Ζούσε μια φορά κι έναν καιρό στο πατρογονικό του ένα ομορφόπαιδο, παιδί της παντρειάς. Είχε γονείς πλούσιους με πολλά ακίνητα και με κομπόδεμα πουγκιά με χρυσά φλουριά καλοφυλαγμένα σ' ένα μπαούλο στη σοφίτα. Ήταν μήνας φθινοπωρινός. Στην εξοχή τα δέντρα ήταν κατακόκκινα και κάποια άλλα ολόχρυσα θαρρείς. Το αγόρι, στη βεράντα του σπιτιού του καθισμένο, περίμενε την αγαπημένη του. Από κει ψηλά που στέκονταν, το μάτι στ αγνάντι του βυθιζόταν πέρα ως πέρα στο μακρινό ορίζοντα.
Περίμενε λοιπόν και καθώς ψυχή δε φαινόταν να σιμώνει τριγύρω πουθενα, ούτε καβαλλάρης, ούτε μια άμαξα καν, το βλέμμα του έπεσε σ' ένα πανέρι με φουντούκια και, για να περάσει η ώρα, άρχισε να πετροβολά μ' αυτά όποιον είχε την ατυχία να περνά από κει μέσα στον αυλόγυρο: τις πλύστρες, τους σταυλίτες, τους κηπουρούς, τις ωραίες καμαριέρες. Κάθε που πετύχαινε κάποιον από δαύτους,εκείνος ανασήκωνε το κεφάλι έξαλλος από θυμό, μα όλοι όμως, μόλις έβλεπαν το γιο του Αφεντικού, ξανασκύβαν το κεφάλι και συνέχιζαν το δρόμο τους. Κανένας δεν τολμούσε να ξεσπάσει το θυμό του. Μέχρι που μια βοσκοπούλα, λιγουλακι αφελής, με το που έφαγε στο κεφάλι το φουντούκι, χαμογελώντας και κρατώντας απ την άκρη το μεσοφόρι της υποκλίθηκε στο νεαρό θαρρείς και τον ευχαριστούσε. Κι εκείνος ο Αμυαλος, ψηλά στη βεράντα το καταδιασκέδαζε συνεχίζοντας ν αδειάζει το πανέρι. Ξάφνου, εμφανίστηκε μια άγνωστη καμπούρα γρια, μ ένα καρώ σάλι κι ένα μπαστούνι, σέρνοντας τα ξυλοπάπουτσά της. Τότε τ' αγόρι αρπάει ένα φουντούκι και της το πετάει μ όλη του την ορμή του πετυχαίνοντάς τηνα στην πλάτη.
Εκείνη, αργά, γυρίζει το κεφάλι της στο πλάι, τον καλοκοιτάζει, σκύβει με μεγάλο κόπο, μαζεύει το φουντούκι από καταγής και το ξαναπετά πετυχαίνοντας τ' αγόρι στο δόξα πατρί. Ο νεαρός, μεμιάς μαρμάρωσε, και την ίδια στιγμή ένας από τους υπηρέτες κατέβηκε βιαστικά την πέτρινη σκάλα για πιάσει το "φταίχτη". Όμως η γριά είχε γίνει άφαντη. Λες κι άνοιξε η γης και την κατάπιε. Και δε βρέθηκε πουθενα΄μήτε στον αυλόγυρο, μήτε στον αχυρώνα, μήτε στο λαχανόκηπο. μήτε και γύρω απ' το συντριβάνι.
Ψηλά στη βεράντα, τα βάσανα του νεαρού μόλις είχαν αρχίσει. Η μύτη του, που άλλοτε ήταν ολόισια και λεπτοκαμωμένη, μετά το πλήγμα που χε δεχτεί από το φουντούκι, άρχισε να πρίζεται και να παραμορφώνετυαι.
- Αχ, μανούλα μου, γιάτρεψε με μ' αλοιφές, ροδόνερο και βότανα! έλεγε και ξανάλεγε έκπληκτος και τρομαγμένος της μητέρας του που χε τρέξει κοντά της για βοήθεια μόλις τον βρήκε η συμφορά.
Όμως, παρά τα γιατροσόφια, η μύτη συνέχιζε να είναι φουσκωμένη και κακάσχημη. Τότε, στο βάθος της κοιλάδας μέσα σ' ένα σύννεφο από σκόνη ξεχώρισε μια άμαξα. Ήταν η άμαξα με την αρραβωνιαστικιά του.
- Αχ, μανούλα μου, αδύνατον να εμφανιστώ μπροστά της έτσι άσχημος που είμαι! αναφώνησε πανικόβλητος ο νέος. Πείτε της πως είμαι αλλού, πως λείπω σε κυνήγι.
Κι έτσι σε μεγάλη σύγχυση καθώς ήταν, παράγγειλε να σελώσουν τ' άλογό του, πήδηξε πάνω του και δίνοντάς του μια σπιρουνιά, κίνησε για να φύγει.
Τι θα κανε τώρα; Τι θα γινόταν με τούτη τη μαγεμένη μύτη; Η μόνη λύση ήταν να ψάξει να βρει τη γριά τη μάγισσα, αχ αυτήν την κακούργα, και τι να κάνει; Μα τι άλλο; Να της γυρέψει ταπεινά συγνώμη, και γονυπετής ικέτης να γενεί για να ξανακερδίσει τη χαμένη του ομορφάδα.
Τέσσερα ατέλειωτα χρόνια περιπλανιόταν από καλύβα σε καλύβα. Καλύβες χτισμένες σ όχθες ρυακιών, σε πεδιάδες και βουνά, σε ξέφωτα και δάση.Αν είδε κι αν συνάντησε γριές καμπούρες και ξεδοντιάρες!
- Συγνώμη σας ζητώ, Κυρία μου, έλεγε κάθε φορά που η πόρτα της καλύβας άνοιγε, είμαι εδώ εξαιτίας εκείνου του φουντουκιού που -κι ειλικρινά λυπάμαι- σας πέταξα.
Όμως καμιά από δαύτες δεν ήταν η γριά καμπούρα με το μπαστούνι από λιόπρινο.
Μέχρι που ένα βράδυ, φτάνει στο βάθος μιας φοβερής κοιλάδας ανήλιαγης, ανάμεσα σε δυο βουνά. Εκεί, λίγο παραπέρα απ' ένα έλατο, ήταν ένα χαμόσπιτο, με γκρίζα καλαμέμια στέγη. Τ' αγόρι χτύπησε την πόρτα. Μια γάτα μόνο νιαούριξε, πήδηξε απ τ' ανοιχτό παράθυρο και χάθηκε.
Τ αγόρι ξαναχτύπησε και τότε πια φωνή τ αποκρίθηκε:
- Ποιος είναι; Τι γυρεύετε;
- Ειμ' εγώ Κυρία. Συγνώμη που σας ενοχλώ. Έρχομαι εξαιτίας εκείνου του φουντουκιού που σας πέταξα και που ειλικρινά λυπάμαι γι αυτό..
Μια γριά τ' ανοίγει τότε, καμπούρα, σ ένα σάλι καρώ ντυλιγμένη, που κραστά ένα μπαστούνι . Επιτέλους εκείνη! Εκείνη π' αναζητούσε τέσσερα ολάκαιρα χρόνια. Με το που την αντικρύζει, πέφτει στα πόδια της.
- Συγχωρέστε με για τ' όνομα του Θεού! Ποτέ πια δε θα κάνω κουτουράδες, ποτέ πια δε φερθώ με τέοια ασέβεια στους μεγαλύτερούς μου..Ω, δώστε μου πίσω την όμορφη μύτη μου για να μπορέσω να επιστρέψω στο πατρικό μου και να πάρω το κορίτσι της καρδιάς μου.
- Φτωχό μου παιδί, δε σου κρατάω κακία και πολύ θα 'θελα να σ' ευχαριστήσω. Όμως για γίνει αυό που ζητάς θα πρέπει να μου φέρεις το φουντούκι που μου πέταξες. Απάνω του έχω αφήσει το σημάδι μου και τώρα που μιλάμε πρέπει να σου πω πως είναι πια ολόχρυσο. Αυτό και μόνο αυτό μπορεί να σε γιατρέψει.
- Φουντούκι της συμφοράς! γόγγυξε ο νέος. Που να το βρω; έστυβε το μυαλό του ώσπου το θυμήθηκε, που μετά το χτύπημα το φουντούκι κύλισε και χάθηκε στο χαντάκι το γεμάτο τσουκνίδες κι αγριόχορτα έξω απ το σπίτι, κι αλίμονο! αν ήταν μιας μέρας υπόθεση θα υπήρχε ελπίδα. Μα τώρα πια έχουν περάσει χρόνια και χρόνια, ήλιοι και καταιγίδες ήρθα κι έφυγαν από κει, Ω θέ μου!
Περίλυπο τ' αγόρι κάθισε σε μια πέτρα,έβαλε το κεφάλι στις παλάμες του νιώθοντας τελείως αποκαρδιωμένο. Παράμερα, τ' άλογό του καταβρόχθιζε θορυβώδικα τη χλόη. Ομίχλη ανέβαινε ανάμεσα στα έλατα. Ένα αγριοπερίστερο φλυαρούσε σ' ένα ψηλο κλαδί.
-Καημενούλη! του γουργούρισε, τι στεναχώρια έχεις; Μακάρι να μπορούσα να σε βοηθήσω!
- Περιστεράκι μου, τ απάντησε βαρειά, όσο και να μου τραγουδάς, όλα είναι χαμένα.
Παρόλ' αυτά, καθώς τον έπνιγε η απελπισία, του εξιστόρησε τα πάθη του: Του' πε για την αμυαλοσύνη του, για το κορίτσι π' αγαπά και θέλει να το πάρει, του δειξε την πανάθλια μύτη του, και τέλος του πε για κείνο του φουντούκι που πρεπε να βρει, ένα φουντούκι που ήταν χρυσό!
- Γρου, γρου! είπε το περιστέρι με τη φωνούλα του. Νομίζεις που δεν μπορώ να σε βοηθήσω, κι όμως - τι τύχη!- ξέρω που βρίσκεται αυτό το σπάνιο φουντούκι! Εγώ το έφερα ως εδώ με το ράμφος μου! Όμως τ' άφησα να πέσει στο δάσος και σίγουρα θα περιμαζεύτηκε από σκιουράκια. Το πιθανότερο είναι τώρα που μιλάμε να βρίσκεται στη φωλιά τους. Εκεί να πας να το γυρέψεις!
Ο νεαρός σηκώθηκε μεμιάς, έπιασε τ' έλογο απ το χαλινάρι και γρήγορα χώθηκε βαθιά μες στι δάσος. Μα με τόσα δέντρα, πού να βρει άκρη! Κι όλα τους φουντωτά φουντωτά, και σ όλα τους πάνω υπήρχαν φωλιές, κρυψώνες και καταφύγια για τα ζωάκια! Ολωσδιόλου μπερδεμένος αποφάσισε ν ασχοληθεί με την πείνα του που του δινε τσιμπιματάκια στο στομάχι, έκατσε λοιπόν στη σέλα τ' αλόγου του κι άρχισε να μασουλίζει ένα παξιμάδι.
Κριτς, κριτς. Την ώρα που έτρωγε, ένιωσε κάτι τι στα πόδια να τον γρατζουνάει. Ήταν ένας ποντικός που μάζευε τα ψίχουλα που πέφταν χάμω.
- Να πάρε, φτωχό μου ζωντανό, πάρε ένα μεγάλο κομμάτι, είπε και πρόσφερε ένα μεγάλο κομμάτι απ το κολατσιό του στον ποντικό.
- Ευχαριστώ,ευγενικέ μου νεαρέ. Σ άκουσα που μίλαγες στο περιστέρι και ξέρω τον καημό σου. Θα σ ανταποδώσω το καλό που μου κανες και θα σε βοηθήσω να βρεις αυτό που ποθείς. Έτσι κι αλλιώς, εδώ στο δάσος, λίγο πολύ, όλους τους ξέρω, είπε ο πόντικας μ αυτοπεποίθεση κι έφυγε. Ξαναγύρισε αργότερα, αφού πρώτα μίλησε με καναδυοτρεις ντουζίνες ζωάκια. Πήρε να νυχτώνει. Το πρώτο βραδινό αστέρι έλαμπε κιόλας ανάμεσα σε μια δαντέλα από κλαριά.
- Ορίστε κύριε Απελπισμένε! είπε ο ποντικός με την τσιριχτή φωνίτσα του, σου φέρνω νέα! Τα παιδιά του μυλωνά βρήκαν το φουντούκι σου καθώς μαζεύαν μανιτάρια ανάμεσα σε βρύα και μουσκλια. Το πήγαν σπίτι και το δειξαν στη μάνα τους, κι εκείνη το πήρε και το βαλε στο σακούλι με τα χρυσά φλουριά και το κομπόδεσε μετά γερά. Βρίσκεται τώρα στην κάμαρά της, κάτω απ' τ' αχυρένιο στρώμα. Μου το πε ο κόρακας που το είδε μια μέρα που ο μυλωνάς μετρούσε τα φλουριά του στο περβάζι του παράθυρου και τα κανε χάζι να γιαλίζουν στο ηλιόφως.
Τότε ήταν π άρχισε να θρηνεί και να οδύρεται το ταλαιπωρημένο παλικάρι.
-Αδύνατον, αυτό είναι αδύνατον! έλεγε μες στ αναφιλητά του, ποντικούλη μου, με τι ιδιότητα θα πάω γω ένας άγνωστος, ένας ξένος και θ απαιτήσω το χρυσοφούντουκο απ το μυλωνά ή απ τη μυλωνού! Ποτέ, μα ποτέ δε θα μου το δώκουν, ποτέ, αχ!
- Μη σε νιάζει, τ αντιγυρίζει ο ποντικός ψύχραιμα, μον' ακολούθα με. Κάτι θα σκαρφιστώ.
Μια και δυο, φευγουν αντάμα, δίχως χασομέρι. Μες στη νύχτα, μόνο το φεγγαρόφωτο φώτιζε το μονοπάτι. Και νάσου, στο τέρμα του δρόμου, ανάμεσα σε βράχους και σε νερά που έπεφταν με βρόντο, η ρόδα του μύλου γύριζε σμπρώχνοντας τη μυλόπετρα.
-Στάσου. Περίμενέ με. Θ ανέβω στην κάμαρη είπε το ποντίκι στ αγόρι. Άρχισε να σκαρφαλώνει γατζωμένο με τα νυχάκια του από τις πέτρες και φτάνοντας στο παράθυρο γλιστρά από μια σχισμή και τρυπώνει στην κάμαρα. Άδειο το κρεβάτι με το φουσκωτό πουπουλένιο μαξιλάρι. Άνετος και σβέλτος ο ποντικούλης, χώνεται το λοιπόν κάτω απ τ αχυρένιο στρώμα, βρίσκει το σακουλακι κι αρχίζει το ροκάνισμα. Τρεις ώρες του πήρε,και με μεγάλη προσπάθεια, μέχρι να τα καταφέρει. Και γύρω στα μεσάνυχτα το πανί τρύπησε πιτέλους και τα χρυσά φλουριά ξεχύθηκαν απ το πουγκί. Ανάμεσά τους νάτο και το χρυσό φουντούκι!
Έξω, ο νεαρός αποκαμωμένος είχε αποκοιμηθεί. Τ άλογό του,στην άκρη του λιβαδιού μασούλαγε λίγο τριφύλλι και μερικές πικραλίδες
- Έλα, ξύπνα! είπε το ποντίκι που είχε επιστρέψει μετά την επιτυχία της νυχτερινής αποστολής του. Τα βάσανά σου όπου να ναι τελειώνουν. Να, πάρε το φουντούκι σου.
Ο νεαρός του βγαλε το καπέλο μ ευγνωμοσύνη ευχαριστώντας το.
- Τώρα. του είπε, θα γυρίσω στο σπίτι της γριάς στο δάσος. Θες να σε πάρω μαζί μου μικρούλη μου;
- Μπα, αποκρίθηκε το ποντικάκι κι εξήγησε: Θα ερχόμουν ευχαρίστως, αλλά έχω κάποιες επιφυλάξεις σχετικά με τη γάτα της γριάς π αλαφροπατάει, δεν είμαι βλέπεις και τόσο ευπρόσδεκτος εκεί. Σ ευχαριστώ. Εδώ όμως οι δρόμοι μας χωρίζουν! Έχε γεια!
Ο νεαρός ανέβηκε στ άλογο του, κι έφυγε καλπάζοντας, αδιαφορώντας στη βιάση του για τα κλαριά που του χτύπαγαν το πρόσωπο. Τέλος έφτασε στην καλύβα. Χτύπησε την πόρτα δυνατά και μετά από κάποια ώρα μόλις εμφανίστηκε η γριά είπε:
- Νάτο το φουντούκι, γιαγιά. Δως μου τώρα την όμορφη μύτη μου! Και της πρόσφερε το πολύτιμο απόκτημά του.
Η γριά τότε ράβδισε τη μύτη του εξαφανίζοντας μεμιάς την ασκήμια. Αφού όλα πια ήταν εντάξει, τον κοίταξε καλά καλά και του επέστρεψε το φουντούκι λέγοντας :
- Πάρε το χρυσό φουντούκι νεαρέ, να το προσφέρεις στην εκλεκτή της καρδιάς σου!
- Αχ! Η εκλεκτή της καρδιάς μου.. αναπόλησε ο νέος. Σίγουρα τώρα , μετά από τόσα χρόνια, θα μ έχει, είναι βέβαιο, ξεχασμένο!
Με τα πολλά κι ένα πρωί, έφτασε πια στο πατρικό του. Στην κουζίνα, η μητέρα του έφτιαχνε το πρόγραμμα της μέρας αναθέτοντας δουλειές στο προσωπικό.
- Μανούλα μου, την κάλεσε, αγαπημένη μου μητέρα! Να μαι, κοντά σου πάλι!
- Ω πολυαγαπημένο μου παιδί! Σπλάχνο μου! Είχα αρχίσει πια ν απελπίζομαι πως θα σε ξαναδώ!
Αγκαλιάστηκαν πολύ συγκινημένοι κι οι δυό. Έπειτα εκείνη πήρε το πρόσωπό του στα χέρια της και τον κοίταξε με αγάπη.
- Αχ χαρά των ματιών μου, εσύ, είπε, όμορφος όπως παλιά! Μα κι ο πατέρας σου τι χαρά θα κάνει δε λέγεται, που σ είχε ξεγραμμένο!
- Ω! ο πατέρας, πόσο μου λειψε! Κι η αρραβωνιαστικιά μου, ρωτά με αγωνία το παλληκάρι, η αρραβωνιαστικιά μου μάνα, εκείνη με περίμενε τουλάχιστον;
Μια τύχη το φερε η κοπέλα την μέρα εκείνη, να ναι εκεί. Είχε ερθεί επίσκεψη στο πατρικό του νεαρού και την ώρα που συναντήθηκε ο νέος με τη μητέρα του, ήταν στο περβόλι και τάιζε τα παγόνια. Της μύνησαν τα νέα, πως γύρισε ο καλός της, κι εκείνη μόλις τ άκουσε έτρεξε κοντά του με τα μάγουλα ξαναμμένα απ την ξαφνική χαρά. Ο νεαρός, μόλις συναντήθηκαν, γονάτισε , της φίλησε το χέρι και της πρόσφερε το χρυσό φουντούκι.
- Αυτό είναι το γαμήλιο δώρο μου, της είπε. Πέρασέ το, αγαπημένη, σε μιαν αλυσιδίτσα και φόρεσέ το ν ακουμπάει στο μπούστο σου, κοντά στην καρδιά σου.
Την άλλη κιόλας εβδομάδα παντρεύτηκαν.
Ζήτω ο μήνας Μάιος!!
Και φυσικά έζησαν αυτοί καλά κι εμείς....χι χι χι.
εκεί στο "τάιζε τα παγόνια" δίνω ρέστα! vive la France!
ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΧΡΑΤΣ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑ, ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ, ΠΟΛΥ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗ ΤΥΠΙΣΣΑ ΜΑ ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ ΦΙΛΗ ΑΓΝΗ ΜΕΤΑΦΤΣΗ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ.
( ΤΗΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΗΝ ΕΚΑΝΑ...ΕΓΩ!! )
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ ΓΙΑ ΤΑ ΚΑΛΑ ΣΟΥ ΛΟΓΙΑ ΟΜΩΣ -ΑΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΚΑΛΑ- ΚΑΤΙ ΕΙΠΑΜΕ ΧΘΕΣ ΒΡΑΔΥ!!! ΜΗΠΩΣ ΝΑ ΕΣΒΗΝΕΣ ΤΩΡΑ ΟΛΕΣ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΣΑΛΤΣΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΙ ΚΑΜΙΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΟΥΣΙΑ???
ΑπάντησηΔιαγραφήΤΩΡΑ ΜΑΛΙΣΤΑ! ΝΑ ΛΕΜΕ ΤΑ ΠΡΑΜΑΤΑ ΜΕ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΆ ΤΟΥΣ! MANY MANY KISHES.....! ΕΤΣΙ ΓΡΑΦΕΤΑΙ ΤΟ KISHES???? I WONDER, ΜΑΘΕΣ....
ΑπάντησηΔιαγραφήΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ...
ΠΑΛΙ ΕΒΑΛΕΣ ΤΗ ΣΑΛΤΣΟΥΛΑ ΣΟΥ ΠΑΝΤΩΣ... ΑΜ ΚΑΛΑ ΛΕΝΕ ΠΩς ΠΡΩΤΑ ΠΕΘΑΙΝΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟ ΧΟΥΙ!!!!!!
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΒΛΕΠΩ ΕΓΩ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΑΧΤΥΠΗΤΟ ΝΤΟΥΕΤΟ! ΠΑΜΕ ΜΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΟΥΛΑ ΝΑ ΓΥΜΝΑΣΟΥΜΕ ΤΑ ΦΑΙΑ ΚΥΤΤΑΡΑ;
ΑπάντησηΔιαγραφή