πονηρούτσικα, πονηρούτσικα φεύγει η Πέμπτη, δραπετεύει εν σιγή. Το μισό του μισού, μισοφέγγαρο. Η πόλη, φωτεινή παραίσθηση. Κι εκεί σε μια λοξή ριπή φωτός πλήκτρα ταξιδεύουν, με χαλασμένο φανάρι τρέχουν, πιτσιλιές χρώμα, σ άσπρα μαύρα ξελογιάσματα. Ένα κερί στάζει, το χέρι καίει που κοντοστέκεται από μια σκέψη, μια παρόρμηση, μια ανάσα πίσω, εκπνοή μπρος, αμυδρό φως από το χωλ. Στενάχωρο χωλ παλιάς πολυκατοικίας. Ένα ζευγάρι χορεύει με μιαν αγάπη θυμού, μιαν αδιαλλαξία, παζάρι νίκης και ήττας.Λυγίζεi του κεριού το φυτίλι,αργοσβήνει, φωνές π απομακρύνονται. Σ ένα συνεσταλμένο κόσμο αναλαμπή. Απ άλλο φως. που διάχυτο οδεύει σε μια μέρα ακόμη, στοίβες χαρτιά, στοίβες βιβλία, σταχτοδοχείο με περιστρεφόμενο καπάκι, ποτήρι του κονιάκ ξεχασμένο απ το χειμώνα, δίπλα το αφέψημα συντροφιά της νύχτας. Στην μολυβοθήκη, τα κραγιόνια τον περιγελούν π ονειρεύεται, συναινεί μελαγχολώντας και πάει στην κουζίνα. Ξημέρωσε.
eides pou to blogging exei plaka, telika...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜα τι ωραίες εικόνες που γράφεις! Ένα καλοκαιρινό μπλουζ που γράφει ποιητικά... Εύγε, κοριτσάκι!
ΑπάντησηΔιαγραφή