Largo espressivo for the night.
Κυλάει η νύχτα, αδιάσπαστα δευτερόλεπτα σε χρόνο ουδέτερο, φτιάχνοντας κύκλους κι οβάλ, τετράγωνα και ρόμβους κι άλλα σχέδια γεωμετρικά με χάδι ανάριο. Γέρνουν τα βλέφαρα νωθρά στο καρδιοχτύπι, σε μια μετάβαση απ' το αρχαίο στο σημερινό, απ' ένα γκρεμό σε μια μικρή σανίδα ιστιοπλοΐας κι ο άνεμος σαν πεφταστέρι ξεχασμένο που γλιστράει στο μάρσιπο της ζωής. Έχει η ζωή μάρσιπο; Συναντιούνται οι αγωνίες μας στην αυγή της νύχτας , αυτά όλα τα χτες μαζεμένα κι αμίλητα που περιμένουν, καραδοκούν αμίλητα κι η φωτιά θεριεύει.
-Θα θεραπεύσεις την τυφλότητά μου; λες.
-Θα γιάνεις τη σιωπή μου;
-Πότε θύμωσες; ρωτάς.
-Πότε αγρίεψες;
Ένα άδειο κενό. Αχ θα μπορούσε να 'ναι κι αλλιώς; Μεσοβδόμαδο, μεσουράνημα, νύχτα σε παλάτια που ο χρόνος απομάκρυνε, απόμακρα πια της κάψας που γυμνή συστρεφόταν γύρω απ' τον εαυτό της σαν τροπική καταιγίδα.
-Τελευταία μοιάζει ο χρόνος να περιορίζεται, εμμένω σε κάποιους παλιούς στίχους, της ερήμου και πλαγιάζω νωρίς.
-Αυτούς τους πρόσφατους αιώνες η γραφή, Βυζαντινή, τα λόγια όμως λειψά, άνυδρων πηγών λες οι στάλες, εξατμίζονται πριν καν προφερθούν, έχω ένα πόνο, όχι μέσα, αλλού, σ' αυτό το αλλού το απροσδιόριστο, δίπλα στα όλα όσα πρέπει να γίνουν, πλάι στα όσα μ' ακολουθούν και με κοιτούν.
Κοπιάζει η νύχτα στο κατάστρωμα. Σύνθετοι ήχοι αναμειγνύονται και το αποτέλεσμα φωσφορούχο. Η τέντα κρύβει το φεγγάρι, πάμε ένα βήμα παραπέρα.
-Γεια σου φεγγάρι.
Φεγγάρι των νινιών και των νερών.
-Όλα όσα ονειρεύτηκα, μες τη μουσική.
-Αβάσταχτος ο ήχος, οδυνηρός ο χτύπος, μια αναμονή, ζεις ακόμη έτσι;
-Γιατί είναι τόσο ρωμαντικό ή ανόητο;
-Είναι ανέφικτο.
Σπίτι των νερών και των ονείρων.
-Τι μου 'φερες;
-Δε σου 'φερα ρόδι. Μόνο ένα παλιό γρόσι, να το κάνουμε φλουρί.
-Μα γιατί;
-Για να κόψουμε την απόσταση και να πούμε πως τίποτε δε συνέβη, πως αυτό το μακρινό χτες είναι η στιγμή πριν.
-Ανοησίες. Πέρασα ένα ωκεανό και μου λες πως δεν υπάρχει παρελθόν;
-Ω φτάνει. Έχω λίγες λέξεις.
Casa de sueños.
-Μπορείς να κάνεις, αλήθεια, τόσο γρήγορα υπολογισμούς μιγαδικών αριθμών...
-Ναι αλλά δε μ' αγάπησες γι αυτό..
Βαδίζοντας πλάι πλάι. Σε μια νύχτα που το παραμιλητό της, η τρίτη φωνή, η έκτη αίσθηση και μια νότα απ' ένα αβάσταχτο συνθέτουν το γλυκόξινο οξύμωρο. Και δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει από το ρόλο του. Που δεν τον έχει μάθει αλλά τον ξέρει.
Αγρύπνια. Νυχτερινές προβολές βωβού. Σπασμωδικές φιγούρες ονειροπαραστρατημάτων.
-Ξέφυγα απ' την ειμαρμένη μα πενθώ.
-Το μωβ σου ταιριάζει, τα κυκλάμινα αρχίσαν τον χορό τους στα βουνά, μόνο μη γίνεις Ερινύα.
Petits paroles de la solitude.
-Clouds in my mind.
-Ω σώπα τώρα.
-Και πως να σωπάσω grenouille d' amour?
-Με τον ίδιο τρόπο που σωπαίνω κι εγώ.
Παιχνίδια χειρουργικής λεπτότητας, παίζουν τα μαχαίρια, καλοτροχισμένα μαχαίρια εξιλέωσης, κόβοντας το δέρμα και παραμέσα μια χαίνουσα πληγή ορατή στο φεγγαρόφωτο. Σ' ένα σαμοβάρι, γλυκό, πυκνό τσάι. Κεντημένη η πόθος κι ας είναι οι λέξεις τα δάκρυα του Σεπτέμβρη που ξεχάστηκε. Που περίμενε στη στάση μες στη βροχή και πέρσι και πρόπερσι. Το βουνό εκεί.
-Με πονάει η πλάτη μου.
-Έλα μου να σε χαϊδέψω.
-Με πονά το χάδι σου, αυτό τ' ανείπωτο της τρυφερότητας δε το βαστώ, με πληγώνει, με μαχαιρώνει.
-Με ξέχασες το λοιπόν;
-Ψοφάν τ' αρμυρίκια στο κύμα;
-Με θυμάσαι ακόμη;
-Η ζωή πάει στο πάλκο, στο σανίδι του savoir faire, του savoir vivre.
-Κι εσύ;
-Εγώ δε χωράω πια πουθενά.
-Πάψε Πυθία πια, έχω μια αγκαλιά απόψε.
Κεντημένες ώρες της νύχτας. Βελονιά τη βελονιά, χρωματιστή, χρυσή κλωστή, αγωνιώδη χέρια, μια κουζίνα που μοιάζει σχεδία, ένα φιλί στο μεσοδιάστημα, σαν στη στάση του λεωφορείου στην άφιξη ή στη αναχώρηση; Πάντα μια αγωνία.
Ασυνείδητες μικρές εκρήξεις, μικρές εκλάμψεις αφημένες στην παραίτηση.
-Αφήνομαι πάνω σου.
-Ναι, δώρο Θεού.
-Πάλι έχεις θεούς, γι αυτό και ζεις ακόμη.
-Δεν έχω Θεούς. Μόνο υπόγειους δαίμονες. Που επιβιώνουν με το φιλοδώρημα μιας βραδιάς σαν κι αυτή. Συλλέγοντας τις στιγμές, περιοδικές ανάπαυλες ευημερίας. Ζητιάνοι θεοί που βάζουν στο βωμό την ευθυμία μου και με τη μακροθυμία θεών αληθινών παίζουν με τη ζωή μου.
Συλλέγοντας Θεούς και Δαίμονες
Λιτανείες άγουρου Σεπτέμβρη. Έρχεται η μέρα γοργά πια, γύρω στις 8 πάει πια, κλείνουν τα παντζούρια.
-Χαριτωμενιές.
Μέραα, βιαστική η ανάγνωση, είναι να γίνουν πολλά, θα επιστρέψω πιο αργά...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕμμένω σε κάποιους παλιούς στίχους στο μυαλό μου και κοιμάμαι... αργά. Ή καθόλου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜα όσο πλησιάζει ο χειμώνας με ξυπνάει πάντα η ίδια μουσική. Στο μυαλό μου, πραγματική όσο ποτέ. Μετά την gigue, από το 1:14, η passacaglia...
Καλημέρα!
http://www.youtube.com/watch?v=ZM-quRm71Vk
Μόλις ξύπνησα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑχ anour!
@ The thieving magpie
ΑπάντησηΔιαγραφήαναζήτηση. αναζήτηση, χειμερινή πνοή, Ευρώπη μέχρι το μεδούλι, μέσα στον μέλανα ζωμό της ψυχής.
Να πω την αλήθεια στο βίντεο δε μ' άρεσε ο τύπος. Είμαι της άλλης σχολής, του παίζειν και ονειρεύεσθαι κι όχι ν' αγκομαχάμε πάνω στ' άμοιρα πλήκτρα. Δεν ψήνομαι με θεατρινισμούς' η μουσική μιλάει μόνη της. Αλλά από ήχο δε λέω.
Σ' αυτή τη μουσική, θέλω διαύγεια, όχι πάθος, αν και κάποιος στην Χελβέτια, διδάσκαλος μέγας μου είχε πει παίζεις Μπαχ σα να παίζεις Στραβίνσκυ", σιγά να μη μ' ένοιαζε. Ο Μπαχ έχει στα μισοφόρια της μουσικής τπυ τζαζιές ατέλειωτες.
Σ' αυτή τη μουσική, θα μ' άρεζε να 'μαι σε δωμάτιο με τζαμαρίες ν' αφήνομαι στην αναπόληση,
να 'χω μιαν άποψη, να ζητάω και να θέλω και στο τέλος να βγω σ' αυτούς τους Εγγλέζικους κήπους να πάρω μια μυρωμένη ανάσα.
Μυρωμένες ανάσες και για σένα που τόσο, όπως φαίνεται, τη νουσική αγαπάς...
...καλες μουσικες ακροασεις!!! :)
ΑπάντησηΔιαγραφήγεια σου Ηλία.
ΑπάντησηΔιαγραφήακόμα κοντά στις θάλασσες ή πήρες το κουπί να πας στα βουνά;
Να συμφωνήσω απόλυτα για τον Μπαχ. Είναι απίστευτος ο χοντρούλης πολύτεκνος!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜ΄αρέσει που δε σε νοιάζει τί λεν οι σοφοί. Και που εναλλάσσεις το μ(m)με το ν (n).
μπα μπα η ντάμα των μυστικών!
ΑπάντησηΔιαγραφήναι, τελικά προέκυψε καλούλι! η εναλλαγή.
και λίγος ακόμη Μπαχούλης.
http://alavastro.blogspot.com/2011/04/claudio-dauelsberg-bach-concerto-in-f.html
μάκια.
να συμπληρώσω ότι χοντρούλης ξεχοντρούλης ο Γιόχαν Σεμπάστιαν, όταν τον πρωτοαντίκρισε η σύζυγος να παίζει εκκλησιαστικό όργανο στην εκκλησιά, νόμισε που είδε τον άγιο Γεώργιο αυτοπροσώπως. Τόσον θαμπώθηκε!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑμ πως!
είναι ο έρωτας τυφλός...
Και δικαίως είναι τυφλός. Το χοντρούλης εμπεριείχε γλύκα, καθόλου δε φάνηκε; Τόσο αγγούρω είμαι πια;
ΑπάντησηΔιαγραφήφάνηκε, φάνηκε μην ταράζεσαι!
ΑπάντησηΔιαγραφήάκου αγγούρω! φοβερή λεξάουα!
μ' έκανες και γέλασα!
ώι ώι ώι!