Αυτή η βροχή, επίμονη και βραδινή, εγερτήριο ο ήχος της, απ ύπνο άνυδρο κι ανονείρευτο, αυτή η βροχή με πληγώνει . Μου ραγίζει τη σκέψη, με χαντακώνει . Πήγε ο Μάης στη βρύση κι έφερε καντάρια. Να ποτίζουν τα όνειρα μου στις στέπες, να χτυπάνε τα παραθυρόφυλλά μου και μου τα φυλλοκάρδια.
Σαν είμαι δέντρο κι άλλο πια δεν έχω από την φλυαρία των πουλιών και λίγο ήλιο, πως μπαίνει μες στο τύμπανο τ αυτιού μου η βροχή που νύχτα ξεκινά και πορεύεται μέσ στο σκοτάδι, στο ολοένα αυξανόμενο σκοτάδι μέχρις σκασμού του πρωινού [ ο μοχθηρός γάτος μου ανέβηκε στην καρέκλα και καταστρέφει την ταπετσαρία "να νοιώσει λίγο άνθρωπας" θέλει ο κακομοίρης.] .
Σαν είμαι άνθρωπας, πως τρυπώνει στις ανησυχίες μου σαν επίμονη σκέψη, σαν την διαπεραστική σουβλιά ενός παλιού τραύματος που σ επισκέπτεται σα χαλαρώσεις, Με κάνει να ξεχνώ αυτό που θέλω να πω. Με κάνει να ξεχνώ αυτό που θέλω να είμαι.
Σαν είμαι ψυχή, τότε γίνεται γιορτή, γίνεται έξοδος, ένα παράπλευρο κέρδος, μια απαγωγή και μια απόβαση σε άγνωστους παράδεισους ενός χάρτη που μουσκεμένος διαλύεται κι ο δρόμος του γυρισμού χάνεται, κάτι με κερδίζει, κάτι με χάνει, κάτι σα ρολόι καμπαναριού μου δείχνει τους δρόμους της νύχτας, με ξεστρατίζει.
Πολλά ανθεστήρια έζησα και γέμισεν ανθοδέσμες η ζωή μου, δε βαριέσαι. Τούτη η βροχή τόσο αρχαία και νεογέννητη μαζί, καταρρίπτει κάθε μου επιχείρημα και μ αφήνει τρωτό σ ένα πέλαγο σε καράβι ακυβέρνητο..
Να, τώρα κόπασ η βροχή. Να πάρ ανάσα; Παράταιρες στάλες δω κι εκεί. Και τα θουθούδια, τα λουλούδια, βαρυγκομούν απ ευχαρίστηση. Αν ήμουν Κινέζος ποιητής θα λεγα. "Το φως απ την ανάποδη κι η σιωπή επίσης. Άμα σε πάρει η βροχή πίσω να μη γυρίσεις.".
Αμ δε όμως. Σκέφτομαι την οδό Μπουμπουλίνας απόψε. Από κει είναι μια ανάσα το μεγάλο πέλαγο, βαρύ. όλη μου η ζωή ξαπλωμένη στα πόδια μου κι εγώ πάλι απ την αρχή να υφαίνω ένα χαλί μέρα τη μέρα, στάλα τη στάλα, μιας περιπέτειας που με μάτι υγρό κι ανυπόμονο με κοιτάζει. Πάλι και παλι αισιοδοξώ. αυτό είναι δωρεάν. Και σκέφτομαι μετά τις βροχές τις ζέστες που πυκνώνουν, ακόμα ένα καλοκαίρι στη πόλη, ν ανοίξω το σαλόνι, ν αφήσω τ αφρόψαρα να βγουν σεργιάνι στη σκέψη και τη διάθεσή μου.
Σαν είμαι δέντρο κι άλλο πια δεν έχω από την φλυαρία των πουλιών και λίγο ήλιο, πως μπαίνει μες στο τύμπανο τ αυτιού μου η βροχή που νύχτα ξεκινά και πορεύεται μέσ στο σκοτάδι, στο ολοένα αυξανόμενο σκοτάδι μέχρις σκασμού του πρωινού [ ο μοχθηρός γάτος μου ανέβηκε στην καρέκλα και καταστρέφει την ταπετσαρία "να νοιώσει λίγο άνθρωπας" θέλει ο κακομοίρης.] .
Σαν είμαι άνθρωπας, πως τρυπώνει στις ανησυχίες μου σαν επίμονη σκέψη, σαν την διαπεραστική σουβλιά ενός παλιού τραύματος που σ επισκέπτεται σα χαλαρώσεις, Με κάνει να ξεχνώ αυτό που θέλω να πω. Με κάνει να ξεχνώ αυτό που θέλω να είμαι.
Σαν είμαι ψυχή, τότε γίνεται γιορτή, γίνεται έξοδος, ένα παράπλευρο κέρδος, μια απαγωγή και μια απόβαση σε άγνωστους παράδεισους ενός χάρτη που μουσκεμένος διαλύεται κι ο δρόμος του γυρισμού χάνεται, κάτι με κερδίζει, κάτι με χάνει, κάτι σα ρολόι καμπαναριού μου δείχνει τους δρόμους της νύχτας, με ξεστρατίζει.
Πολλά ανθεστήρια έζησα και γέμισεν ανθοδέσμες η ζωή μου, δε βαριέσαι. Τούτη η βροχή τόσο αρχαία και νεογέννητη μαζί, καταρρίπτει κάθε μου επιχείρημα και μ αφήνει τρωτό σ ένα πέλαγο σε καράβι ακυβέρνητο..
Να, τώρα κόπασ η βροχή. Να πάρ ανάσα; Παράταιρες στάλες δω κι εκεί. Και τα θουθούδια, τα λουλούδια, βαρυγκομούν απ ευχαρίστηση. Αν ήμουν Κινέζος ποιητής θα λεγα. "Το φως απ την ανάποδη κι η σιωπή επίσης. Άμα σε πάρει η βροχή πίσω να μη γυρίσεις.".
Αμ δε όμως. Σκέφτομαι την οδό Μπουμπουλίνας απόψε. Από κει είναι μια ανάσα το μεγάλο πέλαγο, βαρύ. όλη μου η ζωή ξαπλωμένη στα πόδια μου κι εγώ πάλι απ την αρχή να υφαίνω ένα χαλί μέρα τη μέρα, στάλα τη στάλα, μιας περιπέτειας που με μάτι υγρό κι ανυπόμονο με κοιτάζει. Πάλι και παλι αισιοδοξώ. αυτό είναι δωρεάν. Και σκέφτομαι μετά τις βροχές τις ζέστες που πυκνώνουν, ακόμα ένα καλοκαίρι στη πόλη, ν ανοίξω το σαλόνι, ν αφήσω τ αφρόψαρα να βγουν σεργιάνι στη σκέψη και τη διάθεσή μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου