ΨΑΡΙΑ ΓΙΑΛΙΣΝΑ!
Ο Βαγγέλης ο τσιλιγγρός, ο ψαράς, τα τσούγκρισε για τα καλά τις προάλλες με τον μπαρμπα - Ανέστη, τον ψαρομανάβη. Έγιναν μαλλιά κουβάρια! Αιτία; τα ζύγια. Κάθισαν στο πεζούλι να λογαριαστούν όπως κάναν κάθε Σάββατο για τα ψάρια της βδομάδας. Άλλα ζύγια θυμόταν ο Βαγγέλης, άλλα έγραφε το ωαρομυρωδάτο δευτέρι του μπαρμπα - Ανέστη. Κουβέντα στην κουβέντα αρπάχτηκαν. Ο ψαρομανάβης του πέταξε τα λεφτά στη μούρη κι ο Βαγγέλης τον ξεφώνισε κλέφτη και μπαγαπόντη. Κανένας δεν κατάλαβε, ούτε αυτοί που τους ξεχώρισαν, ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο. Το αλισβερίσι τους σταμάτησε με την κουβέντα του μπάρμπα - Ανέστη:
- 'Αμα ξαναπάρω λέπ΄απ΄τα ψάρια σ΄να με φτύσεις! Δε θέλω νταραβέρ΄μαζί σ΄ !
Ο μπάρμπα Ανέστης χρόνια τώρα κατέβαινε με το μουλάρι του απ΄τη χώρα στο λιμάνι. Περνούσε βάρκα - βάρκα κι αγόραζε την καθημερινή σοδειά. Ζύγιζε τα ψάρια, τα χώριζε σε γαλίκια ντυμένα με φτέρες σε πρώτα, δεύτερα και γατόψαρα - για τη φτωχολογιά - και τάγραφε στο δευτέρι του, σαλιώνοντας στην άρη το μελανί μπλύβι του, σε ξέχωρη σελίδα για κάθε φορά. Ανέβαινε γρήγορα το απότομο καλντερίμι για να μη τσακίσουν τα ψάρια και μόλις έμπαινε στο χωριό ειδοποιούσε:
- Ψάρια, ψάρια! Ψάρια γιαλισνά!
Πολλές φορές δεν πρόφταινε να φτάσει μέχρι την πλατεια που είχε το στέκι του. Τα γαλίκια άδειαζαν πολύ νωρίτερα. Κάθε Σάββατο στο λιμάνι, πριν ανηφορίσει για τη χώρα, λογαριαζόταν με κάθε ψαρά. βγάζαν ΄καθάριση όπως έλεγαν.
Ζημιωμένος βγήκε ο Βαγγέλης. Ο πεθερός του, ο ταβερνιάρης, δεν μπορούσε να κρατήσει όλα τα ψάρια. Αν περίσσευαν, έστω και δυο οκάδες, έπρεπε να τα πάει μόνο του στο χωριό, μια ώρα ανήφορο. Άξιζε τον κόπο; Τις πρώτες μέρες βολεύτηκε η κατάσταση. Πούλησε λίγα στη γειτονιά, φίλεψε λίγα τον παπά, λίγα τον Τελώνη, κράτησε τα βραστά για σούπα, ξοδεύτηκαν.
Σήμερα του περίσσευαν δυο οκάδες γόπες και μια οκά μελανούρια. ούτε να τα πετάξει μπορούσε ούτε να πουλήσει μπορούσε. Θα γινόταν η καρδιά του Ανέστη. Έμεινε αναποφάσιστος για ώρα. Είχε καταλάβει τη γκάφα του. κράτησε ακίνητη για λίγο τη γκλάβα του κι αποφάσισε να τα στείλει στη χώρα με το γιο του τον Αγγελή. τον φώναξε και του εξήγησε:
- Φερε το γάιδαρο του παπού σ΄ , ντύσε με φτέρες το μ΄κρό το γαλίκ΄, πάρε την παλάτζα και ξεκίνα. Τριάντα οι γόπες και σαράντα τα μελανούρια. Λογαριασμό ξερ΄ς . Θα πας απ΄τον πίσω δρόμο, στον τελευταίο μαχαλά. Εκεί δεν φτάνει ο Ανέστ΄ς . Ξέρεις τι θα φωνάζεις: Ωάρια γιαλισνά!
- Μεσ΄μέριασε πατέρα. Μέχρι να πάω τα ψάρια θα τσακίσουν. Δε θα τα καταφέρω. πατέρα. Δεν έχω πάει άλλ΄φορά. Δεν αγροικώ, διαμαρτυρήθηκε ο Αγγελής.
- Μόνο να τρως αγροικάς; τον αποστόμωσε ο πατέρας του. Δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Έγινε όπως διέταξε.
Ο Αγγελής με το γερασμένο φιλο του άρχισαν ν΄ανηφορίζουν το καλντερίμι. Ίδρωναν, ξεϊδρωναν, έπρεπε να βιαστούν να πουλήσουν τα ψάρια πριν το μεσημέρι, πριν μαγειρέψουν οι νοικοκυρες. Το γαϊδουράκι κοντανάσαινε. Ο Αγγελής το λυπήθηκε. Δεν ανέβηκε καβάλα, όπως σχεδίαζε. Έκοψε μια φουντουκίσια βέργα, αφήνοντας στην άκρη τη φούντα της, περισσότερο για να χαϊδεύει τον συνταξιδιώτη του παρά να τον απειλεί και να τον μαστιγώνει.
Δεν συμπληρώθηκαν δέκα λεπτά ανηφόραςκαι τους σταμάτηε με τα γαυγίσματά του ο Έκτορας του κυρ - Σπύρου. Σχεδόν αμέσως ξεπρόβαλλε κι ο ίδιος ανάμεσα στις φουντουκιές.
- Για πού το ΄βαλες Αγγελή; ρώτησε.
- Πάω να π΄λήσω ψάρια στη χώρα. Γόπες και μελανούρια, απάντησε ο πιτσιρίκος και κράτησε την ουρά του ζώου που έμεινε άγαλμα.
Ο κυρ - Σπύρος είχε το μεγαλύτερο φουντουκλούκι της πλαγιάς. Κείνη τη μέρα του Ιούλη είχε αργάτες κι αργατίνες που μάζευαν τα φουντούκια του. Έσκυψε πάνω απ΄το γαλίκι, παραμέρισε τις φτέρες και χαμογέλασε:
- Ο Θεός σ΄έστειλε! Δεν είχα τι να τ΄ς φιλέψω.
Έκανε μεταβολή, βημάτισε προς το καλύβι του και ξαναφάνηκε με μια μεγάλη χωμάτινη γαβάθα.
- Μπατάρησέ τα όλα, πρόσταξε. και πες μ΄πόσα κάνουν.
- Ένα κατασταρ΄. Αλλά πρέπει να τα ζ΄γιάσω κυρ Σπύρο, διέκοψε ο Αγγελής.
- Να μάθ΄ς να ζ΄γιάζεις και με το μάτ΄αφού θέλ΄ς να γίν΄ς μανάβ΄ς, συμβούλεψε και τα άδειασε μόνο του στη γαβάθα. Έβγαλε ύστερα απ΄την τσέπη του ένα γυαλιστερό κατοστάρικο τόδωσε στον Αγγελή, χαιρέτισε και χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα.
γελούσαν και τ΄αυτιά του πιτσιρίκου, ίσως και του φίλου του, απ΄την αναπάντεχη επιτυχία. Η μόνη του στεναχώρια ήταν πως ξέχασε να ευχηθεί στον πελάτη του " καλοφαγωμένα ", καθως ήταν η συνήθεια. Στο γυρισμό ακολούθησαν αλλο δρόμο. πέρασαν απ΄το περιβόλι του παππού, τη εγάλη βρύση όπου δροσίστηκαν και τ΄απόγιομα γύρισαν θριαμβευτές.
- Πάρε πατέρα το κατοστάρικο. Τα κατάφερα, είπε με καμάρι.
Το πείραμα δεν ξανάγινε. Πέσαν ανάμεσα οι φίλοι, οι συγγενείς και κατάφεραν τον μπάρμπα - Ανέστη να πάρει πίσω τα λόγια του. Μόνο, στα ζύγια ζήτησε να ΄ναι παρών ο Αγγελής. μόνο μ΄αυτόν έκανε την ΄καθάριση!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου