Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Σάββατο 21 Αυγούστου 2021

sapore di sale 3

 Ο ΑΝΤΑΛΑΒΟΣ


Οι τσαπατσούληδες στη θάλασσα δε φτουράνε. Παλιά, σωστή κουβέντα που τη θυμόταν ο γέρο - Κίμων, απόμαχος της θάλασσας εδώ και χρόνια, όταν έβλεπε κάποια ακαταστασία, απερισκεψία σε πλεούμενα. Κουβέντα που αργά ή γρηγορα επαληθευόταν. Η εξαίρεση ήταν μία : ο αντάλαβος, ο Αλέξης ο Λεμονάς. Σ΄αυτόν πήγαινε το μυαλό όλων των ψαράδων του χωριού όταν οι καιροί τους έκλεβαν το μεροκάματο κι ο ταβερνιάρης της παραλίας τους γέμιζε τις κούπες με πηχτό Κουμιώτικο κρασί. Μαθαίαν καθε καινούριο ανδραγάθημά του κι απορούσαν:

- Πώς δεν εχει πνιγεί ακόμη αυτός ο άνθρωπος! Θα πάρ΄ στο λαιμό τ΄και τπ παιδί τ΄!


Στα νιάτα ο Αλέξης δοκιμάστηκε σα μούτσος σε αρκετά καϊκια του νησιού. 'Ομως, πετάχτηε απ΄τους καπεταναίους στη στεριά ως "ανεπίδευκτος μαθήσεως". Αιτία η τσαπατσουλιά κι η ατσαλοσύνη του.  Απόκτησε για ναυτικό κακό όνομα. Κανένας πια δεν τον έπαιρνε στο καϊκι του ΄ούτε για σαβούρα. Πείσμωσε κι αυτός, αγόρασε μια μικρή ψαρόβαρκα τη "Μαρίτσα" και καμάρωνε σαν καπετάνιος της.

Όσο ήταν στα χέρια του η ¨Μαρίτσα" ποτέ δεν είχε καλαφατιστεί, ποτέ δεν είχε στοκαριστεί, ποτέ δν είχε μινιαριστεί. Έβαζε νερά. Η μηχανή της δούλευε όπουε ήθελε εκείνη, Η καρίνα ραγισμένη. Στην κουβέρτα όλα χύμα, ανακαταμένα: ένα κουπί μακρύ κι ένα κοντό, καλούμες σάπιες χιλιοματισμένες, δίχτυα πορποδια, νεροκιλοκύθα τρύπια. Όταν οι άλλοι ψαράδες τον συμβούλευαν  κι ο γιος του ο Φίλιππας τον παρακαλούσε να συμμαζέψει τις σβαρνιές της βάρκας του νευρίαζε:

- Δε βλάφτ΄Τη δ΄λειά τ΄ς την κάνει!

Το φερσιμό του σαν ψαράς ήταν ακόμα χειρότερο. Τους ενοχλούσε όλους. Κάλαρε τα δίχτυα του καβάλα στα δίχτυα των άλλων, φούνταρε πάνω σε ξένα ρεμέντζα, τραβούσε τη "Μαρίτσα", σε φαλάγγια άλλων. Και στις κουβέντες του πάλι αντάλαβος ήταν. Σ΄όποιον διαμαρτυρόταν αποκρινόταν με τη βραχνή φωνή του ότι η θάλασσα, το λιμάνι, η αμμουδιά είναι για όλο τον κόσμο. Με το "όλο τον κοσμο" εννοούσε μόνο το εαυτό του!

Έστω και αργά τα λόγια του γέρο - Κίμωνα επαληθεύτηκαν. Κάποιο πρωί ο αντάλαβος δεν γύρισε στο λιμάνι. Ένα περαστικό μπουίνι τον έπνιξε. Ψάξαν σ΄όλες τις ακτές, στα βράχια, στις παραλίες και τον βρήκα ξαπλωμένο ανάσκελα στην αμμουδιά του Καλόγερου. Αλλου η άρκα του, μισοβουλιαγμένη, αλλού ο κύρης της με μπερδεμένα δίχτυα και σκοινιά στα πόδια. Ευτυχώς δεν είχε πάρει μαζί του το Φίλιππο! Συμμάζεωαν τον Αλέξη, ρυμούλκησαν τη "Μαρίτσα" στο λιμάνι, την τράβηξαν πρόχειρα στην αμμουδιά δίπλα στο μώλο. Θρήνησαν λιγότερο τον Αλέξη και περισσότερο για τη φτώχια της γυναίκας του με τα δυο παιδιά. Ο αν΄ταλαβος ταξίδεψε σ΄άλλο λιμάνι ν΄αναστατώσει κι εκεί τους ήσυχους ψαράδες του.


Ο Φίλιππας, παρόλο μικρός, ένιωθε τώρα την ευθύνη της οικογένειας. Σταμάτησε το σχολείο - άλλο που δεν ηθελε - κι ανασκουμπώθηκε να συμμαζέψει τη "Μαρίτσα". Άλλη επιλογή δεν είχε. Ήταν καταδικασμένος να συνεχίσει το επάγγελμα του συγχωρεμένου. Στη στεριά δεν είχε ούτε ρίγανη. Ούτε σοδειά, ούτε λεφτά, ούτε συμπαράσταση από κανένα. Μόνο καλά λόγια: Κουράγιοο! Άρχισε μόνος του, μετά λίγες μέρες, να μαστορεύει τη βάρκα, να καθαρίζει τη μηχαν΄, να καρφώνει, να στοκέρνει, μ΄όσες γνώσεις μπορεί να ΄χει ένα δεκαεξάχρονο παιδί. Απ΄τα χαράματα μέχρι το βράδυ πάλευε ασταμάτητα μπρούνητα στ΄αμπάρι, μουτζουρωμένος, σιωπηλός σκεφτικός. Σκεφτικος, γιατί έμαθε ότι ο πατέρας του είχε απλήρωτα τα δίχτυα της "Μαρίτσας".

Ξαφνικά, μια μέρσ, οι ψαράδες του λιμανιού είδαν το Φίλιππο πιο χαρούμενο. Όψη πιο αισιόδοξη. Δεν άργησαν να μάθουν την αιτία. Το παληκάρι ξομολογήθηκε, πως όταν χώθηκε της προάλλες στο καμπούνι να πάρει τα εργαλεία του βρήκε, τυλιγμένα σε εφημερίδα, χρήματα. Χρήματα αρκετά να εξοφλήσει τα μικροχρέη του πατέρα του, ν΄αγοράσει καινούρια μηχανή, καινούρια δίχτυα, κουπιά, κουπιά, άγκυρες.

Κανένας, ποτέ, δεν έμαθε ποιος ήταν ο σωτήρας. Στη σκοτεινή αφέγγαρη νύχτα κάποιος χριστιανός άφησε αθόρυβα στη 'Μαρίτσα" το περίσσευμά του. Έκανε το καλό και το ΄ριξε στο γιαλό.


Λίγες μέρες αργότερα , όταν κυκλοφόρησε το νέο, η καντηλανάφτισσα του Αη - Νικόλα ορικζοταν ΄΄οτι είχε δει μεσ΄τη νύχτα, ΄κείνες τις μέρες, τη σκιά κάποιου γέροντα με γενειάδα να γλιστρά προς το λιμάνι. Σίγουρα ήταν ο Άγιος!

 -Θάμα! Θάμα! μουρούρησαν οι γειτόνισσες και σταυροκοπήθηκαν.

Οι γνώμες διχάζονταν μέχρι που το΄μαθε ο Αργυράκης της Μαρουσώς, ο τσευδός, που εξήγησε το μυστήριο:

- Τα, τα... τα λεφτά ήταν τυ, τυ... τυλιγμένα σε, σε... σε ΄φημερίδα. Αν, αν... αν τάβαζε ο Άγιος θα, θα... τα τυλ΄γε σε, σε... σε φύλλα απ΄του, του... του΄Βαγγέλιου. Ο, ο... ο Άγιος δεν, δεν... δεν διαβάζ΄΄φημερίδες!

Όλοι συμφώνησαν μαζί του.


Τα μαύρα νέφη για βροχή;
τα κόκκινα γι΄αγέρα.

Πρόγνωση καιρού του Αιγαίου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου