Όπως έλεγα, γυρίζαμε από το πρωινό μας μπάνιο, όταν στα μισά της Χάι Στρητ μια γάτα πετάχτηκε με φόρα από ένα σπίτι μπροστά μας κι άρχισε να διασχίζει το δρόμο. Ο Μονμόρενσυ έβγαλε μια κραυγή χαράς -την κραυγή του ανελέητου πολεμιστή που βλέπει να του παραδίδουν τον εχθρό στα χέρια του-, το είδος της κραυγής που μπορεί να είχε βγάλει ο Κρόμγουελ όταν οι σκωτσέζοι κατέβηκαν το λόφο- κι όρμηξε πίσω από τη λεία του.
Το θύμα του ήταν ένας μεγάλος μαύρος γάτος. Ποτέ μου δεν έχω ξαναδεί μεγαλύτερο γάτο και πιο ανυπόληπτο στην όψη. Είχε χάσει τη μισή του ουρά, ένα από τα αυτιά του κι ένα σημαντικό τμήμα της μύτης του. Ήταν ένα μακρύ, νευρώδες ζώο. Είχε ύφος ήρεμο κι αυτάρεσκο.
Ο Μονμόρενσυ όρμησε εναντίον εκείνου του φτωχού γάτου με 40 χιλιόμετρα την ώρα' αλλά ο γάτος δεν επιτάχυνε το βήμα του -φαινόταν να μην είχε συνειδητοποιήσει ότι κινδύνευε η ζωή του. Συνέχισε να προχωράει ήρεμα, μέχρι που ο επίδοξος δολοφόνος του βρισκόταν σε απόσταση ενός μέτρου πίσω του' και τότε έκανε μεταβολή, κάθισε στη μέση του δρόμου και κοίταξε τον Μονμόρενσυ μ' ευγενικό, απορημένο ύφος που έλεγε:
“Παρακαλώ; Θέλετε τίποτα;”
Ο Μονμόρενσυ συνήθως δεν κωλώνει' αλλά υπήρχε κάτι στο βλέμμα εκείνου του γάτου που θα μπορούσε να παγώσει το αίμα και του πιο θαρραλέου σκύλου. Σταμάτησε απότομα και ανταπέδωσε το βλέμμα του γάτου.
Κανείς τους δεν μίλησε' αλλά η συνομιλία που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς πολύ εύκολα ήταν η εξής;
Ο ΓΑΤΟΣ: Μπορώ να κάνω κάτι για σας;
ΜΟΝΜΟΡΕΝΣΥ: Όχι – όχι ευχαριστώ.
Ο ΓΑΤΟΣ: Μην ντρέπεστε να το πείτε, αν θέλετε κάτι.
ΜΟΝΜΟΡΕΝΣΥ (οπισθοχωρώντας στη Χάι Στρητ): Α, μπα, καθόλου, σίγουρα – μην ενοχλείστε. Φοβάμαι πως έκανα λάθος. Νόμιζα ότι σας ήξερα. Λυπάμαι για την ενόχληση.
Ο ΓΑΤΟΣ: Καθόλου – ευχαρίστησή μου.Είστε βέβαιος, πάντως, ότι δεν θέλετε κάτι;
ΜΟΝΜΟΡΕΝΣΥ (οπισθοχωρώντας συνεχώς) : Τίποτε, ευχαριστώ – τίποτε απολύτως- πολύ ευγενικό εκ μέρους σας. Καλή σας μέρα.
Ο ΓΑΤΟΣ: Καλημέρα.
Μετά ο γάτος σηκώθηκε και συνέχισε τη βόλτα του κι ο Μονμόρενσυ, βάζοντας αυτό που αποκαλεί ουρά του με προσοχή ανάμεσα στο σκέλια, ξαναγύρισε σ' εμα΄ς και πήρε ταπεινά θέση από πίσω μας.
Μέχρι σήμερα, έτσι κι αρθρώσεις τη λέξη “γάτες!” στο Μονμόρενσυ, θα ζαρώσει εμφανώς και θα σε κοιτάξει ικετευτικά, σα να λέει:
“Σε παρακαλώ, μη μου το κάνεις αυτό”.
Μετά το πρωινό κάναμε τα ψώνια μας κι ανεφοδιάσαμε τη βάρκα για τρεις μέρες. Ο Τζωρτζ είπε ότι θα έπρεπε να αγοράσουμε λαχανικά -ήταν ανθυγιεινό να μην τρώμε καθόλου λαχανικά. Είπε ότι ήταν αρκετά εύκολα στο μαγείρεμα και θα φρόντιζε ο ίδιος γι' αυτό' έτσι λοιπόν αγοράσαμε 5 κιλά πατάτες, ένα τέταρτο αρακά και μερικά λάχανα. Πήραμε μια κρεατόπιτα, δυο τάρτες φραγκοστάφυλο κι ένα μπούτι αρνιού από το πανδοχείο και φρούτα, κέικ, ψωμί, βούτυρο, μαρμελάδα, μπέικο, αυγά και άλλα πράγματα για τα οποία εξορμήσαμε σε όλη την πόλη.
Την αποχώρησή μας από το Μάρλοου την καταχωρώ ως μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες μας. Ήταν αξιοπρεπής κι επιβλητική, χωρίς να είναι επιδεικτική. Είχαμε επιμείνει σε όλα τα καταστήματα που είχαμε επισκεφτεί ότι τα πράγματα θα έπρεπε να μας σταλούν αμέσως. Δεν θέλαμε αηδίες του τύπου, “Μάλιστα, κύριε, θα τα στείλω αμέσως' το αγόρι θα φτάσει πριν από σας, κύριε!” και μετά να χαζολογάμε στην αποβάθρα και να ξαναγυρίζουμε δυο φορές στο μαγαζί και να τσακωνόμαστε γι' αυτά. Περιμέναμε να συσκευαστεί το πανέρι και παίρναμε το παιδί του μαγαζιού μαζί μας.
Πήγαμε σε πολλά μαγαζιά, υιοθετώντας σε όλα την ίδια τακτική' η συνέπεια ήταν πως, μέχρι να τελειώσουμε, μας ακολουθούσε η πλουσιότερη συλλογή αγοριών με πανέρια που θα μπορούσαμε να επιθυμήσουμε' και η τελική πορεία μας στη μέση της Χάι Στρητ προς το ποτάμι θα 'πρεπε να ήταν το πιο επιβλητικό θέαμα που είχε δει το Μάρλοου εδώ και πολύ καιρό.
Η σειρά της πομπής ήταν η εξής:
Ο Μονμόρενσυ που κουβαλούσε ένα ξύλο.
Δυο κοπρόσκυλα, φίλοι του Μονμόρενσυ.
Ο Τζωρτζ φορτωμένος με παλτά και κουβέρτες,
καπνίζοντας μια κοντή πίπα.
Ο Χάρις, που προσπαθούσε να περπατήσει
με άνεση και χάρη
ενώ κουβαλούσε
μια παραφουσκωμένη ταξιδιωτική τσάντα στο ένα χέρι
και ένα μπουκάλι λεμονάδα στο άλλο.
Μπακαλόπαιδο και φουρναρόπαιδο με πανέρια.
Ο μικρός του πανδοχείου,
κουβαλώντας ένα πανέρι.
Μακρύτριχος σκύλος.
Το παιδί του αλλαντοπωλείου με πανέρι.
Άσχετος κύριος που κουβαλούσε μια τσάντα.
που κάπνιζε μια κοντή πίπα.
Το παιδί του οπωροπώλη με πανέρι.
Το παιδί του οπωροπώλη με πανέρι.
Εγώ, κουβαλώντας τρία καπέλα
κι ένα ζευγάρι μπότες με ύφος αδιάφορο.
Έξι μικρά αγόρια και τέσσερις αδέσποτοι σκύλοι.
Όταν φτάσαμε στην αποβάθρα, ο βαρκάρης είπε :
'Για να θυμηθώ, κύριε' ποιο ήταν το σκάφος σας, η ατμάκατος ή το πλωτό σπίτι;”
Όταν τον ενημερώσαμε ότι είχαμε έρθει με το δίκωπο σκιφ, φάνηκε να εκπλήσσεται.
Απολαυστικός ο υποτιθέμενος διάλογος ανάμεσα στην γάτα και τον σκύλο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕνδιαφέρουσα και η συνέχεια!
Φιλιά, καλό απόγευμα!
πολλά φιλάκια καλή μου Έλενα.
Διαγραφήείδες οι μαύροι γάτοι;
η αυτοπεποίθηση μετράει!!
μουτς μουτς.
τι ωραία πράγματα έχανα τόσο καιρό!
ΑπάντησηΔιαγραφήπωωωωω, σίγουρα θα επανορθώσω.
να σου ευχηθώ, εταιροχρονισμένα βέβαια, χρόνια πολλά!
ματς μουτς
ευχαριστώ πολύ.
Διαγραφήείπα να βάλω κάποια ανάρτηση αλλά μετά πέρασε η μέρα και πάει.
του χρόνου!
σε φιλώ.
καλημέρα
ΑπάντησηΔιαγραφήπανέμορφη ανάρτηση με συγκίνησε
Τι ωραία ιδέα το κείμενο! Θα περιμένω συνέχεια!
ΑπάντησηΔιαγραφή