...μια αχτίδα απ' το φωτεινό φάρο,
ψηλά πάνω από τ' αδύναμα φαναράκια του σκοτεινού ουρανού...
Ξημέρωσε η παραμονή των Χριστουγέννων κι όλα έγιναν όπως κάθε χρόνο. Πάντα κάτι έμεινε να γίνει τελευταία στιγμή: δώρα που δεν είχαν τυλίξει, μικροδουλειές που δεν είχαν τελειώσει. Πού και πού κάποιος απ' τους τρεις τρύπωνε στο δωμάτιο του Γιόακιμ κι έριχνε μια ματιά όλο ανυπομονησία στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο. Είχαν δώσει το λόγο τους ότι δε θα άνοιγαν τα τελευταίο παραθυράκι, πριν χτυπήσουν οι καμπάνες των Χριστουγέννων.
Λίγο αργότερα άρχισαν να ετοιμάζουν το γιορταστικό δείπνο. Και πριν περάσει πολλή ώρα, οι μυρωδιές είχαν τυλίξει ολόκληρο το σπίτι. επιτέλους η ώρα πήγε πέντε. Ο μπαμπάς άνοιξε ένα παράθυρο και πράγματι: ο χτύπος απ' τις καμπάνες έφτασε στ' αυτιά τους.
Κανείς δεν είπε λέξη. Μα άφησαν ό,τι έκαναν κι ανέβηκαν όλοι τους στο δωμάτιο με το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο. Ο Γιόακιμ σκαρφάλωσε στο κρεβάτι κι άνοιξε το τελευταίο μεγάλο παραθυράκι. Ήταν το παραθυράκι που σκέπαζε τη φάτνη με το μικρό Χριστούλη. Η εικονίτσα έδειχνε μια σπηλιά, στην πλαγιά ενός βουνού.
Για τελευταία φορά κάθισαν κι οι τρεις, ο ένας πλάι στον άλλο, στην άκρη του κρεβατιού. Κι ο Γιόακιμ ξεδίπλωσε το χαρτάκι κι άρχισε να διαβάζει με δυνατή φωνή.
Ο μικρός Χριστούλης
Βρισκόμαστε στη μέση του κόσμου, στο σημείο που ενώνεται η Ευρώπη, η Ασία κι η Αφρική. Βρισκόμαστε και στη μέση της ιστορίας, στο σημείο που αρχίζει η δική μας εποχή. Και σύντομα θα βρισκόμαστε και στη μέση της νύχτας. Μια σιωπηλή συντροφιά διασχίζει τους ανηφορικούς δρόμους ανάμεσα στα σπιτάκια της Βηθλεέμ. Ένα μικρό κοπάδι, εφτά προβατάκια όλα κι όλα, τέσσερις βοσκοί, πέντε άγγελοι Κυρίου, τρεις Μάγοι απ' την Ανατολή, ένας Ρωμαίος αυτοκράτορας, ο έπαρχος της Συρίας και η Ελίσαμπετ, ένα κοριτσάκι από χώρα μακρινή, από μια μακρόστενη λωρίδα γης κάτω απ' το Βόρειο Πόλο.
Λαδοφάναρα φέγγουν στα παράθυρα μερικών σπιτιών. Οι περισσότεροι άνθρωποι, όμως, έχουν κιόλας πέσει για ύπνο.
Ένα απ' τους Μάγους δείχνει ψηλά στον ουρανό, όπου τ' αστέρια λάμπουν στο σκοτάδι. Είναι σαν αναλαμπές από φάρο μακρινό. Ένα απ' όλα λαμποκοπάει περισσότερο απ' τ' άλλα. Μοιάζει σαν να είναι πιο χαμηλά, πιο κοντά στη γη.
Στης Βηθλεέμ ελάτε όλοι
τα βουνά τα ιερά
όπου ψάλλουν οι αγγέλοι
απ' τα ουράνια θεία μέλη
στο Σωτήρα ώσαννα
ψάλλουν ώσαννα
μουρμουρίζει η Ελίσαμπετ σιγανά, καθώς ένα παιδικό τραγουδάκι έρχεται στο μυαλό της.
Ο άγγελος Ουμουριήλ γυρίζει στους άλλους, φέρνει το δάχτυλο στα χείλη και ψιθυρίζει: "Σσσσς...Σσσσς...".
Κι οι προσκυνητές σταματούν μπροστά σ' ένα απ' τα πανδοχεία της πόλης. Μια δυο στιγμές αργότερα ο πανδοχέας προβάλλει στο ανοιχτό παράθυρο. ΄΄Οταν τους βλέπει, τους χαιρετάει μ' ένα νεύμα και τους δείχνει μια σπηλιά στο βράχο.
Ο άγγελος Εφιριήλ κάτι λέει ψιθυριστά. Κάτι που μοιάζει με παραμύθι, με νανούρισμα.
"ἐγένετο δὲ ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐκεῖ ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν, καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι ".
Γλίστρησαν τότε αθόρυβα στην αυλή και σταμάτησαν μπροστά στο άνοιγμα της μικρής σπηλιάς. Και κατάλαβαν απ' τη μυρωδιά πως ο πανδοχέας είχε εκεί μέσα το στάβλο του.
Ξάφνου η σιωπή έσπασε απ' το κλάμα ενός μωρού.
Τώρα, αυτή τη στιγμή γεννιέται. Τώρα δα, μέσα σ' ένα στάβλο στη Βηθλεέμ.
Πάνω απ' το στάβλο λαμποκοπάει ένα αστέρι. Και μέσα στο στάβλο το νεογέννητο, τυλιγμένο στις φασκιές του, πλαγιάζει μέσα στη φάτνη των αλόγων.
Ουρανός και γη συναντιούνται. Γιατί το παιδί στη φάτνη δεν είναι μόνο ένα παιδί σαν όλα τ' άλλα. Είναι και μι αχτίδα απ' το φωτεινό φάρο, ψηλά πάνω από τ' αδύναμα φαναράκια του σκοτεινού ουρανού.
Αυτό είναι το θαύμα. Είναι ένα θαύμα κάθε φορά που ένα παιδί γεννιέται στον κόσμο. Είναι σαν να ξαναγίνεται ο κόσμος απ' την αρχή.
Μια γυναίκα βαριανασαίνει κι η ανάσα της ακούγεται σαν κλάμα/ Η Μαρία δεν κλαίει από λύπη. Το κλάμα της είναι ένα κλάμα βαθύ, ήσυχο, ευτυχισμένο. Μα οι φωνές του μωρού πνίγουν το δικό της κλάμα. Ο μικρός Χριστούλης μόλις γεννήθηκε. Γεννήθηκε σ' ένα στάβλο στη Βηθλεέμ. Ήρθε στον κόσμο μας, στο δικό μας φτωχικό κόσμο.
Ο άγγελος Εφιριήλ γυρίζει επίσημα στους άλλους προσκυνητές και λέει: "ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ ".
Ο αυτοκράτορας Αυγουστος κουνάει το κεφάλι του.
"Και τώρα η σειρά μας. όλοι στις θέσεις σας. Ελπίζω να θυμάστε τα λόγια σας. Τα 'χουμε κάνει τόσες πρόβες, 2/000 χρόνια τώρα".
Ο Κυρήνιος μιλάει πρώτος, μόλις του κάνει νόημα ο αυτοκράτορας.
"Βοσκοί! Πάρτε τα πεόβατά σας στα χωράφια! Και μην ξεχνάτε: Να 'στε πάντα καλοί ποιμένες. Μάφοι! Φύγετε κιόλας για την έρημο, ανεβείτε στις καμήλες σας! Και οι τρεις! Μη σταματήσετε στιγμή να διαβάζετε τ' άστρα στον ουρανό, για να βρείτε το λαμπρό άστρο που θα σας οδηγήσει. Άγγελοι! Πετάξτε ψηλά στα σύννεφα και μη φανείτε στους ανθρώπους, παρά μόνο όταν θα' ναι εντελώς απαραίτητο. Μη ξεχνάτε κάθε φορά να τους λέτε "Μη φοβάστε!". Γιατί ήρθε η ώρα! Γεννήθηκε ο Χριστός!".
Την επόμενη στιγμή βοσκοί και πρόβατα, άγγελοι και Μάγοι είχαν χαθεί. Η Ελίσαμπετ έμεινε μόνη με τον Κυρήνιο και τον αυτοκράτορα Αύγουστο.
"Πρέπει να γυρίσω γρήγορα στη Δαμασκό", είπε ο Κυρήνιος. "Έχω μια σημαντική δουλειά να τελειώσω εκεί",
"Κι εγώ πρέπει να φύγω αμέσως για τη Ρώμη", είπε ο Αύγουστος."Αυτός είναι ο ρόλος μου".
Πριν φύγουν. η Ελίσαμπετ έδειξε το στάβλο και ρώτησε: "Πειράζει να μπω μέσα; Τί λέτε;"
Ο αυτοκράτορας χαμογέλασε πλατιά.
"Και βέβαια να μπεις. Αυτός είναι ο δικός σου ρόλος".
"Δεν έκανες τόσο δρόμο, για να καθίσεις απέξω".
Και μ' αυτά τα λόγια οι συο Ρωμαίοι έφυγαν τρέχοντας απ' τον ίδιο δρόμο που είχα έρθει.
Η Ελίσαμπετ σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τ' αστέρια στον ουρανό. Αναγκάστηκε να ρίξει το κεφάλι της προς τα πίσω, για να δει το λαμπρό αστέρι που φεγγοβολούσε χαρούμενα πάνω απ' το στάβλο της Βηθλεέμ. Και μέσα απ' το σπήλαιο άκουσε ξανά το κλάμα του μωρού.
Τότε προχώρησε και μπήκε στο στάβλο.
Ο μπαμπάς σηκώθηκε και χτύπησε μαλακά το Γιόακιμ στην πλάτη. "Φέτος, πάντως, πήραμε σπουδαίο χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο", είπε.
Το ύφος του έλεγε πως όλα είχα πια τελειώσει.
Μα ο Γιόακιμ δεν μοιραζόταν την ικανοποίηση του μπαμπά. Η απορία τον έτρωγε. Τί είχε απογίνει η Ελίσαμπετ; Η μαμά έμεινε καθισμένη στη θέση της σκεφτική. όταν επιτέλους σηκώθηκε. είπε μονάχα: "Το φαγητό θα 'ναι έτοιμο σε λίγο. Γιατί δεν βάζετε τα δώρα κάτω απ' το δέντρο, ώσπου να τελειώσω εγώ στην κοζίνα; Έχουμε και μερικές εκπλήξεις, φέτος".
Αυτά ακριβώς ήταν τα λόγια της. Και τότε χτύπησε το κουδούνι. Την πόρτα την άνοιξε και πάλι ο Γιόακιμ. Και στο κατώφλι περίμενε και πάλι ο γερο - Γιοχάνες. το πρόσωπό του ακτινοβολούσε σήμερα ακόμα περισσότερο.
"¨Ήρθα να σας ευχαριστήσω", είπε.
Η μαμά κι ο μπαμπάς βγήκαν στην εξώπορτα και τον κάλεσαν να περάσει μέσα. Η χριστουγεννιάτικη πίτα ήρθε και πάλι στο τραπέζι. Έλειπε μόνο ένα κομμάτι, το πάνω πάνω. Κι ο μπαμπάς είχε βάλει στη θέση του ένα κόκκινο ζαχαρωτό. Ο Γιόακιμ έφερε φλυτζάνια και πιατάκια.
Κάθισαν όλοι γύρω απ' το χαμηλό τραπεζάκι του σαλονιού κι ο Γιοχάνες τους κοίταξε και τους τρεις με τη σειρά. Η έκφρασή του ήταν όλο μυστήριο.
"¨Οταν ζωγράφισα τη μεγάλη ζωγραφιά στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο", άρχισε, "προσπάθησα να τη φτιάξω με τέτοιο τρόπο, που κάθε μέρα να εμφανίζεται κάτι καινούριο. Ο κόσμος όλος, έτσι όπως τον έπλασε ο Θεός, είναι φτιαγμένος με τέτοιο τρόπο. Όσο περισσότερα πράγματα μαθαίνουμε, τόσα περισσότερα καταλαβαίνουμε. Κι όσο περισσότερα βλέπουμε, τόσο περισσότερο καταλαβαίνουμε. Πάντα, λοιπόν, υπάρχει κάτι καινούριο να δούμε, κάτι καινούριο ν' ανακαλύψουμε. Φτάνει να 'χουμε τα μάτια μας και τ' αυτιά μας ανοιχτά. Φτάνει να βλέπουμε το θαυμαστό κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε".
Ο μπαμπάς έγνεψε συμφωνώντας κι ο Γιοχάνες συνέχισε. "Δεν ήξερα, όμως. πως το ημερολόγιο ήταν φτιαγμένο έτσι, ώστε όποιος διάβαζε την ιστορία στα μικρά χαρτάκια μου θα 'λυνε και το παλιό μυστήριο του κοριτσιού που χάθηκε απ' αυτήν την πόλη πριν από πενήντα σχεδόν χρόνια".
"Έμαθες τίποτα για την Ελίσαμπετ;" ρώτησε ο Γιόακιμ.
Μα ο Γιοχάνες δεν πρόλαβε ν' απαντήσει, γιατί το κουδούνι της πόρτας χτύπησε ξανά.
Η μαμά κοίταξε τον μπαμπά. Κι ο μπαμπάς κοίταξε τη μαμά.
"Καλύτερα ν' ανοίξεις εσύ, Γιόακιμ", είπε ο Γιοχάνες. "Νομίζω ότι εσύ άνοιξες όλα τα παραθυράκια στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο, Ε, τώρα ήρθε η ώρα ν' ανοίξεις και τούτη την τελευταία πόρτα. Μόνο που τούτη τη φορά θα την ανοίξεις από μέσα".
Ο Γιόακιμ σηκώθηκε και προχώρησε προς το διάδρομο. Με την άκρη του ματιού του είδε τη μαμά και τον μπαμπά να κρατιούνται απ' το χέρι. Λες να νόμιζαν πως είχε έρθει να τους επισκεφτεί ο ίδιος ο άγγελος Εφιριήλ;
Όταν άνοιξε την πόρτα, είδε μια γυναίκα κοντά στα πενήντα όρθια στο κατώφλι. Φορούσε κόκκινο πανωφόρι κι είχε όμορφα γκρίζα ,μαλλιά. Η γυναίκα του χαμογέλασε κι άπλωσε το χέρι της να τον χαιρετίσει.
"Είσαι ο Γιόαχιμ;" ρώτησε.
Ο Γιόακιμ ζαλίστηκε. Αλλά ήξερε ποια ήταν η γυναίκα. Κι έτσι της έδωσε το χέρι του.
"Είσαι η Ελίσαμπετ Χάνσεν", είπε. "Πέρασε μέσα".
Όταν μπήκαν στο σαλόνι, η μαμά κι ο μπαμπάς κρατούνταν ακόμα απ' το χέρι. Ο γερο - ανθοπώλης ξέσπασε σε γέλια, ξεχνώντας το σοβαρό κι επίσημο ύφος που είχε ως εκείνη τη στιγμή. Τότε του Γιόακιμ του θύμισε λιγάκι τον επίσκοπο Νικόλαο απ' το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο.
Η Ελίσαμπετ έμεινε όρθια στη μέση του σαλονιού, με το κόκκινο πανωφόρι της στα χέρια. Στο λαιμό της είχε περασμένο έναν ασημένιο σταυρό στολισμένο μ' ένα κόκκινο πετράδι.
Όταν ο Γιοχάνες κατάφερε να σταματήσει τα γέλια, σηκώθηκε κι έκανε τις συστάσεις. "Από δω η Ελίσαμπετ Τεμπσίλε Χάνσεν αυτοπροσώπως. Εγώ έφτασα πρώτος, λίγα λεπτά νωρίτερα. Αλλά κι εκείνη νάτη! Είναι εδώ".
Η μαμά ξι ο μπαμπάς τα 'χαν χαμένα. Για καλό και για κακό ο Γιόακιμ στάθηκε μπροστά τους και, κουνώντας τα χέρια του σα να 'ταν φτερά, τους είπε: "Μη φοβάστε! Μη φοβάστε! Μη φοβάστε!" ,Τότε συνήλθαν και σηκώθηκαν να χαιρετίσουν την Ελίσαμπετ. Η μαμά της πήρε το πανωφόρι απ' τα χέρια και της έφερε καρέκλα να καθίσει κοντά τους. Ο μπαμπάς πήγε στην κουζίνα να φέρει άλλο ένα φλυτζάνι.
Φαίνεται πως η Ελίσαμπετ μιλούσε μόνο αγγλικά. Μα όταν κάθισαν όλοι ο μπαμπάς συνέχισες με τα νορβηγικά.
"Νομίζω πως χρειάζονται ορισμένες εξηγήσεις", είπε στο Γιοχάνες. "Νομίζω μάλιστα πως είναι απαραίτητες".
"Και θα σας τις δώσω στα Νορβηγικά, για χάρη του παιδιού", είπε ο Γιοχάνες. ¨"Γιαυτό χάρη στο Γιόακιμ βρισκόμαστε εδώ σήμερα".
Ήταν λες κι η γυναίκα με το περιδέραιο κατάλαβε τα λόγια του, γιατί γύρισε και χαμογέλασε στο Γιόακιμ.
" Εμπρός, λοιπόν!", είπε ο μπαμπάς. "Είμαστε όλο αυτιά".
"Όταν ήρθα να σας δω χτες, ήξερα ήδη ότι η Ελίσαμπετ ταξίδευε για να φτάσει στη Νορβηγία", άρχισε ο ανθοπώλης.
"Γιατί δε μας το είπες;" ΄φωναξε η μαμά.
Ο Γιοχάνες γέλασε. "Κανείς δεν ανοίγει τα χριστουγεννιάτικα δώρα απ' την παραμονή. Κι εξάλλου δεν ήμουν πέρα για πέρα σίγουρος ότι θα 'ρχόταν, Δεν ήμουν καν σίγουρος ποια ήταν αυτή η γυναίκα που ερχόταν".
Ο μπαμπάς είχε αρχίσει να κουνάει το κεφάλι του. για μια στιγμή του Γιόακιμ του φάνηκε ότι κάτι είχε χαλάσει στο σβέρκο του και δε θα σταματούσε ποτέ να κουνάει αμήχανα το κεφάλι του.
"Όχι, δεν καταλαβαίνω τίποτα", είπε τέλος.
Κι έτσι ο Γιοχάνες τους εξήγησε τί είχε συμβεί.
"Όλα άρχισαν πριν από κάμποσες μέρες, όταν μίλησα με το Γιόακιμ στο τηλέφωνο. Χρόνια τώρα προσπαθούσα να βρω τα ίχνη κάποιας Ελίσαμπετ ή κάποιας Τεμασίλε - γιατί ήμουν βέβαιος ότι επρόκειτο για ένα και το αυτό πρόσωπο. Ο Γιόακιμ, όμως, μου 'βαλε την ιδέα πως η Ελίσαμπετ ίσως χρησιμοποιούσε το όνομα "Τεμπασίλε" ως επίθετο. Κάλεσα τις πληροφορίες, μου 'δωσαν ένα νούμερο στη Ρώμη και της τηλεφώνησα. Με θυμήθηκε σχεδόν αμέσως, Κι εμένα κι εκείνες τις μαγικές μέρες του Απριλίου του 1961".
Η Ελίσαμπετ προσπάθησε να πει κάτι, μα ο Γιοχάνες την έκοψε με μια κίνηση του χεριού του.
Της είπα την ιστορία της μητέρα που 'χε χάσει το κοριτσάκι της το 1948. Της είπα, δηλαδή, ποια ήταν στ' αλήθεια. Έφτασε στην πόλη μας αργά χτες το απόγευμα. Δεν είχε ξαναπατήσει το πόδι της εδώ από τότε που χάθηκε, εκείνη τη μέρα του Δεκεμβρίου, πριν από 45 χρόνια".
Ο μπαμπάς τινάχτηκε όρθιος και πλησίασε το τηλέφωνο.
"Τι έπαθες;" ρώτησε η μαμά.
"Υποσχέθηκα να τηλεφωνήσω στην κυρία Χάνσεν, μόλις μάθω κάτι νεώτερο για την υπόθεση.
Ο Γιοχάνες χαμογέλασε "Η Ελίσαμπετ έμεινε χτες τη νύχτα στο σπίτι τς μητέρας της, Νομίζω πως δεν έκλεισαν μάτι, Σας διαβεβαιώνω, ωστόσο, πως όλα είναι πια εντάξει".
"Ε, τότε πρέπει να τηλεφωνήσω στην αστυνομία", επέμεινε ο μπαμπάς. "Να κλείσουν πια την παλιά εκείνη υπόθεση, του κοριτσιού που εξαφανίστηκε".
"Τακτοποιήθηκε κι αυτό", απάντησε ο Γιοχάνες. "Δεν ακούσατε ειδήσεις σήμερα. Όλη η χώρα χάρηκε με το νέο".
Ο μπαμπάς σωριάστηκε ξανά στον καναπέ. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πια. Μπορούσε μόνο να καθίσει και ν' ακούσει τη υπόλοιπη ιστορία απ' το στόμα του Γιοχάνες.
"Μπορώ να ρωτήσω κάτι;" είπε. "Τό ακριβώς συνέβη το Δεκέμβριο του 1948;Και μη μου πείτε π[ως η Ελίσαμπετ ξεκίνησε να τρέχει πίσω απ' ένα αρνάκι! Ή ότι συνάντησε έναν άγγελο ονόματι Εφιριήλ!".
Και γυρίζοντας προς το μέρος της Ελίσαμπετ επανέλαβε την ίδια ερώτηση στα αγγλικά. Η γυναίκα έφερε το χέρι στο στόμα προσπαθώντας να κρύψει το γέλιο της κι έκανε νόημα στο Γιοχάνες ν' απαντήσει.
"Πάντα αρχίζει τα γέλια, όταν μιλάμε γι αυτό το ζήτημα", εξήγησε ο Γιοχάνες. "Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ακριβώς, γι αυτό, Θα σας πω πρώτα την εκδοχή της Ελίσαμπετ. Νομίζει ότι η αστυνομία εδώ πέρα δεν έκανε καλά τη δουλειά της. Εγώ, όμως, πιστεύω ότι πρέπει ν' αρχίσουμε απ' την άλλη άκρη του νήματος".
"Ας αρχίσουμε από όποια άκρη προτιμάς, φτάνει να καταλάβουμε κι εμείς τί στην ευχή έγινε", είπε ο μπαμπάς.
"Η Ελίσαμπετ μεγάλωσε σ' ένα μικρό χωριό κοντά στη Βηθλεέμ", άρχισε ο Γιοχάνες. " Οι άνθρωποι εκεί ζούσαν καλλιεργώντας τη φτωχή γη τους. Αλλά ακόμη κι αυτή τη φτωχή γη τους την πήραν. Όταν συνάντησα την Ελίσαμπετ στη Ρώμη την άνοιξη του 1961, είχε περάσει ήδη από πολλά στρατόπεδα προσφύγων. Πρώτα στην Ιορδανία, μετ΄σο Λίβανο. Είχα έρθει στη Ρώμη, για να μιλήσει για το προσφυγικό πρόβλημα. Τέλος πάντων, αυτά μπορούμε να τα πούμε κι αργότερα. Η Ελίσαμπετ, πάντως, πράγμα πήγε στη Βηθλεέμ το Δεκέμβριο του 1948. Και βρέθηκε κοντ΄σε ανθρώπους φτωχούς και δυστυχισμένους, που χρειάζονταν τη βοήθεια του Θεού. Γι αυτό έλεγε ότι την είχε απαγάγει κάποιος όφελος. Εννοούσε ότι την είχε απαγάγει κάποιος ου ήθελε να βοηθήσει τους δυστυχισμένους ανθρώπους ι οποίοι ζούσαν στα χωριουδάκια γύρω απ' τη Βηθλεέμ. Μεγάλωσε εκεί, μαζί με τα παιδιά κάποιου βοσκού. Κι έτσι είχε συχνά την ευκαιρία να χαϊδεύει τα νεογέννητα αρνάκια - όπως ακριβώς και η Ελίσαμπετ Χάνσεν στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο".
"Και στη Ρώμη γιατί εξαφανίστηκε το ίδιο ξαφνικά;" ρώτησε ο μπαμπάς. "Γιατί δε θέλησε να σε ξαναδεί;"
"Αυτήν την ερώτηση έκανα κι εγώ αμέτρητες φορές στον εαυτό μου όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν από τότε. Κι η απάντηση είναι πως έπρεπε να προσέχει πολύ. Έπρεπε να προσέχει σε ποιον μιλούσε. Έπρεπε να προσέχει τί έλεγε. Γι αυτό και αναποδογύρισε το όνομά της κι αποφάσισε να χρησιμοποιήσει σαν επιθέτο το "Τεμπασίλε". Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στη χώρα απ' την οποία είχε έρθει γινόταν πόλεμος. Η Ελίσαμπετ φοβόταν μήπως πέσει ξανά θύμα απαγωγής".
"Πάμε παρακάτω!" είπε ο μπαμπάς.
"Όταν τη είπα ότι πιστεύω την ιστορία της με τον άγγελο άρχισε να με υποψιάζεται. Φοβήθηκε. Σκέφτηκε πως ίσως ΄/ήμουν επικίνδυνος, τόσο για τη δική της προσωπική ασφάλεια, όσο και για την ασφάλεια του παλαιστινιακού λαού".
"Μα δεν ήταν Νορβηγίδα η Ελίσαμπετ;" ρώτησα η μαμά.
"Ναι, ήταν Νορβηγίδα", απάντησε ο Γιοχάνες, "Η Ελίσαμπετ πιστεύει ότι την απήγαγαν κάπ0οιοι πολύ δυστυχισμένοι άνθρωποι, που ήταν αποφασισμένοι να κάνουν τα πάντα, για ν' ανοίξουν τα μάτια του κόσμου και να τραβήξουν την προσοχή στα βάσανα του παλαιστινιακού λαού".
"¨ο,τι κι αν μου λέτε, είναι τρομερό να παίρνει ένα αθώο παιδί μακριά απ' την οικογένειά του", είπε η μαμά.
"Κι έτσι είναι. Η Ελίσαμπετ λέει ότι είχαν σκοπό να τη γυρίσουν πίσω. "ότι ήθελαν μόνο ν' αναγκάσουν τον πατέρα της να γράψει στην εφημερίδα του ένα άρθρο για το λαό τους, που τον κυνηγούσαν από χωριό σε χωριό, που τον έκλειναν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης \και τον έδιωχναν απ' την ίδια του τη χώρα".
"Και γιατί δεν την πήγαν πίσω στους δικούς της;" τον έκοψε ο μπαμπάς.
"Η Ελίσαμπετ λέει ότι δε θυμάται πολλά πράγματα. Μόνο την οικογένεια που τη φρόντιζε σ' ένα μικρό χωριό έξω απ' τη Βηθλεέμ".
"Και ποια είναι η δική σου εξήγηση;" ρώτησε η μαμά.
""Τη δική μου εξήγηση σας τη έχω ήδη πει", απάντησε ο Γιοχάνες.
Ο Γιόακιμ περίμενε καθισμένος άκρη άκρη στην καρέκλα του.
"Πιστεύει ότι πράγματι ακολούθησε το αρνάκι με το κουδουνάκι στο λαιμό του και συν΄'αντησε τον άγγελο Εφιριήλ στο δάσος;" ρώτησε.
Ο Γιοχάνες έγνεψε καταφατικά. "Ναι, αυτό πιστεύω".
"Όχι!" μπήκε στη μέση η ς\Ελίσαμπετ.
"Ναι!" επέμεινε ο Γιοχάνες.
"Όχι!" ξανάπε η Ελίσαμπετ και γέλασε.
Άρχισαν όλοι να γελούν.
"Μη τσακώνεστε", είπε ο Γιόακιμ. "Και μην κοροϊδεύετε ο ένας τον άλλο".
"Εγώ πιστεύω την ιστορία της Ελίσαμπετ", είπε ο μπαμπάς.
"Κι εσείς;" ρώτησε ο Γιοχάνες κοιτάζοντας τη μαμά και το Γιόακιμ.
"Εγώ πιστεύω την ιστορία του Γιοχάνες. Κι όχι μια, αλλά 24 φορές!" είπε ο Γιόακιμ.
"Τότε εγώ πρέπει να ψηφίσω με 12 ψήφους υπέρ της ιστορία του Γιοχάνες και με άλλους 12 ψήφους υπέρ της ιστορίας της Ελίσαμπετ", αποφάσισε η μαμά. 'Γιατί πιστεύω στ' αλήθεια ότι κάποιοι άγγελοι κατέβηκαν απ' τα ουράνια φέτος και πήγαν ως τη Βηθλεέμ και ξανά γύρισαν εδώ".
"Μα κι ο Γιόακιμ δεν έχει άδικο, όταν λέει ότι δεν πρέπει να τσακωνόμαστε, παρόλο που πιστεύουμε πράγματα διαφορετικά μεταξύ τους", είπε ο Γιοχάνες. "Στο κάτω κάτω αυτό είναι το μήνυμα των Χριστουγέννων. Η μεγαλύτερη ίσως απ' όλες τις αλήθειες είναι πως η δόξα των ουρανών σκορπίζει εύκολα κι απλώνεται σ' ολόκληρη τη γη - φτάνει εμείς οι άν8θρωποι να συμφωνούμε μεταξύ μας και να τη μοιραζόμαστε δίκαια. Όταν έγραφα την ιστορία μου στα μικροσκοπικά χαρτάκια που δίπλωνα κι έβαζα στα παραθυράκια του μαγικού χριστουγεννιάτικου ημερολογίου, είχα λίγα στοιχεία στα χέρια μου. Είχα ακούσει για την Ελίσαμπετ Χάνσεν, που χα΄θηκε πριν από 45 χρόνια. Κι είχα συναντήσει την Τεμπασίλε στη Ρώμη. Είχα και τις παλιές ιστορίες με τους αγγέλους, που ήταν για μένα μεγάλη βοήθεια. Τα υπόλοιπα τα 'βγακα απ' το μυαλό μου".
Όλοι σώπασαν.
"Τα κατάφερες μια χαρά, πάντως", έσπασε τελικά τη σιωπή η μαμά.
Ο Γιοχάνες χαμογέλασε ντροπαλά. "Κι η φαντασία είναι ένα μικρό κομματάκι απ' τη δόξα τ' ουρανού, που ξεχειλίζει και φτάνει ως εδώ κάτω, στη γη μας. Κι είναι κι η φαντασία κάτι που σκορπίζει εύκολα".
"Είναι όλα τόσο θαυμάσια", είπε η μαμά. "Ανοίγουνε το τελευταίο παραθυράκι σ' ένα παλιό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο και διαβάζουμε την ιστορία της Ελίσαμπετ, που πήγε σ' ένα σταύλο της Βηθλεέμ, να καλωσορίσει το μικρό Χριστούλη. Κι αμέσως μετά η ίδια αυτή Ελισαμπέτ χτυπάει το κουδούνι της πόρτας μας. Λες κι αυτό το σπίτι είναι ο στάβλος της Βηθλεέμ, όπου γεννήθηκε ο Χριστός".
Και μ' αυτά τα λόγια σηκώθηκε κι αγκάλιασε την Ελίσαμπετ. "Καλώς όρισες πίσω στη Νορβηγία, παιδί μου", είπε.
Κι ήταν πολύ αστείο, γιατί η Ελίσαμπετ ήταν περίπου 20 χρόνια πιο μεγάλη απ' τη μαμά.
"Ευχαριστώ πολύ", είπε η Ελίσαμπετ. Και το είπε στα Νορβηγικά.
Λίγο αργότερα χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε ο μπαμπάς κι ο Γιόακιμ κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν στην άλλη άκρη της γραμμής, γιατί άκουσε το μπαμπά να λέει: "Είμαστε όλοι συγκινημένοι... ήταν το καλύτερο χριστουγεννιάτικο δώρο, κυρία Χάνσεν... Ναι, τώρα πιστεύω κι εγώ στους αγγέλους... Ναι, εδώ είναι... Καλά Χριστου΄γεννα σας εύχομαι. Και σε σας και σε όλη σας την οικογένεια..."
Ο μπαμπάς έκανε νόημα στην Ελίσαμπετ και της έδωσε το ακουστικό. Μίλησε αγγλικά κι έτσι Ο Γιόακιμ δεν κατάλαβε τί έλεγε. Σκέφτηκε, όμως, πως ήταν στ' αλήθεια πολύ παράξενο να μιλάς με την ίδια τη μάνα σου σε ξένη γλώσσα.
Σε λίγο η Ελίσαμπετ κιι ο Γιοχάνες σηκώθηκαν να φύγουν. Μα δε θ' αργούσαν να συναντηθούν και πάλι, γιατί η μαμά κι ο μπαμπάς κι ο Γιόακιμ ήταν καλεσμένοι στη μεγάλη γιορτή που ετοίμαζε η οικογένεια της Ελίσαμπετ.
Συνόδεψαν τους ξένους ως την εξώπορτα. Έξω χιόνιζε πολύ πολύ.
Ο μπαμπάς ρώτησε την Ελίσαμπετ αν θυμόταν καθόλου νορβηγικά από τότε που ήταν μικρή.
Η γυναίκα στάθηκε κάτω από το φως της λάμπας και κοίταξε το χιόνι, που έπεφτε στο κόκκινο πανωφόρι της. Ξάφνου έσκυψε κι άπλωσε το χέρι της, σα να θελε να πιάσει τις νιφάδες του χιονιού, που χόρευαν γύρω της.
"Αρνάκι, αρνάκι, αρνάκι!" φώναξε.
Σαστισμένη έφερε το χέρι στο στόμα, σαν να θελε να πάρει πίσω αυτό που είχε μόλις πει. Και την επόμενη στιγμή άρχισε να τρέχει. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα είχε χαθεί. Και μαζί της είχε χαθεί κι ο γερο - ανθοπώλης.
Το ίδιο εκείνο βράδυ, όταν ο Γιόακιμ ήταν πια έτοιμος να πλαγιάσει, στάθηκε κάμποση ώρα μπροστά στο παράθυρό ντου κοιτάζοντας έξω, τη νύχτα των Χριστουγέννων. Είχε πέσει πολύ χιόνι, μα την ώρα εκείνη ουρανός είχε καθαρίσει κι ήταν γεμάτος αστέρια.
Ξάφνου το μάτι του πήρε κάποιους να περνούν τρέχοντας απ' το δρομάκι έξω απ τον κήπο. Δεν τους είδε καλά, γιατί πέρασαν γρήγορα κάτω απ' τους φωτεινούς κύκλους των φαναριών. Μόνο για ένα ή δυο δευτερόλεπτα.
Του φάνηκε πως αναγνώρισε τον άγγελο Εφιριήλ και όλους τους άλλους που είχαν συνοδέψει την Ελίσαμπετ ως τη Βηθλεέμ.
Κι εκείνη τη νύχτα την είχαν ξαναφέρει πίσω.
Καλώς να έλθουν, Άγγελοι, Χριστός, Φως, τη νύχτα ετούτη εις τας ψυχάς ημών. Χρόνια πολλά Μπλουζ!
ΑπάντησηΔιαγραφή@ Christina
ΑπάντησηΔιαγραφήείθε, είθε.
Κοριτσάρα μου, είμαι στο τρέξιμο απο χθές, κώλο δεν έβαλα κάτω, θα επικοινωνήσω και αύριο για τις ευχές :)) θέλω να τα διαβάσω με την ησυχία μου τα δύο τελευταία κεφάλαια, όταν γυρίσω από έξω!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολλά φιλάκια ***
Ωραίο το τέλος ! άντε και του χρόνου :)
ΑπάντησηΔιαγραφήως τώρα πιστεύω μετά από όλο αυτό το γράψιμο, πρέπει να έχεις μάθει το τυφλό σύστημα.
Πενήντα χρόνια πίσω με γύρισες! Τότε που στο γερμανικό νηπιαγωγείο μας είχαν δώσει από ένα τέτοιο χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο! Το είχα φυλάξει και άντεξε όλα τα Χριστούγεννα μέχρι την εφηβεία μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈκτοτε αναζητώ ένα ίδιο για τ' ανίψια μου. Για να βιώσουν την ίδια συγκίνηση της μέρα με τη μέρα προσμονής. Δεν τα έχω καταφέρει ακόμα να βρω. Αλλά τώρα με έκανες να πεισμώσω...
Σ' ευχαριστώ γι' αυτό το τρυφερό ταξίδι!
Να 'σαι πάντα καλά! :)
Τι; Τέλειωσε το σήριαλ;
ΑπάντησηΔιαγραφήΣΟΥ ΕΥΧΟΜΑΙ ΟΙ ΑΓΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΝΑ ΦΕΡΟΥΝ ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙΚΟ ΣΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΓΕΜΑΤΟΣ ΟΜΟΡΦΕΣ ΚΑΙ ΧΑΡΟΥΜΕΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ!!!!!ΦΙΛΙΑ!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχεις ταλέντο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΧρόνια Καλά!
πάντως, αυτοί οι άγγελοι ρε παιδί μου
ΑπάντησηΔιαγραφήωραία ονόματα έχουν...
Χρόνια Πολλά και Καλύτερα!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε υγεία και χαμόγελο.
Φιλιά θαλασσένια
Καλα και χαρουμενα Χριστουγεννα, Μπλουζ
ΑπάντησηΔιαγραφή(⁀‵⁀,) ✫✫✫
Καλά Χριστούγεννα με αγάπη και κάθε καλό!
ΑπάντησηΔιαγραφή