... ήταν λες κι όλοι τους προσπαθούσαν να μάθουν κάτι που έπρεπε να το ξέρουν απέξω...
Ήρθαν τα Χριστούγεννα! σκέφτηκε ο Γιόακιμ, όταν ξύπνησε την προπαραμονή της μεγάλης γιορτής. Ανυπομονούσε ν' ανοίξει το προτελευταίο παραθυράκι στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο, αλλά δεν τολμούσε να τ' αγγίξει πριν έρθουν η μαμά κι ο μπαμπάς.
Και πράγματι, ξύπνησαν κι οι δυο τους πολύ γρήγορα. Ο μπαμπάς είχε πάρει άδεια απ' το γραφείο. "Επειδή είναι Χριστούγεννα;", ξανάπε.
Ο Γιόακιμ άνοιξε το προτελευταίο παραθυράκι στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο.Είδε έναν άντρα που περπατούσε δίπλα στο γαϊδουράκι του. Πάνω στο γαϊδουράκι ήταν καθισμένη μια γυναίκα ντυμένη στα κόκκινα.
Ένα κομματάκι χαρτί έπεσε απ' το παραθυράκι. Ο μπαμπάς το ξεδίπλωσε κι άρχισε να το διαβάζει. Σήμερα ήταν ή σειρά του. Κι ο Γιόακιμ πρόσεξε πως το χέρι του πατέρα του έτρεμε.
Η Μαρία κι ο Ιωσήφ
Οι προσκυνητές έτρεχαν να φτάσουν στη Βηθλεέμ. Είχαν ταξιδέψει απ' τις χώρες του Βορρά, απ' τα μέρη που βρίσκονται κοντά στο Βόρειο Πόλο, ψηλά στο χάρτη της Ευρώπης, και είχαν φτάσει στη ζεστή Ιουδαία, εκεί ακριβώς που συναντιούνται η Ευρώπη με την Αφρική και την Ασία. Κι είχαν ταξιδέψει μέσα στο χρόνο, διασχίζοντας προς τα πίσω την ιστορία της Ευρώπης, απ' το μακρινό μέλλον ως στην αρχή της εποχής μας.
Ήταν εφτά πρόβατα, τέσσερις βοσκοί, τρεις βασιλιάδες απ' την Ανατολή, πέντε άγγελοι Κυρίου, ο αυτοκ΄ρατορας Α΄τγουσρος, ο έπαρχος Κυρ΄γνιος, ο πανδοχέας και η Ελίσαμπετ, που το τελευταίο κομμάτι του ταξιδιού προς την πόλη του Δαυίδ το 'χε κάνει καβάλα σ' ΄΄ενα γαϊδουράκι.
Σιγά σιγά έκοβαν ταχύτητα ώσπου έφτασαν να πηγαίνουν με βήμα κανονικό. Ο Εφιριήλ τους είπε πως το αγγελικό ρολόι είχε σταματήσει το έτος 0. και τους έδειξε μια πόλη στο βάθος του δρόμου. Αυτή ήταν η Βηθλεέμ, τους είπε.
Ο αυτοκράτορας Αύγουστος σταμάτησε κι έμπηξε το σκήπτρο του στο χώμα κάτω από μια ελιά. Κι όρθιος δίπλα του άνοιξε το βιβλίο που κρατούσε παραμάσχαλα, "Ήρθε η ¨ Ώρα!" είπε με επιτακτική φωνή.
Στάθηκαν ακίνητοι κι ο αυτοκράτορας συνέχισε: "Σα; διατάζω να γράψετε όλοι τα ονόματά σας στο βιβλίο της απογραφής",
Κι έδωσε σ' όλους τους προσκυνητές με τη σειρά ένα κομμάτι κάρβουνο. για να γράψουν τα ονόματά τους στο μεγάλο βιβλίο. Έτσι κι έγινε. Έγραψαν όλοι τα ονόματά τους' ακόμα κι οι άγγελοι. Μόνο τα πρόβατα έμειναν απέξω, μάλλον επειδή δεν ήξεραν να γράφουν, κι επειδή κανένας δεν τους είχε δώσει ονόματα.
Η Ελίσαμπετ έγραψε το δικό της όνομα τελευταία. Και διάβασε τα ονόματα όλων των άλλων, πριν βάλει από κάτω και τη δική της υπογραφή.
Πρώτος βοσκός: Ωσηέ
Δεύτερος βοσκός: Ιακώβ
Τρίτος βοσκός : Ισαάκ
Τέταρτος βόσκος: Δανιήλ
Πρώτος Μάγος : Κάσπαρ
Δεύτερος Μάγος: Βαλτάσαρ
Τρίτος Μάγος : Μελχιώρ.
Πρώτος άγγελος: Εφιριήλ
Δεύτερος άγγελος: Ουμουριήλ
Τρίτος άγγελος: Σεραφιήλ
Τέταρτος άγγελος; Χερουβιήλ
Πέμπτος άγγελος: Ευαγγελιήλ
Κυρήνιος, έπαρχος της Συρίας
Αύγουστος, αυτοκράτορας της Ρώμης
Πανδοχέας
Η Ελίσαμπετ πρόσθεσε τ' όνομά της από κάτω:
Πρώτος προσκυνητής: Ελίσαμπετ
Κι ύστερα της ήρθε μαι καλή ιδέα. Σκέφτηκε πως και τα πρόβατα έπρεπε να μπουν στην απογραφή, κι ας μην ήξεραν γράψιμο, κι ας μην είχαν ονόματα. Έγραψε, λοιπόν'
Πρώτο πρόβατο
Δεύτερο πρόβατο
Τρίτο πρόβατο
Τέταρτο πρόβατο
Πέμπτο πρόβατο
έκτο πρόβατο
έβδομο πρόβατο
Έριξε μια λοξή ματιά στον αυτοκράτορα Αύγουστο. Φοβήθηκε μήπως θυμώσει που 'χε γράψει και τα πρόβατα μέσα στην επίσημη απογραφή του. Εκείνος, όμως, έκλεισε αμίλητος το χοντρό βιβλίο.
Η Ελίσαμπετ λογάριασε πως στην απογραφή ήταν γραμμένοι 23 προσκυνητές, αν έβαζε μέσα τον εαυτό της και τα εφτά πρόβατα. Σαν ολόκληρη σχολική τάξη.
Αφού, λοιπόν, γράφτηκαν στο μεγάλο βιβλίο του αυτοκράτορα, πήραν όλοι τους ύφος πιο επίσημο, πιο επίσημο απ' αυτό που είχαν στη Δανία και στο Χάμελιν, στη Βενετία και στην Κωνσταντινούπολη, στη Μύρα και στη Δαμασκό.
Κι ο Εφιριήλ με δυνατή φωνή άρχισε να απαγγέλλει: "ἀνέβη δὲ καὶ ᾿Ιωσὴφ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲτ εἰς τὴν ᾿Ιουδαίαν εἰς πόλιν Δαυΐδ, ἥτις καλεῖται Βηθλεέμ, διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς Δαυΐδ, ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένῃ αὐτῷ γυναικί, οὔσῃ ἐγκύῳ".
Η συντροφιά των προσκυνητών άρχισε πάλι να βαδίζει αργά. μα πριν περάσει πολλή ώρα, Ο Εφιριήλ είπε πως έπρεπε ξανά να σταματήσουν και τους έδειξε στο βάθος του δρόμου, μπροστά τους. Ένας νεαρός άντρας περπατούσε δίπλα στο γαϊδουράκι του. Και πάνω στο γαϊδουράκι καθόταν μια γυναίκα ντυμένη στα κόκκινα. Η Βηθλεέμ είχε φανεί κιόλας μακριά, στον ορίζοντα, πάνω στους λόφους. Στους αγρούς ολόγυρα δεν είχε μείνει καθόλου χορτάρι - τόσα πολλά ήταν τα πρόβατα που έβοσκαν σ' εκείνα τα μέρη.
"Είναι η Μαρία κι ο Ιωσήφ", είπε ο Εφιριήλ. "Γιατί ήρθε πια η ώρα, σαν τον καρπό π' ωριμάζει κι είναι έτοιμος να φαγωθεί".
"Πρέπει να βιαστώ, να φτάσω εκεί πριν απ' αυτούς", είπε ο πανδοχέας κι άρχισε να τρέχει προς τους λόφους. Και τρέχοντας μουρμούριζε ασταμάτητα μέσα απ τα δόντια του: "'Όχι, λυπάμαι. Δε μου χει μείνει ούτε ένα δωμάτιο αδειανό. Αλλά μπορείτε να περάσετε τη νύχτα στο στάβλο..."
Το ίδιο αναστατωμένοι ήταν, όμως, κι όλοι οι άλλοι προσκυνητές. Ήταν λες, κι όλοι τους προσπαθούσαν να μάθουν κάτι που έπρεπε να το ξέρουν απέξω.
Ο Ουμουριήλ φτερούγιζε ξανά και ξανά κι όλο τα ίδια λόγια έλεγε: " μὴ φοβεῖσθε· ἰδοὺ γὰρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ. καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον· εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον, κείμενον ἐν φάτνῃ".
Ο Εφιριήλ κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι του κι ο Ουμουριήλ δεν κρατήθηκε: "Καλά δεν τα είπα;"
Τότε σάλπισε με την σάλπιγγα ο άγγελος Ευαγγελιήλ κι οι πέντε άγγελοι με μια φωνή έψαλλαν:
«Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ
καί ἐπί γῆς εἰρήνη,
ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία»
Τα πρόβατα άρχισαν να βελάζουν. Σαν να 'θελαν κι αυτά να εξασκηθούν, για να μην τα χάσουν την κρίσιμη στιγμή.
Ο Ωσηέδιέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο τὸ γεγονός, ὃ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν".
Τελευταίοι μίλησαν οι Τρεις Μάγοι:
"ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ ".
Και γονατίζοντας σήκωσαν στα χέρια τους τις ξύλινες κασετίνες τους, με το χρυσό, το λιβάνι και το μύρο.
Ο άγγελος Εφιριήλ έγνεψε ικανοποιημένος.
"Νομίζω πως είμαστε όλοι εντάξει", είπε.
Ο Ωσηέ άγγιξε τότε προσεκτικά με το ραβδί του ένα απ' τα πρόβατα στη ράχη και ψιθύρισε: "Εμπρός, πάμε στη Βηθλεέμ! Στη Βηθλεέμ!".
Ο μπαμπάς έμεινε κάμποση ώρα αμίλητος , κρατώντας στα χέρια του τα χαρτάκι. Και κανείς δεν τολμούσε να σπάσει τη σιωπή.
Τους είχε διαβάσει πως οι προσκυνητές ήταν όλοι τους λιγάκι αναστατωμένοι κι αμήχανοι. Και ξάφνου το ίδιο πράγμα είχε συμβεί και στο μικρό δωμάτιο του Γιόακιμ.
"Δε μπορεί να υπάρχει άλλο τέτοιο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο στον κόσμο", είπε τελικά ο μπαμπάς. "Κι απ' όλους τους ανθρώπους, μόνο εμείς το 'ζουμε και το διαβάζουμε".
Η μαμά κούνησε το κεφάλι της συμφωνώντας. "Η πραγματική νύχτα των Χριστουγέννων ήταν μια φορά μόνο. Αλλά από τότε τα Χριστούγεννα γιορτάζονται κάθε χρόνο σ' όλο τον κόσμο".
"Επειδή έχει τόσο πολύ δόξα στους ουρανούς, που ξεχείλιζε και στάζει κι εδώ κάτω στη γη", είπε ο Γιόακιμ. "Θα πρέπει να 'ναι κολλητικό".
Είχαν πολλά ακόμα να κάνουν πριν από την παραμονή. Στην οικογένειά τους το δέντρο το στόλιζαν η μαμά κι ο μπαμπάς το βράδυ της προπαραμονής, όταν ο Γιόακιμ έπεφτε για ύπνο. Φέτος, όμως, αποφάσισαν να το στολίσουν κι οι τρεις μαζί, πριν έρθει ο Γιοχάνες. Τότε όλα θα 'ταν έτοιμα για τη μεγάλη γιορτή.
Πέρασε το μεσημέρι κι ήρθε τ' απόγευμα. Η μαμά έστρωσε το καλό τραπεζομάντιλο κι έβγαλε τις πιατέλες με όλα τα γλυκά που είχε ετοιμάσει για τα Χριστούγεννα. ακόμα και τη μεγάλη χριστουγεννιάτικη πίτα, που την έκοβαν κάθε χρόνο ανήμερα.
Το ρολόι έδειχνε ακριβώς εφτά, όταν χτύπησε το κουδούνι.
"Άνοιξε εσύ, Γιόακιμ", είπε η μαμά. "Δικό σου είναι το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο. Ο Γιοχάνες σ' εσένα είπε πως θα έρθει για καφέ".
Ο Γιόακιμ βγήκε τρέχοντας προς την πόρτα και την άνοιξε. Ο γερο - ανθοπώλης στεκόταν στο κατώφλι χαμογελώντας πλατιά. Στα χέρια του κρατούσε ένα μεγάλο μπουκέτο τριαντάφυλλα.
"Πέρασε μέσα, καλώς όρισες", είπε.
Ύστερα ήρθαν κι η μαμά με τον μπαμπά κι ο Γιοχάνες έδωσε τα λουλούδια στη μαμά.
"Σ' ευχαριστώ πολύ", είπε εκείνη. "Και για τα λουλούδια και για το υπέροχο χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο".
Ο Γιοχάνες χάιδεψε τα μαλλιά του Γιόακιμ κι απάντησε μα μετριοφροσύνη: "Νομίζω πως εγώ θα πρέπει να ευχαριστήσω εσάς".
Όταν κάθισαν, ο Γιοχάνες ήπιε μια γουλιά απ' τον καφέ του κι άρχισε να τους λέει την ιστορία του.
"Γεννήθηκα στη Δαμασκό και μεγάλωσα σ' ένα χριστιανικό σπίτι. Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν πως η οικογένειά μου ήταν απ τις πρώτες χριστιανικές οικογένειες της Συρίας. Κάποια μέρα, όταν ήμουν παιδί, βρήκα ένα πιθάρι γεμάτο με παλιές περγαμηνές μισοσκισμένες. Οι γονείς μου το πήγαν αμέσως στο μουσείο. Και κει μάθαμε πως το πιθάρι ήταν πραγματικά αρχαίο. Το ίδιο κι οι περγαμηνές".
"Τί ήτανε γραμμένο στις περγαμηνές;" ρώτησε ο μπαμπάς.
"Ήταν αναφορές Ρωμαίων λεγεωνάριων. Ανάμεσα σε διάφορα άλλα υπήρχε και μια αναφορά σε κάτι που συνέβη στη Δαμασκό κατά τα τέλη του δεύτερου αιώνα μ.Χ. Το έτος 175 μια παράξενη πομπή υποτίθεται ότι εμφανίστηκε βιαστική στην πόλη μας, βγαίνοντας απ' την ανατολική πύλη. Λίγα χρόνια αργότερα μια παρόμοια πομπή μπήκε απ' τη δυτική πύλη των τειχών. Και στις; δυο πομπές υπήρχαν άγγελοι".
Η μαμά κι ο Γίοακιν κούνησαν τα κεφάλια τους. Δεν είχαν ξεχάσει τα όσα διάβασαν στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο.
¨"Υπάρχουν πολλοί θρύλοι και μύθοι σαν αυτόν απ' τις παλιότερες εποχές", συνέχισε ο Γιοχάνες. "Εγώ, όμως, παραξενεύτηκα που η πομπή πρώτα βγήκε κι ύστερα μπήκε στην πόλη μας. Αν είχε συμβεί πράγματι τέτοιο πράγμα, τότε η πομπή δεν έτρεχε μόνο μέσα στους δρόμους διασχίζοντας την πόλη, αλλά έτρεχε και προς τα πίσω, διασχίζοντας το χρόνο. Κι αυτό, φυσικά, είναι αδύνατο",
"Ναι, είναι πράγματι αδύνατο", συμφώνησε κι ο μπαμπάς. Κι έκανε νόημα στον Γιοχάνες να συνεχίσει.
"Το ενδιαφέρον μου, όμως, για τους αρχαίους θρύλους είχε ξυπνήσει. 'Αρχισα να διαβάζω πολλά βιβλία κι ενδιαφερόμουν ιδιαίτερα για τους ανθρώπους που είχαν δει αγγέλους. Στο τέλος μάζεψα μπόλικες τέτοιες ιστορίες απ' τη χώρα μου και από άλλες χώρες της Ευρώπης. Μετά από χρόνια πήγα και στη Ρώμη, για να μελετήσω τους θησαυρούς που είναι κρυμμένοι στις βιβλιοθήκες της".
"Κι εκεί συνάντησες την Ελίσαμπετ;" ρώτησε ο Γιόακιμ.
Ο Γιοχάνες κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
"Περίμενε, όμως. Το κάθε πράγμα στην ΄ώρα του. Είχα στρέψει την προσοχή μου σε μερικές μόνο απ' αυτές τις ιστορίες με αγγέλους, γιατί είχαν κάτι κοινό μεταξύ του. Ήταν από διάφορα μέρη του κόσμου, απ' το Ανόβερο και την Κοπεγχάγη, απ' τη Βασιλεία και τη Βενετία, απ' την κοιλάδα της Αόστα στη βόρεια Ιταλία κι απ' την κοιλάδα του Αξιού στη Μακεδονία. Ήταν, επίσης, από διάφορες εποχές. Η πιο παλιά ήταν απ' την Καπερναούμ της Γαλιλαίας κι η τελευταία απ' τη Νορβηγία - και συνέβη σ' έναν επαρχιακό δρόμο έξω απ' το Χάλντεν το 1916".
"Το αυτοκίνητο - αντίκα!" φώναξε ο Γιόακιμ.
Οι άνθρωποι, βέβαια, που πιστεύουν σ' αυτές τις ιστορίες είναι ελάχιστοι στην εποχή μας. Όλες οι ιστορίες που συγκέντρωσα στη συλλογή μου λένε πως ο άγγελος και το μικρό κοριτσάκι μαζί του φάνηκαν για ένα δυο δευτερόλεπτα. Συγκρίνοντας, όμως, τις ιστορίες απ' το Χάλντεν, το Ανόβερο και το Χάμελιν με τις ιστορίες απ' την Αόστα, τον Αξιό και την Καπερναούμ -ε, τότε κάτι σημαντικό τράβηξε την προσοχή μου".
Ο Ανθοπώλης έμεινε για λίγο σιωπηλός, βυθισμένος στις σκέψεις του.
"Συχνά, ωστόσο, τα μυστήρια δεν κρατούν πάνω από ένα δευτερόλεπτο. Και αυτό που ήταν για μια στιγμή μυστήριο, σβήνει ξαφνικά, σε μια στιγμή μετά, σαν αδειανό λυχνάρι", είπε. "Αν, όμως, γυρίσουμε το κεφάλι μας αλλού και κοιτάξουμε, τότε μπορούμε να δούμε ένα άλλο φωτάκι ν' ανάβει εκεί πέρα. Γιαυτό τα ιερά και μυστήρια πράγματα δεν μπορούμε να τα πιάσουμε στο χέρι μας, όμως σκύβουμε, μαζεύουμε ένα πετραδάκι απ' το χώμα και το βάζουμε στην τσέπη μας. Οι άγγελοι κατεβαίνουν απ' τα ουράνια αόρατοι. Δεν πέφτουν καταμεσής στην μεγάλη πλατεία μπροστά στον κόσμο".
"Και τί συνέβη στη νεαρή γυναίκα της φωτογραφίας;" ρώτησε ο μπαμπάς.
Ο Γιοχάνες αναστέναξε. Του Γιόακιμ του φάνηκε πως είδε ένα δάκρυ να γυαλίζει στην άκρη του ματιού του. Ο γερο - ανθοπώλης, πάντως, σήκωσε το χέρι του κι έτριψε τα μάτια και το μάγουλό του.
"Μια φορά", συνέχισε, "πριν από πολλά πολλά χρόνια, συνάντησα μια νεαρή γυναίκα στη Ρώμη. Δε μείναμε μαζί παρά λίγε μόνο εβδομάδες, αλλά την αγάπησα πολύ".
"Πες μας!" είπε ο μπαμπάς. "Πες μας πώς γνωριστήκατε!".
"Μου είπε πως την έλεγαν Τεμπασίλε κι ήταν στ' αλήθεια αινιγματική κοπέλα. Μου είπε πως ήταν μάλλον γεννημένη στη Νορβηγία, αλλά είχε μεγαλώσει ανάμεσα σε βοσκούς και τσοπάνηδες στην Παλαιστίνη. Κι αυτό ήταν σίγουρα αλήθεια, γιατί μιλούσε φαρσί τ' αραβικά. Και τ' όνομα Τεμπασίλε είναι όνομα που ακούγεται συχνά στην Παλαιστίνη - αν και θα μπορούσε να 'ναι ιταλικό, εδώ που τα λέμε.".
"Μα είναι το ανάποδο του Ελίσαμπετ!" φώναξε ο Γιόακιμ/
Ο Γιοχάνες κούνησε το κεφάλι του. "Είσαι ξύπνιο παιδί. Οι άνθρωποι δεν το συνηθίζουν να διαβάζουν ανάποδα τα διάφορο ονόματα".
"Συνέχισε, σε παρακαλώ!" είπε ο μπαμπάς.
"Μπορεί να ήταν αλήθεια πως είχε γεννηθεί στη Νορβηγία. Το δέρμα της ήταν όμορφο, είχε ένα χρώμα σαν το ροδάκινο. Και τα μάτια της ήταν γαλάζια κι αστραφτερά. Όταν την ρώτησα πώς είχε βρεθεί στην Παλαιστίνη, με κοίταξε ίσια στα μάτια σιωπηλή. Κι ύστερα είπε: "Με απήγαγαν". Κι όταν την ρώτησα ποιος την είχε απαγάγει, μου απάντησε: "Ένας άγγελος, που ήθελε να τον συνοδέψω στην Βηθλεέμ... αλλά έχεις περάσει πολύ καιρός από τότε... Ήμουν ακόμη μικρό κοριτσάκι...." ".
Η μαμά είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. "Τί είπες;" ρώτησε ο μπαμπάς.
"Άλλοι άνθρωποι θα χαμογελούσαν ακούγοντας μαζεμένα τόσα ψέματα. Εγώ, όμως, θυμήθηκα όλες τις ιστορίες με αγγέλους που είχα διαβάσει. Και της είπα ότι την πίστευα. Μα το γεγονός πως την είχα πάρει στα σοβαρά θα πρέπει να την τρόμαξε".
"Και τί έγινε μετά;" ρώτησε η μαμά.
¨Μετά ειδωθήκαμε μία και μοναδική φορά ακόμα. Ήταν στην πλατεία του Αγίου Πέτρου. Μου είπε ότι έφευγε απ' τη Ρώμη το ίδιο εκείνο απόγευμα. Με άφησε, όμως, να τη βγάλω μια φωτογραφία. Αυτό έγινε τον Απρίλιο του 1961".
"Και πώς ήρθες εσύ στη Νορβηγία;" ρώτησε ο μπαμπάς. "Γιατί;"
Ο Γιοχάνες πήρε ένα κομμάτι απ' την χριστουγεννιάτικη πίτα και είπε: "Ήρθα εδώ, ελπίζοντας ότι θα ξανάβρισκα εκείνη τη μυστηριώδη γυναίκα. Μετά έμεινα. Αλλά δεν τη συνάντησα ποτέ μου. Δεν κατάφερα ποτέ να δώσω απάντηση στο ερώτημα πού βρίσκεται ή πού πήγε φεύγοντας απ' τη Ρώμη. Δε χάνω, ωστόσο, την ελπίδα μου. Ο χρόνος θα δείξει...".
Δάγκωσε μια μπουκιά απ' το γλυκό κι έπειτα συνέχισε: Πριν από λίγο καιρό άκουσα για κείνη την εξαφάνιση του 1948. Τότε αναρωτήθηκα μήπως αυτό το μικρό κοριτσάκι ήταν η Τεμπασίλε. Η δική μου Τεμπασίλε, που μου είχε πει ότι την απήγαγε άγγελος, όταν ήταν μικρή. Δεν ήξερα ακριβώς την ηλικία της. Αλλά θα μπορούσε να 'ναι αυτή' θα μπορούσε να 'χει γεννηθεί το 1940".
Ο Γιοχάνες σώπασε και πάλι για λίγο. Ύστερα είπε: " Την παράξενη ομοιότητα ανάμεσα στα ονόματα την πρόσεξα κι εγώ σχετικά πρόσφατα. Είναι γεγονός ότι συχνά επαναλαμβάνουμε μέσα στο μυαλό μας τα ονόματα των ανθρώπων, που σκεφτόμαστε. Κάποια μέρα μπορεί να τύχει και να τα γυρίσουμε ανάποδα, έτσι, χωρίς λόγο. Τα πρώτα χρόνια μου εδώ στην Νορβηγία σκεφτόμουν διαρκώς την Τεμπασίλε. Και ξάφνου το πρόσεξα! Αν διάβαζα τ' όνομά της απ' την ανάποδη, τότε γινόταν Ελίσαμπετ! Αυτό με έπεισε πως στη Ρώμη είχα πράγματι συναντήσει την Ελίσαμπετ που είχε χαθεί από δω αρκετά χρόνια νωρίτερα. Τότε ήταν που άρχισα να γράφω το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο. Κι όπως καταλαβαίνετε, πέρασαν πολλοί μήνες, ώσπου να το τελειώσω".
"Όντως είναι απίστευτη σύμπτωση", είπε ο μπαμπάς.
Αναρωτήθηκα πολλές φορές αν ήταν δυνατόν, αν η Τεμπασίλε ήταν πράγματι το ίδιο πρόσωπο με τη μικρή Ελίσαμπετ που χάθηκε από δω το 1948", απάντησε ο Γιοχάνες,"Ήταν στ' αλήθεια περίεργο, που το όνομα της μιας ήταν ίδιο με το ανάποδο όνομα της άλλης. Ακόμα πιο περίεργο είναι το πώς το πρόσεξα εγώ.Λίγο καιρό πριν είχα γνωρίσει την Άννα, τη μικρή αδελφή της Ελίσαμπετ. Πρόσεξα πως το όνομα της Άννας ήταν το ίδιο, όπως κι αν το διάβαζες. Ίσως γι αυτό δοκίμασα να διαβάσω απ' την ανάποδη το όνομα της Τεμπασίλε. Και τότε είδα την ομοιότητά του με το όνομα της Ελίσαμπετ. Εκτός απ' αυτό είχα εντυπωσιαστεί κι απ' την ομοιότητα της Άννας με την Τεμπασίλε, που ήξερα εγώ στη Ρώμη".
"Και γιατί έγραψες το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο;" ρώτησε η μαμά. "Γιατί δεν καθόσουν να γράψεις όλη αυτήν την ιστορία σ' ένα βιβλίο;".
Ο Γιοχάνες γέλασε. "Και ποιος θα με πίστευε; Ποιος εκδότης θα δεχόταν να το εκδώσει;"
Η μαμά κούνησε σκεφτικά το κεφάλι της κι ο Γιοχάνες συνέχισε. "Έφτιαξα το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο με τέτοιο τρόπο, που ένα τουλάχιστον άτομο να πιστέψει την ιστορία μου και να την πει σε άλλους. Έχω έτσι την ελπίδα πως το παλιό αυτό μυστήριο κάποια μέρα θα βρει τη λύση του. Στο κάτω κάτω της γραφής, δεν ξέρω πόσος καιρός μου μένει να ζήσω ακόμα. Τώρα πια, όμως, δεν είμαι ο μόνος στη γη που γνωρίζει αυτήν την παράξενη ιστορία".
"Κι έβαλες και μια φωτογραφία της Ελίσαμπετ στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου", είπε η μαμά.
Ο Γιοχάνες έγνεψα καταφατικά. "Για να δω αν θα τη γνώριζε κανείς εδώ στην πόλη".
"Και γιατί έφυγες απ' την πόλη; Γιατί πήγες στην ερημιά;" ρώτησε ο Γιόακιμ.
Και ο γερο - ανθοπώλης του εξήγησε.
"Κάθε τέτοιες μέρες, πριν τα Χριστούγεννα, πηγαίνω στην εξοχή και περπατώ στα δάση και στους λόφους έξω απ' την πόλη. για να βρω λίγη ηρεμία και ειρήνη πριν απ τη μεγάλη γιορτή. Μα και για να ψάξω μήπως βρω ίχνη απ' αρνάκι, την Ελίσαμπετ και τον άγγελο Εφιριήλ. που ξεκίνησαν το 1948 για τη Βηθλεέμ. Μερικές φορές, μάλιστα, περπατώ επαναλαμβάνοντας ασταμάτητα τα δύο ονόματα μέσα στο μυαλό μου: Ελίσαμπετ... Τεμπασίλε... Ελισαμπετ...".
"Και ποτέ δεν θέλησες να γυρίσεις πίσω στη Δαμασκό;" ρώτησε ο μπαμπάς.
Ο Γιοχάνες κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
"Όχι, το σπίτι μου είναι εδώ. Πουλάω λουλούδια στην πλατεία και βάζω κι εγώ ένα χεράκι για να ομορφύνει τούτος ο κόσμος, ν' απλωθεί λίγο περισσότερη απ' τη δόξα των ουρανών εδώ κάτω στη γη. Αυτά τα πράγματα σκορπίζουν εύκολα, ξέρετε. Σκέφτομαι ότι μπορεί κάποια μέρα η Ελίσαμπετ να γυρίσει στην πόλη που γεννήθηκε. Γιατί υπάρχει και κάτι ακόμα...".
Η ησυχία μέσα στο σαλόνι ήταν τόση, που άκουγες σχεδόν τη σκόνη να πέφτει στο ξύλινο πάτωμα.
Κι ο Γιοχάνες είπε στο Γιόακομ: " Όλα αυτά τα χρόνια αγωνίστηκα να την ξαναβρώ. Ήξερα, όμως, μόνο το μικρό της όνομα ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Δεν είναι εύκολο πράγμα να βρεις μια Ελίσαμπετ ή Τεμπασίλε, όταν δεν ξέρεις το επίθετό της - ούτε εδώ ούτε στη Ρώμη ούτε στην Παλαιστίνη. Ποιο εύκολο είναι να πιάσεις στο χέρι σου πουλί πετούμενο. Στις πρεσβείες και στα ληξιαρχεία, στις υπηρεσίες απογραφής του πληθυσμού, γελούσαν όταν τους έλεγα τί γυρεύω. Ο Γιόακιμ, όμως...".
Ξανά απλώθηκε σιωπή.
"Ο Γιόακιμ, όμως, με βοήθησε να καταλάβω. Γι αυτό και πρέπει εγώ να πω ευχαριστώ".
Ο Γιόακιμ κοίταξε απορημένος τη μαμά και το μαμά. Δεν μπορούσε να καταλάβει τί εννοούσε ο Γιοχάνες,
"Μου φαίνεται πως πρέπει να μας δώσεις περισσότερες εξηγήσεις", είπε η μαμά.
"Ο Γιόακιμ μου 'βαλε την ιδέα πως ίσως είχε και τα δυο ονόματα. πως ίσως το ένα ήταν το μικρό της και το άλλο το επίθετό της. Είναι περίεργο, αλλά όταν σκέφτεται κανείς το ίδιο πράγμα χρόνια ολόκληρα, η φαντασία λιγοστεύει και στο τέλος χάνεται τελείως".
Το πρόσωπο του Γιόακιμ φωτίστηκε. "Ελίσαμπετ Τεμπασίλε!" είπε. "¨Ετσι τη λένε;".
"Στον τηλεφωνικό κατάλογο της Ρώμης υπάρχει μια συνδρομήτρια μ' αυτό το όνομα. Αλλά τα Χριστούγεννα δεν ήρθαν ακόμα. Αύριο θ' ανοίξεις και το τελευταίο παραθυράκι στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο. Και τότε βλέπουμε".
Και μ' αυτά τα λόγια ο Γιοχάνες σηκώθηκε και τους αποχαιρέτισε. Έπρεπε να βιαστεί, είπε. Κάτι είχε ακόμα να κάνει.
"Θα 'θελα, όμως, να ρίξω μια τελευταία ματιά στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο, πριν φύγω", είπε.
Ο Γιόακιμ ανέβηκε τρέχοντας στο δωμάτιό του και ξεκρέμασε απ' τον τοίχο το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο. Και κατεβαίνοντας πάλι στο σαλόνι, το 'δωσε
στα χέρια του Γιοχάνες. Ο γερο- ανθοπώλης στάθηκε λίγο κοιτάζοντας τη μεγάλη ζωγραφιά.
"Πρέπει να κλείσεις όλα τ' ανοιχτά παραθυράκια", του είπε ο Γιόακιμ.
Κι αυτό έκανε πράγματι ο γερο - Γιοχάνες. "Ναι, είναι όλοι εδώ", είπε. "Κι ο Κυρήνιος κι ο αυτοκράτορας Αύγουστος, οι άγγελοι απ' τ ουράνια κι οι βοσκοί στους αγρούς. Οι Μάγοι απ΄την Ανατολή κι η Μαρία, ο Ιωσήφ και ο μικρός Χριστούλης".
"Λείπει, όμως, η Ελίσαμπετ", είπε ο Γιόακιμ.
"Ναι, η Ελίσαμπετ λείπει".
Τον πήγαν όλοι μαζί ως τη εξώπορτα. Και την ώρα που έφευγε τους αποχαιρέτισε λέγοντας: "Για να δούμε, λοιπόν! Τί δώρα θα μας φέρουν τα φετεινά Χριστουγεννα!".
"Για να δούμε!" είπε ο μπαμπάς κατευχαριστημένος που είχε επιτέλους ακούσει την ιστορία του ανθοπώλη.
Ο Γιοχάνες, όμως, είπε και κάτι ακόμα.
"Μην ανοίξετε το τελευταίο παραθυράκι στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιό σου, πριν χτυπήσουν οι καμπάνες των Χριστουγέννων αύριο το βράδυ. Εντάξει;"
Η μαμά τον κοίταξε απορημένη. "Εντάξει, όπως θέλεις".
"Εντάξει. Θα περιμένουμε", συμφώνησε κι ο μπαμπάς.
Και κατεβαίνοντας τα σκαλιά ο Γιοχάνες πρόσθεσε: "Μπορεί να χτυπήσω κι αύριο την πόρτα σας".
Ο Γιόακιμ ήταν ενθουσιασμένος. Ένιωθε μια χαρούμενη ανυπομονησία, μια ελπίδα να φουσκώνει βαθιά μέσα του. Επειδή ο Γιοχάνες είχε πει ότι μπορεί να ερχόταν και την επόμενη μέρα. Μπορεί η μαμά κι ο μπαμπάς να 'χαν ικανοποιήσει την περιέργειά τους πέρα για πέρα, ο Γιόακιμ, όμως, όχι. Δεν είχε πάρει ακόμα απάντηση σ' όλες τις απορίες του.
Του φαινόταν πως κάτι έλειπε ακόμα.
Αυτό θα το τυπώσω και θα το διαβάσω αύριο με τον πρωινό καφέ...
ΑπάντησηΔιαγραφή@ Ασκαρδαμυκτί
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ καλή ιδέα!
Αυτό και τ' αυριανό και μετά Καλά Χριστούγεννα!
για την ώρα, καλό βράδυ.
καλημερούδια!! Επισήμως πια, καλές γιορτές!
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλές γιορτές φιλενάδα μου! να περάσεις τέλεια!
ΑπάντησηΔιαγραφήφιλιά :)
Καλημερα
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι μια ομορφη κυριακη Μπλουζ
Καλές γιορτές !
ΑπάντησηΔιαγραφή