Εκείνο το πρωί είχαμε μεγάλους μπελάδες με τις ατμακάτους. Σε λίγες μέρες γινόταν στο Χένλει οι περίφημες ετήσιες λεμβοδρομίες και οι ατμάκατοι είχα συρρεύσει στο ποτάμι κατά δεκάδες, μερικές μόνες τους, μερικές ρυμουλκώντας πλωτά σπίτια. Σιχαίνομαι τις ατμακάτους και υποθέτω ότι το ίδιο αισθάνονται όλοι οι κωπηλάτες. Δεν μπορώ να δω ατμάκατο χωρίς να νιώσω την παρόρμηση να την παρασύρω σ' ένα μοναχικό μέρος του ποταμιού κι εκεί, μέσα στη σιωπή και την απομόνωση να τη στραγγαλίσω.
Οι ατμάκατοι έχουν μια αυθάδη ξιπασιά που καταφέρνει να ξυπνάει όλα τα κακά μου ένστικτα και να με κάνει να νοσταλγώ τις παλιές, καλές εκείνες ημέρες που μπορούσες να πηγαίνεις και να λες τη γνώμη σου στον κόσμο μ' ένα τσεκούρι κι ένα τόξο και βέλη. Η έκφραση στο πρόσωπο του άντρα που στέκεται στην πρύμνη με τα χέρια στις τσέπες καπνίζοντας το πούρο του είναι από μόνη της αρκετή για να δικαιολογήσει παραβίαση της εκεχειρίας και το ξιπασμένο σφύριγμα προς το μέρος σου για να κάνεις στην μπάντα για να περάσει είμαι βέβαιος ότι θα μπορούσε να εξασφαλίσει ετυμηγορία “ανθρωποκτονίας εν βρασμώ ψυχής” απ' οποιαδήποτε σύνθεση δικαστηρίου με ενόρκους επιλεγμένους μεταξύ των κατοίκων του ποταμού.
Συνήθως αναγκάζονται να σφυρίξουν για να παραμερίσουμε. Αν μου το επιτρέπετε να το κάνω χωρίς να με θεωρήσετε καυχησιάρη, νομίζω ότι μπορώ να πω ειλικρινά ότι η μικρή μας βάρκα, εκείνη την εβδομάδα, προκάλεσε περισσότερη ενόχληση, καθυστέρηση και θυμό στις ατμακάτους που συναντήσαμε, απ' όσο όλα μαζί τα υπόλοιπα σκάφη που κυκλοφορούσαν στο ποτάμι.
“Έρχεται ατμάκατος!” φώναζε ένας από εμάς διακρίνοντας το εχθρό σε απόσταση' και σε ένα λεπτό, είχαμε ετοιμάσει την υποδοχή. Εγώ έπιανα το πηδάλιο κι Χάρις με τον Τζωρτζ κάθονταν δίπλα μου, όλοι μας με την πλάτη γυρισμένη στην ατμάκατο, και η βάρκα κυλούσε ήσυχα προς τη μέση του ποταμού.
Όσο πλησίαζε η ατμάκατος σφυρίζοντας, τόσο εμείς προχωρούσαμε προς τη μέση. Στα εκατό μέτρα περίπου η ατμάκατος άρχιζε να σφυρίζει σαν τρελή και οι επιβάτες της έσκυβαν από την κουπαστή και μας φώναζαν' αλλά εμείς δεν ακούγαμε! Ο Χάρις μας διηγιόταν ένα ανέκδοτο για τη μητέρα του κι ο Τζωρτζ κι εγώ δε θέλαμε να χάσουμε ούτε λέξη από τα λεγόμενά του.
Η ατμάκατος έβγαζε ένα τελευταίο απεγνωσμένο σφύριγμα που κινδύνευε να κάνει τη μηχανή να σκάσει και μετά έβαζε όπισθεν, ξεφύσαγε ατμό, έστριβε επιτόπου και προσάραζε στην όχθη' όλοι οι επιβάτες της έτρεχαν στην πλώρη και μας φώναζαν και οι άνθρωποι στην όχθη σηκώνονταν όρθιοι και μας φώναζαν και όλα τα άλλα περαστικά σκάφη σταματούσαν για να δουν τί συμβαίνει, μέχρι που όλο το ποτάμι για πολλά μίλια μπροστά και πίσω από εμάς περιερχόταν σε κατάσταση φρενιτιώδους ταραχής. Και μετά ο Χάρις σταματούσε στο πιο ενδιαφέρον σημείο τη διήγηση, σήκωνε το κεφάλι με ελαφριά έκπληξη κι έλεγε στο Τζωρτζ:
“Τζωρτζ, μου φαίνεται ότι είδα μαι ατμάκατο!”
Κι ο Τζωρτζ απαντούσε:
“Κι εμένα μου φάνηκε ότι κάτι άκουσα!'
Μετά από αυτό εκδηλώναμε σύγχυση κι εκνευρισμό και δεν ξέραμε πώς να βγάλουμε τη βάρκα από τη μέση και οι άνθρωποι από την ατμάκατο μας έδιναν οδηγίες:
“Τράβα δεξιά -εσύ, εσύ ηλίθιε! Κάνε πίσω με το αριστερό. Όχι, όχι εσύ -ο άλλος- αφήστε ήσυχα τα σκοινιά, επιτέλους -τώρα, και οι δύο μαζί. ΟΧΙ έτσι. Βρε, που να!.....”
Μετά κατέβαζαν μια βάρκα κι έρχονταν να μας βοηθήσουν' και μετά από προσπάθεια ενός τετάρτου της ώρας μας έβγαζαν από το δρόμο τους για να μπορέσουν να συνεχίσουν' εμείς τους ευχαριστούσαμε θερμά και τους ζητούσαμε να μας ρυμουλκήσουν. Αλλά ποτέ δεν το έκαναν.
Άλλος ένας τρόπος που βρήκαμε για να ενοχλούμε το αριστοκρατικό είδος της ατμακάτου ήταν να εκλαμβάνουμε τους επιβάτες της για εκδρομικό γκρουπ και να τους ρωτάμε αν ήταν οι εργαζόμενοι στο φωταέριο ή ο Φιλανθρωπικός Όμιλος του Μπέρμοντσι κι αν μπορούσαν να μας δανείσουν ένα τηγάνι.
Οι γριές κυρίες, ασυνήθιστες στο ποτάμι, αισθάνονται πολύ άσχημα πάντα με τις ατμακάτους. Θυμάμαι κάποτε που ανέβαινα από το Στέινς στο Ουίνσδορ -μια έκταση νερού ιδιαίτερα πλούσια σ' αυτά τα μηχανικά τερατουργήματα- με μια παρέα που αποτελούνταν από τρεις κυρίες αυτής της περιγραφής. Είχε πολύ πλάκα. Μόλις έπαιρνε το μάτι τους ατμάκατο, επέμεναν ν' αράξουμε και να καθίσουμε στην όχθη μέχρι να ξαναχαθεί από τα μάτια μας. Έλεγαν ότι λυπούνταν πολύ, αλλά είχαν χρέος προς τις οικογένειές τους να μην είναι ριψοκίνδυνες.
καλησπέρα
ΑπάντησηΔιαγραφήτελικά η θάλασσα έστω κι αν έφυγα για εργασία με κυνηγά και στο νετ...
ωραίο δροσερό ήταν
άγρια ένστικτα για κωπηλάτες!
Διαγραφήκαλημέρα akrat.
"και η βάρκα κυλούσε ήσυχα προς τη μέση του ποταμού"...
ΑπάντησηΔιαγραφήμακάρι έτσι να κυλούσε κάποιες φορές και η ζωή μας...
εκεί είναι Αγγλία.
Διαγραφήάλλο ύφος.
και στη μέση ροκ! καλά μας εξόντωσαν σ αυτές τις τελετές έναρξης και λήξης φέτος.
καλημερούδια Λυχναρίτσα αγαπημένη.
Θα χαρώ πολύ αν δεχθείς ένα βραβειάκι για το blog σου!:)
ΑπάντησηΔιαγραφήβραβειάκι;;
Διαγραφήλένε όχι στα βραβειάκια ποτέ;;;
Ποτέ μα ποτέ!
ευχαριστώ.
φιλιά.
πώς στραγκαλίζεις μια ατμάκατο;
ΑπάντησηΔιαγραφήτο έγραψα με δύο γγ.
Διαγραφήτώρα θα το αλλάξω.
μπας και πάρει ανάσα κι αγκαλιά...
αλλά τελικά γράφεται με δύο γγ.
Διαγραφήτο ξανακοίταξα.
βέβαια στο νέτι το έχει κι έτσι κι αλλιώς.
ορθογραφία!
άκρη δε βγάζεις...