Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021

sapore di sale 2

 ΤΟ ΠΕΡΑΜΑ




Από παιδί το μοναδικό όνειρο του Λευτέρη ήταν, όταν μεγαλώσει, να αποκτήσει και να τιμονέψει καϊκι. Ανυποχώρητος και στην προτίμησή του : πέραμα. Εκει που έκανε σκόντο ήταν τα άλμπουρα. Προτιμούσε τα δυο. Συμβιβαζόταν όμως και με το ένα. Πέρμα γρήγορα, με μηχανή, με πανιά φλόκι και μπούμα. Να ζώνεται με αφρούς σκίζοντας τα κ'υματα. Αυτό λογιάζονταν, αυτό ονειρευόταν στον ύπνο και στον ξύπνιο του. Ο δάσκαλός του το 'μαθε, το ΄δε από τις ζωγραφιές στα τετράδιά του, και τον ειρωνευόταν: 

- Να μην ξεχάσεις Λευτέρη, να κοτσάρεις στο άλμπουρο την Ελληνική σημαία!


Μεγάλωσε μ΄αυτο το όνειρο. Μέχρι τα εικοσιοχτώ του δεν κατάφερε να το πργματοποιήσει.Δουλεψε σκληρα σε πολλά καϊκια, έμαθε τις μηχανές, τα πανιά, τους αέρηδες, τις πορείες, το τιμονι. 'Ομως, όλες τις οικονομίες του, μέχρι δεκάρας, τις έφαγε η παντρειά της στραβοχυμένης αδελφής του. 

Εκεί που το φιλοσοφουσε αν άξιζε τον κόπο ν΄αρχίσει πάλι απ΄την αρχή, του χαμογέλασε η Βαγγελίτσα η μοναχοκόρη του μεγαλοκαραβοκύρη του χωριού. Το σκέφτηκε από δω, το ακέφτηκε από κει, νοστιμούλα ήταν η Βαγγελίτσα, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Τη ζήτησε επίσημα. Ο πατέρας της, ο καπετάν Λουκάς, ξεμοναχιασε την κόρη του, τη ρώτησε, την κοίταξε κατάματα και συμφώνησε. Ο Λευτέρης ξεκαθάρισε πως για προίκα, εκτός απ΄το σπίτι στο λόφο πάνω απ΄το λιμάνι, δεν ηθελε περβόλια με ελιές κι αμπέλια. Προτιμούσε κάμποσες χρυσές λίρες. Σκοπός του να χτίσει, ν΄αρματώσει, να ταξιδέψει το πέραμα που ερμενιζε στο νου του.


Τα κατάφερε. Παντρεύτηκε, τακτοποίησε το σπιτικό του και συντομα μετακόμισε στη Σκόπελο. Απ΄τα χαράμα μέχρι το σούρουπο δούλευε στον ταρσανά μαζί με το μαστρο - Μανώλη και τους καραβομαραγκούς. Διάλεγε τα δτραβόξυλα, τα ποδόσταμα, μετρούσε την καρίνα, πρόσεχε τις καβίλιες, ζύγιαζε τις μασκες της πλώσης. Ήθελε να ξέρει και να νιώθει κάθε γωνιά του καϊκιού του, πόντο στον πόντο, σαν τα παϊδια του κορμιού του. Η " Βαγγελίστρα" , έτσι βλαφρισε το πέραμα, βάφτηκε, αρματώθηκε, αγιάστηκε και γλίστρησε γλυκά - γλυκά στην αλμύρα. Η γυναίκα του βούρκωσε, οι δικοί του καμάρωναν, καθώς όλοι μαζί, ένα τσούρμο κόσμος γύρω τους ασήμωναν κι ευχόταν " μάλαμα το καρφί του ". Η βολιώτική μηχανή, φάνηκε απ΄τη δοκιμή, του ταιριαζε κουτί. 


Η ζωή χαμογελούσε στον καπετάν Λευτέρη. Τα ναύλα πολλά. Τα φορτία περίμεναν στα λιμάνια. Καλός ναυτικός, ανθρωπος με συνέπεια, με πέσα, προσεκτικός, έγινε γρήγορα το πρώτο όνοα στο χωριό του. Όταν καβαυζάριζε τον τελευταίο κάβο πριν μπει στο λιμάνι βαρούσε μπουρου, ξαργούμ επίτηδες, για να τον ακούσει ο δάσκαλός του, συνταξιούχος πια, απ΄το μπαλκονακι του σπιτιού τουκαι να κοιτάξει τη σημαία στο άλμπουρο της " Βαγγελίστρας " . Κάτι σαν εκδίκηση!

Ο καπετάν Λευτέρης χόρτασε λεφτά, στόρισε δυο δίδυμα κορίτσια, παρέα για τη Βαγγελίτσα τουκαι έκανε τη ζωή του που του άρεζε αρμενίζοντας στο Αιγαίο, στο περιβόλι του. Πότε απ΄το Βόλο στον Μόλυβο, πότε απ΄τη Λήμνο στη Σκύρο, πότε απ΄τη Χαλκιδική στον Πειραιά, πότε απ΄τη Κύμη στη Σαλονίκη. Δεν πρόφταινε ούτε να παλαμίζει τα βρεχάμενα.

 

Όμως η ζωή έχει πολλά σκαμπανευάσματα. Πότε σ΄ανεβάζει, πότε σε κατεβάζει. Ίδια όπως όταν βρίσκεται στις πλάτες των κυμάτων. Ένα βαρ΄τ μαδέρι, όταν ξεφόρτωναν στο Μούδρο, έπεσε και του΄σπασε το δεξί του πόδι. Ανήμπορος, θέλοντας και μη, αποτρβηχτηκε απ΄τη θάλασσα στο χωριό του με τραυματισμένη την ψυχή. Στην αρχή φουντάρισε τη "Βαγγελίτσα" στο λιμάνι. Αργότερα την τράβηξε στα βάζια, στο διπλανό καρνάγιο. Όταν τη κοίταζε κατάφαυσα, τα όκια της φαινόταν σα καταπονεμένα μάτια και οι σκουριές που ξέχυνε το μέταλλο σαν ανθρώπινα δάκρυα. Άκουγε δυνατά στ΄αυτιά του ο καπετάν Λευτέρης το παραπονο της :

- Μη με φυλακίζεις στη στεριά, καπετάνιες μου! Γεννήθηκε για ν΄αρμένίζω στο πέλαγος΄όχι να μαραίνομαι στο καρνάγιο!

Ο καπετάνιος κατάλαβε το δίκιο της ¨Βαγγελίστρας¨. Δεν μπορούσε να της στρερήσει τη λευτεριά της. Έτσι αναγκάστηκε να την πουλήσει. Αγοραστής ο φίλος του ο καπετάν Σταμάτης από τη Σκύρο. Οι τελευταίες κουβέντες του Λευτέρη, μετά τις υπογραφές, ήταν η ουσία της συμφωνίας.

- Να το προσέχεις σαν τα μάτια σου! Κι όταν ανηφορίζεις για τη Σαλονίκη να περνάς από δω να πίνουμε καφέ και να σου ξηγώ τις ιδιοτροπίες του. Ο καπετάν Σταμάτης το υποσχέθηκε κρατώντας σφιχτά για ώρα στη χούφτα του τη ζεστή παλάμη του φίλου του.

Από κείνη τη στιγμή ο καπετάν Λευτέρης με το δεκανίκι του άρχισε να ζει την τραγωδία ροτ ξοφλημένου.Το σαράκι τον έτρωγε σιγά - σιγά. Πού να αρμενίζει τώρα η "Βαγγελίστρα" μου; Πρόλαβε  ν΄ απαγκιάσει από τη Γραιγο - Τραμουντάνα σε κάποιο λιμάνι ή θαλασσοδέρνεται αστο πέλαγος; Η γυναίκα του το καταλάβαινε αλλά ήταν ανώφελο. Κατά βάθος ζήλευε γιατί ο ανδρας της νοιαζόταν περισσότερο για το ξυλάρμενο παρά γι΄αυτήν.

Η ανησυχία του Λευτέρη και η διαίσθησή του ήταν διακιολογημμένες. Ο καπετάν Σταμάτης ηταν ταμαχιάρης, Για να πάρει μεγαλύτερο ναύλο φόρτωνε τη "Βαγγελίστρα" μέχρι τα μπούνια. Το δεύτερο χειμώνα έγινε το κακό. Στο Κάβο - Ντόρο, φορτωμένη τούβλα, άφησε οριστικά τον πάνω κόσμο και άραξε στο παλάτι του Ποσειδώνα μ΄όλο το πλήρωμά της. Το μαντάτο έφτασε στο λιμάνι αλλά κανένας δεν ρόλμησε να ρο διαδώσει. Ήξεραν ότι θα σκοτωνε τον καπετάνιο. Το μυστικό, ευτυχώς κρατήθηκε εφτασφράγιστο.


Ο καπετάν Λευτέρης ανύποπτος άραζεστη μικρή αυλίτσα του σπιτιού του που αγνάντευε το πέλαγος, έ[ινε τον καφέ του κι όταν άκουγε μηχανή καϊκιού κάρφωνε τα ματια του προς τη μπούκα του λιμανιού. Μήπως ερχόταν η "Βαγγελίστρα" του; Χρόνια τώρα περίμενε άδικα τη μεγάλη στιγμή. 

Όταν κατέβαινε κούτσα - κούτσα στον καφενέ του λιμανιού οι φιλοι του ναυτικοί απέφευγαν να τον ρωτήσουν εν είχε νέα. Μόνος, όμως, γύριζε τη κουβέντα και πάντα ρώταγε τους καπετάνιους που γύριζαν από ταξίδι :

- Μπας κι απαντήσατε πουθενά τη "Βαγγελίστρα" μου; Κάποιος τον βεβαίωνε ότι στο προηγούενο ταξίδι την είδε φουνταρισμένη στη Χαλκίδα΄περίμενε να μπατάρει το ρέμα. Άλλος ότι ξεφόρτωνε λιπάσματα στο Πλωμάρι. Τελευταία, ότι ο καπετάν Σταμάτης την πούλησε στη Νύδρα. Γι΄αυτό δεν φαινόταν προς το Βορρά. Τ΄άκουγε ο καπετάν Λευτέρης, αναστέναζε και τα ΄βαζε με τον καπετάνιο της:

- Δεν κράτησε το λόγο του! Δεν έχει μπέσα!


Έσβησε πρόωρα μ΄αυτό το παράπονο. Ο καπετάν Σταμάτης δεν κράτησε το λόγο του.

.....................................................................................................................................................................

- Αυτή είναι, παλληκάρια μου, η ιστορία του φίλου μου Λευτέρη, κατέληξε ο παλιός του γείτονας ο μάστρο - Στάθης. Χωρίς αλάτια και πιπέρια, συμπλήρωσε. Σκέτη όπως την έζησα. Με σκαμπανευάσματα. Πότε καλή, πότε κακή. Ούτε μια στιγμή δεν έκανε η καρδιά του λάσκα. Πάντα γιομάτη, παθιασμένη.Ακόμα και μ΄αυτά που εσείς τα λέτε άψυχα.

Άδειασε την πίπα του στη βαρελίσια ξυλόσομπα του καφενέ, χούφτωσε την κούπα του, κατέβαση μια γουλια και μονολόγησε:

- Θε σ΄χωρέσ΄τον!


Θάλασσα πικροθάλασσα

με τα φαρμάκια που΄χεις

δίστιχο του Αιγαίου

(να πω κι εγώ μιας και ταλαιπωριέμαι να πληκτρολογω προς τέρψιν όλων -κι εμού- στο προκείμενο ανάγνωσμα δεν ευθύνεται μα διόλου η θάλασσα. μα το κακό ανθρώπινο σκεπτικό που φτιάνει την αναλγησία και την επιδίωξη του πρόσκαιρου κερδους. summertimeblues)


   



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου