...λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, αυτό που η Ελίσαμπετ είχε νομίσει πουλί
σηκώθηκε και κατέβηκε πετώντας προς το μέρος τους, γράφοντας λοξούς κύκλους στον αέρα...
Ο Γιόακιμ ξύπνησε κι άνοιξε το δέκατο παραθυράκι στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο. Η σημερινή εικόνα έδειχνε έναν άγγελο καθισμένο ψηλά ψηλά, πάνω σ' ένα καμπαναριό. Απ' το παραθυράκι έπεσε ένα κομμάτι χαρτί, διπλωμένο ξανά και ξανά. Ο Γιόακιμ το άνοιξε κι άρχισε να διαβάζει.
Ουμουριήλ
Αυτό έγινε στο Πάντερμπορν προς το τέλος του 13ου αιώνα. Στη μικρή πόλη, που βρισκότανε χτισμένη στα μισά του δρόμου ανάμεσα στο Ανόβερο και την Κολωνία, μπήκε χοροπηδώντας ένα μιικρό κοπάδι πρόβατα. Πίσω τους έτρεχαν δύο βοσκοί, ένας μαύρος βασολιάς, ένα κοριτσάκι κι ένας άγγελος με τις φτερούγες του ορθάνοιχτες.
Ήταν νωρίς το πρωί, πριν ξυπνήσουν οι άνθρωποι. Μόνο ένας νυχτοφύλακας τριγυρνούσε στους δρόμους. Όταν είδε τους δύο βοσκούς με το κοπάδι τους, τους φώναξε με αυστηρή φωνή. Μα την επόμενη κιόλας στιγμή αντίκρυσε τον άγγελο, που πετούσε λίγα μόλις εκατοστά απ' το πλακόστρωτο του δρόμου. Τότε ξέχασε τη δουλειά του και σηκώνοντας τα χέρια ψηλά, προς την ανατολή του ήλιου, φώναξε: "Αλληλούια! Αλληλούια!".
Κι ύστερα βιάστηκε να τρυπώσει σε μια γωνιά αφήνοντας τους δρόμους ελεύθερους για τη μικρή συντροφιά των προσκυνητών.
Τρέχοντας έφτασαν τα πρόβατα στο κέντρο της πόλης. Και σταμάτησαν μπροστά σε μια μεγάλη εκκλησία.
"Είναι η εκκλησία του Αγίου Βαρθολομαίου", εξήγησε στους υπόλοιπους ο Εφιριήλ. "Χτίστηκε τον ενντέκατο αιώνα και πήρε τ' όνομά της από έναν απόστολο, έναν απ' τους δώδεκα μαθητές του Χριστού. Λένε πως ο Βαρθολομαίος ταξίδεψε μέχρι την Ινδία, για να κυρήξει στους Ινδούς την αγάπη του Κυρίου".
Μισοκλείνοντας τα μάτια της είδε τότε η Ελίσαμπεθ κάτι παράξενο. Και δείχνοντας στους άλλους ψηλά το καμπαναριό της εκκλησίας, είπε: "Ένα άσπρο πουλί κάθεται εκεί πάνω".
Ο Εφιριηλ χαμογέλασε."Λες;" τη ρώτησε.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, αυτό που η Ελίσαμπετ είχε νομίσει πουλί, σηκώθηκε και κατέβηκε πετώντας προς το μέρος του, γράφοντας λοξούς κύκλους στον αέρα. Κι η μικρή κατάλαβε πως δεν ήταν πουλί, ήταν άγγελος. Μα δεν ήταν άγγελος κανονικός, μεγάλος Δεν ήταν σαν τον Εφιριήλ. Ήταν άγγελος μικρός, στο μπόι το δικό της.
Το αγγελάκι προσγειώθηκε δίπλα της.
" Επιτέλους!" φώναξε. "Με λένε Ουμουριήλ και θα 'ρθω μαζί σας στη Βηθλεέμ".
Έκανε δυο τρεις στροφές στις μύτες των ποδιών του, ύστερα κοίταξε τον Κάσπαρ και τους δύο βοσκούς, μετά γύρισε στον Εφιριήλ και είπε: "Απηύδησα να σας περιμένω. Ξέρετε πόσο καιρό είμαι εδώ; ένα τέταρτο της αιωνιότητας".
Ο Κάσπαρ στεκόταν σκεφτικός. Φαινόταν καθαρά πως κάποιο πρόβλημα προσπαθούσε να λύσει με το μυαλό του.
"Ένα τέταρτο της αιωνιότητας" άρχισε. "Δηλαδή;... περίπου... 66.289 χρόνια,,, ή μάλλον 156.498 χρόνια... για την ακρίβεια 439.811.977 χρόνια και 4 δευτερόλεπτα... μπορεί και λίγο παραπάνω. Δεν είναι εύκολο να λογαριάσει κανείς το ένα τέταρτο της αιωνιότητας. Πρώτα πρέπει να βρει πόσο κρατάει ολόκληρη η αιωνιότητα κι ύστερα να το διαιρέσει διά τέσσερα. Έλα, όμως, που κανείς δεν ξέρει πόσο ακριβως κρατάει η αιωνιότητα. Μ' όποιον αριθμό και ν' αρχίσεις, η αιωνιότητα θα 'ναι πάντα μεγαλύτερη. Άρα και το ένα τέταρτο της αιωνιότητας κρατάει ούτε λίγο ούτε πολύ αιώνια. Ακόμη και το ένα χιλιοστό της αιωνιότητας είναι αιώνιο, όπως ολόκληρη η αιωνιότητα. Πολύ δύσκολο να το καταλάβει ο άνθρωπος. Γιατί οι λογαριασμοί με την αιωνιότητα, μιση ή ολόκληρη, είναι δουλειά του Θεού και μόνο".
Ο άγγελος Ουμουριήλ τον κοίταξε πειραγμένος. "Εγώ, όμως, έχω ώρες ολόκληρες που σας περιμένω πάνω στο καμπαναριό", είπε.
"Πολύ πιθανο. Μα άλλο είναι οι ώρες κι άλλο το ένα τέταρτο της αιωνιότητας", απάντησε ο Κάσπαρ.
Για ν' αποφύγει τον καυγά ( κι όχι απλά το ένα τέταρτο του καυγά ) ανάμεσα στο Μάγο και στο χερουβείμ, ο Ωσηέ χτύπησε το ραβδί του στο καλντερίμι και φώναξε: "Φτάνουν τα λόγια! Έχουμε ταξίδι μπροστά μας! Εμπρός για τη Βηθλεέμ!".
Και συνέχισαν το δρόμο τους. Βγαίνοντας απ' την πόλη πήραν μονοπάτια και δημοσιές. Ο Ουμουριήλ προχωρούσε χοροπηδώντας μπροστά απ' τα πέντε πρόβατα. Ο Εφιριήλ ακολουθούσε τελευταίος. Κι έτσι οι προσκυνητές είχαν άγγελο μπροστά κι άγγελο πίσω, να τους προστατεύουν.
Είδαν πόλεις και χωριά, μα δεν σταμάτησα παρά μόνο όταν έφτασαν στην αρχαία αποικία των Ρωμαίων, την Κολωνία που 'ταν χτισμένη στις όχθες του Ρήνου. Ο Εφιριήλ τους εξήγησε ότι η διαδρομή μέσα απ' την Ευρώπη είχε σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να τους δουν όσο το δυνατό λιγότεροι άνθρωποι.
"Το αγγελικό μου ρολόι δείχνει 1.272 χρόνια απ' τη γέννηση του Χριστου", πρόσθεσε. "Μόλις άρχισε να χτίζεται ο μεγάλος καθεδρικός ναός της Κολωνίας. Αλλά θα τους πάρει καμιά εκατοστή χρόνια ακόμα για να τον τελειώσουν".
Ο Ωσηέ χτύπησε ανυπόμονος το ραβδί του. "Γιατί αργείτε; Εμπρός για τη Βηθλεέμ!".
"Πολύ ωραία μέρη, ε;" μπήκε στη μέση ο Ουμουριήλ. "Θ' ανηφορίσουμε την κοιλάδα του Ρήνου. Θα δούμε κάστρα και πύργους, αμπέλια στις πλαγιές, γοτθικές εκκλησίες, ραδίκια και βρούβες".
Τρέχοντας προχώρησε στο πλάι του μεγαλύτερου ποταμού που είχε δει ποτέ η Ελίσαμπετ. Η κοιλάδα όλο και στένευε. Τα βουνά αριστερά και δεξιά τους όλο και ψήλωναν. Περνούσαν από χωριά και μικρές πολιτείες. Στα νερά του ποταμού έβλεπες μαούνες και βάρκες.
Κι εκεί που έτρεχαν μέσα στο όμορφο τοπίο, η Ελίσαμπετ γύρισε και ρώτησε τον Εφιριήλ αν είχε ξανασυναντήσει ποτέ του τον Ουμουριήλ ή αν ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπε.
"Όλοι οι άγγελοι γνωρίζονται μεταξύ τους απ' την αρχή της αιωνιότητας", απικρίθηκε ο Εφιριήλ γελώντας.
"Κι είστε πολλοί;"
"Μμμ... Ναι. Μια ολόκληρη στρατιά".
"Και τότε πώς είναι δυνατόν να γνωρίζεστε όλοι μεταξύ σας;"
"Είχαμε στη διάθεσή μας ολόκληρη την αιωνιότητα, για να γνωριστούμε. Κι η αιωνιότητα είναι πολύς καιρός".
Η Ελίσαμπετ ζάρωσε το κούτελό της προσπαθώντας να καταλάβει. Ευτυχώς, όμως, ο Εφιριήλ της έδωσε κι άλλες εξηγήσεις.
"Αν κάνεις σπίτι σου πάρτυ και ξέρεις ότι θα κρατήσει τρεις ώρες, ας πούμε, τότε δεν πρέπει να καλέσεις πάνω από πέντε, έξι άτομα. Έτσι θα προλάβουν όλοι να μιλήσουν με όλους. Αν, όμως, το πάρτυ κρατήσει τρεις μέρες, τότε μπορείς να καλέσεις πενήντα ανθρώπους ή και παραπάνω".
Η Ελίσαμπετ έγνεψε καταφατικά. Το 'χε συζητήσει αυτό με τη μαμά της, όταν ετοίμαζαν τη γιορτή για τα γενέθλιά της.
"Λοιπόν;" ρώτησε.
"Λοιπόν το πάρτυ στους ουρανούς κράτησε μια ολόκληρη αιωνιότητα", είπε ο Εφιριήλ.
"Κι έχετε ο καθένας το δικό του όνομα;"
"Φυσικά. Πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να φωνάζουμε ο ένας τον άλλο; Πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να είμαστε ο καθένας ένα ξεχωριστό πρόσωπο; ένας ξεχωριστός άγγελος;"
Κι ο Εριφιήλ άρχισε να αραδιάζει στην Ελίσαμπετ όλα τα ονόματα των αγγέλων το ένα μετά το άλλο.
"Οι άγγελοι στους ουρανούς λέγονται Αριήλ, Βηριήλ, Γαβριήλ, Δανιήλ, Εφιριήλ, Ζουρουκιήλ, Ηωήλ, Θαμαρουβιήλ, Ιεζεκιήλ, Καδουριήλ, Λουξουριήλ, Μιχαήλ, Ναρριήλ..."
"Φτάνει!" τον έκοψε η Ελίσαμπετ. "Πόση ώρα θα σου πάρει για να μου πεις όλα τα ονόματα;"
"Όλη την αιωνιότητα".
"Μπράβο! Απορώ πώς τα θυμάσαι τόσα ονόματα!"
"Δεν είναι και τόσο δύσκολο αν έχεις μια αιωνιότητα στη διάθεσή σου για να τα μάθεις".
"Άσε που μου φαίνεται καταπληκτικό που καθίσατε και σκεφτήκατε τόσα πολλά διαφορετικά ονόματα, να τελειώνουν όλα σε -ηλ", συνέχισε η Ελίσαμπετ.
Ο Εφιριήλ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. "Η φαντασία του Θεού δεν έχει όρια. Είναι απέραντη. Όπως απέραντος είναι κι ο ουρανός κι αμέτρητα τ' αστέρια, που τον στολίζουν. Κανένας άγγελος δεν είναι ολόιδιος μ' έναν άλλο. Όπως και κανένας άνθρωπος δεν είναι ολόιδιος μ' έναν άλλο. Μπορείς να φτιάχνεις χιλιάδες μηχανές ολόιδιες τη μία με την άλλη. Αλλά οι μηχανές δεν είναι δύσκολη δουλειά. Ακόμη κι οι άνθρωποι έμαθαν να τις φτιάχνουν".
Ο Γιόακιμ καθόταν και χαμογελούσε μόνος του. Είχε διασκεδάσει διαβάζοντας για όλους τους αγγέλους. Ξάφνου άκουσε τη μαμά έξω απ' την πόρτα του. Δεν προλάβαινε να κρύψει το χαρτί στο μυστικό κουτί του. Βιάστηκε, λοιπόν, να το χώσει κάτω απ' το μαξιλάρι του.
Η μαμά μπήκε κι ήρθε κοντά στο κρεβάτι του, για να δει τη ζωγραφιά στο ημερολόγιο των Χριστουγέννων.
"Ένας άγγελος", είπε, "πάνω σ' ένα καμπαναριό".
Και τότε συνέβη κάτι ανόητο. Ο Γιόακιμ ξέχασε πως δεν έπρεπε να μιλήσει για όσα είχε διαβάσει. Αφαιρέθηκε, καθώς προσπαθούσε να θυμηθεί τα παράξενα ονόματα όλων των αγγέλων. "Χερουβείμ είναι", είπε, "και τον λένε Ουμουριήλ".
Η μαμά γύρισε και τον κοίταξε καλά καλά. "Ουμουριήλ;' ρώτησε.
Ο Γιόακιμ έγνεψε καταφατικά. Του άρεσε αυτό το όνομα. Του φάνηκε πως ταίριαζε μια χαρά σ' ένα άτακτο αγγελάκι. Γι αυτό όλο το 'λεγε και το ξανάλεγε από μέσα του.
"Κάθεται στο καμπαναριό του Αγίου Βαρθολομαίου. Περίμενε εκεί πάνω ένα τέταρτο της αιωνιότητας. Μα τώρα θα σηκωθεί και θα πετάξει ως κάτω στη γη, για να συναντήσει την Ελίσαμπετ και τους άλλους".
Η μαμά δεν του απάντησε. Φώναξε το μπαμπά. Κι όταν εκείνος μπήκε στο δωμάτιο, η μαμά γύρισε στο Γιόακιμ και τον ρώτησε: "Πώς είπες ότι τη λένε αυτή την εκκλησία;".
"Άγιο Βαρθολομαίο", απάντησε ο Γιόακιμ. "Ο Βαρθολομαίος ταξίδεψε μέχρι την Ινδία και κύρηξε στους Ινδούς τη διδασκαλία του Χριστού. Η εκκλησία, όμως, είναι στη Γερμανία. Παντερμπουργκ τη λένε την πόλη. Ή κάπως έτσι".
Η μαμά κι ο μπαμπάς κοιτάχτηκαν.
"Θα το κοιτάξω στην εγκυκλοπαίδεια", είπε ύστερα ο μπαμπάς. "Και μετά βλέπουμε".
Όταν ξαναγύρισε, έμοιαζε με φάντασμα. Ή, καλύτερα, λες κι είχε δει στο σαλόνι κανά δυο αγγέλους.
"Έχει δίκιο. Την πόλη τη λένε Πάτερμπορν και στην κεντρική πλατεία της υπάρχει πράγματι μια παλιά εκκλησία: ο Άγιος Βαρθολομαίος".
Κάρφωσαν κι οι δυο τα μάτια τους στο Γιόακιμ, όπως είχαν κάνει και πέρυσι, όταν ο Γιόακιμ είχε φάει όλα τα μελομακάρονα μια μέρα πριν απ' την παραμονή των Χριστουγέννων.
Ο μπαμπάς κατέβασε απ' τον τοίχο το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο και το περιεργάστηκε κι απ' τις δυο μεριές. Ύστερα το κρέμασε ξανά στη θέση του.
"Και πού άκουσες συ για τον Άγιο Βαρθολομαίο παιδί μου;" ρώτησε. "Πού τα 'μαθες όλ' αυτά για το Πάτερμπορν;".
"Στο σχολείο", προσπάθησε να τα μπαλώσει ο Γιόακιμ.
"Μου λες την αλήθεια;".
Τα ψέμματα επιτρέπονται, όταν είναι για να κρύψεις τα χριστουγεννιάτικα δώρα. Αφού επιτρέπονται, πάει και τέλειωσε.
"Ναι", ψιθύρισε ο Γιόακιμ.
Κι ευτυχώς είχαν αργήσει όλοι τους τόσο πολύ, που δεν πρόλαβαν να πουν τίποτ' άλλο για το Βαρθολομαίο, τον Ουμουριήλ και το Πάντερμπορν. Η μαμά κι ο μπαμπάς ξεκίνησαν για τη δουλειά, χωρίς να πάρουν μαζί τους κολατσιό.
Και το πιο σπουδαίο κατόρθωμα του Γιόακιμ εκείνο το πρωί ήταν ότι κατάφερε να κρύψει το χαρτάκι στο μυστικό κουτί του πριν φύγει τρέχοντας για το σχολείο. Το κλειδί το 'κρυψε στο ράφι με τα βιβλία.
Όταν σχόλασε και γύρισε σπίτι, η μαμά του ήταν στο δωμάτιό του. Κι είχε ανοίξει το μυστικό κουτί του!
ΕΙΧΕ ΑΝΟΙΞΕΙ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΚΟΥΤΙ ΤΟΥ. Είχε κάνει κάτι που είχε υποσχεθεί πως δε θα 'κανε ποτέ. Δεν είχε κρατήσει το λόγο της. Είχε κάνει κάτι κακό. Το ίδιο κακό, όπως κι αν άνοιγε ξένα γράμματα, γράμματα άλλων ανθρώπων.
Πάνω στο τραπέζι της τραπεζαρίας είδε και τα δέκα χαρτάκια που είχε βρει μέσα στο χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο.
Θύμωσε. Θύμωσε πολύ. Θύμωσε τόσο πολύ, που ήθελε να χτυπήσει τη μαμά του.
"Μου 'χες υποσχεθεί! Μου είχες πει ότι το μυστικό κουτί θα 'ταν δικό μου και μόνο δικό μου! Και μου 'χες δώσει το λόγο σου πως δεν θα το άνοιγες ποτέ σου", είπε. "Λοιπόν λες ψέμματα. Και κλέβεις κιόλας".
Τότε ήρθε κι ο μπαμπάς. Είχε μιλήσει με τη μαμά απ' το τηλέφωνο. Κι εκείνος της είχε πει να ψάξει το κλειδί και ν' ανοίξει το μυστικό κουτί του Γιόακιμ. Έπρεπε ν' αποκαλύψουν πώς μάθαινε ο Γιόακιμ όλα αυτά τα παράξενα ονόματα κι όλες αυτές τις λέξεις που μόνο οι μεγάλοι ήξεραν.
Ο Γιόακιμ ήταν έξω φρενών. Τους είπε πως δεν ήταν καλοί γονείς! Οι άνθρωποι που λένε ψέμματα στα παιδιά τους είναι ικανοί για όλα - ακόμα και να τα δείρουν! Και πως αυτό ήταν απαγορευμένο με το νόμο! Θα μπορούσαν τουλάχιστον να περιμένουν, ώσπου να γυρίσει απ' το σχολείο του και να τον ρωτήσουν, πριν ανοίξουν το μυστικό κουτί του. Και τέλος είπε πως τα χαρτάκια τα 'κρυβε για να τους τα χαρίσει την παραμονή των Χριστουγέννων. Τώρα, όμως, θα τα πετούσε. Θα πετούσε, είπε, ολόκληρο το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο. Έπειτα έβαλε τα κλάματα. Τρέχοντας ανέβηκε στο δωμάτιό του και κοπάνησε πίσω του την πόρτα με όλη του τη δύναμη.
Ποτέ δεν θα τους συγχωρούσε! Ποτέ δεν θα τους άκουγε ξανά! Ποτέ δεν θα τους πίστευε! Ποτέ!
Ο Γιόακιμ κάθισε στο κρεβάτι του και κοίταξε το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο, που κρεμόταν στον τοίχο. Τα μάτια του, όμως, ήταν γεμάτα δάκρυα και τα χρώματα μπερδεύονταν θολά μπροστά του. Ούτε αγγέλους ξεχώριζε ούτε βοσκούς. Όλα είχαν χαθεί. Το ημερολόγιό του είχε χάσει τη μαγεία του. Κι είχε γίνει ξαφνικά ένα συνηθισμένο ημερολόγιο, σαν όλα τ' άλλα.
Είχε περάσει ώρα πολλή, όταν κάτι αλλόκοτο έφτασε στ' αυτιά του, κάτι σαν ρυθμική μουσική, σαν μελώδία: ΣΑΜΠΕΤ - ΤΕΜΠΑΣ - ΣΑΜΠΕΤ - ΤΕΜΠΑΣ- ΣΑΜΠΕΤ - ΤΕΜΠΑΣ...
Το τραγούδι του φάνηκε μυστήριο και ξαφνικά κατάλαβε πως δεν ήταν δα και τόσο κακό το ότι η μαμά κι ο μπαμπάς είχαν μάθει το μυστικό του. Το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο ήταν τόσο γεμάτο μυστικά, που έφταναν για όλη την οικογένεια.
Κι εξάλλου δεν ήξεραν ότι είχε συναντηθεί με το γερο -Γιοχάνες. Αυτό ο Γιόακιμ το 'χε κρατήσει για τον εαυτό του.
Άκουσε ένα χτύπο στην πόρτα. Δεν απάντησε. Αλλά μετά από λίγο είδε το μπαμπά ν' ανοίγει διστακτικά και να μπαίνει στο δωμάτιό του.
"Έχεις δίκιο. Δε φερθήκαμε όπως έπρεπε", είπε.
"Θα μας συγχωρέσεις;" ρώτησε η μαμά.
"Διαβάσατε την ιστορία στα χαρτάκια;" ρώτησε ο Γιόακιμ.
"Εγώ τα διάβασα", είπε η μαμά. "Αλλά δεν κατάλαβα ποιο ήταν πρώτο και ποιο δεύτερο. Μπορείς να μας δείξεις εσύ; Μπορείς να διαβάσεις όλη την ιστορία να την ακούσει κι ο μπαμπάς, που δεν την ξέρει;".
Ο Γιόακιμ το σκέφτηκε για λίγο.
"Εντάξει".
Ένιωσε μια κρυφή ανακούφιση γι αυτό που είχε γίνει. Από τώρα και στο εξής δεν ήταν ανάγκη να κρύβεται. Και θα μπορούσε να ρωτάει τη μαμά και το μπαμπά, όταν κάτι ήταν μπερδεμένο και δεν το καταλάβαινε.
Από τώρα και στο εξής το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο θ' άνηκε σ΄ολόκληρη την οικογένεια.
"Δεν υπάρχουν άγγελοι σου λέω" ακούγεται σε ένα λαϊκό άσμα. Η ιστορία σου άλλα αποδεικνύει!Καλη μέρα Summertime Blues!Kαλό Σ/Κ!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι...καληνύχτα Μπλουζάκι!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήω ναι.
ΑπάντησηΔιαγραφήdays n night
night n day...
kiss kisss kissssssss
εσύ κάτι πίνεις και δεν μας δίνεις!
ΑπάντησηΔιαγραφήδιαφάνεια, διαφάνεια.
Διαγραφήπίνω το κρασί της υπομονής και γράφω - αντιγράφω ωραία βιβλία για σας!
φιλιά, καληνύχτες.