ΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ
Τα παιδιά είχαν κιόλας συγκεντρωθεί όλα τους στην αυλή. Εκεί είχαν μαζευτεί κι αρκετά γαϊδούρια από τα γειτονικά χωριά. Γνώρισα αμέσως, όλους όσοι είχαν τρέξει στους αγώνες. Ο γάιδαρος του Ζαννό με κοίταξε άγρια καθώς εγώ του 'ριχνα κοροϊδεύτηκες ματιές. Η γιαγιά του Ιάκωβου είχε μαζέψει γύρω της όλα τα εγγόνια: την Καμίλλη, τη Μαγδαληνή, την Ελισάβετ, Την Ερριέτα, την Ιωάννα, τον Πέτρο, τον Ερρίκο, τον Λουί και τον Ιάκωβο. Οι μαμάδες όλων αυτών των παιδιών θα 'ρχονταν με τα γαϊδούρια, ενώ οι μπαμπάδες θ' ακολουθούσαν πεζοί, κρατώντας βέργες για ν' αναγκάζουν τους τεμπέληδες από μας να προχωρούν. Πριν ξεκινήσουν, τσακώθηκαν λιγάκι, όπως συμβαίνει πάντα, πάνω στο ποιος θα' παιρνε τον πιο καλό γάιδαρο. Όλοι τους θέλαν εμένα και κανένας τους δεν υποχωρούσε. Στο τέλος αποφάσισαν να ρίξουν κλήρο. Έλαχα στον μικρό ξάδελφο του Ιάκωβου, τον Λουί, που ήταν πολύ καλό παιδί, και θα 'μουν πολύ ευχαριστημένος αν δεν έβλεπα τον Ιάκωβο να σφουγγίζει κρυφά τα μάτια του, που ήταν γεμάτα δάκρυα. Κάθε φορά που με κοίταζε, τα μάτια του βούρκωναν και υπέφερα που δεν μπορούσα να τον παρηγορήσω. Μα 'επρεπε να μάθει κι αυτός να 'ναι υπομονετικός. Και να παραδέχεται τις αναποδιές της τύχης. Στο τέλος το αποφάσισε κι ανέβηκε στο γάιδαρο που του έλαχε, λέγοντας στον ξάδελφο του Λουί: -Θα πηγαίνω δίπλα σου, Λουί, μην αφήνεις τον Καντισόν να τρέχει πολύ, για να μην μείνω πίσω.
-Και γιατί να μείνεις πίσω; Γιατί δεν πας κι εσύ τρεχάτος καθώς κι εγώ;
-Γιατί ο Καντισόν τρέχει γληγορότερα απ' όλους του γαϊδάρους της περιοχής.
-Και πώς το ξέρεις εσύ αυτό;
-Τον είδα να τρέχει για να κερδίσει το βραβείο την ημέρα της γιορτής στο χωριό. Ο Καντισόν τους ξεπέρασε όλους.
Ο Λουί υποσχέθηκε στον ξάδελφό του να μην τρέχει και πολύ και σε λίγο κι οι δυο τους ξεκίνησα με καλπασμό. Ο συνάδελφός μου δεν ήταν κακός κι έτσι δεν είχα τη σκοτούρα να τρέχω για να τον ξεπεράσω. Οι άλλοι μας ακολουθούσαν όσο μπορούσαν γληγορότερα ο καθένας τους. Φτάσαμε έτσι σ' ένα δάσος, ΄που τα παιδιά θα έβλεπαν τα ερήπια ενός παλιού μοναστηριού και μιας πανάρχαιας εκκλησίας. Είχαν παράξενη φήμη στη χώρα κια δεν άρεσε στον καθένα να πηγαίνει να τα δει, παρά μόνο αν είχε μεγάλη συντροφιά μαζί του.Λέγαν πως τις νύχτες, κάτι παράξενοι ήχοι ακούονταν να βγαίνουν από τα χαλάσματα: αναστεναγμοί, φωνές, θόρυβοι από βαριές αλυσίδες που μετατοπιζόταν. Αρκετοί ταξιδιώτες που, ακούοντας τα όσα διηγούνταν άλλοι πάνω σ' όλα τούτα τους κορόιδευαν, σαν θέλησαν να πάνε να επισκεφτούν μονάχοι τους τα ερείπια αυτά, δεν ξαναγύρισαν και ποτέ δεν άκουσε κανένας άλλος να ξαναμιλούν γι αυτούς.
