησαν, γιατί τους άρεσε πολύ το τραγούδι της.
Αυτό την έφερε σε αμηχανία. Και για να σταματήσουν να την κοιτάζουν έτσι όλοι, είπε: "Μου φαίνεται πως πλησιάζοιυμε στη Βηθλεέμ, αφού συναντάμε όλο και περισσότερους αγγέλους".
Ο Ωσηέ χτύπησε μαλακά στα καπούλια ένα απ' τα πρόβατα.
"Εμπρός, λοιπόν! Για τη Βηθλεέμ!".
Εκατό χρόνια τους είχαν μείνει μόνο, ώσπου να φτάσουν στη Βηθλεέμ, την πόλη του Δαυίδ.
Ο μπαμπάς καθόταν με το βλέμμα καρφωμένο ίσια μπροστά, όση ώρα ο Γιόακιμ διάβαζε τις τελευταίες αυτές γραμμές απ' το χαρτάκι που κρατούσε στα χέρια του.
"Τώρα τα πράγματα αρχίζουν να μπαίνουν στην θέση τους", είπε.
"Εννοείς ότι έφτασαν πια στους Αγίους Τόπους;" ρώτησε η μαμά.
Ο μπαμπάς κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. "Κάτι είπε χτες ο Κυρήνιος, όταν έφτασαν στη Δαμασκό. "Τί καλά που είναι να γυρίζεις και πάλι στην πατρίδα σου", είπε. Το είπε, βέβαια, επειδή ο ίδιος ήταν κάποτε έπαρχος της Συρίας κι η Δαμασκός ήταν η πρωτεύουσά του. Μου φαίνεται, όμως, ότι ακούω πίσω απ' αυτές τις γραμμές τη φωνή του Γιοχάνες: "Τί καλά που είναι να γυρίζεις και πάλι στην πατρίδα σου" "/
"Εννοείς ότι ο Γιοχάνες έφτιαξε το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο κι ότι στ' αλήθεια είναι απ' τη Δαμασκό;" ρώτησε η μαμά.
Ο μπαμπάς έγνεψε καταφατικά. "Γιατί υπάρχει κάτι που δεν καταλαβαίνω: Ποιος είναι ο Κυρήνιος; Τί ρόλο παίζει σ' αυτό το ταξίδι; Ο Κυρήνιος έδωσε στην Ελίσαμπετ ένα χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο, αυτό με την εικόνα της κοπέλας μετά μακριά όμορφα μαλλιά. Έτσι φαντα΄στηκε τον εαυτό του μέσα στην ιστορία που έγραψε. Έτσι κατάφερε να μπει κι ο ίδιος μέσα στην ιστορία. Κι ο ίδιος κι η κοπέλα της φωτογραφίας στη Ρώμη. Έβαλε τον Κυρήνιο στη μέση αυτής της μεγάλης ιστορίας, στο δωδέκατο και στο δέκατο τρίτο κεφάλαιο. Κι ο Κυρήνιος λέει όλη την ώρα "Ντίξι!", όταν μιλάει. Λέει δηλαδή "Μίλησα!" - κι εδώ ακούω πάλι τη φωνή του Γιοχάνες. Αυτός μίλησε κι όσα είπε είναι γραμμένα μέσα σ' αυτό το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο. Σήμερα πάντως πήραμε μια σημαντική πληροφορία".
"Και ποια είναι η σημαντική αυτή πληροφορία;" ρώτησαν μ' ένα στόμα η μαμά κι ο Γιόακιμ.
"Ο γερο - ανθοπώλης περιέγραψε ένα σωρό πόλεις και χωριά κατά τη διάρκεια αυτού μεγάλου ταξιδιού ως τη Βηθλεέμ. Σήμερα, όμως, η περιγραφή του ήταν πιο ακριβής από κάθε άλλη φορά. Γράφει για ένα μεγάλο, ολόισιο δρόμο, που κόβει στα δυο την πόλη της Δαμασκού απ' τη δυτική ως την ανατολική πύλη. Μόνο κάποιος που ξέρει καλά το μέρος θα 'γραφε κάτι τέτοιο".
"Μπορεί και να 'χεις δίκιο", είπε η μαμά. "Αποκλείεται, όμως, ν' άκουσε κι αυτός από άλλους την παλιά ιστορία για τους στρατιώτες που συγκρούστηκαν με μια συντροφιά προσκυνητών κι αγγέλων;"
"Κουταμάρες!" ρουθούνισε ο μπαμπάς. και μετά σταμάτησε. "Απ' την άλλη πάλι τίποτα δεν μπορούμε ν' αποκλείσουμε. Αχ, μακάρι να τον βρίσκαμε!"
Ο Γιόακιμ σκεφτόταν κάτι άλλο. Κοίταξε πάλι το χαρτί που μόλις είχε διαβάσει. Έδειξε με το δάχτυλό του μία από τις φράσσεις και είπε: "Οι Τρεις Μάγοι είπαν ότι το σημαντικό είναι να βοηθάμε ανθρώπους που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Τί εννοούσαν μ' αυτό;"
"Νομίζω ότι εννοούσαν τους πρόσφυγες", απάντησε ο μπαμπάς.
"Ακριβώς!" είπε κι ο Γιόακιμ. "Αυτό λέω κι εγώ".
"Δηλαδή;" ρώτησε η μαμά.
"Νομίζω πως έχει σχέση με την κυρία στη φωτογραφία. Ήταν κι αυτή πρόσφυγας. Κι ήταν και φίλη του".
Ο μπαμπάς σηκώθηκε. " Καλύτερα να βιαστούμε", είπε. "Σε δέκα λεπτά πρέπει να 'χω ξεκινήσει για το γραφείο".
Εκείνο το βράδυ, πριν τον πάρει ο ύπνος, ο Γιόακιμ κάθισε λίγη ώρα στο τραπεζάκι του παίζοντας με τα γράμματα του αλφάβητου Σκεφτόταν τον Γιοχάνες, που είχε συναντήσει την Ελίσαμπετ στη Ρώμη. Το όνομα της πόλης στα λατινικά ήταν ΡΟΜΑ και, αν το διάβαζες ανάποδα, ήταν ΑΜΟΡ, που σήμαινε αγάπη.
Τέλος κάθισε κι έγραψε τα μαγικά γράμματα στο σημειωματάριό του:
Αυτό το διάγραμμα έμοιαζε με πόρτα - ή μάλλον με πόρτα που άνοιγε μέσα σε μια άλλη πόρτα.
Και τί υπήρχε πίσω της;
Χρυσό χρώμα στα χείλη...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα!
@ Christina
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλημέρα, μουτς!
Έκτακτα, έκτακτα :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΔαιμόνιο πνεύμα ο μπαμπάς ε, όλα τα βρήκε ο άτιμος χεχ μάκια ! **
Στο τέλος θα χάσουμε την μπάλα μ’ αυτές τις κατεβατούρες κάθε μέρα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΡίξε λίγο ρυθμούς...
κουράγιο.
ΑπάντησηΔιαγραφήτρεις μερούλες έμειναν.
καλό βράδυ.