Η ΚΑΚΑΒΙΑ
Η "Αρετούσα" τoυ καπετάν Στρατή, η ομορφότερη ψαρόβαρκα τιυ νησιού, ρεμετζάρισε νωρίς το πρωί στην άκρη του μώλου, δίπλα στην αμμουδίτσα του κόρφου.
Ο Στρατής δούλευε μέχρι πέρσι λοστρόμος στα ποστάλια. Η γκρίνια της γυναίκας και της κορης του, δασκάλας στο απέναντι νησί, τον ξεμπάρκαραν πρόωρα.
- 'Εχουμε Στρατή μου από όλα τα καλά, δόξα στη Βαγγελίστρα. Το κοριτσάκι μας βολεύτηκε. Παράτα τα να χαρείς, του΄γραφε και τηλεφωνούσε αδιάκοπα η γυναίκα του. Κι εκείνος με βαριά καρδιά χαιρέτισε ακμαιότατος, πριν την ώρα του, τα καράβια και γύρισε στο νησί του.
Δεν πρόδωσε, όμως, τη θάλασσα. Όταν τον άφηνε ο καιρός αλμυριζόταν πότε με το παραγάδι του, πότε με τα δίχτυα του, πότε με τη συρτή του. Ρουφούσε με την ανάσα του τις βιταμίνες της θάλασσας και το ΄φχαριστιόταν. Οι συγχωριανοί του, ναυτικοί και ψαράδες οι περισσότεροι, του έδωσαν προαγωγή βαφτίζοντάς τον καπετάνιο και η γυναίκα του η Κατερίνα τον ειχε μη βρέξει και μη στάξει,
Στο σπίτι τους, στο καθιστικό, είχε κρεμάσει στον τοίχο ανάμεσα στα κάδρα των μουστακοφόρων παππούδων, τη φωτογραφία του τελευταίου θαλασσινού του σπιτιού, του καραβιού που τον σεργιάνιζε τα τελευταία δέκα χρόνια. Αν ήθελε να ονειρευτεί, να ρεμβάσει, ξάπλωνε στο μακρόστενο καναπέ, έκλεινε τα μάτια του, μπαρκάριζε και ταξίδευε σε μακρινές θάλασσες΄έμπαινε σε γνωστά λιμάνια, έδενε κάβους και, σα νύχτωνε, τρύπωνε με το Μαθιό στα σκοτεινά σοκάκια της πόλης. Ακόμα δεν είχε αποτοξινωθεί απ΄τις θύμησες.
Εκείνο το πρωινό η καλάδα του είχε πάει καλά. Παρόλο που το φεγγάρι ήταν σχεδόν ολόγιομο αρκετα ψάρια είχαν πέσει στα δίχτυα του: μπαρμπούνια, κουτσουμούρες, μελανούρια, μπερκόχανα, σγατζά...
Ο Στρατής καθισμένος στην πρύμνη, ξεψάρωνε και ξεχώριζε σε διαφορετικά μπουγέλα τα πρώτα, τα καλύτερα, απ΄τα μικρόψαρα, τα γατόψαρα όπως τάλεγαν.Πριν τελειώσει το μάτι του έπεσε στο μικρό Παυλή της Ουρανιώς που πολεμούσε να καμακώσει ένα χταπόδι διπλα στο μώλο.Δε το κατάφερνε και το φόρτωνε ψιλοβρισιές γιατί δε στεκόταν ακίνητο να το πιρουνιασει. Ο Παυλής ήταν δεν ήταν έξι χρονών. Το βλέμμα του Στρατή περπάτησε μέχρι το καλυβάκι της Ουρανιώς, στην ανηφορίτσα πάνω απ΄την αμμουδιά. Άλλη ιστορία κι αυτή! Το Ουρανιώ είχε χηρέψει προσφατα. Ο συγχωρεμένος, τσιράκι παλιοτερα του Στρατή, τζόβενο στο καραβόσκαρο του καπετάν Λεωνίδα, την είχε φέρει από μακρινό νησί. Κανένας δεν ήξερε τους δικούς της. Ούτε ο παπάς που τους πάντρεψε, παρά τις φωνές της μάνας του.Δε πρόλαβε να τη χαρεί. Το ρεμπελιό, η ασωτεία, το πιοτό τον σκότωσαν πρόωρα. Της άφησε κληρονομιά το φτωχοκάλυβο, το διπλανό περβόλι με το λαχανόκηπο. πέντε ελιές, δυο συκιές, δυο λεμονιές, μια κατσίκα, ένα κοτέτσι με πέντε κότες, χρέη στο μπακάλη της παραλίας και δυο κουτσουβελα. Το μεγαλύτερο ήταν ο Παυλής.
Το Ουρανιώ, ένα μελανούρι με φιδισιο σώμα και μακριά μαλλιά, δεν είχε δώσει αφορμές για κουτσομπολιά. Πάλέυε να αντιμετωπίσει μόνη τη φτώχεια της΄να κρατήσει όρθιο το σπιτικό της. Όταν κατηφόριζε στην αμμουδιά να ξεπλύνει στη θάλασσα τα στρωσίδια του καλυβιού της, ανασηκώνοντας τη μαύρη ρόμπα της, οι αναστεναγμοί των ψαράδων που μπάλωναν τα δίχτυα ή νετάριζαν τα παραγάδια τους έφταναν μέχρι τ΄αυτιά της. Αλλά, μα τον Άγιο, σε κανέναν δεν έδινε δικαίωμα να την κουτσομπολέψει για το παραμικρό. Κι ο μπακαλης που πήγε στο καλύβι της με το δεφτερι να ρυθμίσει τα μικροχρέη της έφυγε άναυλος.
Όταν ο Παυλής περνούσε μπροστά απ΄τη δέστρα της βάρκας ο Στρατής του έγνεψε. Κρατώντας τον κουβά με τα καλά ψάρια σαλτάρησε στην πλώρη, τράβηξε τον κάβο ώστε να φιλήσει η βάρκα το μουράγιο και τον έδωσε στον Παυλή.
- Δώσε αυτά στη μάνα σου Παυλή. Είχα μπόλικα ψάρια σήμερα. Μου περισσεύουν. Μονο φέρε μου πίσω τον κουβά.
Ο Παυλής παράτησε το μικρό καμάκι του στο μώλο κι έφυγε τρέχοντας. Ο Στρατής τον ακολούθησε με το βλέμμα του μέχρι το καλύβι. Σε λίγο είδε τη μαύρη σιλουέττα της Ουρανιώς στο κεφαλόσκαλο. Ένιωσε για λίγα δευτερόλεπτα το βλέμμα της καρφωμένο πάνω του. Μια γλυκειά ανατριχίλα σαρωσε το κορμί του. Κίγο αργότερα, καθώς τύλιγε τις καλούμες στα σημαδούρια, φάνηκε ο Παυλής να ξεπροβάλλει πίσω από τις καλαμιές της παραλίας. Πληίασε κι απίθωσε τον κουβά στο μουραγιο.
-Έφερα λίγα σύκα. Είναι ρυζάτα΄απ΄τη μεγάλη μας συκιά, εξήγησε με κάποια δόση περηφάνιας. Και ξανάπιασε το καμάκι του.
Ο Στρατής βολεψε τα δίχτυα του και τα σύνεργά του στο αμπάρι, το σκέπασε και ξέπλυνε το κατάστρωμα. Πήδηξε έξω, βούτηξε το χέρι του στον κουβά και έπιασε μια χάρτινη σακούλα. Μέσα βρήκε τα σύκα. Έβγαλε απ΄την τσέπη του το Σκοπελίτικο μαχαιράκι κι άρχισε να τα καθαρίζει σιγά - σιγά. Τόσο νόστιμα σύκα δεν είχε ξαναφάει! Ρυζάτα βλέπεις! Τα φλούδια τους πετούσε στις αθερίνες που σουλατσάριζαν μπροστά του, στα νερά του λιμανιού. Ύστερα κατάβασε τα μπατζάκια του, πήρε το κουβαδάκι με τα πετρόψαρα, περπάτησε στο ισάδι του χωματόδρομου κι εκανε τον ανήφορο για το σπίτι του. Η γυναίκα του τον περιμενε στην αυλή.
- Καλώς τον! Καλώς τον! Κάθισε να σου ψήσω καφέ. Πώς πήγε η ψαριά Στρατή μου;
- Τίποτα Κατερίνα μου! Μικροπράγματα. Πετρόψαρα. Ίσα - ίσα για μια κακαβιά. Την πεθύμησα.
- Δε το΄ξερες Στρατή μου; Με το φεγγάρι δε σεριανίζουν τα ψάρια, απάντησε εκείνη και χώθηκε στον λαχανόκηπο να δει αν είχε βλαστήσει το σέληνο που θ΄αρωμάτιζε τη κακαβιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου