Διάφανες νύχτες. Μεθυστικό τ αγιόκλημα, το τραγούδι τ αηδονιού. Ένα μικρό άσπρο πετρόχτιστο σπίτι στην αμμουδιά με γλάστρες ολόγυρα στην τετράγωνη ευρύχωρη αυλή του. Και μπροστά το κύμα. Ένας σκύλος κανελής λιάζει την κοιλιά του. Μετά μπερμπαντεύει με την αλητοπαρέα των αδέσποτων της περιοχής. Κι όταν τα βρίσκει σκούρα ξαναγυρνά και κοιτά τον Σασυφή με τα σκυλίσια μάτια του που λεν "είσαι τ αφεντικό μου' και λουφάζει μέχρι να καρδαμώσει και ν αρχίσει το ίδιο το βιολί. Παράξενος σκύλος π αγαπά με πάθος τις γάτες. Τις κοιτά με δέος και είναι ντιπ για ντιπ ανυπεράσπιστος στις πονηριές και τις γαλιφιές τους. Κι αυτές άλλο που δε θέλουν. του τρων το φαΐ του, τον νυχιάζουν, τον τρελαίνουν νιαουρίζοντας σπαραχτικά σε ανύποπτο χρόνο και του κόβεται η χολή. Είναι η παρέα του Σασυφή τις καλοκαιρινές διακοπές καθώς απέδειξε περίτρανα πως η ζωή στην πόλη δεν του πάει. Γύρισε μόνος καταχείμωνο στο σπίτι στη θάλασσα. Κι έμεινε εκεί μόνιμος συγκάτοικος μ έναν αραχτό τύπο που δεν κουνιέται από το ερημητήριό του ο κόσμος να χαλάσει! Είναι ο μακρινός μα και ο πιο κοντινός γείτονας του Σασυφή στο σπίτι των διακοπών.
Έφτασε σήμερα ο Σασυφής στο άσπρο σπιτάκι για μια δυο μερούλες. Σασυφής και σκύλος ξαναβρέθηκαν. Χαρές μεγάλες. Κάθονται οι δυο τους έξω στη νυχτιά. Ρεμβάζει ο Σασυφής κι ο σκύλος τον κοιτά και σιγοντάρει με γουφ γουφ σκυλοκουβέντες λες και ξέρει τις σκέψεις του. Πότε πότε τον πιάνει το προστατευτικό του και γρυλίζει σ ένα αόρατο εχθρό. Ο Σασυφής γελά και του ξύνει το κεφάλι. Αχ μικρό σπιτάκι. Γίνεται ο κόσμος μια σταλιά κι η βάρκα στην ακρογιαλιά περιμένει να βρέξει το κορμάκι της και φέτο.
Ο Σασυφής μπάινει στο εσωτερικό του σπιτιού. Ένα ευρύχωρο δωμάτιο, ένα μικρό υπνοδωμάτιο, ένα πλυσταριό που έγινε κουζίνα και το μπάνιο. Πάει στο υπνοδωμάτιο. Είναι κουρασμένος. Κουνουπιέρα με κεντημένα αστράκια και λουλουδάκια πάνω σε τούλινο ύφασμα, ενθύμιο μαμάς περιβάλλει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι. Ο Σασυφής κοιτά τ αστέρια.
Αυτό το μαγικό σπιτάκι έφερε στον Σασυφή την αγάπη. Ένα βράδυ που έκανε βόλτα στην ακρογιαλιά βρέθηκε με μια νεαρά μόνη. Είχε φύγει από μια παρέα που ήταν λίγο πιο κει φασαριόζικη γύρω από μια φωτιά. Έσκυψε να δει αν είναι καλά κι αυτή του πιασε τπ χέρι και τον ακολούθησε ως το τέλος της παραλίας. Μαζί γδύθηκαν κι αγκαλιασμένοι στο νερό φιλήθηκαν. Και τότε του είπε "πες στον ήλιο να μη βγει' και τον ακολούθησε μέχρι το άσπρο σπιτάκι. Κι έμεινε μέρες πολλές εκεί. Μαζί γύρισαν στην πόλη με το σαραβαλάκι της - αλλά με ουρανό!. Κι από τότε βρίσκονται κι αγαπιούνται. Με πολύωρα ραχάτια στη μπανιέρα. Με γρήγορες ατάκες βρεθήκαμε-χαθήκαμε. Με διακοπές απουσίας κι άλλες διακοπές παρουσίας. Με απόλυτη εμπιστοσύνη, απόλυτη αβεβαιότητα όπου κανείς δεν έχει πει τίποτα σε κανένα. Κι από που να κρατηθείς; πάντα όταν ο Σασυφής πάει στο άσπρο σπιτάκι, πάντα βρίσκει κάτι από την παρουσία της, την απουσία της. Και πάντα της αφήνει παρακαταθήκη όταν δεν είναι μαζί ένα φιλί στ αστέρια.
