Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

8 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ



...λίγη απ' τη δόξα των ουρανών κατέβηκε και φώτισε τη γη...

 Στις 8 Δεκεμβρίου το Γιόακιμ τον ξύπνησε η μαμά. Του ανακάτεψε τα μαλλιά και του είπε:" Ώρα να σηηωθείς, Γιόακιμ. Είναι εφτάμιση και σήμερα έχεις νωρίς σχολείο".
 Ο Γιόακιμ ανακάθισε στο κρεβάτι. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο, που κρέμοταν στον τοίχο πάνω απ' το κεφάλι του.
 Ήταν λες κι η μαμά είχε διαβάσει τη σκέψη του: "Προλαβαίνεις πάντως ν' ανοίξεις το παραθυράκι στο χριστουγεννιάτικο ημερολόγιό σου".
 Το μυαλό του Γιόακιμ άρχισε να γυρίζει. Σκεφτόταν τόσο γρήγορα που πρόλαβε να σκεφτεί ένα σωρό πράματα, πριν η μαμά συνεχίσει: "Λοιπόν; Δε θα το ανοίξεις; Θέλω κι εγώ να δω την εικονίτσα!".
 Όχι! είπε από μέσα του ο Γιόακιμ. Δεν μπορούσε να τ' ανοίξει όσο η μαμά ήταν μέσα στο δωμάτιο και τον παρακολουθούσε. Δεν ήθελε να μάθει κανείς άλλος πως τα παραθυράκια  είχαν μέσα κάτι παραπάνω απ' τις εικονίτσες τους. Ήθελε να μαζέψει όλα τα χαρτάκια και να χαρίσει την ιστορία στη μαμά και στο μπαμπά του την παραμονή των Χριστουγέννων.
 "Μου φαίνεται πως δεν έχεις καλοξυπνήσει ακόμα", είπε η μαμά. "Θέλεις να το ανοίξω εγώ το παραθυράκι στο ημερολόγιό σου σήμερα;".
 "Όχι!" είπε ο Γιόακιμ τόσο δυνατά και τόσο καθαρά, που η μαμά τινάχτηκε. "Θα περιμένω. Θα τ' ανοίξω μόνος μου, όταν γυρίσω απ' το σχολείο. Τώρα δεν προλαβαίνω".
 Και μ' αυτά τα λόγια πήδησε απ' το κρεβάτι του, για να σιγουρευτεί πως η μαμά δε θα 'κανε καμιά κίνηση ν' ανοίξει την εικονίτσα στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο.
 "Κάνε ό,τι θέλεις", είπε η μαμά.
 Και πήγε στην κουζίνα, αφήνοντας τον Γιόακιμ να ντυθεί.

 Όταν ο Γιόακιμ γύρισε απ' το σχολείο, είδε έξω απ' την πορτούλα του κήπου έναν άγνωστο άντρα να περιμένει. Κι επειδή δεν τον ήξερε, ο Γιόακιμ αποφάσισε να κάνει πως δεν τον είχε δει. Άνοιξε την πορτούλα, μπήκε και την έκλεισε πίσω του.
 "Μήπως σε λένε Γιόακιμ;", ρώτησε ο άγνωστος.
 Ο Γιόακιμ στάθηκε στο μονοπάτι που ο μπαμπάς είχε ανοίξει στο χιόνι, και γύρισε προς το μέρος του ξένου. Ήταν γέρος. Κι έδειχνε καλός άνθρωπος. Του Γιόακιμ δεν του άρεσε καθόλου που κάποιος ήξερε τ' όνομά του. Έπρεπε, όμως, ν' απαντήσει.
 "Ναι", είπε. "Έτσι με λένε".
 Ο άντρας κούνησε το κεφάλι του. Πλησίασε στην πόρτα κι έσκυψε από πάνω της προς το μέρος του. Φορούσε ένα πράσινο τσόχινο καπέλο.
 "Καλά το κατάλαβα".
 Η προφορά του ήταν λιγάκι παράξενη. Μπορεί και να μην ήταν Νορβηγός.
 "Έχεις ένα ωραίο χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο. Έτσι δεν είναι;".
 Ο Γιόακιμ τον κοίταξε ξεαφνασμένος. Πού το 'ξερε πάλι αυτό;
 "Ένα μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο", απάντησε.
 "Ναι, ένα μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο, που κοστίζει 75 κορώνες. Τ' όνομά μου είναι Γιοχάνες. Πουλάω λουλούδια στην πλατεία".
 Ο Γιόακιμ έμεινε ασάλευτος. Δεν έβγαλε άχνα. Στο χριστουγεννιάτικο ημερολόγιό του είχε διαβάσει για κάμποσους ανθρώπους που είδαν ξάφνου μπροστα τους έναν άγγελο. Και τώρα ένιωθε λες κι είχε δει κι αυτός με τα μάτια του έναν πραγματικό άγγελο.
 Το 'νιωθε πως αυτή η συνάντηση με το γέρο που πουλούσε λουλούδια ήταν σημαντική. Κι ήθελε να πει κάτι σοβαρό. Μα το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει ήταν: "Πώς το 'ξερες ότι μένω εδώ;".
 Ο Γιοχάνες χαμογέλασε. "Καλή ερώτηση, αγόρι μου", είπε. "Πάω συχνά στο βιβλιοπωλείο, ξέρεις. Μ' αρέσει εκεί μέσα. Κι ήθελα να μάθω σε ποια χέρια είχε καταλήξει το παλιό μου ημερολόγιο. Ευτυχώς που ο πατέρας σου ξέχασε εκεί το δίπλωμα της οδήγησης. Αλλιώς θα δυσκολευόμουν πολύ να σε βρω. Φασντάζομαι, όμως, πως αργά ή γρήγορα θα 'ρχόσουν εσύ να με βρεις κάτω στην πλατεία. Τί λες;".
 Ο Γιόακιμ έγνεψε καταφατικά. Το 'χε σκεφτεί κι αυτός. "Το 'ξερες πως μεσα στα παραθυράκια ήταν κρυμμένα μικρά χαρτάκια, που έχουν γραμμένη μια ιστορία;" ρώτησε.
 "Ναι. Κι ήμουν ο μόνος στον κόσμο που το ήξερε. τώρα, όμως, το ξέρεις κι εσύ", είπε ο γέρο -Γιοχάνες.
 "Είναι χειροποίητο;".
 "Πέρα για πέρα. και πολύ παλιό. Αλλά αυτή είναι μια πολύ παλιά ιστορία. Το άνοιξες το σημερινό παραθυράκι;".
 Ο Γιόακιμ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. "Πρέπει να τ' ανοίγω, όταν η μαμά κι ο μπαμπάς δε με βλέπουν, γιατί δε θέλω να πάρουν είδηση τα χαρτάκια. θα τα μαζέψω όλα μαζί και θα τα βάλω κάτω απ' το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Θα τους τα κάνω δώρο για τα Χριστούγεννα".
 "Καλή ιδέα", είπε ο Γιοχάνες. "Και με το χτεσινό τί έγινε; Το άνοιξες; Διάβασες το χαρτάκι; Αν δεν γελιέμαι, οι προσκυνητές μας πήραν ένα πρόβατο απ' το αρχαίο κάστρο του Φιν κι ο άγγελος Εφιριήλ είπε στους φρουρούς να μη φοβούνται".
 Ο Γιόακιμ τα 'χασε. Σχεδόν τρόμαξε που ο γερο - Γιοχάνες τα 'ξερε όλα.
 "Εσύ το 'φτιαξες το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο;" ρώτησε.
 "Και ναι και όχι..."
 Ο Γιόακιμ φοβόταν τόσο μήπως ο γέρος σηκωθεί ξαφνικά και φύγει, που βιάστηκε να τον ρωτήσει κάτι ακόμα.
 "Κι έγιναν όλα αυτά στ' αλήθεια ή τα έβγαλες απ' το μυαλό σου;".
 Ο Γιοχάνες σοβαρεύτηκε. "Ωραίες είναι οι ερωτήσεις", είπε. "Αλλά η απάντηση δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση".
 "Αναρωτιέμαι αν η Ελίσαμπετ στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο είναι η ίδια με την Ελίσαμπετ στη φωτογραφία που είχες αφήσει στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου", είπε το παιδί.
 "¨Ώστε σου είπε και για τη φωτογραφία;" αναστέναξε ο Γιοχάνες. "Καλά, λοιπόν. Δεν έχω τίποτα πια να κρύψω. Έτσι κι αλλιώς είμαι πολύ γέρος. Αλλά τα Χριστούγεννα δεν έφτασαν ακόμα. Καλύτερα να μιλούσαμε για την Ελίσαμπετ μια άλλη φορά". Και ξεκόλλησε απ' την πορτούλα κάνοντας ένα βήμα πίσω. "Σάμπετ...Τέμπας..." μουρμούρισε μέσα απ' τα δόντια του. ο Γιόακιμ δεν κατάλαβε. Ίσως, όμως, ο γέρος δεν μιλούσε σ' αυτόν.
 Στο τέλος ο Γιοχάνες τον αποχαιρέτισε. "Πρέπει να φύγω τώρα. θα ξανασυναντηθούμε, πάντως. Γιατί αυτή η πανάρχαια ιστορία φέρνει πάντα τους ανθρώπους κοντά τον έναν με τον άλλο". Και με γρήγορα βήματα απομακρύνθηκε και χάθηκε στη γωνιά του δρόμου.
 Ο Γιόακιμ στεναχωρήθηκε που δεν πρόλαβε να του κάνει άλλες ερωτήσεις. Έπρεπε να μάθει αν η μεγάλη ζωγραφιά άλλαζε στ' αλήθεια, καθώς διάβαζε ένα ένα τα χαρτάκια της κάθε μέρας.
 Μπήκε βιαστικά στο σπίτι κι άνοιξε το παραθυράκι με τον αριθμό 8. Η εικονίτσα έδειχνε ένα βοσκό που κουβαλούσε ένα αρνάκι στους ώμους του. Ο Γιοακιμ πήρε στα χέρια του το χαρτάκι, το ξεδίπλωσε προσεκτικά κι άρχισε να διαβάζει.

 Ιακώβ

 Μια απ' τις τελευταίες μέρες του 1.499 τέσσερα πρόβατα, ένας βοσκός, ένας Μάγος απ' την Ανατολή, ένας άγγελος κι ένα κοριτσάκι απ' τη Νορβηγία βγήκαν απ' τη βαρκούλα που τους είχε μεταφέρει πάνω απ' τα νερά του Λίλεμπελτ στη γη της Γιουτλάνδης.
 "Δόξα τω Θεώ!" είπε ο Κάσπαρ, όταν πάτησε το πόδι του στη στεριά.
 "Ναι. Κι έχουμε μεγάλο ταξίδι μπροστά μας, ώσπου να ξαναπεράσουμε θάλασσα", είπε κι ο Ωσηέ.
 Ο άγγελος Εφιριήλ κούνησε το κεφάλι του. "Αλήθεια! Μόνο μια θάλασσα έχουμε να περάσουμε ακόμα για να φτάσουμε στη Βηθλεέμ!"
 Η Ελίσαμπετ δεν είχε ιδέα για ποιο πράγμα μιλούσαν. "Μα είμαστε ακόμα πολύ μακρια απ' τη Βηθλεέμ!" είπε. "Έτσι δεν είναι;".
 "Ναι, πράγματι", απάντησε ο άγγελος. "Είναι μακρια ακόμα. Κι απέχουμε πολλά χρόνια απ' τη γέννηση του Χριστού. Αλλά δεν έχουμε παρά μια μόνο θάλασσα να διασχίσουμε. Τη Μαύρη θάλασσα".
 Η μικρή συντροφιά προχώρησε έτσι κι έφτασε σε μια πόλη χτισμένη στο μυχό ενός φιορδ. Στην άκρη της πόλης είδαν ένα μεγάλο κάστρο. 
 "Αυτήν την πόλη την λένε Κόλντιγκ και βρίσκεται στη νότια Γιουτλάνδη", είπε ο Εφιριήλ. "Εδώ και κάμποσους αιώνες είναι σπουδαίο εμπορικό κέντρο. Το κάστρο το λένε Κολντιγκχάους. Πολλοί απ' τους βασιλιάδες της Δανίας έχουν κατοικήσει εδώ. Το ρολόι μου δείχνει πως βρισκόμαστε στο σωτήριο έτος 1.488 απ' τη γέννηση του Χριστού".
 Ο Ωσηέ χτύπησε το χώμα με το ραβδί του. 
 "Μην αργούμε!" φώναξε. "Πάμε! Πρέπει να φτάσουμε στη Βηθλεέμ!".
 Κι ανέβηκαν την πλαγιά ενός χαμηλού λόφου, απ' όπου φαινόταν όλη η γύρω χώρα. Δροσερά λουλουδάκια φύτρωναν παντού ολόγυρα. Θα πρέπει να 'ταν καλοκαίρι. Η Ελίσαμπετ έδειξε με το χέρι της τη γη, χωρίς να σταματήσει το τρέξιμο. 
 "Κοίτα όλα τα όμορφα αγριολούλουδα!" είπε.
 Ο άγγελος κούνησε το κεφάλι του με ύφος μυστηριώδες. 
 "Είναι λίγη απ' τη δόξα των ουρανών, που κατέβηκε και φώτισε τη γη", εξήγησε. "Υπάρχει, βλέπεις, τόσο πολύ δόξα στους ουρανούς, που δεν είναι δύσκολο πράμα να ξεχειλίσει και να χυθεί μια στάλα στη γη".
 Η Ελίσαμπετ συλλογίστηκε τα λόγια του αγγέλου και της άρεσαν τόσο, που τα 'κρυψε βαθιά μέσα στην καρδιά της. 
 Ξάφνου ο βοσκός σταμάτησε κι έδειξε το μικρό κοπάδε, που έτρεχε μπροστά του.
 "Λείπει ένα πρόβατο!" είπε.
 Δε χρειάστηκε να πει περισσότερα. Όλοι το 'βλεπαν. Ήταν λες κι η γη είχε ανοίξει κι είχε καταπιει το μικρό αρνάκι με το κουδουνάκι περασμένο στο λαιμό του.
 "Πού είναι;" ρώτησε στεναχωρημένη η Ελίσαμπετ.
 "Τ' αρνάκια είναι τόσο όμορφα!" είπε ο Ωσηέ. "Κάτασπρα και μικρά, χαίρεσαι στ' αλήθεια να τα βλέπεις. Αλλά είναι τόσο άτακτα, δεν μπορείς να τα κουμαντάρεις εύκολα. και τα κουδουνάκια που τους περνάμε στο λαιμό δεν βοηθούν πάντα. Προσέχω το ένα και το άλλο ξαφνικά χάνεται. Κι όταν βρίσκω το πρώτο, το δεύτερο αποφσίζει εντελώς απρόσμενα να φύγει απ' το κοπάδι. Είναι δύσκολη η δουλειά του βοσκού. Και δεν είναι μικρό πράγμα να οδηγήσεις ένα ολόκληρο κοπάδι ως τη Βηθλεέμ. Κι όπως είναι γραμμένο, τώρα θα πρέπει ν'΄αφήσω το κοπάδι και να ψάξω το αρνάκι, αυτό το ένα που χάθηκε".
 Τα μάτια της Ελίσαμπετ γέμισαν δάκρυα. Μα την ίδια εκείνη στιγμή ένας άντρας φάνηκε πάνω στην κορυφή του λόφου. Ήταν κι αυτός ντυμένος σαν τον Ωσηέ και στους ώμους του κουβαλούσε το αρνάκι που είχε χαθεί.
 "Είναι κι αυτός απ' τη δική μας συντροφιά", είπε ο Εφιριήλ.
 Ο άντρας άφησε το αρνάκι στα πόδια της Ελίσαμπετ. Κι απλώνοντας το χέρι του στον Ωσηέ είπε: "Είμαι ο Ιακώβ, ο βοσκος. Ο δεύτερος απ' τους βοσκούς που περιμένουν το χαρμόσυνο άγγελμα στους αγρούς έξω απ' τη Βηθλεέμ. Ήρθα να σε βοηθήσω, για να φτάσουμε με το κοπάδι ως εκεί".
 Η Ελίσαμπετ χτύπησε ευχαριστημένη τα χέρια της. Ο Ωσηέ χτύπησε με το ραβδί του το χώμα κι είπε όπως πάντα: "Εμπρός για τη Βηθλεέμ!".
 Οι δυο βοσκοί άρχισαν να τρέχουν πίσω απ' το μικρό κοπάδι. Ο Κάσπαρ, ο μάυρος βασιλιάς, ο άγγελος Εφιριήλ κι η Ελίσαμπετ βάλθηκαν κι αυτοί να τρέχουν ξωπίσω τους.
 Περνώντας απ' την παλιά πόλη του Φλενσμουργκ, ο άγγελος είπε : "Μας χωρίζουν πια 1.403 χρονια απ' τη γέννηση του Χριστού. Σε λίγο θα περάσουμε τα σύνορα: Θα μπούμε στη Γερμανία και θα χαθούμε στα βάθη του Μεσαίωνα".


 Ο Γιόακιμ καθόταν βυθισμένος στις σκέψεις του. Ο άγγελος Εφιριήλ είχε πει ότι τ' αγριολούλουδα ήταν ένα κομμάτι απ' τη δόξα των ουρανών, που 'χε κατεβεί κι είχε ομορφύνει τη γη. Γιατί υπάρχει, είπε ο Εφιριήλ, τόση πολύ δόξα στους ουρανούς, που εύκολα ξεχειλίζει και χύνεται στα χωράφια και στα δάση, να τα ομορφύνει. Μόνο ένας άνθρωπος που πουλάει λουλούδια θα μπορούσε να γράψει κάτι τέτοιο, είπε ο Γιόακιμ με το νου του.
 Δεν μίλησε σε κανένα για την επίσκεψη του Γιοχανες. Αν το 'λεγε αυτό στη μαμά ή στο μπαμπά, θα 'πρεπε να φανερώσει και το μυστικό της ιστορίας που διάβαζε στα διπλωμένα χαρτάκια μέρα με τη μέρα.
 Είχε πια τόσο πολλά μυστικά να κρατήσει φυλαγμένα, που του φάνηκε πως το κεφάλι του θα 'σπαγε.

6 σχόλια:

  1. Κι εμείς στην ώρα μας σηκωθήκαμε!
    Καλημέρα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. την περίμενα την ιστοριούλα να μου κάνει συντροφιά με τον καφέ μου...
    καλημέρες...φιλάκια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. καλημέρα anour
    καλημέρα c μικράκι

    φιλάκια πολλά!
    έχετε αρκετά κουράγια;
    μέχρις τις 24 βαστά η ιστορία!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Πόσο χαίρομαι που θα κρατήσει τόσο!
    Είναι πολύ τρυφερό !Θα το περιμένω κάθε μέρα με
    λαχτάρα!
    Καλή σου νύχτα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. @ maria koran
    αν σου αρέσει είναι η καλύτερη ανταμοιβή για τον κόπο που κάνω να το αντιγράφω απ' το βιβλίο.
    πάντως κι εμένα μ' έχει συναρπάσει.
    καλό βράδυ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Και μένα μ' αρέσει !!! Εγώ το διαβάζω με τη βραδινή μου σοκολάτα, αλλά σήμερα επειδή την ήπια το μεσημέρι, κάνω τσάι ;) πάω στην επόμενη τώρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή