Άι. βογκούν τα Σαββατόβραδα. Νύχτες στα ξάστερα των ονείρων, στ απάτητα μονοπάτια, μια ανηφοριά, ένας γόγγος, έν αλισβερίσι μαγικό κι η νύχτα ψηλά. Το ξέθωρο φεγγάρι κει είναι κι αυτό και τηράει. Παιγνίδια μαγικά. Σ αλλοπρόσαλλους ρυθμούς. Αποποιείται η ζήση το βδελυρό και τ απεχθές κι απομένει μόνη...
παρερμηνεύοντας τα στοιχεία, ιχνοστοιχεία ενός χωροχρόνου αλλιώτικου βγαίνουμε σ αμμουδιές, σε πεδιάδες, σε κοιλάδες αλλιώτικες, η ζωή; Γηράσκω αεί διδασκόμενος και ποτέ δε θα πεθάνω ωρέ καρντάση..
Δώσαμε τ ουρανού ένα πρόσχημα, μιαν αιτία για το μη απαιτητό, πήγαμε στην πηγή της ουσίας του πονάω και του ζω. Ζώα ανίδεα κι αθώα σε μια κιβωτό. Που θα μας πάει; Η νύχτα ξελογιάζεται, παρερμηνεύεται, πάει στις γωνιές των ατελεύτητων, των κραυγαλέων μας ενστίκτων κι άφοβη πετά. Δάκρυ, μια στάλα, ίσα να γιομίζει το ροδόσταμο, σε πότιζα ροδόσταμο...
σήμερα θα πεθάνω σαν ήρωας...
χιλιάδες μυριάδες πράματα γεννιώνται και σκορπιώνται πανταχού. Πανταχού παρόντα, πανταχού απόντα σαν κάποιες κλαδεμένες ανάγκες μες σε μια πρόσκαιρη διαμεσολάβηση ευγένειας και καλών τρόπων...
χιλιάδες ηλεκτρικά σήματα ξερνάν δάκρυα στ απροσπέλαστο χνάρι π αφήσαμε
αφήσαμε
μας άφησε
κι όμως σ αγαπώ.
και νοήμα κανένα
η ομορφιά είναι στα μάτια αυτού που τη βλέπει'
Αυγή χωρίς κομπασμό, χάδι, φίλι
σ άλλης ονείρου χώρας
σύντομο αντίο.
Μα είσαι ποιήτρια, τελικά, μπλουζ!
ΑπάντησηΔιαγραφήwho knows? who?
ΑπάντησηΔιαγραφή