Αυτό το βράδυ είναι μόνος. Χωνεύει την χτεσινοβραδινή ηδονή, επιβραδύνει το χρόνο με την αγρύπνια του, φτιάνει ποιήματα με το μυαλό του.
Αίσθηση σπιτένια.
Γαλήνη.
Ακροβατώ σε μια γλυκιά χαύνωση'.
Λούστηκα μιαν ερωτένια ατμόσφαιρα, έγινα φως κι εσύ πυροδότρια.
Καπνίζω σαν αράπης. παφ πουφ.
Να κρυφτώ μέσα στα πέπλα του καπνού και να κρυφτώ, να κρυφτώ
Να κρυφτώ.
Στης καθμερνότητας την αγκαλιά.
Στον ήχο του βουίζει που ψυγείο (ω λα λα!) α-κα-τά-παυ-στα, α-στα-μά-τη-τα.
ΒΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖ.
έχω νηνεμία στην καρδιά, ένα γλυκό αργό θάνατο, είμαι του θανατά,
πε πε πεθαίνωωωω!
...μαγειρεύοντας, μαγεύοντας τις υπόλοιπες μέρες του καλοκαιριού μέσα σ ένα τσουκάλι μαύρο κι αραχνώδες. Ζέστη, τροπική ζέστη, παφλασμοί κυμάτων, κρωγμοί γλάρων.
Η ζέστη μετατρέπεται σ αναπάντεχες μπουρμπουλήθρες που γαργαλίζονται και σκαν σκορπώντας γέλιο.
Είμαι ολότελα ανέμελος.
Περιφρονώντας τα πάντα, περιφρουρώντας την ευτυχία μου, ναι ΝΑΙ.
Μμμμ, μικρές μεγάλες διακοπές εν δράσει!
ΚΑΘΕ ΣΤΙΓΜΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΠΕΡΝΑ ΣΤΗΝ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΒΓΑΛΤΑ ΠΕΡΑ ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ.
Ο σκυλάκος παίρνει ένα ερωτηματικό ύφος αλλά ο Σασυφής κοιμάται πια...
Έφτασε σήμερα ο Σασυφής στο άσπρο σπιτάκι για μια δυο μερούλες. Σασυφής και σκύλος ξαναβρέθηκαν. Χαρές μεγάλες. Κάθονται οι δυο τους έξω στη νυχτιά. Ρεμβάζει ο Σασυφής κι ο σκύλος τον κοιτά και σιγοντάρει με γουφ γουφ σκυλοκουβέντες λες και ξέρει τις σκέψεις του. Πότε πότε τον πιάνει το προστατευτικό του και γρυλίζει σ ένα αόρατο εχθρό. Ο Σασυφής γελά και του ξύνει το κεφάλι. Αχ μικρό σπιτάκι. Γίνεται ο κόσμος μια σταλιά κι η βάρκα στην ακρογιαλιά περιμένει να βρέξει το κορμάκι της και φέτο.
Ο Σασυφής μπάινει στο εσωτερικό του σπιτιού. Ένα ευρύχωρο δωμάτιο, ένα μικρό υπνοδωμάτιο, ένα πλυσταριό που έγινε κουζίνα και το μπάνιο. Πάει στο υπνοδωμάτιο. Είναι κουρασμένος. Κουνουπιέρα με κεντημένα αστράκια και λουλουδάκια πάνω σε τούλινο ύφασμα, ενθύμιο μαμάς περιβάλλει το παλιό σιδερένιο κρεβάτι. Ο Σασυφής κοιτά τ αστέρια.
Αυτό το μαγικό σπιτάκι έφερε στον Σασυφή την αγάπη. Ένα βράδυ που έκανε βόλτα στην ακρογιαλιά βρέθηκε με μια νεαρά μόνη. Είχε φύγει από μια παρέα που ήταν λίγο πιο κει φασαριόζικη γύρω από μια φωτιά. Έσκυψε να δει αν είναι καλά κι αυτή του πιασε τπ χέρι και τον ακολούθησε ως το τέλος της παραλίας. Μαζί γδύθηκαν κι αγκαλιασμένοι στο νερό φιλήθηκαν. Και τότε του είπε "πες στον ήλιο να μη βγει' και τον ακολούθησε μέχρι το άσπρο σπιτάκι. Κι έμεινε μέρες πολλές εκεί. Μαζί γύρισαν στην πόλη με το σαραβαλάκι της - αλλά με ουρανό!. Κι από τότε βρίσκονται κι αγαπιούνται. Με πολύωρα ραχάτια στη μπανιέρα. Με γρήγορες ατάκες βρεθήκαμε-χαθήκαμε. Με διακοπές απουσίας κι άλλες διακοπές παρουσίας. Με απόλυτη εμπιστοσύνη, απόλυτη αβεβαιότητα όπου κανείς δεν έχει πει τίποτα σε κανένα. Κι από που να κρατηθείς; πάντα όταν ο Σασυφής πάει στο άσπρο σπιτάκι, πάντα βρίσκει κάτι από την παρουσία της, την απουσία της. Και πάντα της αφήνει παρακαταθήκη όταν δεν είναι μαζί ένα φιλί στ αστέρια.
Αυτό το βράδυ είναι μόνος. Χωνεύει την χτεσινοβραδινή ηδονή, επιβραδύνει το χρόνο με την αγρύπνια του, φτιάνει ποιήματα με το μυαλό του.
Αίσθηση σπιτένια.
Γαλήνη.
Ακροβατώ σε μια γλυκιά χαύνωση'.
Λούστηκα μιαν ερωτένια ατμόσφαιρα, έγινα φως κι εσύ πυροδότρια.
Καπνίζω σαν αράπης. παφ πουφ.
Να κρυφτώ μέσα στα πέπλα του καπνού και να κρυφτώ, να κρυφτώ
Να κρυφτώ.
Στης καθμερνότητας την αγκαλιά.
Στον ήχο του βουίζει που ψυγείο (ω λα λα!) α-κα-τά-παυ-στα, α-στα-μά-τη-τα.
ΒΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖ.
έχω νηνεμία στην καρδιά, ένα γλυκό αργό θάνατο, είμαι του θανατά,
πε πε πεθαίνωωωω!
...μαγειρεύοντας, μαγεύοντας τις υπόλοιπες μέρες του καλοκαιριού μέσα σ ένα τσουκάλι μαύρο κι αραχνώδες. Ζέστη, τροπική ζέστη, παφλασμοί κυμάτων, κρωγμοί γλάρων.
Η ζέστη μετατρέπεται σ αναπάντεχες μπουρμπουλήθρες που γαργαλίζονται και σκαν σκορπώντας γέλιο.
Είμαι ολότελα ανέμελος.
Περιφρονώντας τα πάντα, περιφρουρώντας την ευτυχία μου, ναι ΝΑΙ.
Μμμμ, μικρές μεγάλες διακοπές εν δράσει!
ΚΑΘΕ ΣΤΙΓΜΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΠΕΡΝΑ ΣΤΗΝ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΒΓΑΛΤΑ ΠΕΡΑ ΜΟΝΟΣ ΣΟΥ.
Ο σκυλάκος παίρνει ένα ερωτηματικό ύφος αλλά ο Σασυφής κοιμάται πια...
καλο μεσημερι
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλό σου απόγευμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήπήρες το ΒΗΜΑ;