Απαλό κι ανάλαφρο το κελάηδημα των πουλιών στο δέντρο του δρόμου έξω απ το παράθυρό μου, προάγγελος μιας ωραίας Κυριακής, καλή μέρα για εξαφανίσεις!! Κάλεσμα ζουμπουρλούδικο και γλυκόπιοτο σα στιγμιαίο χάδι, ταμάμ! Μια όαση, μια απόδραση, πού; σσσ.. μυστικόν επτασφράγιστο! Incognito υποθέσεις..Θα συναντηθούμε στην Παράδεισο..
μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας σοφός καθισμένος πλάι σε μια μικρή λιμνούλα και μάταια προσπαθούσε να γράψει στα νερά της το απάνθισμα των σκέψεών του. τα γράμματα διαλυόντουσαν και χάνονταν πάνω στην ήρεμη επιφάνεια του νερού. Πολύ εκνευρισμένος ο σοφός ξερόβηξε και για λίγο μαδούσε το γύρω χορτάρι συλλογισμένος. Κάποια στιγμή ένα τσίμπημα πείνας στο στομάχι ή το απογευματινό αεράκι που δρόσισε λίγο περισσότερο με το πέρασμα της ώρας, ή κάτι άλλο τον έβγαλαν από το μακρύ συλλογισμό του. Κοίταξε κατά τ ατάραχα της λίμνης νερά που μούντευαν στο σούρουπο κι είπε: Ω αχάριστε κόσμε, πώς να πας μπροστά αφού σαν το νερό ριγάς στου σοφού το χέρι κι αμέσως μετά ξεχνάς και τα δικά σου κάνεις σα το κακομαθημένο παιδί που με χτυπημένο γόνα βγαίνει έξω κρυφά να παίξει και πέφτει και χτυπά ξανά και φωνάζει και κλαίει και καλεί τη μάνα και μες τα δάκρυά του την ψέγει που δεν έκλεισε καλύτερα την πόρτα να μην μπορεί ν αποδράσει.. Κοίταξε κατά το δείλι και πήρε το δρόμο για το σπίτι. Στον πάτο της λίμνης χνάρια από σοφά λόγια κατακαθισμένα ριγούν στο λιγοστό φεγγαρίσιο φώς και τα λιμνολούλουδα απορημένα σκύβουν τα κεφαλάκια τους και τα κοιτούν που σιγολάμπουν στη νυχτια. Νάνι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου