ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ
μιας κι είναι τ΄Αη Φανούρη σήμερα, ταίριαξε κουτί.
Τρεις μέρες κράτησε ο Γραίγος. Την τέταρτη το γύρισε Λεβαντε. Απόψε ο αγέρας άρχισε να καταλαγιάζει, η θάλασσα να φρονιμεύει κι οι άνθρωποι νάρχονται στα ζύγια τους μετά την ξαφνική λαχτάρα. Ας πάρουμε τα πράματα π΄την αρχή.
Στο ξαφνικό προβέντζο όλες οι ψαρόβαρκες πρόλαβαν, με την ψυχή στα δόντια, να χωθούν και ν΄απαγκιάσουν στο λιμάνι. Όλες, εξόν απ΄το διχτυάρικο του Λευτέρη. Μέσα στο χαλασμό, μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας κανείς δεν τον είδε, κανένας δεν άκουσε τη μηχανή του. Φαίνεται πως είχε προχωρήσει α καλάρει πολύ βόρεια και δεν πρόκανε να γυρίσει. Έτσι πίστευαν οι λιμανίσιοι που τον περίμεναν χωμένοι στα κασκέτα τους, περπατώντας νευρικά στο μώλο, μέχρι που ξημέρωσε. Τη γνώμη τους συμμεριζόταν ο καπετάν - Τρύφωνας, ο πιο παλιός του λιμανιού. Πότε - πότε τον φώναζαν, από σεβασμό, Λιμενάρχη γιατί οι κουβέντες του, οι προβλέψεις του έβγαιναν παντα στον πόντο.
Κουβέντιασαν όλα τα ενδεχόμενα. Νάκανε βόρεια για τον ψευτόκορφο, το μικρολίμανο; Αδύνατον με τέτοιον αγέρα. Να τόριξε έξω και να ξεροσταλιάζει μούσκεμα σε κάποιους βράχους; Ίσως. Το πιο πιθανό όμως ήταν αυτό που όλοι φιβόταν και δεν τολμουσαν να πουν. Ατμοσφαιρα βαρειά. Αυτό που έκαναν ήταν πρώτα να στείλουν χάρα - μέρα δυο τσακάλια για να ψάξουν βράχο - βράχο βόρεια, μέχρι κει που μπορούσαν, τον κακοτράχαλο γυαλό κι ύστερα να ειδοποιήσουν το Λιμεναρχείο με μια αράδα πόστειλαν στη χώρα με τον ανηψιό του Λευτέρη: ¨Αγνοείται λέμβος Σμαράγδα Λ.Χ.43 ".
Στο σπίτι του Λευτέρη, πάνω απ΄το σχολείο, λαματα και σπαραγμός! η κυρά - Σμαράγδα μια πεταγόταν στην αυλή να ψάξει ε το βλέμμα της στο φουρτουνιασμένο πέλαγος, μια ξανάμπαινε να γείρει το κεφάλι της στις χούφτες της και να κλάψει μπροστά στα ΄κονίσματα. Τα δυο της κοριτσόπουλα είχαν βουβαθεί. Οι γειτόνισσες προσπαθούσαν να της δώσουν κουράγιο. Κάπ΄θάνει πατσιασμένος! την παρηγορούσαν. Ο Λευτέρης ήταν νοικοκύρης σωστός, αγαπητός σ΄όλους, καλός θαλασσινός. Η αντάρα, ομως, δεν ζητάει ταυτοτητες!
Αργότερα η παρέα των αντρών χώθηκε στον καφενέ του μπ΄ρμπα - Λουκά, μπροστά στη τζαμαρία ν΄αγναντεύει τη θάλασσα. Λες και περίμεναν να δουν τη "Σμαράγδα" ανάμεσα στους αφρούς να θαλασσώσουν, να την σώσουν. Τη βουβαμάρα τους έσπασαν τα τσιρίγματα δυο ιτσιρικάδων που έτρεχαν αγκομαχώντας προς τον καφενέ και παραμέρισαν την πορτα:
- Καπετάν - Τρύφωνα κοίτα τι βρήκαμε!
Όλοι στράφηκαν προς το μέρος τους. Οι μικροί άφησαν με προσοχή πάνω στο ξύλινο τραπέζι, αν΄μεσα στους καφέδες, ένα ξύλινο σύμπλεγμα.
- Πού το βρήκατε παιδιά; ρώτησε ο καπετάν - Τρύφωνας, παίρνοντάς το στα χέρια του.
- Πίσω απ΄τον κάβο΄στην μικρή την αμμουδίτσα, εξήγησαν.
- Ήτσν συνήθεια της μαρίδας στις μεγάλες φουρτούνες, που η θάλασσα ξεφορτώνει στη στεριά μαζί με τα φύκια ένα σωρό ευρήματα, να αναζητούν κοχύλες για το ράφι του τζακιού, πιτύκια για ψευτόβαρκες, λαφρόπετρες για τρόχισμα των σουγιάδων τους.
Ο καπετάν Τρύφωνας πήρε στα χέρια του το ξύλινο κομμάτι της κουπαστής. Όλοι έσυραν τις καρέκλες του; κοντά στο τραπέζι. Τα πιτσιρίκια περίμεναν παράμερα τη γνωμάτευση. Η κουπαστή ήταν από πλωριό τμήμα βάρκας. Βαμμένη άσπρη.Από κάτω ένα θαασσί ξύλινο κορδόνι. Όλοι δαγκώθηκαν. Το τσακισμένο κομμάτι ταίριαζετης "Σμαράγδας". Ο καπετάν Τρύφωνας φώναξε τον καφετή, τούδωσε το κομμάτι και τον παρακάλεσε να το βολέψει στην αποθήκη του μαγαζιού. Τα δυο παιδιά διάβασα τις γκριμάτσες των μεγάλων κι έφυγαν με χαμηλωμένα μάτια. Κατάλαβαν τι είχαν φέρει.
Η μέρα έγειρε. Η νύχτα που την ακολούθησε σκέπασε με τη σιωπή και τα σύννεφά της το χωρι όλες και προσπαθούσε να κρύψει απ΄τις γύρω πλαγιές το θαλασσινό δράμα.
Σαν ξημέρωσε ο Θεός τη νέα μέρα, ο Αντώνης, ο μικρός γιος του καλυβιώτης, του Θωμα, διέσχιζε τρέχοντας το μονοπάτι προς το χωριό. Μασούσε και ξαναμασούσε τα λόγια που το ΄πε ο πατέρας του για να μη τα ξεχάσει: Ο Λευτέρης βγήκε στη Νταμούχαρη. Θάρθει μόλις μπουνατσάρει." Την ειδηση είχε φέρει στο καλύβι ο Λιάκος ο Κιραντζής με εντολή να μαθευτεί στο χωριό έεστω και τη νύχτα.
Ο Αντωνάκης έφτασε λαχανιασμένος στην πάνω πλατεία του χωριού αλλά δεν ήξερε για ποιο σπίτι ηταν το μαντατο. Βρήκε μπροστά του το Μενέλαο, τον πελεκάνο, που πήγαινε με τ΄άλογό του πρωί - πρωί στο δάσος. Αντί για καλημέρα του φώναξε τραυλιστά το μήνυμα. " Ο Λευτέρης είναι στη μπουνάτσα. Θάρθει στη Νταμούχαρη" και κάθησε στη ρίζα του πλάτανου να πάρει ανάσα. Ο Λιάκος ξεπέζεψε, έδεσε το ζώο του και πήρε τοπαιδί απ΄το χέρι. Πήγαν στο σπίτι της κυρά - Σμαράγδας που καθότεν άυπνη, με πρισμένα κόκκινα μάτια στο κεφαλόσκαλο, ανάμασσα στις γειτόνισσες. Το μήνυμα διορθώθηκε και το γυναικομάι όρμησε να πνίξει στα φιλια τον πιτσιρίκο. Η κυρά -Σμαράγδα πριν γονατισει μπροστά το ΄κόνισμα του Αη - Νικόλα, έτρεξε στο σεντούκι της, έβγαλε μια χρυσή λίρα και την έδωσε στον πιτσιρίκο που δεν πολυκαταλάβαινε τι γινόταν.
Ο Λευτέρης γύρισε σήμερα Κυριακή πρωί, χαράματα, με τη "Σμαράγδα". Η κουβέρτα της ισοπεδωμένη απ΄τη φουρτούνα. Οι κουπαστές της άθικτες. Έτσι μάθαμε πως εκείνη τη νύχτα το γιργίλι του καπετάν - Μπατάγια είχε ανάψει τις λάμπες του κοντά στο ακρωτήρι που χε καλάρει ο καπετάν - Λευτέρης. Μυρίστηκε το προβέντζιο κι αφού συμμάζεψε σαν κλώσσα τα κλωσσόπουλά της έκανε γύρα, έρριξε καβο απ΄τον τελευταίο λαμπαδόρο του, στη "Σμαράγδα". Ο καιρός τους πρόλαβε αλλά κατάφερε να χαθεί στον κόρφο της Νταμούχαρης. Ο καπετάν - Μπατάγιας όπως εξιστόρησε ο Λευτέρης, δε δέχτηκε ούτε σώστρα, ούτε κέρασμα.
- Είμαι υπάλληλος του Αη - Νικόλα! απάντησε χαμογελώντας.
Μάθαμε αργότερα πως χτες το Λιμεναρχείοβρήκε πνιγμένο στα νερά ας ένα ψαρά απ΄την Κασσάνδρα και απομεινάρια απ΄την τσακισμένη βάρκα του. Ίσως το κομμάτι της κουπαστής στην αποθήκη του Λουκά νάταν παρτσιάδι απ το τσόφλι της.
Σήμερα Κυριακή η κυρά - Σμαράγδα, στη λειτουργία του Αη - Νικόλα, δεν άναψε μικρό κερί σαν τις άλλες Κυριακάδες. Άναψε λαμπάδα, ίσα με το μπόι του άντρα της.
Ο καπετάν - Τρύφωνας άναψε δυο κεριά.Ένα για το σωσμό του Λευτέρη κι ένα για την ψυχή του Κασσανδρινού. Ανάβοντας το δεύτερο μουρμούρησε:
Κι αυτός δικος μας ήταν! Κι έκανε το σταυρό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου