...πριν καν προλάβει το παιδί να τεντώσει το δάχτυλό του...
Την άλλη μέρα ο Γιόακιμ ξύπνησε από τη μαμά και το μπαμπά. Ανακάθισε στο κρεβάτι. Δέκα μέρες είχαν μείνει όλες κι όλες ως την παραμονή των Χριστουγέννων.
Τί θα γίνονταν η Ελίσαμπετ, ο άγγελος Εφιριήλ και όλοι οι άλλοι που πήγαιναν στη Βηθλεέμ;
Πριν προλάβει ν' ανοίξει το παραθυράκι στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο, η μαμά κι ο μπαμπάς μπήκαν στο δωμάτιό του.
"Ας μην αργούμε", είπε ο μπαμπάς. Κάτω απ' τη μασχάλη του κρατούσε δύο μεγάλους άτλαντες.
Ο Γιόακιμ άνοιξε το παραθυράκι με τον αριθμό 14. Το διπλωμένο χαρτάκι έπεσε στο κρεβάτι του κι ήταν στο μικρό τετράγωνο μια σχεδία με ανθρώπους, ζώα και αγγέλους.
Κάθισαν δίπλα δίπλα στην άκρη του κρεβατιού. Εκείνη τη μέρα ήταν η σειρά του Γιόακιμ να διαβάσει.
Κοντά στο τέλος του ένατου αιώνα μια παράξενη σχεδία έπλεε στα νερά του ποταμού Πάδου προς τ' ανατολικά, προς την Αδριατική θάλασσα. Η περιοχή την οποία διέσχιζε το ποτάμι λεγόταν Λομβαρδία. Πάνω στη σχεδία ήταν φορτωμένο ένα μικρό κοπάδι πρόβατα, που βέλαζαν κλαψιάρικα, επειδή δε τα άφηναν να πιουν νερό απ' το ποτάμι. Το πιο μικρό χοροπηδούσε ανάμεσα στα άλλα και το κουδουνάκι που είχε περασμένο στον άσπρο του λαιμό χτυπούσε χαρούμενα.
Δύο σοφοί Μάγοι, ο ένας μαύρος κι άλλος λευκός, έδειχναν πότε το ένα και πότε το άλλο απ' όσα έβλεπαν γύρω τους κι έλεγαν λόγια σοφά για την όμορφη εξοχή δεξιά κι αριστερά απ' το ποτάμι. Κι αφού κουβέντιασαν ώρα πολλή για πορτοκάλια και χουρμάδες κι άλλα τέτοια ευλογημένα οπωροφόρα, συμφώνησαν κι οι δυο τους πως άλλο κόσμο, καλύτερο απ' αυτόν, ούτε ο Θεός ο ίδιος δε θα μπορούσε να δημιουργήσει - και μάλιστα σε έξι μόνο μέρες.
Στο πίσω μέρος της σχεδίας στεκόταν ένας άντρας με ρωμαϊκό χιτώνα. Στα χέρια του κρατούσε ένα μακρύ κουπί, που το χρησιμοποιούσε για να κουμαντάρει τη μικρή σχεδία. Τα ρούχα που φορούσε ήταν παλιομοδίτικα. Αλλά δεν είχε περάσει και τόσο πολύς καιρός από τότε που έφυγαν απ' τη μόδα. Μιλούσα μ' ένα κοριτσάκι, που στα χέρια του κρατούσε μια μεγάλη πινακίδα. Απ' τη μια μεριά έγραφε "ΠΡΟΣ ΒΗΘΛΕΕΜ". Κι απ' την άλλη είχε ζωγραφισμένη μια νέα γυναίκα με όμορφα μακριά μαλλιά.
Μα οι πιο παράξενοι επιβάτες της σχεδίας ήταν δύο άγγελοι, που στέκονταν μπροστά μπροστά και χτυπούσαν τα φτερά τους ασταμάτητα, για να μην ξεφύγει η σχεδία απ' τη πορεία της και βγει στη όχθη. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν, βέβαια, βάρκες με προπέλες.
Πού και πού το χερουβείμ, Ο Ουμουριήλ, γύριζε το κεφάλι του στους άλλους και τους φώναζε να θαυμάσουν την ομορφιά του τοπίου.
"Τί υπέροχα που είναι!" έλεγε. "Σκέτο μεγαλείο! Σαν την πέμπτη μέρα της Δημιουργίας, τότε που ο Θεός κάθισε και είδε όλα όσα είχε πλάσει. Τέτοια ομορφιά!".
Μια ή δυο φορές κάποιος απ' την όχθη τους πρόσεξε. Μα η σχεδία δεν έμεινε ορατή παρά για ένα δευτερόλεπτο. Ίσως και ακόμα πιο λίγο. Κι αυτό γιατί δεν έπλεαν μονάχα στα νερά του Πάδου αλλά και στα νερά της ιστορίας, κατεβαίνοντας χρόνο χρόνο το παλιρροϊκό κύμα του χρόνου. Ένα μικρό παιδί στάθηκε στη άκρη του νερού κι άπλωσε το χέρι του να δείξει την παράξενη σχεδία που έπλεε στη μέση του ποταμού. Μα η σχεδία χάθηκε μπροστά απ' τα μάτια του, πριν καν προλάβει το παιδί να τεντώσει το δάχτυλό του.
Μήπως δεν ήταν ένα παιχνίδισμα της φαντασίας, λοιπόν;
Πέρασα αρχαίες ρωμαϊκές γέφυρες, φρούρια, θέατρα, ναούς κι υδραγωγεία. Ο άγγελος Εφιριήλ τους έδειχνε όλες τις εκκλησίες.
"Στα νιάτα μου ταξίδευα συχνά σ' αυτά τα μέρη", είπε ο Κυρήνιος κοιτάζοντας γύρω του. "Αλλά αυτό ήταν πριν από πολύ πολύ καιρό... ¨η μήπως θα 'πρεπε να πω ότι θα 'ναι μετά από πολυ΄πολύ καιρό; Δεν ξέρω. Εννοώ απλά ότι έχουμε ακόμα κάμποσο δρόμο μπροστά μας. Ντίξι!".
Η Ελίσαμπετ κατάλαβε ότι μιλούσε για τη ρωμαϊκή εποχή, τότε που οι Ρωμαίοι στρατιώτες είχαν πλημμυρίσει τον κόσμο.
"Πώς ήταν στον καιρό σου του΄τα δω τα μέρη;" ρώτησε.
"Τα ρωμαϊκά θέατρα βρίσκονται ακόμα στην ίδια θέση. Το ίδιο κι οι πορτοκαλιές - κι οι κόκκινες παπαρούνες στις όχθες του ποταμού. Αλλά στα δικά μου τα χρόνια κανείς δεν είχε ακούσει το όνομα του Χριστου΄. Οι εκκλησίες όλες και τα μοναστήρια δεν υπήρχαν τότε. Ούτε παππάδες και καλόγεροι. Ντίξι! Ντίξι!".
Σε λίγο ο Ωσηέ σήκωσε το χέρι του κι έδειξε ένα σημείο της όχθης. "Εκεί θα βγούμε στη στεριά!".
Ο Κυρήνιος άρχισε να σπρώχνει τη σχεδία προς τα έξω κι οι δύο άγγελοι τον βοηθούσαν όσο μπορούσαν με τα φτερουγίσματα τους. Κι ενώ ο Ωσηέ, ο βοσκός, προσπαθούσε να δέσει τη σχεδία στον κορμό ενός δέντρου, ο Εφιριήλ έδινε στον Ουμουριήλ μερικές τελευταίες συμβουλές.
"Αν τυχόν συναντήσουμε κανέναν, μη ξεχάσεις τα λόγια που πρέπει να πεις: "Μη φοβάσαι!". Και να μιλήσεις με γλυκιά, αγγελική φωνή, για να μην τον τρομάξεις. Είμαστε απλώς περαστικοί από δω και πρέπει να βάλουμε τα δυνατά μας να φερθούμε καλά".
Κι οι προσκυνητές βγήκαν ένας ένας στη στεριά, άλλοι περπατώντας με τα δυο τους πόδια, άλλοι στα τέσσερα κι άλλοι πετώντας με τις φτερούγες που είχαν στους ώμους τους. Πέρασαν μπροστά από ένα ξωκκλήσι και πήραν έναν ανηφορικό δρόμο που προχωρούσε προς τους λόφους της ενδοχώρας.
Οι πόλεις δεν ήταν πολύ μεγάλες την εποχή εκείνη. Σύντομα, όμως, έφτασα σε μια απ' τις μεγαλύτερες που υπήρχαν τότε. Ο Εφιριήλ τους είπε ότι την έλεγαν Πάδουα.
Πριν περάσουν την πύλη της, είδαν έναν άντρα ντυμένο με γαλάζιο χιτώνα. Καθόταν σε μια πέτρα, στην άκρη του δρόμου κι ακουμπούσε τα κεφάλι του στα χέρια του. Έμοιαζε σα να περίμενε εκεί ώρα πολλή.
Ο Ουμουριήλ τον πλησίασε πετώντας, στάθηκε μετέωρος στο αέρα μπροστά του χτυπώντας τα φτερά του και είπε: "Μη φοβάσαι και μη ταράζεσαι. Είμαι ο Ουμουριήλ, άγγελος εξ ουρανού, και βρίσκομαι εδώ με το θέλημα Κυρίου".
Φαίνεται πως τα λόγια του χερουβείμ είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα, γιατί ο άντρας δεν έπεσε μπρούμυτα στο χώμα ούτε να προσπάθησε να κρύψει το πρόσωπό του στα χέρια του. Δεν είπε καν "Αλληλούια" ή "Δόξα εν υψίστοις". Απλά σηκώθηκε και τους πλησίασε.
"Δε μπορεί παρά να είναι κι αυτός δικός μας, απ' τη συντροφιά μας", είπε ο Εφιριήλ.
Ο Άντρας άπλωσε το χέρι του στην Ελίσαμπετ.
"Είμαι ο Ισαάκ, ο βοσκός. Πάω κι εγώ στη Βηθλεέμ, όπως όλοι σας".
Κι έτσι, με τη βοήθεια του Ισαάκ, κατάφεραν να οδηγήσουν τα έξι πρόβατα μέσα απ' τα στενά δρομάκια της Πάδουα.
Όλοι μαζί ήταν δεκαπέντε. και προχωρούσαν τόσο γρήγορα, που οι λιγοστοί διαβάτες στους δρόμους δεν προλάβαιναν να τους κοιτάξουν δεύτερη φορά, πριν χαθούν από μπροστά τους. Μα κι οι προσκυνητές απ' τη μεριά τους, ίσα που πρόφτασαν να ρίξουν μια ματιά όλη κι όλη στους κατοίκους της Πάδουα. Γιατί εκεί που αντίκριζαν έναν αγουροξυπνημένο διαβάτη, αυτός χανόταν από μπροστά τους και την επομένη στιγμή είχε αντικατασταθεί από κα΄ποιον άλλο.
Της Ελίσαμπετ της φάνηκε πως δεν πέρασαν πάνω από μισό λεπτό στην πόλη. Στην πραγματικότητα, όμως, τριγύριζαν στους δρόμους της Πάδουα επί εφτά ή και οχτώ ολόκληρα χρόνια. Γιατί το μισό λεπτό της Ελίσαμπετ είχε τριάντα δευτερόλεπτα. και τα τριάντα αυτά δευτερόλεπτα ήταν αρκετά για να διασχίσουν οχτώ χρόνια στη ιστορία.
Στ 'αρχαία χρονικά διαβάζουμε ότι την περίοδο απ' το 804 ως το 811 οι κάτοικοι της Πάδουα έδειξαν τεράστιο ενδιαφέρον για τους αγγέλους. Όλο και κάποιος ανάμεσά τους έλεγε πως είχε δει μια παράξενη πομπή να περνάει απ' τους δρόμους της πόλης. Ήταν άραγε άγγελοι που είχαν κατεβεί από τα ουράνια στη γη;
Όταν βγήκαν απ' τα τείχη της πόλης, σταμάτησα μπροστά σ' ένα μικρό μοναστήρι.
"Παράξενο μου φαίνεται που ξαναβλέπω μια ρωμαϊκή πόλη", είπε ο Κυρήνιος. "Ποιος να 'ναι τάχα τώρα αυτοκράτορας;".
Ο Εφιριήλ κοίταξε το αγγελικό του ρολόι.
"Ε΄χουν περάσει ακριβώς 800 χρόνια από τη γέννηση του Χριστου΄. Ανήμερα τα Χριστούγεννα αυτής της χρονιάς θα στεφεί αυτοκράτορας της Ρώμης ο Κάρολος ο Μέγας".
"Δηλαδή θα περάσουμε το κατώφλι ενός άλλου αιώνα" είπε ο Ωσηέ. και χτύπησε το ραβδί του στον τοίχο του μοναστηριού.
"Εμπρός, λοιπόν! Ας μην αργούμε! Πάμε στη Βηθλεέμ!".
Ο μπαμπάς άνοιξε τον άτλαντα, ακολούθησε με το δάχτυλό τον ποταμό Πάδο και δεν άργησε να βρει την πόλη Πάδουα. Ύστερα γύρισε τις σελίδες μπρος και πίσω προσπαθώντας να βρει όλα τα μέρη απ' όπου είχαν περάσει οι προσκυνητές στο μακρύ ταξίδι τους.
"Να το Χάλντεν", άρχισε. "Μετά έφτασε στη μεγάλη λίμνη, στη Σουηδία... θα πρέπει να 'ναι η Βέρνερ. Από κει συνέχισαν νότια, στο Κούνγκελβ, στο Γκετεμποργκ, το Χάλμσταντ και το Λουντ. Περάσαν απέναντι, στο νησί Σγιέλεν κι επισκέφτηκαν την Κοπεγχάγη. Μάλιστα. Είναι όλα εδώ. Έφτασαν στο Φιν και πέρασαν απ' το Οδενσέ. ύστερα διέσχισαν τον πορθμό του Λιλεμπελτ κι έφτασαν στη Γιουτλάνδη, πέρασαν τις πόλεις Κόλντιγκ και Φλένσμπουργκ...".
"Μα ταξίδευαν ταυτόχρονα μέσα στο χρόνο, πηγαίνοντας προς τα πίσω στην ιστορία", μπήκε στη μέση η μαμά.
Ο μπαμπάς, όμως, συνέχισε ν' ακολουθεί με το δάχτυλο τη διαδρομή τους πάνω στο χάρτη.
"Να το Αμβούργο. Και μετά η Ελίσαμπετ έμεινε πίσω, στην αγορά του Ανόβερου... εδώ, δηλαδή. Να και το Χάμελιν, η πόλη που πάτησε το λόγο της και δεν πλήρωσε τον άνθρωπο με το μαγικό αυλό, τον άνθρωπο που την είχε σώσει απ' τα ποντίκια".
"Κι εσείς πατήσατε το λόγο σας", τον έκοψε ο Γιόακιμ. Ανοίξατε το μυστικό κουτί μου".
Μα ο μπαμπάς δεν του απάντησε. "Λίγο πιο κάτω, προς το νότο, είναι το Πέτερμπορν. Εκεί τους περίμενε το χερουβείμ, ο Ουμουριήλ. Από κει προχώρησαν στην Κολωνία και μετά πήραν την κοιλάδα του Ρήνου. Κι ο Ουμουριήλ είχε απόλυτο δίκιο: είναι πολύ όμορφα εκείνα τα μέρη".
"Φτάνοντας στο Ρήνο έφτασε και στο δέκατο τρίτο αιώνα", είπε η μαμά.
"Περίμενε μια στιγμούλα!" την παρακάλεσε ο μπαμπάς. "Θέλω ν' ακολουθήσω ολόκληρη τη διαδρομή τους. Στο Μάιντς συνάντησαν τον Βαλτάσαρ. Μετά πήγαν στο Βόρμς και στη Βασιλεία. Η Βασιλεία σήμερα είναι ελβετική".
"Ναι, αλλά η Ελίσαμπετ πέρασε από κει το δωδέκατο αιώνα", επέμεινε η μαμά.
Ο μπαμπάς έψαχνε ακόμα το χάρτη με το δάχτυλο.
"Να η λίμνη Μπίλερ και η λίμνη της Γενεύης. Βρήκα και το Μαρτινί! ο χάρτης είναι πολύ καλός. Μετά ανέβηκαν στις Άλπεις, απ' το πέρασμα του Αγίου Βερνάρδου μάλιστα... Σήμερα υπάρχουν σήραγγες που περνούν μέσα απ' τα έγκατα του βουνού. Κατέβηκαν απ' την άλλη μεριά, στην κοιλάδα της Αόστα κι από κει στη Λομβαρδία και στην κοιλάδα του Πάδου".
"Μπράβο!" είπε η μαμά. "Μην ξεχνάς, όμως, ότι ταξιδεύουν και μέσα στο χρόνο. Κι εμένα μου φαίνεται πως αυτό το δεύτερο ταξίδι είναι ακόμα πιο παράξενο, ακόμα πιο συναρπαστικό, αν το καλοσκεφτείς".
"Σύμφωνοι. Αλλά το ταξίδι αυτό δεν είναι αληθινό. Είναι απλά και μόνο κάτι που κάποιος φαντάστηκε", είπε ο μπαμπάς.
"Εγώ νομίζω ότι είναι και παραείναι αληθινό", είπε ο Γιόακιμ.
"Ναι. Ποιος ξέρει;" πρόσθεσε η μαμά.
Ο μπαμπάς κούνησε μόνο το κεφάλι του. "Αναρωτιέμαι τώρα πια ποια διαδρομή θ' ακολουθήσουν από δω και πέρα...".
"Θεούλη μου, πήγε κιόλας οχτώ η ώρα!" φώναξε η μαμά.
Κι επειδή είχαν αργήσει, βιάστηκαν να ετοιμαστούν και να φύγουν ο καθένας για τη δουλειά του. Τέτοιου είδους βιασύνη ο Γιόακιμ τη σιχαινόταν.
Τρέχοντας για το σχολείο ένα σωρό αλλόκοτα ονόματα στριφογύριζαν στο μυαλό του. Όλα τα μέρη που 'χε δει στο χάρτη.
Στο σχολείο είχαν αρχίσει τις πρόβες για ένα χριστουγεννιάτικο σκετς. Η τάξη του Γιόακιμ θα το παρουσίαζε στο κλειστό γυμναστήριο την τελευταία μέρα πριν απ' τις διακοπές των Χριστουγέννων. Ο Γιόακιμ θα 'παιζε το ρόλο του δεύτερου βοσκού.
Την καλησπέρα μου :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Γιόακιμ θα τα ξέρει όλα για τους μάγους και τους βοσκούς μέχρι τη γιορτή του σχολείου !!
Καφεδάκι και παραμύθι, ότι καλύτερο :)
φιλί *
καλησπέρα παραμυθά μας!
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι άλλη ιστοριούλα για να κλείσει όμορφα η μέρα μας...καλό βράδυ μπλούζ μου,φιλάκια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή δύναμη Μπλούζ, για την πληκτρολόγηση και του αυριανού!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι...καληνύχτα!
καλό βράδυ σ' όλους!
ΑπάντησηΔιαγραφήφιλάκια πολλά.
κοιμάσαι? καλό βράδυ!!
ΑπάντησηΔιαγραφή@ NamNaria
ΑπάντησηΔιαγραφήno no. όχι ακόμη. :)
Καληνύχτα λοιπόν!
ΑπάντησηΔιαγραφή@ Δάφνη Χρονοπούλου
ΑπάντησηΔιαγραφήκαληνύχτα επίσης Δάφνη Δάφνη.
είναι ωραία εκεί που 'σαι.
καλά να περνάς.
φιλάκι.