Στα κατάβαθα της αυγής, μιας αυγής δίχως ξυπνητό, τρέχει ο Σασυφής και παλεύει μ ένα δράκο. Παρεξηγήσεις γροθοκοπιούνται στο νου του π αποδιοργανωμένος απ το ξενύχτι, του μουρμουράει παιδικά τραγουδάκια κι ερωτικά στιχάκια, όλα άστοχα. Μάχη με το χρόνο που κατασπαταλιέται στα ρολόγια, στις αισθήσεις, στο τώρα που γινε χτες, στην κούραση π όλο αυγαταίνει και τελειωμό δεν έχει, ναι τελειωμό δεν έχει. Πολεμοχαρείς ιαχές συλλογισμών αλαλάζουν, εικόνες εναλλάσσονται η μια μετά την άλλη, ένα μαύρο σύννεφο ταξιδεύει και ποτίζει τους τοίχους και τα λιθόστρωτα μονοπάτια κει που ο Σασυφής τριγυρίζει ψάχνοντας ένα δρόμο επιστροφής, ένα μεγάλο πλοίο μπάινει στο λιμάνι φλεγόμενο, αγωνία, πανικός . Στου ονείρου το απαύγασμα απόβλητες φωνές σκλάβων κι ο Σασυφής κι αυτός με την ίδια ιδιότητα παίρνει μέρος σ ένα πανζουρλισμό φωτιάς και ψυχρής πραγματικότητας. Πρωτόκολλα διατυπώσεων κι ο απολογισμός της εβδομάδας στριφογυρνάνε στο μυαλό του σα ξεχασμένες ονειροπεταλούδες εφιάλτη. Πετιέται πάνω και τα μάτια του πυρετωμένα κοιτούν ολόγυρα ψάχνοντας ένα αποκούμπι στη θύελλα. Ξαναπέφτει βαριανασαίνοντας στο μαξιλάρι. Η ζωγραφιστή πόρτα ανοίγει κι απαλή αύρα φωσφοριζέ φωτός χύνεται στο δωμάτιο. Ο Σασυφής δροσίζεται, τα μάτια κλείνει κι ημερεύει. Γαλάζιο Σάββατο, ένα κερί κοντόχοντρο πορτοκαλί καίει αμυδρά, αντανακλώντας τη φλόγα του στον καθρέφτη της συρταριέρας, δυο παρουσίες που δε θα συναντηθούν ποτέ. Κι ενω η πόρτα μένει ανοιχτή αποκοιμιέται γαλημενένος και πάει στις χώρες που η επερχόμενη μέρα είναι συντελεστής αφίξεων θαυμάτων, των θαυμάτων που μπορεί ν αντέξει... Το εκκρεμές σβαρνίζει τα δευτερόλεπτα μα ο Σασυφής αρμενίζει αλλού πια..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου