Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021

sapore di sale 8

 ΓΡΑΜΜΑ ΑΠ΄ΤΟ ΜΑΘΙΟ



Ο καινούριος ταχυδρόμος ο Λάμπρος, είχε δεν είχε κλείσει μήνα στη δουλειά. Ήρθε στο πόδι του μπάρμπα - Γιώργη που κόντευε να βγει στη σύνταξη. Αφήστε που τα κότσια του με τα αρθριτικά, τον πρόδιναν στην ανηφόρα. Εδώ και καιρό έπρεπε να περάσεις ο ίδιος απ΄το ταχυδρομείο, ένα μικρό καμαράκι στο στενάκι της παραλίας, να ρωτήσεις αν είχες γράμμα, επιταγή, δέμα. Συχνά, χρέη ταχυδρόμου έκανε κάθε γείτονας που δεν αρνιόταν στο μπάρμπα - Γιώργη ν΄αφήσει το γράμμα στη διπλανή πόρτα.

Ο Λάμπρος, ένα ξανθό χαρούμενο λεβεντόπαιδο, έμαθε γρηγορα όλες τις γειτονιές, τα καλντερίμια, τα σοκάκια, τα μικρά ονόματα των γερασμένων που περίμεναν επιταγή απ΄τα μπαρκαρισμένα βλαστάρια τους, των λογοδοσμένων κοριτσι΄ψν που αντάλλαζαν γράμματα με τους καλούς τους. Εκεί που μπερδευόταν ακόμα ήταν στα παρατσούκλια. Ο σάκος, καινούριοα κι αυτός, κρεμασμενος με λουρί σταυρωτά απ΄το λαιμό του, είχε τρία χωρίσματα. Ένα για τις επιταγές και τα λεφτά, ένα για την επίσηη αλληλογραφία, κοινότητα, σχολείο, εκκλησία, σχεδόν πάντα άδειο, κι ένα για τα γράμματα του κόσμου. Όταν κοβόταν η συγκοινωνία με το καράβι, στις μεγάλες φουρτούνες, ο σάκος ήταν πετσί και κόκκαλο. Όταν ξανάρχιζε, ήταν γκαστρωμένος όπως σήμερα. Εκτός σπό γράμματα, ο καινούριος διανομέας μοίραζε τζάμπα, χωρίς γραμματόσημο, νέα, εμπιστευτικά κουτσομπολιά, προφορικά χαιρετίσματα από γειτονιά σε γειτονιά ή απ΄το διπλανό μικροχώρι όπου πήγαινε κάθε Τετάρτη. Έπλεκε, χωρίς να το ξέρει, με το χαμόγελό του, με τα πειράγματά του ένα ζωντανό δίχτυ, ένα πλέγμα που αγκάλιαζε όλο το χωριό.


Η διανομή άρχισε απ΄τα μαγαζιά της παραλίας. Μετά ο Λάμπρος ανέβηκε στα γραφεία της κοινότητας, σταμάτησε σε δυο - τρία σπίτια πιο πάνω και τώρα βρισκόταν μπροστά στης κυρά - Φανής. 

- Κυρά - Φανή ο ταχτδρόμος! φώναξε δυνατά.

Στο δευτερόλεπτο η κυρά - Φανή, χωρίς να προλάβει να πετάξει τη λαδωμένη ποδιά της, δρασκέλισε τη σκάλα, βρέθηκε μπροστά στην ξύινη πόρτα της αυλής της, αφήνοντας τις χάντρες να βράζουν μόνες τους στον τέτζερη. 

- Καλημέρα κυρά - Φανή, την πρόλαβε ο Λάμπρος. Γράμμα απ΄υο Μαθιό. Βλέπω ξενικά γραμματόσημα.

- Το παλιοπαιδο μ΄έχει ξεχασει. Καλά που θυμήθηκε πως έχει μάνα!

