Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

5 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ




...πολύ ασυνήθιστος τρόπος για να ταξιδεύει κανείς...

 Ο Γιόακιμ χαιρόταν που στα παραθυράκια του παλιού χριστουγεννιάτικου ημερολογίου δεν είχε ούτε σοκολάτες ούτε πλαστικά κουκλάκια. Αλλά ο μπαμπάς δεν είχε δίκιο, όταν έλεγε πως στις σελίδες του θα 'βρισκε μόνο ζωγραφιές και τίποτ' άλλο.
 Μέσα στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο, που 'χε κοστίσει 75 κορώνες, κρυβόταν μια ολόκληρη ιστορία: η ιστορία της Ελίσαμπετ, που κυνηγούσε το μικρό αρνάκι και ταξίδευε για τη Βηθλεέμ, εκεί που επρόκειτο να γεννηθεί ο μικρός Χριστός. Εικοσιτέσσερις μέρες θα του 'παιρνε να τη διαβάσει απ' την αρχή ως το τέλος, αφού ήταν χωρισμένη σε είκοσι τέσσερα μικρά κεφάλαια, ένα για την κάθε μέρα του Δεκεμβρίου, ως τα Χριστούγεννα. Και κάθε μέρα ένας καινούριος προσκυνητής ερχόταν να προστεθεί στη μικρή συντροφιά που ταξίδευε για τα Ιεροσόλυμα,
 Η 5η Δεκεμβρίου ήταν μέρα Σάββατο. Η μαμά κι ο μπαμπάς ξυπνούσαν πιο αργά τα Σάββατα. Ο Γιόακιμ ξύπνησε στις εφτά, όπως πάντα. Ανακάθισε στο κρεβάτι του και κάρφωσε το βλέμμα του στο εξώφυλλο του χριστουγεννιάτικου ημερολογίου.
 Ο ένας απ' τους βοσκούς στη μεγάλη ζωγραφιά κρατούσε στο χέρι του μια γκλίτσα, ένα ραβδί, ακριβώς σαν του Ωσηέ - μα ο Γιόακιμ δεν το 'χε προσέξει αυτό ως χτες!
 Πώς ήταν δυνατό να μην το 'χει προσέξει ολόκληρο ραβδί;
 Κάθε φορά που κοίταζε τη μεγάλη ζωγραφιά στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο, έβρισκε και κάτι καινούριο. Αλλά δεν ήταν δυνατό να βρίσκει κάθε φορά και κάτι περισσότερο, κάτι που δεν υπήρχε μέχρι πριν από λίγο! Μήπως ήταν ταχυδακτυλουργία; Μήπως γι αυτό το έλεγαν "μαγικό" το χριστουγεννιάτικο τούτο ημερολόγιο; Η μεγάλη ζωγραφιά δεν ήταν τελειωμένη! Συμπληρωνόταν σιγά σιγά, κάθε μέρα, με κάθε παραθυράκι που άνοιγε και κάθε χαρτάκι που έπεφτε από μέσα.
 Ήταν στ' αλήθεια δυνατόν να φτιαχτεί μια τέτοια ζωγραφιά;
 Ο Γιόακιμ ήξερε πως το ψωμί δεν ήταν έτοιμο, αν δεν τ' άφηνες να σταθεί και φουσκώσει από μόνο του - πρώτα στον ξύλινο πάγκο κι ύστερα στο φούρνο. Ο Γιόακιμ είχε βοηθήσει πολλές φορές τη μαμά ή το μπαμπά στο ζύμωμα του ψωμιού κι ήξερε πως όλη αυτή η διαδικασία είχε κάποια σχέση με τη μαγιά, που έβαζαν μέσα στη ζύμη. Όταν ήταν πιο μικρός, νόμιζε μάλιστα πως τα μωρά μες στην κοιλιά της μαμάς τους ήταν φτιαγμένα από μικρά κομματάκια μαγιάς.
 Και τάχα δεν ΄γταν έτσι ολόκληρος ο κόσμος; Μια μαγική ζωγραφιά, που δεν τέλειωνε ποτέ; Που διαρκώς συμπληρωνόταν; Ο κόσμος άλλαζε στ' αλήθεια κάθε μέρα. Κάθε ώρα και στιγμή. Δεν ήταν τελειωμένη ζωγραφιά.
 Αν, λοιπόν, ο Θεός είχε πλάσει έναν κόσμο που συνέχιζε να πλάθεται μόνος του, τότε γιατί να μη φτιάξει και μια ζωγραφιά που θα συμπληρωνόταν μέρα με τη μέρα μπροστά στα μάτια αυτού που την κοίταζε;
 Ο Γιόακιμ άνοιξε το παραθυράκι με τον αριθμό 5. Είδε μια βάρκα με κουπιά. Μέσα στη βάρκα κάθονταν ένας βοσκός, ένας άγγελος, ένα κοριτσάκι και κάμποσα πρόβατα. Ο Γιόακιμ ήξερε ποιοι ήταν. Μα πάνω απ' όλα λαχταρούσε να διαβάσει το χαρτάκι που έπεσε απ' το μικρό παράθυρο.
 Το ξεδίπλωσε, λοιπόν, κι άρχισε να το διαβάζει.

 το τρίτο πρόβατο.


 Η Ελίσαμπετ, το αρνάκι, ο άγγελος, τα πρόβατα κι ο βοσκός είχαν διασχίσει ολόκληρη τη Σουηδία, τρέχοντας σε βρώμικους δρόμους και χορταριασμένα μονοπάτια, ανάμεσα σε κίτρινα χωράφια και πυκνά δάση, ώσπου έφτασαν σε μια μικρή πόλη κοντά στη θάλασσα. Ο θαλασσινός αγέρας φυσούσε δυνατά και τα κύματα χτυπούσαν ορμητικά στο μώλο. Έξω, στο πέλαγος, υπήρχε ένα καράβι με τρία ψηλά κατάρτια. Στην άκρη της πόλης ήταν χτισμένο ένα μεγάλο κάστρο.
 "Αυτό το μέρος το λένε Χάλαντ", είπε ο άγγελος Εφιριήλ. "Η πόλη είναι η Χαλμσταντ. Και τα κύματα που βλέπετε είναι τα κύματα του πορθμού Κατεγιάτι. Το ρολόι μου λέει πως έχουν περάσει 1.789 χρόνια απ' τη γέννηση του Χριστού".
 "Είμαστε ακόμα στη Σουηδία;" ρώτησε η Ελίσαμπετ.
 Ο Εφιριήλ έγνεψε καταφατικά. "Ναι. Αλλά η Σουηδία δεν έχει πολύ καιρό που έγινε ανεξάρτητη. Μέχρι πριν από λίγο ήταν τμήμα της Δανίας".
 Ο Ωσηέ, ο βοσκός, είπε πως έπρεπε να βιαστούν. Κι έτσι συνέχισαν το δρόμο τους. Όσο προχωρούσαν προς το νοτιά, άφηναν  πίσω τους τους λόφους και τα υψώματα κι έμπαιναν σε κάμπους όλο χωράφια και μικρά χωριά, το καθένα με την εκκλησία του και τα σπιτάκια του. 
 Έτρεχαν μέσα σ' ένα πυκνό δάσος, όταν ο Ωσηέ σταμάτησε ξαφνικά και γονάτισε κάτω από μια μεγάλη σημύδα. Είχε βρει ένα πρόβατο πιασμένο σε παγίδα. 
 "Είναι παγίδα για λαγό. Ή για καμιά αλεπουδίτσα", είπε λύνοντας το σκοινί απ' το πόδι του αρνιού. "Μα αυτό το αρνάκι λέω να το πάρουμε μαζί μας στη Βηθλεέμ".
 "Ανήκει κι αυτό στη συντροφιά μας", είπε ο Εφιριήλ.
 Και το αρνί βέλασε σα να 'θελε ν' αποκριθεί: "Ναιαιαιαι! Μεεεεεεε!..."
 Και πάλι προχώρησαν: μπροστά το μικρό αρνάκι της Ελίσαμπετ, τα δυο μεγαλύτερα πρόβατα, ο βοσκός πίσω τους, η Ελίσαμπετ κι ο Εφιριήλ τελευταίοι.
 Έτσι μπήκαν σε μια πόλη και σταμάτησαν μπροστά στην παλιά εκκλησία με τα δυο ψηλά καμπαναριά πάνω απ' την πύλη της
 Ο άγγελος τους είπε ότι είχαν φτάσει στη Σκιάνα κι ότι την πόλη την έλεγαν Λουτ. Η μεγάλη εκκλησία ήταν ένας παμπάλαιος καθεδρικός ναός. Και κοιτάζοντας το αγγελικό ρολόι του πρόσθεσε: "το ρολόι λέει 1.745. Αυτή η μεγαλόπρεπη μητρόπολη στέκει εδώ και αιώνες. Ναοί και μητροπόλεις έχουν χτιστεί απ' άκρη σ' άκρη σ' όλο τον κόσμο. Κι όλα άρχισαν με το μικρό Χριστούλη, που γεννήθηκε στη Βηθλεέμ. Είναι σαν το μικρό σπόρο του σταριού που πέφτει στο χώμα και μεγαλώνει και γίνεται ολόκληρο χωράφι γεμάτο ώριμα στάχυα. Η δόξα των ουρανών απλώνεται εύκολα και κυριεύει όλο τον κόσμο".
 Η Ελίσαμπετ προσπάθησε να καταλάβει τα λόγια του αγγέλου. 
 "Μπορούμε να μπούμε μέσα;" ρώτησε.
 Ο άγγελος έγνεψε καταφατικά και μπήκα όλοι τους στο εσωτερικό του επιβλητικού ναού: πρώτα τα πρόβατα, μετά ο βοσκός κι η Ελίσαμπετ από πίσω του. 
 Κι εκεί μέσα άκουσαν την πιο όμορφη μελωδία που είχε χαϊδέψει ποτέ τ' αυτιά της Ελίσαμπετ. Απ' το μεγάλο εκκλησιαστικό όργανο ξεχύνοντας νότες γλυκές και μελωδίες πλούσιες, που το κορίτσι δάκρυσα. 
 Ο Εφιριήλ βλέποντάς τη την είπε: "Ναι, κλάψε, παιδί μου! Αυτή την υπέροχη μουσική την έχει συνθέσει ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Αυτή την εποχή ζει ακόμα στη Γερμανία. Η μουσική του θα κατακτήσει ολόκληρη την Ευρώπη. Και δεν είναι ν' απορεί κανείς γιατί η μουσική του μοιάζει στ' αλήθεια σα ένα μικροσκοπικό κομματάκι απ' τη δόξα των ουρανών".
 Αλλά τα δύο πρόβατα με τα βελάσματά τους και το μικρό αρνάκι με το κουδουνάκι που είχε δεμένο στο λαιμό του χαλούσαν τον τόνο κι ήταν μια παραφωνία στο εσωτερικό του ναού.
 Ένας άντρας με μαύρη φορεσιά βγήκε απ' το ιερό και τους πλησίασε. Ήταν ο παππάς. 
 "Βγείτε όλοι έξω! Τώρα αμέσως!" είπε με αυστηρή φωνή. "Η μητρόπολη του Λουτ δεν είναι χωράφι, για να βόσκετε τα κοπάδια σας!"
 Ο άγγελος Εφιριήλ στάθηκε τότε μπροστά στον παππά, άνοιξε τις φτερούγες του και είπε: "Ας μη ταράζεται ο υπηρέτης του Θεού! Κι ας μην ξεχνάει ότι ο Ιησούς γεννήθηκε σε σταύλο!  Κι ακόμα πως ήταν Αυτός ο "Καλός Ποιμένας" όλων μας! ".
 Ο παππάς μαρμάρωσε. Γιατί, παρόλο που ήταν παππάς και μάλιστα σε μια πανάρχαια εκκλησία, δεν ήταν συνηθισμένος να βλέπει μπροστά του αγγέλους. Και, πέφτοντας στα γόνατα, σήκωσε ψηλά τα χέρια του σα να 'θελε να προσευχηθεί.
 "Δόξα εν υψίστοις Θεώ!" φώναξε.
 Έτσι τον άφησαν. Ο άγγελος τους έκανε νόημα να φύγουν.
 "Στιγμές σαν αυτή δεν πρέπει να κρατούν πολύ", εξήγησε. "Μπορεί να γράψει καμιά αναφορ΄στον επίσκοπο. Και τότε όλα θα μαθευτούν, οι φήμες κυκλοφορούν από στόμα σα στόμα και σύντομα θα ξέρει όλο το Λουτ για το θαύμα. Όπως κι αν έχει, ο επίσκοπος θα του θυμίσει πως "ποιμένας" θα πει "βοσκός". Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο".
 Ο Ωσηέ χτύπησε με το ραβδί του τον τοίχο της εκκλησίας. 
 "Εμπρός! Πάμε να φύγουμε! Πρέπει να φτάσουμε στη Βηθλεέμ!".
 Πέρασαν έναν τεράστιο κήπο γεμάτο πουλιά. Στο δρόμο τους συναντήσαν κάτι στρατιώτες, που έρχονταν προς το μέρος τους καβάλα στ' άλογά τους. Όταν είδαν τον άγγελο και την Ελίσαμπετ και τον Εφιριήλ και τα πρόβατα, αμέσως φώναξαν "Αλτ!" κι άρχισαν να καλπάζουν, για να τους φτάσουν. Μα τη στιγμή ακριβώς που έσκυβαν απ' τ' άλογά τους, για να πιάσουν τον Ωσηέ, οι στρατιώτες χάθηκαν σαν την πρωινή δροσιά, που διαλύεται με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου.
 Η Ελίσαμπετ έμεινε μ' ανοιχτό το στόμα. Γιατί βρίσκονταν μόνοι τους στο ίδιο ακριβώς σημείο όπως και μια στιγμή νωρίτερα, όταν οι στρατιώτες ορμούσαν προς το μέρος τους.
 "Χάθηκαν!" φώναξε.
 Το γέλιο του αγγέλου ήταν σαν γάργαρο νερό, που κελαρύζει χαρούμενο απ' την πηγή του. 
 "Ναι. Κατά κάποιο τρόπο. Στην πραγματικότητα, όμως, εμείς χαθήκαμε. Κι αυτού πήραν τέτοια τρομάρα, όταν άνοιξε η γη και μας κατάπιε μπροστά στα μάτια τους, που μάλλον θα 'χουν πέσει τώρα απ' τ' άλογά τους".
 Η Ελίσαμπετ έξυσε το κούτελό της. Δεν το χωρούσε το μυαλό της. Κι έτσι ο Εφιριήλ αναγκάστηκε να της εξηγήσει για άλλη μια φορά τον τρόπο που ταξίδευαν. 
 "Ταξιδεύουμε προς δύο κατευθύνσεις συγχρόνως. Τη μια μπορείς εύκολα να τη δεις στο χάρτη: προχωρούμε όλο νότια, προς τη Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Την άλλη θα πρέπει να τη φανταστείς: διασχίζουμε την ιστορία προχωρώντας όλο προς τα πίσω, προς την πόλη του Δαυίδ, προς τη χρονιά της γέννησης του Χριστού. Είναι, φυσικά, πολύ ασυνήθιστος τρόπος για να ταξιδεύει κανείς. πολλοί άνθρωποι θα 'λεγαν πως τέτοιο ταξίδι δε γίνεται. Αλλά τίποτα δεν είναι αδύνατο για το Θεό".
 Η Ελίσαμπετ εντυπωσιάστηκε από τα λόγια του αγγέλου και τα 'κρυψε βαθιά μέσα στην καρδιά της.
 "Κι αποφεύγουμε κι ό0λους τους κινδύνους", είπε ο Ωσηέ. 'Όταν δεν μπορούμε να ξεφύγουμε αλλιώς απ' τους παππάδες κι απ' τους στρατιώτες, κάνουμε ένα βήμα πίσω στο χρόνο κι άντε να μας πιάσουν! Ένα τεταρτάκι, μισή ωρίτσα φτάνει!'.
 Και μ' αυτά τα λόγια συνέχισαν το δρόμο τους. Πέρασαν πάλι μεγάλα χωράφια και μικρά χωριά. Και πριν περάσει πολύ ώρα, αντίκρισαν μπροστά τους τη θάλασσα. Λίγο ακόμα κι έφτασαν σε μια ΄'ερημη ακρογιαλιά. 
 "Αυτό είναι το Ορεσουντ", είπε ο Εφιριήλ. "Το ρολόι μου δείχνει πως έχουν περάσει 1.703 χρόνια απ' τη γέννηση του Χριστού. Πρέπει να περάσουμε απέναντι και να βγούμε απ' τη Δανία, πριν τελειώσει ο ΄δεκατος έβδομος αιώνας".
 "Εδώ έχει μια βάρκα" τον έκοψε ο Ωσηέ. 
 Ανέβηκαν όλοι: Τα πρόβατα πρώτα, η Ελίσαμπετ κι ο Εφιριήλ πίσω τους. Ο Ωσηέ έσπρωξε τη βάρκα στο νερό και πήδηξε πάνω την τελευταία στιγμή.
 Ο άγγελος Εφιριήλ άρχισε να τραβάει τα κουπιά με τόση δύναμη, που η βάρκα χίμηξε μπροστά και το κύμα τινάχτηκε αφρισμένο και τους πιτσίλισε όλους. Όση ώρα ταξίδευαν στη θάλασσα, η βάρκα κλυδωνιζόταν μαλακά πάνω στα νερά και το κουδουνάκι στο λαιμό του μικρού αρνιού χτυπούσε ασταμάτητα.
 Ο Ωσηέ καθόταν στο τιμόνι. Ξάφνου σήκωσε το χέρι του, έδειξε κάπου προς τα εμπρός και είπε: "Βλέπω τη Δανία".



 "Βλέπω τη Δανία".
 Του Γιοακίμ του φάνηκε πως έβλεπε κι αυτός ένα κομματάκι απ' τη γη της Δανίας. Μα το 'βλεπε μόνο με τα μάτια της φαντασίας του.
 Τί παράξενο που η Ελίσαμπετ ταξίδευε προς τα πίσω μέσα στο χρόνο. Τί παράξενο που 'χαν περάσεο δύο χιλιάδες χρόνια από τότε που είχε γεννηθεί ο μικρός Χριστός! Αλλά η ιστορία της γέννησής Του ταξίδευε όλα αυτά τα χρόνια ακολουθώντας τους ανθρώπους. Κι έτσι ο Γιόακιμ την είχα ακούσει και τη ήξερε καλά. Κατά κάποιο τρόπο το ταξίδι της Ελίσαμπετ προχωρούσε προς την αντίθετη κατεύθυνση: η ιστορία προχωρούσε προς τα εμπρός μέσα στο χρόνο, η Ελίσαμπετ προχωρούαε απλά προς τα πίσω.
 Όταν η μαμά κι ο μπαμπάς σηκώθηκαν, ήρθαν να δουν την εικονίτσα στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο. Ο Γιόακιμ τους έδειξε τη βάρκα με την Ελίσαμπετ, τον Εφιριήλ, τον Ωσηέ και τα τρία πρόβατα. Αλλά δεν τους είπε τίποτα γι αυτά που είχαν συμβείσ τον κήπο και στον καθεδρικό ναό του Λουτ. Θ' άρχιζαν να τον ρωτούν πού είχε ακούσει για τους καθεδρικούς ναούς. Κι ο Γιόακιμ είχε πάρει την απόφασή του: Δεν επρόκειτο να πει λέξη για τα χαρτάκι που έβρισκε μέσα στο ημερολόγιο. Τα' χε κρύψει καλά μέσα στο μυστικό κουτί του.
 Μετά το πρόγευμα πήγαν στα μεγάλο εμπορικό κέντρο της πόλης, για να ψωνίσουν διάφορα πραγματάκια και δώρα για τα Χριστούγεννα. Στο τμήμα με τα παιχνίδια, στο πρώτο πάτωμα, ο Γιόακιμ αναρωτήθηκε αν ήταν εδώ το μαγαζί απ' όπου το 'χε σκάδει το αρνί, αν ήταν εδώ το μαγαζί απ 'όπου είχε ξεκινήσει το θαυμαστό ταξίδι της Ελίσαμπετ. Υπήρχε ακόμα και μια παλιά κυλιόμενη σκάλα. Αλλά θα πρέπει να χε περάσει πολύς καιρός από τότε.
 "Αυτό το μαγαζί θα πρέπει να ' ναι πολύ παλίο. Τουλάχιστον σαράντα χρονών", είπε στη μαμά του.
 Κι εκείνη τον κοίταξε παραξενεμένη. "Νομίζω πως είναι ακόμα πιο παλιό", του απάντησε.
 κι έτσι βεβαιώθηλε. Η Ελίσαμπετ και το αρνί είχαν ίσως ξεκινήσει από δω μέσα. Ο Γιόακιμ μπορούσε πολύ καλά να καταλάβει το γιατί - ούτε κι εκείνου του άρεσε να ψωνίζει μέσα στα μεγάλα μαγαζιά. Τον εκνευριζε ο μουρμουριστός, συρτός θόρυβος των ταμειακών μηχανών.
 Εκείνο το Σάββατο ήταν ατελείωτο. Γιατί όλο σκεφτόταν τί θα γινόταν η Ελίσαμπετ κι ο άγγελος Εφιριήλ, όταν θα έφταναν στη Δανία. Όταν ήρθε η ώρα να πέσει για ύπνο, το μαρτύριό του χειροτέρεψε. Ήταν αναγκασμένος να μένει ξαπλωμένος ακριβώς κάτω απ' το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο, που κρατούσε καλά φυλαγμένα τα μυστικά του μέσα στα παραθυράκια του. Πώς μπορούσε να κοιμηθεί δίπλα σε τόσα μυστικά; Ήταν και βρισκόταν μέσα σ' ένα ζαχαροπλαστείο γεμάτο σοκολάτες και να μη μπορεί ν' αγγίξει ούτε μια μικρή σοκολατίτσα.

7 σχόλια:

  1. ωραία συντροφιά οι ιστορίες σου μπλούζ μου...καλημέρα και καλή εβδομάδα!φιλιά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ξέρεις πως τη διαβάζω αυτή την ιστορία από τις 2 Δεκέμβρη; Την τυπώνω και την διαβάζω κάθε βράδυ μετά τη δουλειά! Στον καναπέ σκεπασμένη με ένα παπλωματάκι!
    Καλημέρα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μόλις άκουγα το τραγούδι «δεν υπάρχουν άγγελοι σου λέω»...
    Λοιπόν, πριν από κάθε συνέχεια να βάζεις στην αρχή και μια σύντομη περίληψη-σύνδεση με τα προηγούμενα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Πολύ ασυνήθιστος τρόπος πράγματι να ταξιδεύει κανείς, και συναρπαστικός ! φιλάκι * καλή εβδομάδα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Μ´αρέσει η ιδέα με το τυπωμα δεν ειναι απολαυστικό ονλαιν :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή