ΤΕΡΕΖΑ
Οι μικρές μου αφέντισσες - και είχα τόσους μικρούς αφεντικούς και αφέντισσες όσα ήταν και τα εγγόνια της γιαγιάς - είχαν μια ξαδέλφη που την αγαπούσαν πολύ και ήταν η καλύτερή τους φίλη, γιατί είχε την ίδια μ' αυτές ηλικία. Ονομαζόταν Τερέζα, ήταν καλή, πάρα πολύ καλή. Όταν με καβαλίκευε, ποτέ δεν έπιανε ραβδί στο χέρι, μα κι απαγόρευε και στους άλλους να με δέρνουν. Σε κάποιον από τους περιπάτους, λοιπόν, που κάναν οι μικρές μου αφέντισσες, είδαν ένα μικρό κορίτσι καθισμένο στην άκρη ενός δρόμου, που σηκώθηκε με κόπο καθώς πλησίαζαν κι ερχόταν κουτσαίνοντας για να τους ζητήσει ελεημοσύνη. Το δειλό και λυπημένο παρουσιαστικό της τράβηξε την προσοχή της Τερέζας και των άλλων κοριτσιών. -Γιατί κουτσαίνεις, μικρούλα μου; τη ρώτησε η Τερέζα.
-Γιατί τα ξυλοπάπουτσα που φορώ μου έχουν φάει το πόδι.
-Και γιατί δε γυρεύεις από τη μαμά σου να σου τ' αλλάξει;
-Δεν έχω μαμά, δεσποινίς.
-Τότε από το μπαμπά σου.
-Ούτε μπαμπά έχω δεσποινίς.
-Τότε με ποιους ζεις;
-Με κανέναν. Είμαι ολομόναχη.
-Και ποιος σε ταΐζει;
-Όλος ο κόσμος.
-Πόσο χρονών είσαι;
-Δεν ξέρω, δεσποινίς. Νομίζω, όμως, εφτά.
-Και που κοιμάσαι;
-Όπου βρω. Αν βρεθεί κανένας χριστιανός να με βάλει να κοιμηθώ κάπου, τότε είναι καλά. Αν δεν βρεθεί όμως τότε κοιμάμαι έξω, κάτω από τα δέντρα, οπουδήποτε.
-Το χειμώνα όμως θα παγώνεις!
-Κρυώνω, μα συνήθισα.
-Έφαγες καθόλου σήμερα;
-Από τα χτες έχω να φάω.
-Τρομερό αυτό, είπε η Τερέζα. Αγαπητές μου φίλες, είμαι βέβαιη πως δε θα αρνηθεί η γιαγιά σας να μας επιτρέψει να ταΐσουμε τη μικρούλα αυτή και να τη βάλουμε κάπου να κοιμηθεί στο σπίτι.
-Και βέβαια, απάντησαν οι τρεις ξαδέλφες. Η γιαγιά μας θα ευχαριστηθεί. Εκτός αυτό, ποτέ δε μας αρνήθηκε ως τώρα ό,τι κι αν της γυρεψαμε.
-Πως θα κάνουμε, όμως, για να την πάμε ως το σπίτι; ρώτησε η Μαγδαληνή. Δε βλέπεις πως κουτσαίνει;
-Να την ανεβάσουμε στον Καντισόν. Εμείς θ' ακολουθούμε με τα πόδια, αντί να τον καβαλικεύουμε με τη σειρά, απάντησε η Τερέζα.
-Καλή η ιδέα σου, είπαν τα τρία κορίτσια.
Βάλαν τη μικρή στη ράχη μου.
Η Καμίλλη είχε στην τσέπη της ακόμη ένα κομμάτι ψωμί και της το 'δωσε. Η μικρή ήταν πεινασμένη και το 'φαγε αμέσως. Φαινόταν ευχαριστημένη που καθόταν στη ράχη μου, δεν έλεγε, όμως, τίποτε. Ήταν κουρασμένη και πεινούσε ακόμη.
Όταν σταμάτησα στο σκαλοπάτι της πόρτας, η Καμίλλη κι η Ελισάβετ βάλαν τη μικρή στην κουζίνα, ενώ η Μαγδαληνή κι η Τερέζα τρέξαν να συναντη΄σουν τη γιαγιά.
-Γιαγιά, είπε η Μαγδαληνή, μας επιτρέπεις να ταΐσουμε μια πολύ φτωχή κοπελίτσα που βρήκαμε στο δρόμο;
-Ευχαρίστως, είπε η γιαγιά. Ποια, όμως, είναι αυτη΄η κοπελίτσα;
-Δεν ξέρω, γιαγιά.
-Που κατοικεί;
-Πουθενά, γιαγιά.
-Πως πουθενά; Κάπου βέβαια θα πρέπει να κατοικούν οι γονείς της.
-Δεν έχει γονείς, γιαγιά, είναι ολομόναχη.-Θα επιτρέψεις, θεία, είπε δειλά η Τερέζα να κοιμηθεί εδώ η μικρή;
-Αν δεν έχει σπίτι, το καλύτερο που θα κάνει είναι να κοιμάται εδώ, είπε η γιαγιά. Μα, πρώτ' απ' όλα, θα πρέπει να τη δω και να της μιλήσω.
Σηκώθηκε και ακολούθησε τα παιδιά στην κουζίνα, όπου η μικρή τέλειωνε το φαγητό της. Την φώναξε, κι εκείνη πλησίασε κουτσαίνοντας. Η γιαγιά τη ρωτούσε για πολλά κι εκείνη έδινε τις ίδιες γνωστές μας απαντήσεις. Η γιαγιά βρισκόταν σε μεγάλη αμηχανία. Να την διώξει, στην κατάσταση που την έβλεπε, της ήταν αδύνατο. Δύσκολο της ήταν, όμως, και να την κρατήσει. Σε ποιον θα την εμπιστευόταν; Ποιος θα της έδινε ανατροφή;
-Άκουσε, μικρή μου, της είπε. Περιμένοντας τις πληροφορίες που θα ζητήσω για λογαριασμό σου,για να μάθω αν μου είπες όλη την αλήθεια, θα τρως και θα κοιμάσαι εδώ. και σε λίγες μέρες θα δω τι θα μπορέσω να κάνω για σένα.
Έδωσε οδηγίες να της ετοιμάσουν ένα κρεβάτι, καθώς και να μη της λείψει τίποτε. Η μικρή, όμως, ήταν τόσο βρώμικη, που κανένας δεν ήθελε να την πλησιάσει για να τη λούσει και να την αλλάξει. Η Τερέζα ήταν γι αυτό πολύ λυπημένη. Δεν μπορούσε ν' αναγκάσει τους υπηρέτες της θείας της να κάνουν κάτι που τους αηδίαζε.
"Εγώ που την έφερα εδώ, σκεφτόταν, εγώ θα πρέπει να τη φροντίζω. Πώς να κάνω, όμως;"
Σκέφτηκε για λίγο και ξαφνικά μια ιδέα φώτισε το μυαλό της.
-περίμενε, είπε, μικρούλα μου, θα ξανάρθω αμέσως. κι έτρεξε στη μητέρα της.
-Μαμά, της είπε. Σήμερα πρέπει να λουστώ.
-ναι, Τερέζα μου, η υπηρέτρια σε περιμένει.
-Θα μου κάνεις τη χάρη να λουστεί, στη θέση μου, η μικρούλα που έφερα εδώ;
-Ποια μικρούλα; δεν την είδα.
-Είναι μια θεόφτωχη μικρούλα, που δεν έχει ούτε μαμά, ούτε μπαμπά, ούτε και κανένα για να τη φροντίζει. Κοιμάται έξω και τρώει ότι υης δίνουν. η γιαγιά της Καμίλλης δέχτηκε να την κρατήσει στο σπίτι, καμιά, όμως, από τις υπηρέτριες δεν θέλει να την αγγίξει.
-Γιατί;
-Γιατί είναι πολύ βρώμικη. Αν θελήσεις, λοιπόν, μαμά, να λουστεί εκείνη, αντίς για μένα, για να μην αηδιάσει κι η υπηρέτριά μας, θα τη γδύσω εγώ η ίδια, εγώ θα την πλύνω και θα τη σαπουνίσω. Θα τής κόψω και τα μαλλιά.
-Εσύ, όμως, Τερέζα μου, δεν θα αηδιάσεις, κάνοντας τη δουλειά αυτή;
-Λιγάκι, μαμά. Αν ήμουνα, όμως, εγώ στη θέση της; Αυτή η σκέψη, μόνο, μου δίνει θάρρος. Και θα μου επιτρέψεις, μαμάκα, να τη ντύσω και με μερικά δικά μου ρούχα.
-Και βέβαια Τερέζα μου. Με τί λεφτά, όμως, θ' αγοράσεις εσύ άλλα; Δεν έχω φυλαγμένα παρά τρία - τέσσερα φράγκα. Όσα χρειάζονται για ν' αγοράσεις ένα νυχτικό.
-Και ξεχνάς εκείνα τ' άλλα είκοσι φράγκα που έχω κρυμμένα;
-Εκείνα σου τα 'δωσε ο μπαμπάς σου λέγοντας να μην τα ξοδέψεις. Μ' αυτά θ' αγοράσεις ένα βιβλίο, όπως εκείνο που έχει η Καμίλλη.
-Μπορώ να κάνω και δίχως το βιβλίο αυτό, μαμά. Θα διαβάζω το παλιό μου.
-Τότε κάνε όπως θέλεις. Όταν πρόκειται να κάνεις κάτι καλό, σ' αφήνω πάντα ελεύθερη.
Η μαμά βγήκε να ιδεί τη μικρή που κανένας δεν ήθελε ν' αγγίξει.
-Αν έχει καμιά δερματική αρρώστια, Τερέζα; Τότε δεν θα πρέπει να την αγγίξεις ούτε κι εσύ.
Η μικρούλα περίμενε πάντα στην πόρτα. Η μαμά την κοίταξε, εξέτασε τα χέρια της, το πρόσωπό της, κι είδε ότι ήταν μόνο απλυσιά. Τα μαλλιά της, όμως, ήταν γεμάτα από κάτι μικρά ζωύφια. Ζήτησε το ψαλίδι, την κάθισε στο γρασίδι και της έκοψε τα μαλλιά πολύ κοντά, δίχως να την αγγίσει με τα χέρια της. Ένας υπηρέτης τα μάζεψε από κάτω μ' ένα μικρό φτυάρι και τα 'ριξε στη φωτιά. Ύστερα της φέραν ένα κάδο με χλιαρό νερό και με τη βοήθεια της Τερέζας, την σαπούνισε και της έπλυνε το κεφάλι. Όταν τελείωσε, είπε της Τερέζας:
-Και τώρα, τρέχα να τη λούσεις και να ρίξεις τα ρούχα της στη φωτιά.
Η Καμίλλη, η Μαγδαληνή κι η Ελισάβετ είχαν φτάσει για να βοηθήσουν την Τερέζα. Γδύσαν την μικρή και βιάστηκαν να την βάλουν στο νερό και να τη σαπουνίσουν από το κεφάλι ως τα πόδια. Το κοριτσάκι, όταν βγήκε από τη μπανιέρα, δεν ήξερε πως να ευχαριστήσει τις τέσσερις κοπελίτσες. Εκείνες την έτριψαν καλά με την πετσέτα για να τη στεγνώσουν και της φόρεσαν μια φανελίτσα, ένα ζιπούνι κι ένα φουστάνι της Τερέζας. Πως θα κάναν, όμως, τώρα για τα παπούτσια, που το ένα πόδι της ήταν πληγωμένο; Η Τερέζα έτρεξε στη γιαγιά της και της ζήτησε μιαν αλοιφή. Εκείνη της την έδωσε αμέσως και η Καμίλλη, με την βοήθεια των τριών άλλων κοριτσιών, έβαλε την αλοιφή σ' ένα μπαμπάκι και το τοποθέτησε αμέσως πάνω στην πληγή. Σε λίγο τύλιξαν το πόδι με γάζα, προσέχοντας μην το δέσουν πολύ σφιχτά. Συζυτούσαν πάνω στο θέμα αυτό, γιατί, καθώς έλεγε η μια τους, έπρεπε το αίμα να κυκλοφορεί. Φέραν, τέλος, κι ένα ζευγάρι παντούφλες της Τερέζας και τις βάλαν στα πόδια της μικρής. όταν εκείνη ξαναγύρισε στην κουζίνα κανένας δεν την γνώρισε.
-Είναι δυνατό, αυτό το σκιάχτρο που είχαμε δει, πριν λίγο, εδώ, να 'ναι τούτο τ' όμορφο μικρό; ρωτούσε μια υπηρέτρια.
-Αυτή η ίδια είναι, είπε μια άλλη. Έχει αλλάξει ολωσδιόλου που πλύθηκε και νοικοκυρεύτηκε.
Πιάσαν 'ύστερα την κουβέντα και λίγο έλειψε ν' αφήσουν όλες τις δουλειές που είχαν να κάνουν.
-έχουμε και δουλειές! φώναξε ο μάγειρας. πρέπει να ταΐσετε και τον Καντισόν, που σουλατσάρει έξω, περιμένοντας το φαΐ του.
-Ο Καντισόν άλλο τίποτε δεν κάνει, από το να κρύβεται πίσω από τις πόρτες και ν' ακούει το τι λέει ο κόσμος. Είναι πολύ πιο έξυπνος απ' ότι φαίνεται. Είναι μεγάλος κατεργάρης.
Ο αμαξάς με φώναξε, μ' έπιασε από το χαλινάρι και μ' οδήγησε στο σταύλο. Μου έβγαλε τη λαιμαριά, μου έδωσε τη μερίδα του φαγητού μου και με άφησε μοναχό μου, δηλαδή μαζί με τ' άλλα δύο άλογα και τον άλλο γάιδαρο, που τον περιφρονούσα πολύ και δεν ήθελα να 'χω κουβέντες μαζί του.
Δεν ξέρω τί έγινε το βράδυ εκείνο μέσα στο σπίτι. Την άλλη μέρα, το απόγευμα, μου ξαναφόρεσαν τη λαιμαριά, ανέβασαν στη ράχη μου τη μικρή ζητιάνα, και τα τέσσερα κορίτσια μ' ακολουθούσαν περπατηχτά. Πήραμε το δρόμο που τραβάει για το χωριό. Κατάλαβα από τις κουβέντες τους, πηγαίνοντας, πως θέλαν ν' αγοράσουν καινούρια ρούχα για τη μικρή. η Τερέζα ήθελε να τα πληρώσει όλα εκείνη. Οι άλλες μάλωναν μαζί της γαιτί θέλαν να πληρώσουν η καθεμιά τους μερτικό. Οι κουβάντες τους ήταν τόσο ζωηρές, που αν δεν σταματούσα μοναχός μου στην πόρτα του μαγαζιού, θα συνέχιζαν το δρόμο τους. Παραλίγο, μάλιστα, να 'ριχναν κάτω τη μικρή καθώς την κατέβαζαν, γιατί την άρπαξαν όλες τους μαζί. Άλλη την έπιασε από τα πόδια, άλλη από τα χέρια, άλλη από τις μασχάλες. Η Ελισάβετ, που ήταν και η πιο γερή, έσμπρωξε όλες τις άλλες, για να βοηθήσει έτσι τη μικρή να κατεβεί μοναχή της. Η μικρούλα, πάλι, τρομαγμένη και βλέποντας να την τραβούν απ' όλες τις μεριές, έμπηξε τις φωνές. Οι διαβάτες στάθηκαν να δουν τι συμβαίνει κι η εμπόρισσα βγήκε στην πόρτα του μαγαζιού.
-Καλημέρα σας, δεσποινιδούλες μου. Για σταθείτε να σας βοηθήσω εγώ. Είστε πάρα πολύ αδύνατες για να σηκώσετε τούτη τη μικρή.
Οι μικρούλες μου κυρίες, ευχαριστημένες γιατί δεν είχαν υποκύψει η μια στην άλλη, άφησαν την μικρή κι η εμπόρισσα την σήκωσε και την κατέβασε.
-Πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω; τις ρώτησε στο τέλος.
-Θέλουμε, κυρία Ζουιβέ, να ντύσουμε τούτη τη μικρούλα είπε η Μαγδαληνή.
-Ευχαρίστως. Θέλετε ασπρόρουχα, φούστες, φουστάνια;
-Απ' όλα θέλουμε. Δώστε μας, πρωτ' απ' όλα , ύφασμα για τρία νυχτικά, μια φούστα, μια ποδιά, ένα φουστάνι, ένα τσεμπέρι, δύο σκουφιά.
-Άκουσε, Καμίλλη, είπε σιγανά η Τερέζα, άσε με να μιλήσω εγώ, εφ' όσον εγώ είμαι που πληρώνω.
-'Οχι, δε θα τα πληρώσεις εσύ όλα. Θα βάλουμε κι εμείς μερτικό, είπε η Καμίλλη.
-Εγώ θα τα πληρώσω, γιατί την υιοθέτησα και είναι κόρη μου.
-Καλέ τι μας λες; είναι ολωνών μας κόρη.
Τ'ι είδους ύφασμα θ' αγοράσετε, δεσποινιδούλες μου; ρώτησε η εμπόρισσα, που ανυπομονούσε να πουλήσει.
Ενώ η Καμίλλη κι Τερέζα καυγάδιζαν όσο μπορούσαν πιο σιγά, η Μαγδαληνή κι η Ελισάβετ βιάζονταν ν' αγοράσουν ό,τι χρειαζόταν.
-Χαίρετε, κυρία Ζουιβέ, είπαν. Τυλίξτε τα και στείλτε τα στο σπίτι μας, όσο πιο γλήγορα, παρακαλούμε, μπορείτε. Στείλτε μας και το λογαριασμό.
-Τί; Ψωνίσατε κιόλας; φώναξαν η Καμίλλη κι η Τερέζα.
-Μάλιστα, ψωνίσαμε. Την ώρα που τακωνόσαστε εσείς, είπε με πονηρό ύφος η Μαγδαληνή, εμείς διαλέξαμε ό,τι χρειάζεται.
-Έπρεπε να ρωτήσετε κι εμάς, είπε η Καμίλλη.
-Βέβαια, μια που εγώ θα τα πληρώσω όλα, είπε η Τερέζα.
-Κι εμείς θα πληρώσουμε! Θα πληρώσουμε κι εμείς! φώναζαν οι άλλες κι οι τρεις μαζί.
-Για πόσα τ' αγοράσατε όλα αυτά; ρώτησε η Τερέζα.
-Στοιχίζουν τριανταδύο φράγκα, δεσποινίς, είπε η κυρία Ζουιβέ.
-Τρανταδύο φράγκα!; φώναξε τρομαγμένη η Τερέζα. Κι εγώ που δεν κρατώ πάνω από είκοσι;
-Καλά, θα τα πληρώσουμε εμείς τα υπόλοιπα, είπε η Καμίλλη.
-Τόσο το καλύτερο, εφόσον μ' αυτόν τον τρόπο ντύνουμε τη μικρή.
-Επιτέλους, να που συμφωνήσαμε και το χρωστάμε αυτό στην κυρία Ζουιβέ. Άξιζε τον κόπο, πρόσθεσε η Μαγδαληνή γελώντας.
Τα είχα ακούσει όλα, αφού στεκόμουν στην πότρα του μαγαζιού. Ήμουν αγανακτισμένος μ' αυτή την κυρία Ζουβέ, γιατί είχε φουσκώσει τόσο το λογαριασμό, που θα 'βαζε τις μικρές μου κυρίες να πληρώσουν τα διπλά της αξίας που είχαν τα εμπορεύματα. Έλπιζα, όμως, πως οι μητέρες των κοριτσιών δεν θα συμφωνούσαν στις τιμές αυτές. Γυρίσαμε στο σπίτι, αφού συμφώνησαν να μονοιάσουν όλα τα κορίτσια χάρη στην κυρία Ζουιβέ, όπως είχε πει μ' όλη της την αφέλεια η Μαγδαληνή.
Ο καιρός ήταν περίφημος. Κάθισαν όλες τους στο γρασίδι, μπροστά στο σπίτι, μόλις φτάσαμε εκεί. Ο Πέτρος, ο Ερρίκος, ο Λουί, ο Ιάκωβος, είχαν πάει για ψάρεμα κάπου τριγύρω, ενώ εμείς βρισκόμασταν ακόμη στο χωριό, κι είχαν γυρίσει με τρία όμορφα μεγάλα ψάρια και κάμποσα μικρά. Κι ενώ ο Λουί κι ο Ιάκωβος μου έβγαζαν τη λαιμαριά, οι τέσσερις εξαδέλφες εξηγούσαν στις μητέρες τους τί είχαν αγοράσει.
-Τί σας στοίχησαν όλ' αυτά; ρώτησε η μητέρα της Τερέζας. Πόσα σού ακόμη από το εικοσάφραγκό σου;
Η Τερέζα στάθηκε λίγο μπλεγμένη. Κοκκίνισε ελαφρά.
-Δεν περίσσεψε τίποτε, μαμά, είπε.
-Είκοσι φράγκα για να ντύσει κανείς ένα παιδί έξι χρονών...είπε η μητέρα της Καμίλλης. Πανάκριβα είναι! Και τί αγοράσατε;
Η Τερέζα δεν ήξερε τι είχαν αγοράσει τόσο βιαστικά η Μαγδαληνή και η Ελισάβετ, κι έτσι δεν ήταν σε θέση ν' απαντήσει.
Η εμπόρισσα, όμως, που είχε έρθει ακριβώς εκείνη τη στιγμή με το πακέτο, διέκοψε τη συζήτηση. η Μαγδαληνή κι η Ελισάβετ άρχισαν να φοβούνται πως είχαν αγοράσει ρούχα πολυτελείας.
-Καλημέρα, κυρία Ζουιβέ, είπε η γιαγιά. Για ξετυλίξτε το πακέτο σας εδώ, πάνω στο γρασίδι, και δείξτε μας να δούμε τι αγόρασαν οι δεσποινίδες. Η κυρία Ζουιβέ χαιρέτισε, έβαλε το πακέτο κάτω, το ξετύλιξε, έβγαλε το χαρτί του λογαριασμού, το έδωσε στη Μαγδαληνή, κι αράδιασε τα εμπορεύματα.
Η Μαγδαληνή κοκκίνισε παίρνοντας το λογαριασμό. Η γιαγιά της άρπαξε το χαρτί απ' τα χέρια κι έμπηξε αμέσως μια φωνή έκπληξης.
-Τριανταδύο φράγκα για τα ρούχα αυτά! Κυρία Ζουιβέ, πρόσθεσε σε αυστηρό ύφος, μα εσείς καταχρασθήκατε την άγνοια αυτών των κοριτσιών! Ωραία τα υφάσματά σας, είναι, όμως, πάρα πολύ ακριβά. Για σηκώστε τα από δω και να δούμε αν, από δω και μπρος θα ξαναπατήσει κανένας από μας ν' αγοράσει οτιδήποτε από το κατάστημά σας.
-Κυρία μου, είπε κατακόκκινη η κυρία Ζουιβέ, οι κοπελίτσες σας διάλεξαν ό,τι θέλαν εκείνες. Εγώ δεν έφερα σ' αυτό καμιάν αντίρρηση.
-Θα πρέπει να τους δείξετε καινούρια υφάσματα, είπε η γιαγιά, κι όχι να προσπαθήσετε να τους πουλήσετε όλες τις παλιατζούρες του μαγαζιού σας, που δεν τις αγοράζει πια κανένας και μάλιστα σε τέτοιες τιμές.
-Κυρια, τα κορίτσια σας έκαναν την αγορά και πρέπει να με πληρώσετε αμέσως.
-Δεν θα σας δώσουμε πεντάρα. Εμπρός, μαζέψτε όλα τούτα από δω, είπε η γιαγιά σε τόνο αυστηρότατο. Και φύγετε αμέσως. Θα στείλω μια υπηρέτριά μας ν' αγοράσει από την κυρ'ια Ζουρντέν ό,τι χρειαζόμαστε.
Η κυρία Ζουιβέ είχε θυμώσει τρομερά. Την συνόδεψα ως την άκρη του δρόμου γκαρίζοντας κοροϊδευτικά και χοροπηδώντας γύρω της. Αυτό διασκέδασε, βεβαία, τα παιδιά, εκείνη όμως ένιωσε μεγάλο φόβο, γιατί καταλάβαινε πως ήταν ένοχη και φοβόταν μήπως την τιμωρήσω. Με νόμιζαν λίγο μάγο στο χωριό κι όλοι οι κακοί με τρέμαν.
Οι μητέρες μάλωσαν τις κόρες τους και τ' αγόρια άρχισαν να κοροϊδεύουν τις ξαδελφές τους. Στάθηκα εκεί κοντά, βόσκωντας και καμαρώνοντας τα παιδιά να τρέχουν και να χοροπηδούν. Άκουσα, στο μεταξύ, πως οι άντρες λογάριαζαν να πάνε την άλλη μέρα σε κυνήγι, ότι είχαν φέρει δύο μικρά τουφέκια για τον Πέτρο και τον Ερρίκο, που θα τους ακολουθούσαν για πρώτη φορά και ότι στο κυνήγι θα 'ρχόταν ένας γείτονάς τους με το γιο του.
Καλημέρα. Το γαϊδούρι εδώ στο πόδι από νωρίς. Τα φορτία έτοιμα, συσκευασμένα, περίμεναν αποβραδίς...
ΑπάντησηΔιαγραφήτι τραβανε κι αυτα τα ζωακια!! :)
ΑπάντησηΔιαγραφή...καλημέρα!! :)
Πω πω πω! Τρελά πρωινή!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα Christina, πρωινά φιλιά.
Θα κάνεις το άγιο Βασίλη σήμερα;
Καλημέρα Ηλία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌσο κρατούν οι ζέστες αντέχουμε!!
Τί λες;
Τί γαϊδούρι, τί τάρανδος, μικρή η διαφορά ε;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα κι απο μένα! Ναι, 14 σήμερα και όπως είπες, θα είναι το πιο ωραίο μπάνιο, κανόνισα να πάω ήδη :Ρ
ΑπάντησηΔιαγραφήΜες στο μυαλό μου είσαι!
Καλα να περνας..
Christina άλλοι κουβαλούν κι άλλοι σέρνουν. χι χι.
ΑπάντησηΔιαγραφήτο πηλίκο ίδιο.
Καλημέρα Βροχούλα. Εδώ η μέρα είναι υπέροχη. Να περάσεις θαυμάσια.
ΑπάντησηΔιαγραφή