Σαμ ξεπέζεψαν όλοι κι άφησαν εμάς τους γαϊδάρους ελεύθερους να βοσκήσουμε, με το χαλινάρι στο λαιμό, οι γονείς πιάσαν τα παιδιά τους ο καθένας απ' το χέρι για να μην απομακρυνθούν και μείνουν πίσω. Τους έβλεπα ν' απομακρύνονται αρκετά ανήσυχοι και να χάνονται μεσ' στα ερείπια. Απομακρύνθηκα κι εγώ από τους συντρόφους μου και πήγα, για να προφυλαχτώ από τον ήλιο, κάτω από μια μισογκρεμισμένη αψίδα, που ήταν σε κάποιο υψωματάκι που γειτόνευε με το δάσος, λίγο παραπέρα από το μοναστήρι. Θα 'μουν εκεί κάπου ένα τέταρτο, όταν άκουσα ένα θόρυβο δίπλα στην αψίδα. Χώθηκα όπως μπορούσα σε κάποιο βαθούλωμα του καταστραμμένου τοίχου, απ' όπου θα μπορούσα να βλέπω μακριά, χωρίς και να φαίνομαι καθόλου. Ο θόρυβος, παρ' όλο που ήταν κάπως μουντός, μεγάλωνε. Φαινόταν σα να 'βγαινε κάτω από τη γη.
-Τίποτα... είπε σιγανά, αφού κοίταξε τριγύρω του. Κανείς δεν είναι. Μπορείτε να βγείτε κι εσείς, φίλοι μου. Ο καθένας σας ας πα΄ρει κι ένα από τους γαϊδάρους αυτούς κι ας τον πάει όπου θέλει.
Αποτραβήχτηκε για να περάσουν καμιά δωδεκαριά άλλοι σαν κι αυτόν, λέγοντας τους χαμηλόφωνα:
-Κι αν οι γάιδαροι σας το σκάσουν, μην αρχίσετε να τους κυνηγάτε τρέχοντας πίσω τους. Γλήγορα, λοιπόν, και χωρίς να κάνετε καθόλου φασαρία. Αυτό είναι το παράγγελμα που δίνω.
Οι άνθρωποι γλίστρησαν προς το πυκνό μέρος του δάσους, γλήγοροι και με χίλιες προφυλάξεις. Οι γάιδαροι, που είχαν σταθεί στη σκιά, βόσκαν αμέριμνοι στο γρασίδι. Μόλις δώθηκε κάποιο πρόσταγμα, ο καθένας απ' τους κλέφτες άρπαξε κι από ένα γάιδαρο από το χαλινάρι του και τον τράβηξε στο δάσος. Οι γάιδαροι αυτοί, αντί ν' αντισταθούν, ν' αγωνιστούν, να γκαρίσουν και να ειδοποιήσουν τους άλλους, σταθήκαν σαν ηλίθιοι να πιαστούν. Ένα αρνί δε θα 'ταν τόσο χαζό όσο αυτοί. Πέντε λεπτά πιο ύστερα, οι κλέφτες φτάσαν στο μέρος που βρισκόμουν, δίπλα στην αψίδα. Βάλαν τότε, έναν - έναν, τος συναδέλφους μου στο δάσος όπου, σε λίγο, εξαφανιστήκαν κι αυτοί. Άκουσα τον ήχο που κάναν τα βήματά τους κάτω από τη γη και ύστερα ακολούθησε η σιγή.
"Να η εξήγηση για τους κρότους που συνταράζουν την περιοχή, σκέφτηκα. Μια συμμορία από κλέφτες είναι κρυμμένη στα υπόγεια του μοναστηριού. Α! πρέπει να τους πιάσουν όλους αυτούς! Πώς όμως; Να η δυσκολία!"
Έμεινα κρυμμένος πίσω από τον τοίχο, απ' όπου έβλεπα τα ερείπια και γύρω- γύρω ολόκληρη την περιοχή. Βγήκα από κει μόνο σαν άκουσα τις φωνές των παιδιών, που ψάχναν για τους γαιδάρους. 'Ετρεξα αμέσως, για να τα εμποδίσω να πλησιάσουν την αψίδα καθώς και τα χαλάσματα, που κρύβα τόσο καλά την είσοδο που οδηγούσε στα υπόγεια και που ήταν αδύνατον να τη δουν από κει που βρισκόταν.
-Να ο Καντισόν, φώναξε ο Λουί.
-Που να 'ναι, όμως, οι άλλοι; είπαν τ' άλλα παιδιά μαζί.
-Κάπου κοντά θα 'ναι, είπε ο πατέρας του Λουί.Να φωνάξουμε.
Έτρεμα καθώς σκεφτόμουν τον κίνδυνο που τους περίμενε και βιάστηκα να πάω προς τη μεριά της αψίδας για να τους εμποδίσω να περάσουν. Θέλησαν να με παραμερίσουν, τους αντιστάθηκα, όμως, επίμονα, φράζοντάς τους, από οποιαδήποτε μεριά επιχειρούσαν, το πέρασμα. Τέλος, ο πατέρας του Λουί σταμάτησε τον κουνιάδο του λέγοντας :
-Ακούστε, αγαπητέ μου. Η επιμονή αυτή του Καντισόν είναι κάπως παράξενη. Ξέρετε τί μας είπαν για την εξυπνάδα του ζώου αυτού. Ας τον ακούσουμε κι ας γυρίσουμε πίσω. Κι ίσως, μάλιστα, οι γάιδαροι να 'χουν πάει από την άλλη μεριά των ερειπίων.
-Μου φαίνεται πως έχετε αρκετό δίκιο, αγαπητέ,γιατί βλέπω τη χλόη κάπως πατημένη πίσω από την αψίδα και μάλιστα τα πατήματα είναι φρέσκα. Μου φαίνεται πως τους γαιδάρους μας μας τους έκλεψαν.
Γύρισαν εκεί που στέκονταν οι μητέρες, που είχαν κι αυτές εμποδίσει τα παιδιά ν' απομακρυνθούν. Τους ακολούθησα μ' ελαφρωμένη τη συνείδηση κι ευχαριστημένος γιατί τους είχα σώσει από κάποιον τρομερό κίνδυνο. Μιλούσαν σιγανά και τους είδα να μαζεύονται όλοι. Τέλος, με φώναξαν.
-Και τι θα κάνουμε τώρα; ρώτησε η μητέρα του Λουί. Πάνω σ' ένα και μοναδικό γάιδαρο δεν θα μπορέσουν ν' ανεβούν όλα τα παιδιά.
-Να βάλουμε τα πιο μικρά πάνω στον Καντισόν. Τα άλλα θα μας ακολουθήσουν, απάντησε η μητέρα του Ιάκωβου.
-Για έλα εδώ, Καντισον, να δούμε πόσους θα μπορέσεις να σηκώσεις, είπε η μητέρα της Εριέττας.
Άρχισαν ανεβάζοντας την Ιωάννα, σαν πιο μικρή, ύστερα την Εριέττα, μετά τον Ιάκωβο και στο τέλος το Λουί. Κανένας τους δεν ήτανε βαρύς και το είδα αυτό καθώς άρχισα να τρέχω. Τους κουβαλούσα και τους τέσσερις χωρίς να κουραστώ.
-Ω λα, ω!! Καντισόν, φώναζαν οι μπαμπάδες. Πιο σιγά για να μπορούμε να κρατούμε και τα πιτσιρίκια.
Άρχισα να περπατώ σιγότερα, περιστοιχισμένος από τα μεγαλύτερα παιδιά και τις μητέρες τους. Οι άντρες ερχόνταν πιο πίσω, για να μαζεύουν όσους καθυστερούσαν.
-Μαμά, γιατί ο μπαμπάς δεν έψαξε να βρει τους γαιδουράκους μας; ρώτησε ο Ερρίκος, ο μικρότερος της παρέας, που έβρισκε το δρόμο ατελείωτο.
-Γιατί ο μπαμπάς είναι βέβαιος πως μας τους κλέψαν κι ύστερα απ' αυτό θα ήταν ανώφελο να ψάξουμε.
-Μας τους έκλεψαν; Ποιοι, όμως; Εγώ δεν είδα κανέναν.
-Ούτε κι εγώ, απάντησε η μαμά. Δίπλα όμως στην αψίδα είδαν βήματα.
-Τότε, μαμά, δε θα 'πρεπε να ψάξουμε να βρούμε τους κλέφτες; ρώτησε ο Πετράκης.
-Θα 'ταν επικίνδυνο. Για να κλέψουν δεκατρείς γαϊδάρους θα 'τανε πολλοί. Ίσως μάλιστα να 'ταν κι οπλισμένοι, οπότε θα σκότωναν ή θα τραυμάτιζαν τους μπαμπάδες σας...
-Με τι θα 'ταν οπλισμένοι μαμά;
-Με ξύλα, ίσως και με μαχαίρια.
-Μα τότε θα 'ταν πολύ επικίνδυνοι. Μου φαίνεται πως ο μπαμπάς έκανε πολύ καλά να ξαναγυρίσει με το θείο.
-Και βιαστείτε να φτάσουμε στο σπίτι, γιατί οι θείοι κι ο μπαμπάς σας πρέπει να πάνε στην πόλη.
-Να κάνουνε τί μαμά;
-Να ειδοποιήσουν τη χωροφυλακή και να προσπαθήσουν ύστερα να ξαναβρούν τους γαϊδάρους.
-Εγώ είμαι πικραμένη που κάναμε αυτή την εκδρομή, είπε η Καμίλλη.
-Γιατί το λες αυτό; Ήταν τόσο όμορφα!απάντησε η Μαγδαληνή.
-Ναι, μα και πολύ επικίνδυνη. Αν, αντί να πάρουν οι κλέφτες τους γαϊδάρους πιάναν εμάς;
-Αδύνατο! Ήμασταν τόσοι... είπε η Ελισάβετ.
-Κι αν ήταν περισσότεροι οι κλέφτες; ξαναρώτησε η Καμίλλη.
-Τότε θ' ανοίγαμε πόλεμο όλοι μας, απάντησε η Ελισάβετ.
-Κι ύστερα; Εμείς δεν έχουμε παρά ένα μπαστούνι μόνο.
-Και τα πόδια μας; Και οι γροθιές μας; Και τα δόντια μας;Εγώ, πρώτα απ' όλα, θα τους γρατσούνιζα, θα τους δάγκωνα, θα τους έβγαζα τα μάτια με τα νύχια μου, είπε η Ελισάβετ.
-Ο κλέφτης που θα σε κρατούσε, θα σε σκότωνε στο τέλος.Να τι θα 'κανες, της απάντησε ο Πετράκης.
-Θα με σκότωνε; Κι ο μπαμπάς μου; Κι η μαμά μου;Τι θα κάνανε; Θα τους άφηναν να με πιάσουν και να με σκοτώσουν;
-Οι κλέφτες θα μας σκότωναν όλους, και πριν απ' όλους εσένα, είπε η Μαγδαληνή.
-Και νομίζεις πως θα 'ταν ολάκερος στρατός οι κλέφτες; ρώτησε η Ελισάβετ.
-Θα τα κατάφερναν έστω κι αν ήταν δώδεκα, απάντησε η Μαγδαληνή.
-Δώδεκα; Τι βλακείες μου ψέλνεις; Και νομίζεις πως οι κλέφτες περπατούν με τη ντουζίνα, όπως κάνουμε όταν αγοράζουμε αυγά;
-Αστειεύεσαι; Δεν μπορεί να συζητήσει κανείς ποτέ μ' εσένα. Εγώ στοιχηματίζω πως, για να κλέψει κανένας δεκατρείς γαϊδάρους, θα πρέπει να 'χει άλλους έντεκα κλέφτες μαζί του.
-Δηλαδή, από ένα ο καθένας. Κι ο δέκατος τρίτος γάιδαρος θα 'ναι πάνω από την πούληση; Εκπτώσεις δηλαδή θα γινόνταν!
Οι μητέρες και τα υπόλοιπα παιδιά γελούσαν με τη συζήτηση αυτή. Καθώς, όσο πήγαινε και φούντωνε, η μητέρα της Ελισάβετ της είπε να σωπάσει, λέγοντας πως ίσως και να 'χει δίκιο η Μαγδαληνή, υπολογίζοντας σαν πόσοι να 'ταν οι κλέφτες.
Βρισκόμασταν πιο κοντά στο σπίτι, όπου δε θ' αργούσαμε να φτάσουμε. Όταν οι γειτόνοι είδαν όλο αυτό το τσούρμο να 'χεται με τα πόδια κι εμένα τον Καντισόν με τα τέσσερα παιδιά στη ράχη, παραξενεύτηκαν πολύ. Κι όταν ο κάθε πατέρας άρχισε να διηγείται πως εξαφανίστηκαν οι γάιδαροι,το πως επέμενα εγώ να μην τους αφήσω να πλησιάσουν την αψίδα, απ' όπου θέλαν να περάσουν, για να ψάξουν για τα χαμένα ζώα,οι άνθρωποι του σπιτιού, μα κι οι γειτόνοι, κούνησαν τα κεάλια τους θλιβερά κι άρχισαν όλοι τους να κάνουν με το νου τους πιο περίεργες υποθέσεις. Οι μισοί λέγαν πως τους γαϊδάρους τους κατάπιαν οι διάβολοι, οι άλλοι, πάλι υποστήριζαν πως οι θαμμένες στα μνήματα καλόγριες είχαν αρπάξει τους γαϊδάρους για να γίνουν ύστερα περιηγήτριες και να επισκεφτούν όλες τις χώρες της γης άλλοι, τέλος, βεβαίωναν πως οι άγγελοι που φύλαγαν το μοναστήρι κάψαν τα ζώα και τα κάναν στάχτη, γιατί είχαν πλησιάσει πολύ στο νεκροταφείο, που βρισκόταν οι πεθαμένες καλόγριες και τις ανησυχούσαν με τα γκαρίσματά τους. Σε κανένα τους δεν πέρασε η υποψία πως υπήρχαν κρυμμένοι κλέφτες στα υπόγεια.
Έτσι, μόλις τελείωσαν τις κουβέντες τους οι μαμάδες των παιδιών, είπαν στη γιαγιά, πως, σίγουρα, τους είχαν κλέψει τα γαϊδούρια. Ζέψαν αμέσως το άλογο στο αμάξι, για να τρέξουν να καταγγείλουν το πράμα στη χωροφυλακή της πιο κοντινής πολιτείας. Ξανάρθαν ύστερα από δύο ώρες μ' έναν αξιωματικό της χωροφυλακής κι έξι χωροφύλακες. Η φήμη για την εξυπνάδα μου ήταν τόση πια, που κρίναν πως το ζήτημα ήταν σοβαρό μόλις μάθαν την αντίσταση που είχα προβάλλει, μην αφήνοντάς τους να περάσουν από την αψίδα. Ήταν όλοι τους οπλισμένοι με πιστόλια και καραμπίνες κι έτοιμοι για πραγματική εκστρατεία. Δέχτηκαν την προσφορά της γιαγιά να καθίσουν να φάνε μαζί μας, πριν ξεκινήσουν και κάθισαν στο τραπέζι με τις κυρίες και τους κυρίους.
τι τραβούν κι αυτα τα γαϊδουράκια!! :)
ΑπάντησηΔιαγραφή.. ευτυχώς δεν μοιάζουν με τα δίποδα γαϊδούρια.
.. νύχτωσε...καλο βράδυ! :)
ευτυχώς!
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλό βράδυ Ηλία.
έχεις κάποιο πρόγραμμα;
Συγκινητικό διδακτικό παραμύθι, κλασικό παιδικό ανάγνωσμα στη Γαλλία που μας το παρέχεις σε θαυμάσια μετάφραση. Το γαιδουράκι αυτό, ο πιστός Καντισόν, δεν περνά λιγότερα από όσα περνούν πολλά σκυλιά στην Ελλάδα ακόμα & σήμερα ―για γαϊδουράκια να μην πω, ευτυχώς που δεν τα χρειαζόμαστε πιά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠριν λίγο καιρό βρέθηκα στην επαρχία και δεν υπήρχε ένα γαιδουράκι , δεν υποφέρουν πια από τα
ΑπάντησηΔιαγραφήδίποδα γαιδουράκια .
ειδικά τα μωρούλια γαϊδουράκια είναι σκέτη γλύκα!
ΑπάντησηΔιαγραφήσε ποια επαρχία βρέθηκες;