- Δεν τον ξέρω το Μαθιό κυρά - Φανή, αλλ΄ακούω τα καλύτερα λόγια. Μετά, τις προάλλες δε σ΄είχε στείλει επιταγή; Εγώ δεν στην έφερα;

Η κυρά Φανή κολακεύτηκε. Αναγκάστηκενα συμφωνήσει. Ο γιος της ηταν χρυσό παιδί. Άδικα γκρίνιαζε. Άρπαξε το γράμμα απ΄τα χέρια του. Θέλησε ν΄ανταποδώσει το δώρο του.

- Ένα γλυκό καρυδάκι, Λάμπρο μου;

- Άλλη μέρα. Μου το χρωστάς. Σ'ημερα βιάζομαι, απάντησε ο Λάμπρος δείχνοντας τη γκαστρωμένη σάκα του. Η κυρά - Φανή πρότεινε να κόψει μια γαρδένια και να την περάσει στο αυτί του πριν ξαναβγει στο καλντερίμι.

- Να΄σαι καλά παιδί μ΄! Και καλό τυχερό!

Ο ταχυδρόμος χάθηκε στη στροφή του δρόμου πίσω απ΄το σπιτι της. Η κυρά - Φανή κρατώντας το γράμμα σφιχτά στο στήθος της μπήκε στην κουζίνα να ρίξει νερό στον τέτζερη πριν κολλήσουν οι χάντρες. 

Η γριούλα δεν ήξερε να διαάζει. Ο γιος της την είχε ορμηνέψει να δίνει τα γράμματα να της τα διααει η κόρη της γειτόνισσας, η Αλεξάνδρα, η τσαχπίνα. Ο Θεός την είχε προικίσει με ομορφιά και εξυπνάδα. Πολύ την λιγουτρυόταν ο Μαθιός. Είχε τελειώσει εδώ και χρόνια το σχολείο, με έπαινο. Ο δάσκαλος είχε καλέσςι τον πατέρα της " να κάνει τ΄αδύνατα δυνατά " να προχωρήσει στο Γυμνάσιο. Αλλα΄τ΄αδύνατα έμειναν αδύνατα. Ο πατέρας της δεν όριζε τίποτα εξόν από τη σαπόβαρκά του τη "Γοργόνα". Έτσι, η Αλεξάνδρα χραμιζόταν να μαγειρεύει, να πλέκει, να διαβάζει ΄στορήματα, όπως έλεγε η μάνα της, και να περιμένει το νυμφίο, που ισως ειχε φανεί. Ήταν, όπως λέγαν οι κακές γλώσσες, ο προκομμένος ο Μάριος. Τους είχαν πιάσει πίσω απ΄το αντρότοιχο της γαλιάγρας. Ο πατέρας της, όπως ακο΄΄υστηκε, την ξεμάλλιασε. Το Μάριο τον άρπαξε ο πατέρας του απ΄το αυτί και, θέλοντας και μη, τον έσυρε στον Πειραιά για να μπαρκάρει.Δούλευε τώρα στο ίδιο φορτηγό με το Μαθιό. Έτσι, το αίσθημα είχε ναυαγήσει.

Η κυρά - Φανή βγήκε στο καλντερίμι κι αμέσως χώθηκε στηναυλή της Αλεξάνδρας Τη βρήκε μόνη της. Έπλεκε τερλίκια. Η μάνα της είχε πάει για πικραλίδες. Ο πατέρας της με τη "Γοργόνα ", όπως κάθε μέρα, για χταπόδια.

- Κάν μ΄τη χάρη Αλεξάνδρα μ΄, τη παρακάλεσε η κυρά - Φανή. Διάβασέ μ΄αυτό το γράμμα να δούμε τι λέει ο Μαθιός.

Η Αλεξάνδρα άφησε τα σύνεργά της στο πέτρινο τραπεζάκι της αυλής. Άνοιξε με προσοχή το φάκελο κι άρχισε το διάβασμα:

Αγαπημένη μου μάνα.

Σε φιλώ. Βείσκομαι πολύ μακριά. Στην Ιαπωνία. Το μυαλό μου, όμως, είναι σε σας. Αύριο - μεθαύριο θα φορτώσουμε για Πειραιά. Πρόλαβα κι είδα πολλά ωραία πράγματα εδώ, μανούλα μου. Κτήρια, πάρκα, δρόμους, μαγαζιά. Μεγαλύτερα κι απ΄τον Πειραιά. Πήρα κάρτες να στις δείξω. 'Οταν πάσουμε με το καλό Πειραιά θα πεταχτώ να σας δω. Τάχω καλά με τον Γραμματικό. Είναι Ζαγοριανός. Μ, έγραψε ΄περωρίες. Στο φόρτωμα χωρίς τη γνώμη μου δεν αποφασιζει τίποτα. Είμαι το δεξί του χέρι. Με απάλλαξε απ΄τις βαριές δουλειές. 

Το κόνισμα το Αη - Ρηγινου το ΄βαλα, όπως μούπες, πάνω απ΄το κρεβάρι μου, στην καμπίνα.

Το μόνο που με σταναχωρεί, μανούλα μου, είναι η κατάντια του Μάριου. Πίνει πολύ. Τον φέρνουν κάθε πρωί σκνίπα. Ξοδεύει τα λεφτά του με τις καμπαρετζούδες. Εγώ τον ορμηνεύω αλλά δεν διορθώνεται. Ας μη το μάθουν οι δικοί του από μας.

Να μη μου στεναχωριέσαι από λεφτά. Ν΄ασπρίσεις όλο το σπίτι. Το στομάχι μου δε με ξαναενόχλησε.

Την Αλεξάνδρα που σε βοηθάει, θέω να την ΄φχαριστήσω. Της αγόρασα δώρο ένα ρολόι του χερού. Δώσε χαιρετισμούς σ΄όλη τη γειτονιά, ιδιαίτερα στην Αλεξάνδρα και τους δικούς της. 

Σε φιλώ, το παιδί σου, Μαθιός.

Η Αλεξάνδρα πήρε τα μάτια της απ΄το χαρτί και συμπλήρωσε:

- Ας είναι καλά υο παιδί. Μας θυμάται.

Όσο κράτησε το διάβασμα, τα μάτια της κυρά - Φανής ήταν καρφωμένα στην άκρη του τραπεζιού. Σ΄ένα στενόλαιμο ποτηράκι του πιοτού ήταν βουτηγμένη η γαρδένια που είχε προσφέρει νωρίτερα στο Λάμπρο. Κι αυτός τη δώρισε στην Αλεξάνδρα!

Η γριούλα ευχαρίστησε κι έφυγε.

.................................................................................................................................................................

Στο μακρινό λιμάνι οι δυο φίλοι κρεμασμένοι στις σκαλωσιές ματσκωνίζουν, μέσα στη ζέστη του καταμεσήμερου, τα σιδερένια πλαυρά του καραβιού. Ο Μάριος δουλεύει κι ονειρεύεται να γυρίσει στο νησί να ξανασφίξει στην αγκαλιά του την Αλεξάνδρα. Ο Μαθιός προσπαθεί να μαντέψει τις γκριμάτσες της καθώς διαβάζει το γράμμα του. 

Ο Λάμπρος απολαμαβάνει το τσιπουράκι του στο σπίτι της χήρας στην άκρη του χωριού όπου άφησε το τελευταίο γράμμα.

Η Αλεξάνδρα κρατά απαλά στα χέρια της τη γαρδένια. Ρουφά το άρωμά της εισπνέοντας βαθιά, κλείνει τα μάτια της κι αναστενάζει!




Τη θάλασσα την αλμυρή θα τήνε χαλικώσω

θα τηνε στρώσω μάρμαρο νάρθω να σ΄ανταμώσω.

της Κρήτης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου