ΤΡΑΤΑΡΗ ΓΙΟΣ
Τον μικρό μας Αντωνάκη δεν τον παίζανε στην παρέα τους οι μεγαλύτεροι΄ούτε του δάνειζαν ποτέ τα παιχνίδια τους. Ήταν, βλέπεις, μεγάλοι. Πήγαιναν στο Δημοτικό ενώ αυτός ήταν νιάνιαρο. Όταν μπερδευόταν στα ποδια τους πάντα τον παραμέριζαν με το γλυκό ή με το άγριο:
- Φύγε, είσαι μικρός!
Κι εκείνος, μη έχοντας ούτε ένα συνομίληκό του στην κάτω γειτονιά, κατάπινε το φαρμάκι της οναξιάς καθισμένος στο πεζούλι της ποταμιάς, που αντάμωνε τη θάλασσα, κουνώντας νευρικά τα γυμνά ποδάρια του στον αέρα. Ακόμα κι όταν βοηθούσε τους μεγάλους, για να τους καλοπιάσει, στο σήκωμα του αετού, στο σώσιο του αερόστατου, στο μάζεμα των τσάκνων για φωτιά, ευχαριστώ δεν άκουγε.
Ο Αντωνάκης έλεγε τον καημό του στη μάνα του, που ξενόπλενε η κακομοίρα για να βοηθησει το σπίτιτ της. Εκείνη έδινε άλλη εξήγηση:
- Δε σε θέλουν στην παρέα τους, καημενάκι μου, γιατί είσαι τρατάρη γιος. Αυτοί είναι πλούσιοι, παιδιά νοικοκυραίων.
Ο πατέρας του μικρού δούλευε λαμπαδόροςσε γιργίλι αλλά παλιότερα ήταν τρατάρης. Όλοι τον ήξεραν μ΄αυτό το παρατσούκλι. Έβλεπε το σπίτι του μια φορά το μήνα όταν γέμιζε το φεγγάρι και το γρι - γρι σταματούσε για λίγες μέρες το ψάρεμα. Πότε γύριζε μ΄άδεια χέρια, πότε με λίγα λεφτά, πότε με περισσότερα, ανάλογα το μερδικό που έβγαινε. Ίσα - ίσα να φυτοζωούν. Έτσι ο Αντωνάκης αδύνατος, μικρόσωμος, κακοντυμένος, ξυπόλυτος καθημερινά,, νυκοκυρευόταν μόνο τις Κυριακάδεςότανν τον σβάρνιζε απ΄το χέρι η γιαγιά του στην εκκλησιά: παπούτσια, πεντακάθαρα ρούχα, χωρίστρ στα μαλλιά, χωρίς τσίμπλες στα πανέξυπνα μαύρα ματάκια του, χωρίς μύξες στα ρουθούνια του.
Το πιο συνηθισμένο παιχνίδι των μεγάλων ήταν να αρμενίζουν στο ποτάμι, απ΄τη γέφυρα μέχρι το γιαλό, τα πιτυκίσια καϊκια τους. Πελεκούσαν το ξύλο με σουγιά, σκάβαν αμπάρι, φύτευαν άλμπουρο στη μέση, μμπαστούνι στην πλώρη, αρματώναν ξαρτια με σπάγκο, στερέωναν πανιά. Και τάσερναν φορτωμένα ή άδεια απ΄τη μια γούρνα στην απέναντι.Τις γούρνες αυτές στην άμμο τις έσκαβαν στα όχθια του ποταμού και τις βαφτιζαν με ονοματα λιμανιών: Σκιάθος, Σκόπελος, Πλατανιάς, Σαλονίκη, Κασσάνδρα, Λήμνος, Μυτιλήνη. Αναπαράσταση της ναυτικής περιπέτειας των πατεράδων τους που ηταν σχεδόν όλοι θαλασσινοί και έμποροι. Όλα αυτά τα λιμάνια ήταν ιδιοκτησία των μεγάλων. Για τον Αντωνάκη δεν υπήρχε χώρος ούτε για ένα κόρφο. Μόλις έστηνε το λιμάνι του, σκάβοντας με τα χέρια στην άμμο, οι μεγάλοι το ισοπέδωναν με το φτυάρι. Κι αυτός μη μπορώντας να βρει το δίκιο του παραπονιόταν στη μάνα του. Αυτή τον παρηγορούσε:
- Τώρα που θάρθει ο πατέρ σ΄θα τους βολέψ΄!
Λίγο πριν γεμίσει το φεγγάρι ο πατέρα; γύρισε. Άκουσε τα παράπονα του γιού του. Κατενηκε στο υπόγειο και δούλεψε αρκετές ώρες. Πήρε σανίδια, βέργες, πριόνι, σουγιάδες, τιλακια και σκάρωσε ένα καράβι. Το αρμάτωσε, έβαλε πανιά, κάβους από παραγαδόσπαγκο και το δώρισε στο γιο του. Τον φίλησε και του ευ χήθηκε:
- Άντε και καλοτάξιδο! Θα το αρμενίζεις μονάχα στι θάλασσα όταν είναι λαδ΄κάλμα.Δίπλα, πλάι - πλάι στο στάχυ.
Τα ματάκια του μικρού έλαμψαν από ενθουσιασμό.
Ο μικρος καραβοκύρης περίμενε δυο μέρες να καλμάρει η θάλασσα. Το απόγιομα πήρε αγκαλιά το καράβι του κα τράνηξε για το γιαλό, δίπλα στο ποτάμι. Σήκωσε ψηλά τα βρακιά του, μπήκε στο νερό και το ακούμπησε ήρεμα στη θάλασσα. Έπλεγε πολύ στσθερά. Ο πατέρας του ήταν καλός ναυπηγός. Ε'ιχε άλει ύφαλα από βαρύ σανίδι. Τόσμπρωξε προς τ΄ανοιχτά και το ίσαξε με την καλούμα που κρατουσε σφιχτά στη χούφτα του. Οι στεριές, το βραδινό αεράκι, φούσκωνε τα πανιά του και το αρμένιζε προς το πέλαγος. Όλοι οι μεγάλοι άφησαν τα καϊκια τους στο ποτάμι. Μαζεύτηκαν γύρω του και θαύμαζαν το πλεούμενο. Ο Αντωνάκης για να τους πειράξει περισσότερο άναψε τη μηχανή του μιμούμενος το θόρυβό της: ντούκου - ντούκου - ντούκου - ντούκου! Το ταξίδι κράτησε μέχρι κει που τέλειωνε η αμμουδιά κι άρχιζαν τα βράχια. Στο τέλος το φουντάρισε και, κρατώντας το γερά απ΄το σπάγκο, το θαύμαζε καθισμένος στα χαλίκια μέχρι που πηρε να νυχτώσει. Δε χόρταινε να το βλέπει. Μετά το τράνηξε έξω, το στράγγισε απ΄τα νερά, το πήρε αγκαλιά κι έκανε για το σπιτι του. Εκεί το πανηγύρισε με τον πατέρα του.
Το ίδιο ταξιδι έκανε το καραβάκι όλα τα ήσυχα απόβραδα. Οι μεγάοι δεν μπορο΄θσαν να καταπιούν την επιτυχία του νιάνιαρου. Τους έαλε γυαλιά! Η ζήλια τους είχε φτάσει μέχρι τα μπούνια. Ένα ράδυ καθώς το ακολουθούσαν στο συνηθισμένο ταξίδι τουο Γιάνναρος, ο γιος του μπακάλη, πησιασε στα ύπουλα κι εκοψετην καλούμα με το σουγιά. Ο Αντωνάκης έμεινε με το σπάγκο στη χούφτα. Το καραβάκι άρχισε ν΄ανοίγεται. Βούρηξε με τα ρούχα στη θάλασσα να πιάσει το σχονί αλλά δεν πρόκανε. Οι άλλοι χαχάνιζαν δίπλα τουκαι το πείραζαν:
- Πήγαινε να το βρεις στη Λήμνο!
Ο φταίχτης τόβαλε στα πόδια. Ο μικρός βρεμμένος κάθισε σ΄ένα βραχάκι΄έκλαιγε, έκλαιγε και με τα νοτισμένα μάτια του αποχαιρετούσε το καράβι του που ανοιγόταν και ξανοιγόταν. Μέρι που χάθηκε.
Το νέο έφτασε στ΄αυτιά των μανάδων, των πατεράδων, του δασκάλου. Μαθεύτηκε ότι ο τελευταίος ξεκόλλησε τ΄αυτιά του Γιάνναρου΄ότι ο πατέρας του τον έριξε ένα μπερντάκι και του τσουκνίδισε τη χούφτα που κρατούσε το σουγιά. Αλλά τι έβγαινε μ άυτό; Το κακό είχε γίνει.
Ο Αντωνάκης κάθε νύχτα στον ύπνο του βλέπει ζωντανό το καράβι του να ταξιδεύει χωρίς καπετάνιο από λιμάνι σε λιμάνι. Στις φουρτούνε ξυπνάει, τινάζεται όρθιος. Πατώντας στις μύτες των ποδιών του βγαίνει στην αυλή και κοιτάζει ανάμεσα σταξεφτισμένα σύγνεφα το φεγγάρι ννα μαγαλώνει φλούδα- φλούδα. Σε λίγες μέρες, σίγουρα, ο πατέρας του θα γυρίσει να του σκαρώσει ένα καινουριο καράβι!