Τρίτη βράδυ, μισοφέγγαρο.
Μέσα, μέσα, μέσα, βαθειά μέσα στης νύχτας το τούνελ, σ υπόγειες σήραγγες, φώτα διάσπαρτα, ανάσες π ακουμπάν απαλά σε ξένα δέρματα, χωρίς αιτία. Μια μαύρη πέτρα ο προορισμός, μια φωνή που την παίρνει ο αέρας και χάνεται.
Έξω, έξω, παραέξω απ το στενάχωρο εδώ, το στριμωγμένο εγώ, απαλή η νύχτα, αφρόντιστη, περπατάει σε μια πόλη κοιμισμένη.
Στις γειτονιές των εκπεσόντων αγγέλων ο άνεμος παρασέρνει πούπουλα ιριδίζοντα.
Στην ακροθαλασσιά αμίλητο το κύμα βαριανασαίνει.
Μια ατέλειωτη στέπα ο νους μου κι ο θόρυβος στο δρόμο όλο κι αυγαταίνει.
Μια απρόσκλητη σκέψη, αφήνει ένα χνάρι στο τζάμι και φεύγει..
Μέσα, μέσα, μέσα, βαθειά μέσα στης νύχτας το τούνελ, σ υπόγειες σήραγγες, φώτα διάσπαρτα, ανάσες π ακουμπάν απαλά σε ξένα δέρματα, χωρίς αιτία. Μια μαύρη πέτρα ο προορισμός, μια φωνή που την παίρνει ο αέρας και χάνεται.
Έξω, έξω, παραέξω απ το στενάχωρο εδώ, το στριμωγμένο εγώ, απαλή η νύχτα, αφρόντιστη, περπατάει σε μια πόλη κοιμισμένη.
Στις γειτονιές των εκπεσόντων αγγέλων ο άνεμος παρασέρνει πούπουλα ιριδίζοντα.
Στην ακροθαλασσιά αμίλητο το κύμα βαριανασαίνει.
Μια ατέλειωτη στέπα ο νους μου κι ο θόρυβος στο δρόμο όλο κι αυγαταίνει.
Μια απρόσκλητη σκέψη, αφήνει ένα χνάρι στο τζάμι και φεύγει..
Στις γειτονιές των εκπεσόντων αγγέλων ο άνεμος παρασέρνει πούπουλα ιριδίζοντα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπλά τέλειο...