Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

Καντισόν, κεφάλαιο δέκατο έβδομο.


ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ
 Ο Μέντωρ είχε απομακρυνθεί μια μέρα από το σπίιτι όπου είχε γεννηθεί και ζούσε ευτυχισμένος. Κυνηγούσε ένα γάτο που του έκλεψε ένα κομμάτι κρέας που του 'δωσε ο μάγειρας. Είχαν βρει πως το κρέας άρχισε να μυρίζει λίγο. Ο Μέντωρ, που δεν ήταν και τόσο δύσκολος στο φαί, τ' άρπαξε και το 'φερε δίπλα στο σπιτάκι του, όταν ξαφνιικά ο γάτος που ήταν κρυμμένος λίγο παράμερα, όρμησα και του το άρπαξε. Ο φίλος μου, που δεν έβρισκε συχνά ευκαιρίες για τέτοια πλούσια γεύματα, έτρεξε μ' όλες του τις δυνάμεις να πιάσει τον κλέφτη, και θα το κατόρθωνε αν ο παλιόγατος δεν σκεφτόταν, ξαφνικά, να σκαρφαλώσει σ' ένα δέντρο. Ο Μέντωρ δεν μπορούσε να τον φτάσει τόσο ψηλά. Αναγκαστηκε, ύστερα απ' αυτό, να βλέπει μόνον τον κατεργάρη να τρώει το κρέας που του 'χε κλέψει. Νευριασμένος από την ατυχία αυτή, στάθηκε στη ρίζα του δέντρου γαυγίζοντας και μαλώνοντας το γάτο. Τα γαυγίσματά του, όμως, τράβηξαν την προσοχή των παιδιών που έβγαιναν εκείνη την ώρα από το σχολείο. Πήγαν δίπλα στον Μέντορα για να πειράξουν κι αυτά το γάτο. Στο τέλος, μάζεψαν πέτρες κι άρχισαν να του πετουν. Μια πραγματική πετροθύελλα. Ο γάτος, για να σωθεί, ανέβηκε πιο αψηλά στο δέντρο και κρύφτηκε σε μέρος γεμάτο φύλλα. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τα κακά παιδιά να συνεχίσουν το παιχνίδι τους και να φωνάζουν "Ζήτω" κάθε φορά που άκουγαν κάποιο παραπονεμένο νιαούρισμα, που τους έδινε να καταλάβουν πως είχαν πετύχει και πληγώσει το γάτο με τις πέτρες τους. 
 Ο Μέντωρ είχε αρχίσει να πλήττει μ' αυτού του είδους το παιχνίδι. Μα και τα γεμάτα πόνο νιαουρίσματα του γατιού είχαν συντείνει στο να ξεθυμάνει η οργή του. Φοβόταν, εξάλλου, μήπως τα παιδιά αρχίσουν να φέρονται ακόμη πιο σκληρά στο γάτο. Άρχισε, λοιπόν, να γαυγίζει στα παιδιά και να τα τραβάει από τα παντελόνια και τα σακάκια τους. Εκείνα συνέχιζαν τον πετροπόλεμο εναντίον του γάτου, ρίχναν, όμως, και μερικές πετριές στο φίλο μου. Τέλος, μια βραχνή και τρομερή φωνή που ακολουθήθηκε από τον ήχο κλαδιών που σπάζουν, τους αναγγειλε πως είχαν πετύχει, ότι ο γάτος είχε λαβωθεί βαριά και ότι έπεφτε από το δέντρο. Σε μισό λεπτό ήταν ξαπλωμένος κατάχαμα, όχι μόνο πληγωμένος, μα και ψόφιος. Μια πέτρα του είχε συντρίψει το κεφάλι. Τα παλιόπαιδα χάρηκαν για του πόνους που είχε νιώσει το δυστυχισμένο ζώο. Ο Μέντωρ κοίταζε το πρώην αντίπαλό του με συμπάθεια και τα παιδιά σα να τα μάλωνε. Σκεφτόταν, τώρα, να γυρίσει στο σπίτι, όταν κάποιο από τα παιδιά φώναξε: 
-Ελάτε να τον λούσουμε στο ποτάμι! Θα διασκεδάσουμε πολύ. 
-Καλά το σκέφτηκες! φώναξαν τα άλλα. Πιάστον, Φρειδερίκο! Mα να που το 'σκασε...
 Και να, τα παλιόπαιδα αυτά, που αρχίζουν να κυνηγουν τον Μέντορα κι εκείνος, για να σωθεί, αρχίζει να τρέχει μ΄όλες του τις δυνάμεις. Δυστυχώς, όμως, αυτά ήταν καμιά δωδεκαριά και είχαν αραιώσει κι αυτό αναγκαζε το σκυλί να τρέχει πότε δεξιά και πότε αριστερά. Στο τέλος, τον περικύκλωαν και τον πιάσαν. Ήταν μικρός ακόμη, μόλις πέντε μηνών, και δεν τα κατάφερε να τους ξεφύγει. Ένας τον άρπαξε από την ουρά, άλλος από το κεφάλι κι οι άλλοι από τα ποδάρια, το λαιμό, τη ράχη, την κοιλιά. Άρχισαν να τον τραβουν, ο καθένας από τη μεριά του και διασκέδαζαν με τις φωνές που 'βγαζε απο τον πόνο. Τέλος, του δεσαν στο λαιμό ένα σπάγγο, τον βάλαν κάτω και τον τραβούσαν, μέχρι που να τον πνίξουν για να περπατάει πιο γλήγορα, ενώ άλλοι του διναν κλωτσιές. Φτάσαν έτσι στο ποταμάκι κι ετοιμαζόταν να τον ρίξουν, όταν το μεγαλύτερο από τα παιδιά φώναξε: 
-Για σταθήτε. Δωσμου το σπάγγο εδώ. θα του δέσουμε δυο μπαλόνια στο λαιμό για να τον κάνουμε να πλέει. Ύστερα θα τον σπρώξουμε ως το εργοστάσιο, για να τον αναγκάσουμε να περάσει κάτω από τον τροχό. 
 Άδικα αγωνιζόταν ο δύστυχος ο Μέντωρ να ξεφύγει. Τί μπορούσε να κάνει μπρος σε δώδεκα παλιόπαιδα; ο Ανδρέας, που ήταν ο χειρότερος από την παρέα, του δεσε τα δυο μπαλόνια κάτω από το λαιμό και τον πέταξε στο ποτάμι. Σπρωγμένος από το ρέμα ο μικρός μου φίλος, έφτασε στο μέρος όπου το νερό αρχίζει να τρέχει με περισσότερη ορμή για να περάσει κάτω από τον τροχό του εργοστασίου. Αν τον άρπαζαν τα φτερά της ρόδας, σίγουρα θα τον κομμάτιαζαν.
 Οι εργάτες, όμως, που γύριζαν εκείνη την ώρα κι ετοιμαζόνταν να σηκώσουν το φράχτη, είδαν τι γινόταν. Καποιος φώναξε: 
-Πάλι παλιοβρωμόπαιδα, έρχεστε εδώ για να σκαρώσετε τα τόσο άσχημα χωρατά σας;


 Οι συνάδελφοί του τρέξαν αμέσως για να κυνηγήσουν τα παιδια, ενώ εκείνος έρριχνε στο νερό μια σανίδα για να ανεβεί ο Μέντωρ. Πιάσαν τα παιδιά και τους δώσαν το πιο άγριο ξύλο, άλλος με σκοινί, άλλος με καμτσί, κι άλλος με βούρδουλα. Εκείνα φώναζαν από τους πόνους και προσπαθούσαν να ξεφύγουν. Οι εργάτες, όμως, τα δέρναν περισσότερο. Τέλος τ' άφηκαν και η παρέα έφυγε ουρλιάζοντας και τρίβοντας άλλος τα χέρια και τη ράχη του, άλλος τα πόδια του κι άλλος τα μεριά του. 
 Ο σωτήρας του Μέντορα έκοψε το σπάγγο. Βασίλευε ο ήλιος εκείνη την ώρα και τον ξάπλωσε σε κάτι ξερά χόρτα. Ο Μέντορας στέγνωσε σε λίγο κι ετοιμαζόταν να γυρίσει στο σπίτι του. Ο εργάτης τον σήκωσε και τον πήγε ο ίδιος, του είπαν, όμως, πως θα μπορούσε και να τον κρατήσει, πως είχαν πολλά σκυλιά κι ότι θα το ρίχναν οι ίδιοι στο ποτάμι με μια πέτρα στο λαιμό. Λυπήθηκε τον Μέντορα και τον πήρε στο σπίτι του. Όταν, όμως, η γυναίκα του είδε το σκυλί, του μπηξε τις φωνές λέγοντας πως ο άντρας της γύρευε να βουλιάξει το σπίτι του τρέφοντας ένα ζώο, που δεν θα 'ταν άξιο να κάνει τίποτε. Έπρεπε, μάλιστα, να βγάζαν και άδεια για το σκύλο.
 Τέλος, φώναξε η γυναίκα αυτή τόσο πολύ, που ο άντρας της, για να βρει την ησυχία του, ξεφορτώθηκε το Μέντορα, δίνοντάς τον στο σημερινό αφεντικό.
 Να πως, εγώ κι ο Μέντωρ, είχαμε γνωριστεί και γιατί αγαπούσε ο ένας τον άλλο τόσο πολύ.  

4 σχόλια: