...ξέρω ένα μονοπάτι που κόβει δρόμο κι αυτό θα πάρουμε τώρα...
Την άλλη μέρα ο Γιόακιμ ξύπνησε πάλι πριν απ' τους γονείς του. Έτσι κι αλλιώς αυτό γινόταν τις περισσότερες φορές. Σηκώθηκε στο κρεβάτι του και κοίταξε το χριστουγννιάτικο ημερολόγιο. Αυτό το αρνάκι στα πόδια ενός απ' τους βοσκούς δεν το 'χε προσέξει ως τότε. Παράξενο δεν ήταν; Τόση ώρα είχε περάσει κοιτάζοντας τη ζωγραφιά με τους Μάγους και τους αγγέλους, τους βοσκούς και τα κοπάδια τους, μα το αρνάκι αυτό δεν το 'χε δει.
Και ίσως το προσεχε τώρα, επειδή είχε διαβάσει για τ' αρνάκι που το 'σκασε απ' το μαγαζί με τα παιχνίδια. Αλλά αυτό το αρνί είχε βγει από ένα σημερινό μαγαζί, από ένα μαγαζί της εποχής μας - και το αρνάκι στη ζωγραφιά είχε ζήσει αιώνες πριν στη Βηθλεέμ. Τότε δεν υπήρχαν ούτε αυτοκίνητα ούτε φανάρια στους δρόμους. Δεν υπήρχαν ούτε μεγάλα μαγαζιά με κυλιόμενες σκάλες ούτε ταμειακές μηχανές. Η Ελίσαμπετ εξάλλου είχε ακούσει το ρολόι της εκκλησίας να χτυπάει τρεις. Κι η Βηθλεέμ δεν μπορεί να 'χε εκκλησίες με ρολόγια πριν από δύο χιλιάδες χρόνια... Ο Γιόακιμ ήξερε ότι τόσα χρόνια είχαν περάσει από τη γέννηση του μικρού Χριστου΄.
Βρήκε το παραθυράκι με τον αριθμό 2 και το άνοιξε προσεκτικά. Ένα διπλωμένο χαρτάκι έπεσε πάλι απ' το ημερολόγιο. Η μικρή ζωγραφιά έδειχνε ένα δάσος κι ανάμεσα στα δέντρα υπήρχε ένας άγγελος, που κρατούσε απ' τον ώμο ένα κοριτσάκι.
Ο Γιόακιμ έσκυψε και μάζεψε το χαρτάκι που είχε πέσει στο κρεβάτι του. Το ξεδίπλωσε και είδε πως ήταν γραμμένο κι απ' τις δυο μεριές με μικρά γραμματάκια. Κι άρχισε να το διαβάζει.
Εφιριήλ
Η Ελίσαμπετ Χάνσεν δεν ήξερε πόσο μακριά είχε φτάσει ακολουθώντας το αρνάκι. Δεν ήξερε καν πόση ώρα είχε περάσει από τότε που άφησε πίσω της την πόλη. Θυμόταν, όμως, πως, βγαίνοντας απ' το μαγαζί με τα παιχνίδια, χιόνιζε πολύ. Τώρα το χιόνι είχε σταματήσει. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό: το μονοπάτι, που ήταν στην αρχή τόσο χιονισμένο, ώστε τη δυσκόλευε στο τρέξιμο, ήταν τώρα εντελώς στεγνό. Στο χορτάρι, ανάμεσα στα δέντρα, έβλεπε γαλάζιες ανεμώνες, μαργαρίτες και κυκλάμινα. Κι αυτό ήταν τόσο πολύ ασυνήθιστο, γιατί πλησίαζαν Χριστουγεννα.
Έκοψε μια ανεμώνα και κοίταξε προσεκτικά τα γαλάζια της πέταλα. Το να μαζεύει λουλούδια μεσα στο χειμώνα ήταν σαν να παίζει χιονιές μέσα στο κατακαλόκαιρο: μυστήριο.
Για μια στιγμή της πέρασε απ' το μυαλό πως τρέχοντας είχε φτάσει σε κάποια μακρινή χώρα όπου δε χειμώνιαζε ποτέ κι ήταν όλο το χρόνο κλοκαίρι. Ή μήπως είχε περάσει μέρες και βδομάδες τρέχοντας; Μήπως είχε στο μεταξύ έρθει η άνοιξη και η ζέστη, χωρίς εκείνη να το καταλάβει; Σ' αυτήν την περίπτωση βρισκόταν ακόμη στη Νορβηγία, αλλά τότε... Τί είχε γίνει με τα Χριστούγεννα;
Εκεί που στεκόταν κι έσπαγε το κεφάλι της, άκουσε ξάφνου ένα κουδουνάκι να χτυπάει κάπου μακριά. Η Ελίσαμπετ ξανάρχισε να τρέχει και δεν άργησε να δει μπροστά της το αρνάκι: είχε βρει ένα μικρό ξέφωτο με πλούσιο χορτάρι κι έβοσκε λαίμαργα. Το καημένο! Θα 'πρεπε να πεινούσε πολύ. Όλο το χειμώνα δεν έβρισκε χορταράκια να φάει. Κι όσο ήταν στο μαγαζί με τα παιχνίδια, δεν θα 'χε βάλει ούτε μπουκιά στο στόμα του. Ποιος ξέρει είχε θεονήστικο...
Η Ελίσαμπετ το πλησίασε σιγά σιγά, μα τη στιγμή ακριβώς που άπλωνε το χέρι της να το χαιδέψει, εκείνο τινάχτηκε μ' ένα πήδημα μακριά της.
"Αρνάκι, αρνάκι!"
Τρέχοντας το ακολούθησε η μικρή. Μα εκεί που έτρεχε, σκόνταψε στη ρίζα ενός πεύκου κι έπεσε φαρδιά πλατιά στο χώμα.
Το χειρότερο ήταν πως κατάλαβε επιτέλους ότι ποτέ δε θα το πρόφταινε το αρνάκι της. Είχε αποφασίσει να το ακολουθήσει ως την άκρη του κόσμου' ο κόσμος, όμως, ήταν στρογγυλός και θα μπορούσαν να τρέχουν έτσι, κόβοντας βόλτες γύρω απ' τη γη, για πάντα' κι αν όχι για πάντα, τουλάχιστον ώσπου να μεγαλώσει. Και τότε μπορεί να μην ενδιαφερόταν πια για μικρά αρνάκια.
Όταν σήκωσε τα μάτια της, είδε ένα πλάσμα αλλόκοτο ανάμεσα στα δέντρα, ένα πλάσμα που σκορπούσε γύρω του λάμψη και φως. Η Ελίσαμπετ το κοίταξε αποσβολωμένη, γιατί δεν ήταν ούτε ζώο ούτε άνθρωπος. Το ρούχο του ήταν κάτασπρο σαν το μαλλί του αρνιού. Και στη ράχη του είχε δυο μεγάλες φτερούγες.
Η Ελίσαμπετ ήταν μικρή ακόμα. Καλά καλά δεν είχε προλάβει να γνωρίσει τον κόσμο. Είχε μάθει τα ονόματα των πιο συνηθισμένων ζώων, αλλά δεν ήξερε ακόμα να διακρίνει το σπίνο απ' το σπουργίτι. Εδώ που λέμε, δεν ήξερε καν ποια ήταν η διαφορά ανάμεσα στις δρομάδες και τις υπόλοιπες καμήλες. Παρ' όλα αυτά, δε δυσκολεύτηκε να καταλάβει τί ήταν το αλλόκοτο ατό πλάσμα που στέκοταν μπροστά της: ήταν ένας άγγελος. Είχε ξαναδεί αγγέλους σε βιβλία και σε εικόνες. Μα ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε έναν αληθινό άγγελο.
"Μη φοβάσαι!" της είπε με γλυκιά φωνή ο άγγελος.
Η Ελίσαμπετ σηκώθηκε απ' το χώμα.
"Μη νομίζεις ότι σε φοβάμαι", απάντησε κατσουφιασμένη λιγάκι, επειδή είχε πέσει κι είχε χτυπήσει.
Ο άγγελος την πλησίασε. Ήταν λες και πετούσε λίγους πόντους πάνω απ' το έδαφος. Κοιτάζοντας τον η Ελίσαμπετ θυμήθηκε την ξάδελφή της, την Άννα, που ήξερε να χορεύει στις μύτες των ποδιών της. Ο άγγελος γονάτισε στο πλάι της και τη χάιδψε απαλά στο σβέρκο με την άκρη της φτερούγας του.
"Σου είπα "Μη φοβάσαι!" για να 'χω το κεφάλι μου ήσυχο", της εξήγησε.
"Δεν παρουσιαζόμαστε και πολύ συχνά σε ανθρώπους. Πρέπει, λοιπόν, να είμαστε πολύ προσεκτικοί, όταν το κάνουμε. Οι περισσότεροι άνθρωποι φοβούνται, όταν δέχονται την επίσκεψη κάποιου αγγέλου".
Κι εκεί που της μιλούσε ο άγγελος, η Ελίσαμπετ άρχισε ξαφνιικά να κλαίει.
Δεν έκλαιγε από φόβο. Γιατί δεν φοβόταν τους αγγέλους. Ούτε απ' τον πόνο έκλαιγε, αν και πονούσε λιγάκι εκεί που είχε χτυπήσει. Αν τη ρωτούσε κάποιος, ούτε κι η ίδια δε θα 'ξερε να πει το γιατί. Ώσπου άκουσε τον εαυτό της να τραυλίζει ανάμεσα στ' αναφιλητά της: "Ήθελα... ήθελα να χαιδέψω το αρνάκι".
Ο άγγελος έγνεψε αργά, όλο χάρη. "Είμαι σίγουρος πως ο θεός έπλασ τ' αρνάκια έτσι όμορφα με άσπρο, μεταξένιο μαλλί, επειδή ακριβώς ήπλιζε πως κάποιος θα λαχταρούσε να τα χαιδέψει".
"Το αρνί τρέχει πολύ πιο γρήγορα από μένα", μουρμούρισε με παράπονο η Ελίσαμπετ. "Κι έχει τέσσερα πόδια, ενώ εγώ έχω μόνο δύο. Δεν είναι άδικο αυτό; Και δεν καταλαβαίνω γιατί βιάζεται τόσο... Πού στην ευχή τρέχει; Το κυνηγάει κανένας;".
Ο άγγελος τη βοήθησε να σηκωθεί και με φωνή σιγανή, σαν να 'ταν μυστικό αυτό που της έλεγε, είπε : "Τρέχει να φτάσει στη Βηθλεέμ".
Η Ελίσαμπετ σταμάτησε τα κλάμματα. "Στη Βηθλεέμ;".
"Ναι, στη Βηθλεέμ! Στη Βηθλεέμ! Γιατί εκεί γεννήθηκε ο Χριστός".
Η Ελίσαμπετ τα 'χασε. Τί ήταν αυτό που 'χε πει ο άγγελος; Για να κρύψει τη σαστιμάρα της, βάλθηκε να τινάζει απ' το παντελόνι της τα χώματα και τα ξερά χορταράκια. Το κόκκινο μπουφάν της είχε κι αυτό λερωθεί.
"Τότε θα πάω κι εγώ στη Βηθλεέμ", είπε.
Ο άγγελος χόρευε πάλι στις μύτες των ποδιών του.
"Αυτό με βολεύει πολύ", είπε κι ανασηκώθηκε λίγους πόντους ψηλότερα. "Εκεί πηγαίνω κι εγώ. Μπορούμε, λοιπόν, να ταξιδέψουμε μαζί κι οι τρεις, για να 'χουμε συντροφιά".
Η Ελίσαμπετ ήξερε πως δεν έπρεπε ποτέ να κάνει παρέα με αγνώστους. Είτε ανθρώπους είτε αγγέλους. Σήκωσε, λοιπόν, τα μάτια της και ρώτησε τον άγγελο: "Πώς σε λένε;".
Η Ελίσαμπετ πίστευε πως οι άγγελοι ήταν άντρες. Μα τώρα πια δεν ήταν εντελώς σίγουρη γι αυτό. Γιατί ο άγγελος μπροστά της έκανε μια μικρή υπόκλιση, σα χορευτής του μπαλέτου, πριν της απαντήσει: "Με λένε Εφιριήλ".
"Αυτό είναι τ' όνομά σου; μοιάζει σα φτερούγισμα πεταλούδας. Εφιριήλ, είπες;"
"Ναι, Εφιριήλ. Όπως το άκουσες. Εμείς οι αγγέλοι δεν έχουμε ούτε μπαμπά ούτε μαμά. Κι επομένως δεν έχουμε ούτε επίθετο".
Η Ελίσαμπετ ρούφηξε τη μύτη της για τελευταία φορά. Ύστερα είπε: "Καλύτερα να μη χάνουμε την ώρα μας με πολλές κουβέντες. Η Βηθλεέμ είναι πολύ μακριά και το ταξίδι θα 'ναι μεγάλο...".
"Και βέβαια είναι μακριά - και είναι και πολλά πολλά χρόνια πριν. Εγώ, όμως, ξέρω ένα μονοπάτι που κόβει δρόμο κι αυτό θα πάρουμε τώρα".
Και μ' αυτά τα λόγια άρχισαν να τράχουν. Πρώτα το αρνί, από πίσω του η Ελίσαμπετ. Και τελευτείος, χορεύοντας στις μύτες των ποδιών του, ο Εφιριήλ.
Καθώς έτρεχαν, η Ελίσαμπετ μετάνιωσε που δεν είχε ρωτήσει τον άγγελο πώς κι είχε γίνει ξαφνικά καλοκαίρι. Μα το αρνάκι έτρεχε τόσο γρήγορα μπροστά της, που δεν τόλμησε να σταματήσει, μήπως το χάσει από τα μάτια της.
"Αρνάκι, αρνάκι, αρνάκι!"
Ο Γιόακιμ βίαστηκε να κρύψει το χαρτάκι στο μυστικό κουτί του. Το κλειδί το 'χε κρυμμένο κάτω απ' το μαξιλάρι του κι άλλος κανείς δεν μπορουύσε να τ' ανοίξει.
Ο Γιοχάνες, που πουλούσε τριαντάφυλλα στην πλατεία, είχε αφήσει το χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο στα ράφια του βιβλιοπωλείου. Ήξερε τάχα για τα χαρτάκια που 'ταν κρυμμένα μέσα στα παραθυράκια του; Ή μήπως ήταν ο Γιόακιμ ο μόνος που ήξερε το μυστικό; Στο κάτω κάτω της γραφής, τα παραθυράκια δεν τα 'χε ανοίξει κανένας άλλος, εκτός απ' τον ίδιο.
Μα ξάφνου, μια σκέψη πέρασε απ' το μυαλό του. Ελίσαμπετ δεν έλεγαν τη γυναίκα στη φωτογραφία; Στη φωτογραφία που ο γερό -Γιοχάνες είχε αφήσει στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου;
Ναι, ναι, ο Γιόακιμ ήταν σίγουρος. Η Ελίσαμπετ της φωτογραφίας ήταν άραγε η ίδια με την Ελίσαμπετ που την ιστορία της είχε αρχίσει να διαβάζει ανοίγοντας ένα ένα τα παραθυράκια στο χριστουγεννιάτικο ημερολόγιό του; Η δική του Ελίσαμπετ ήταν μικρή, σύμφωνοι. Αλλά το ημερολόγιο ήταν τόσο παλιό κι είχαν περάσει τόσα χρόνια από τότε, που σίγουρα η μικρή είχε στο μεταξύ μεγαλώσει.
Η μαμά κι ο μπαμπάς ήρθαν κι εκείνο το πρωινό να δουν τη ζωγραφιά στο δεύτερο παραθυράκι.
"Ένας άγγελος", ψιθύρισε με δέος η μαμά.
"Παρηγορεί την Ελίσαμπετ", τους εξήγησε ο Γιόακιμ. "Έτρεχε τόσο γρήγορα να προλάβει το αρνάκι, που στο τέλος έπεσε και χτύπησε".
Η μαμά κι ο μπαμπάς αντάλλαξαν ένα χαμόγελο. Ίσως σκέφτηκαν πως ο Γιόακιμ έφτιαχνε όμορφες ιστορίες με το μυαλό του. Δεν ήξεραν, δεν μπορούσαν να ξέρουν πως δεν είχε φτιάξει με το μυαλό του απολύτως τίποτα.
Εκείνη τη μέρα έπρεπε να πάει νωρίς στο σχολείο κι έτσι δεν πρόλαβαν να πουν τίποτα άλλο για το χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο. Ο Γιόακιμ, όμως, αυτό σκεφτόταν σ' όλο το δρόμο.
Τις τελευταίες μέρες είχε ρίξει τόσο πολύ χιόνι, που ήταν δύσκολο να περάσει κανείς απ' το γήπεδο. Καθώς τσαλαβουτούσε στο χιόνι, θυμήθηκε την Ελισαμπετ, που προσπαθούσε κι αυτή να τρέξει στο χιονισμένο μονοπάτι κυνηγώντας το αρνάκι. Μα ύστερα είχε ξαφνικά καλοκαιριάσει. Πώς ήταν δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο;
Όταν γύρισε απ' το σχολείο, άνοιξε μόνος του και μπήκε μέσα. Σχεδόν καθημερινά γύριζε στο σπίτι λίγο πριν φτάσει η μαμά απ' τη δουλειά της.
Ο Γιόακιμ έτρεξε στο δωμάτιό του και κοίταξε το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο. Ήταν εκεί. Στην ίδια θέση. Όλο το πρωί αναρωτιόταν μήπως κι όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα όνειρο. Γιατί ο Γιόακιμ έβλεπε στχνά τέτοια όνειρα, με παράξενες, απίστευτες ιστορίες.
Ανυπομονούσε να δει τη ζωγραφιά που κρυβόταν πίσω από το τρίτο παραθυράκι. Κι αν το άνοιγε από τώρα; Δεν ήταν καθόλου δύσκολο. Και μετά θα το έκλεινε πάλι κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Σαν να μην είχε γίνει τίποτα.
Αλλά αυτό θα 'ταν ζαβολιά. Ζαβολιές με το χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο... Χειρότερα ακόμα κι από ζαβολιές με την τράπουλα. Θα 'ταν σαν να άνοιγε πριν απ' την ώρα τους τα πακέτα με τα δώρα. Ήταν σχεδόν κλεψιά. Σαν να 'κλεβε από τον ίδιο του τον εαυτό.
Η μαμά δεν άργησε να γυρίσει απ' τη δουλειά της κι άρχισε να καθαρίζει πατάτες και καρότα. Μετά ήρθε κι ο μπαμπάς. Είχε χάσει το δίπλωμα οδήγησης.
"Δεν καταλαβαίνω", παραπονεθηκε. "Δεν είναι ούτε στ' αυτοκίνητο ούτε στο γραφείο ούτε στην τσέπη μου".
"Είσαι ακατάστατος! Γι' αυτό", του είπε ο Γιόακιμ. Έτσι τον έλεγε πάντα ο μπαμπάς, όταν έχανε την κασετίνα με τα μολύβια του ή όταν αργούσε να σιγυρίσει το δωμάτιό του.
Εκείνο το βράδυ θα 'πρεπε να 'ταν το πρώτο βράσυ στη ζωή του που ο Γιόακιμ ζήτησε να πέσει νωρίς για ύπνο.
"Μήπως δεν είσαι καλά, αγάπη μου;" τον ρώτησε η μαμά.
'Όχι, όχι. Μια χαρά είμαι. Αλλά όσο πιο γρήγορα κοιμηθώ, τόσο πιο γρήγορα θα ξυπνήσω και τόσο πιο γρήγορα θ' ανοίξω το τρίτο παραθυράκι στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιό μου".
Κόβει δρόμο; Και λάσπη;
ΑπάντησηΔιαγραφήχι, χι, καλημέρες!
ωραία ιστορία μπλούζ μου...
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλό απόγευμα.
φιλάκια!
Τι ωραία τι ωραία !! αύριο ανοίγουμε το νούμερο τρια, δεν κλέβουμε όμως ;)
ΑπάντησηΔιαγραφήναι ναι!
ΑπάντησηΔιαγραφήαύριο το νούμερο τρία!
φιλάκια γλυκά και καληνύχτες σ' όλους!
Ωραία ιστορία, με γλυκά στοιχεία και επίκαιρη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλο βράδυ!
καλή παραμυθατζού είσαι!
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλημέρα και καλή βδομάδα