Το φεγγάρι σουλατσάρισε στου κόσμου τα παράθυρα, φίλησε τα τζαμωτά, τα παραθυρόφυλλα, παραδόθηκε μετά στων σύννεφων το ξελόγιασμα κι αποσύρθηκε. Ήρθε η βροχή. Κροταλίζοντας τα δάκτυλα σαν ηδονική ξελογιάστρα. Το σώμα χαλαρώνει, αφήνεται σ αυτό της βροχής το ζαλιστικό χορό. Μέσα στο δωμάτιο, ζέστη κι ένταση. Πυκνή ατμόσφαιρα συμπαγής. Έξω στον καθαρό αέρα, δροσιά κι ένταση. Μακρινά μπουμπουνητά θυμωμένων Θεών που ποδοκροτούν σ ένα ουράνιο πάλκο. Αντιθέσεις σε πρόκληση.Θαλασσοπνιγμένων κορμιά σε υστερικό χορό με θαλάσσια χορτάρια. Kορμιά ερωτευμένων σ ύστατη εκεχειρία μιας μάχης φιλήδονης, αστραπές στου ταβανιού τις γωνιές. Κορμιά που συνθλίβονται, σπάζουν, ανασυντάσσονται και συνεχίζουν να παλεύουν παγιδευμένα σ αυτόν τον ιστό βραχνής βροχής κι αναίτιας πανσελήνου. Τύμπανα τ ουρανού, χρόνος σε κενό,αστραπές, σκέψη στο αχανές, εκείνο το αχανές με το βρόχινο βέλο. Παρασπονδίες, εκτροχιασμοί, μικρές ανάπαυλες, πόλεμος πάλι...
Σαν νά 'χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κ' οι καημοί του κόσμου...
Σα με δέρνει η λύπη, γέρνω το κεφάλι και δακρύζω. Σα με δέρνει η αγάπη βλογάω τη βροχή την καρπερή και λογίζομαι. Σα με δέρνει τ άγνωστο τότε τι;
Μνημονεύω κι εγώ συχνά τούτο του Παπαδιαμάντη, έτσι σαν παραμυθία, σαν παρηγοριά...
ΑπάντησηΔιαγραφή