Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

Καντισόν, κεφάλαιο δέκατο πέμπτο.


ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ
 Την άλλη μέρα, θα γινόταν, όπως είπα, το κυνήγι. Ο Πέτρος κι ο Ερρίκος είχαν ετοιμαστεί πριν απ' όλους. Ήταν το πρώτο τους κυνήγι κι είχαν περάσει το λουρί του τουφεκιού λοξά στον ώμο τους, από την μια μεριά κι από την άλλη, χιαστί, τον κυνηγόσακό τους. Τα μάτια τους αστράφταν από χαρά. Ένιωθαν περήφανοι και είχαν πάρει κι ένα ύφος μαχητή, σαν να υπόσχονταν πως όλα τα πουλιά της χώρας θα πέφταν μόλις θα τους ρίχναν. Τους παρακολουθούσα από μακριά, βλέποντας τις προετοιμασίες τους. 
-Πέτρο, ρώτησε ο Ερρίκος, φουσκωμένος κάπως, σαν γεμίσουν κάποτε οι σάκοι μας, που θα βάλουμε το υπόλοιπο κυνήγι; 
-Αυτό σκεφτόμουν κι εγώ. Θα ζητήσουμε από τον πατέρα να πάρουμε μαζί μας και τον Καντισόν. 
 Η ιδέα αυτή δε μ' άρεσε καθόλου. Ήξερα πως οι πρωτάρηδες κυνηγοί ρίχνουν παντού και σ' ό,τι βλέπουν να κουνιέται, χωρίς να λογαριάζουν το ποιος βρίσκεται μπροστά τους. Σημαδεύοντας ξαφνικά μια πέρδικα, θα μπορούσαν να μου στείλουν κατάσαρκα ένα μάτσο σκάγια. Γι αυτό και περίμενα μ' ανυπομονησία τη συνέχεια της κουβέντας τους. 
-Μπαμπά, είπε ξαφνικά ο Πέτρος, θα μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας και τον Καντισόν; 
-Να τον κάνουμε τί; ρώτησε εκείνος γελώντας. Θα βγούμε να κυνηγήσουμε γαϊδάρους ή πέρδικες; Αν πάμε για γαϊδάρους, τότε θα πρέπει να κολλήσουμε φτερούγες στα πλευρά του Καντισόν.
-Όχι, μπαμπά, το λέω για να μπορέσουμε να κουβαλήσουμε το κυνήγι, όταν θα 'ναι γεμάτοι οι σάκοι μας, είπε ο Ερρίκος.
-Να κουβαλήσετε το υπόλοιπο κυνήγι; και νομίζετε, ερίφιά μου, πως θα τα καταφέρετε να σκοτώσετε τίποτε να κάνετε έστω κάτι;
-Βεβαιότατα, μπαμπά, είπε ο Ερρίκος. Έχω είκοσι σκάγια στην τσέπη του σακακιού μου και θα σκοτώσω τουλάχιστον δεκαπέντε πουλιά.
-Χα! Χα! Χα! Νόστιμο τούτο! Ξέρετε τι θα σκοτώσετε εσείς οι δυο, καθώς κι ο Αυγουστής, ο φίλος σας;
-Τί;
-Τον καιρό σας και τίποτε άλλο.

-Για σταθείτε, μπαμπά, είπε ο Ερρίκος πειραγμένος. τότε, δεν ξέρω γιατί μας δώσατε τα τουφέκια και γιατί μας είπατε να πάμε στο κυνήγι, αν νομίζετε πως είμαστε τόσο αδέξιοι και βλάκες.
-Για να συνηθίσετε και να γίνετε κάποτε κι εσείς κυνηγοί σας παίρνω μαζί μου στο κυνήγι. Οι πρωτάρηδες δεν σκοτώνουν, σχεδόν πάντα, τίποτε. Κι ακριβώς αν δεν πιάσουν από την πρώτη φορά, θα μάθουν να κυνηγούν καλύτερα.
 Η συζήτηση σταμάτησε γιατί είχε έρθει κι ο Αυγουστής, που ήταν κι αυτός έτοιμος να σκοτώσει ό,τι θα συναντούσε. Ο Πέτρος κι ο Ερρίκος ήταν ακόμη κατακόκκινοι από την προσβολή, όταν έφτασε ο Αυγουστής. 
-Ο πατέρας μου νομίζει πως δεν θα κάνουμε τίποτε, Αυγουστή, είπε ο Πέτρος. Εμείς, όμως, θα τους δείξουμε πως είμαστε πολύ πιο καπάτσοι απ' ό,τι μπορούν να φαντάζονται.
-Μείνε ήσυχος και θα 'χουμε εμείς περισσότερα πουλιά από εκείνους. 
-Γιατί περισσότερα;
-Γιατί είμαστε νέοι, ευκίνητοι και πιο καπάτσοι, ενώ εκείνοι έχουν κιόλας γεράσει. 
-Αλήθεια λες. Ο μπαμπάς μου είναι σαρανταδυό χρονών. ο Πέτρος έκλεισε τα δεκαπέντε κι εγώ είμαι δεκατριών. Τι διαφορά!
-Και μένα ο μπαμπάς μου είναι σαραντατριών κι εγώ μόλις δεκατεσσάρων.
-Άκουσε: Θα πάω, δίχως να του πω τίποτε, να φορτώσω τον Καντισόν δύο πανέρια. Θα μας ακολουθήσει και θα ρίχνουμε σ' αυτά το κυνήγι. 
-Ωραία! Πολύ ωραία! κοίταξε τα πανέρια να 'ναι τα μεγαλύτερα. Αν τύχει και σκοτώσουμε κανένα αγριοκάτσικο, να 'χουμε θέση να το βάλουμε.
 Ο Ερρίκος ανέλαβε να τελειώσει τη δουλειά αυτή. Εγώ χαμογελούσα κάτω από τα μουστάκια μου, ή μάλλον τις χοντρές τρίχες των χειλιών μου. Γιατί ήμουν βέβαιος πως όχι μόνο δεν θα σκότωναν αγριοκάτσικο, μα και θα γύριζαν με ολόαδεια τα πανέρια. 
-Δρόμο! είπε ο ένας μπαμπάς. Εμείς θα τραβήξουμε μπροστά. κι εσείς, πιτσιρικάδες, θ' ακολουθείτε από κοντά. Όταν θα φτάσουμε στην πεδιάδα θ' αραιώσουμε. Τί ναι τούτο που βλέπω; ρώτησε με έκπληξη ο πατέρας του Πέτρου. Ο Καντισόν μας ακολουθεί; Και μάλιστα με δύο μεγάλα πανέρια;
-Είναι για το κυνήγι των δύο μικρών κυρίων, είπε ο φύλακας γελώντας.
-Α! Α! Θέλησαν να κάνουν του κεφαλιού τους;... Έστω! Ας μας ακολουθήσει κι ο Καντισόν, αν δεν θέλει να χάσει την ώρα του.
 Κοίταξε, χαμογελώντας, τον Πέτρο και τον Ερρίκο, που παρίσταναν του δήθεν αδιάφορους. 
-Είναι γεμάτο το τουφέκι σου, Πέτρο; ρώτησε ο Ερρίκος.
-Όχι ακόμη. Είναι δύσκολο το οπλίζει και να αφοπλίζει κανένας. Καλύτερα να περιμένω να φανεί καμιά πέρδικα. 
-Να που φτάσαμε κιόλας στην πεδιάδα, είπε ξαφνικά ο πατέρας. Να τραβάμε, τώρα, προς μια κατεύθυνση όλοι, ρίχνοντας πάντα τα σκάγια μας μπροστά κι όχι δεξιά κι αριστερά, για να μη σκοτώσουμε ο ένας τον άλλον. 
 Οι πέρδικες άρχισαν να πετούν απ' όλες τις μεριές. Εγώ είχα μείνει λίγο πίσω κάνοντας υπολογισμούς πώς να προφυλαχτώ. Κι έκανα καλά, γιατί αρκετά από τα σκυλιά μας δέχτηκαν σκάγια. Τα σκυλιά παραμόνευαν, ορμούσαν, σταματούσαν, κουβαλούσαν. τουφεκιές ακουγόνταν από παντού. Δεν έχανα από το βλέμμα μου τους τρεις καυχηματίες. τους έβλεπα συχνά να σηκώνουν τα όπλα τους και να ρίχνουν, χωρίς όμως και να πετυχαίνουν τίποτε. Ούτε λαγό, ούτε πέρδικα. κανένας τους. Ανυπομονούσαν, ξανάριχναν, άλλοτε κοντά, άλλοτε μακρύτερα, μα κάποτε κι οι τρεις τους μαζί στο ίδιο πουλί. Εκείνο, θα 'λεγε κανένας, πως μετά την τουφεκιά πετούσε όλο και πιο καλά. Το αντίθετο συνέβαινε με τους γονείς τους. Όσες τουφεκιές, τόσα και τα κομμάτια που βάζαν στους σάκους τους. ύστερα από δύο ώρες, ο πατέρας του Πέτρου πλησίασε τον πατέρα του Ερρίκου. 
-Λοιπόν, παιδιά μου, τον φορτώσατε καλά τον Καντισόν; Υπάρχει καθόλου θέση για ν' αδειάσω το σάκο μου που γέμισε;
 τα παιδιά δεν βγάλαν τσιμουδιά. Βλέποντας το κοροϊδευτικό ύφος του μπαμπά, που ήξερε από πριν την ατζαμοσύνη τους, πειράζονταν. Εγώ πλησίασα τρέχοντας κι έστρεψα το ένα μου πανέρι στο μέρος του πατέρα. 
ξελυθούν από το βάρος... 
 Οι σάκοι τους ήταν κι αυτοί άδειοι, ολόαδειοι. ο πατέρας άρχισε να γελά τόσο, που ξεφούσκωσαν οι δυο πρωτάρηδες κυνηγοί. Δεν είχαν το ύφος που είχαν πριν. ύστερα, άδειασε το κυνήγι σε ένα από τα πανέρια κι άρχισε να μιλά στο σκύλο του, που είχε σταθεί και τον παρατηρούσε στα μάτια. 
-Μου φαίνεται, είπε ο Αυγουστής, πως ο πατέρας σου σκοτώνει όσες πέρδικες βλέπει. Έχει δύο σκυλιά που όλο τρέχουν και του τις κουβαλούν. Γι αυτό δεν έμεινε και καμιά να την σκοτώσουμε εμείς.
-έχεις δίκιο, απάντησε ο Ερρίκος. Μα ίσως κι εμείς να σκοτώσαμε αρκετές, μόνο που δεν είχαμε σκυλιά να μας τις κουβαλήσουν.
-Κι όμως, είπε ο Πέτρος, εγώ δεν είδα ούτε μια πέρδικα να πέφτει. Γιατί μια σκοτωμένη πέρδικα ποτέ δεν πέφτει αμέσως. Πετά ακόμη κάμποσο και πάει να πέσει πιο μακριά, είπε ο Αυγουστής. 
-κι όμως, όταν χτυπάει ο πατέρας και οι θείοι, οι πέρδικες τους πέφτουν αμέσως, είπε ο Πέτρος. 
-Σου φαίνεται έτσι, γιατί είναι πιο μακριά. Αν βρισκόσουν στη δική τους θέση, τότε θα 'βλεπες την πέρδικα να πετά κάμποση ώρα ακόμη. 
 Ο Πέτρος δεν απάντησε. δεν φαινόταν, και να πιστεύει σ΄ό,τι έλεγε ο Αυγουστής. περπατούσε τώρα με λιγότερο φαντασμένο βήμα απ' ότι όταν είχαν ξεκινήσει. Άρχισαν να ρωτούν τί ώρα ήταν.
-Πεινώ, είπε ο Ερρίκος.
-Διψώ, είπε ο Αυγουστής. 
-Κι εγώ κουράστηκα, είπε ο Πέτρος.  
Θα 'πρεπ, όμως, ν' ακολουθήσουν τους κυνηγούς, που ακόμη ρίχναν, σκότωναν και διασκέδαζαν. Αυτοί, πάλι, δεν ξεχνούσαν τους νεαρούς που ακολουθούσαν και για να μην τους πολυκουράσουν, πρότειναν να καθίσουν λιγάκι για να φάνε. Τα παιδιά δέχτηκαν με χαρά. Φώναξαν τα σκυλιά κι αφήνοντάς τα πάλι ελεύθερα, κατευθύνθηκαν σ' ένα αγρόκτημα, που βρισκόταν σε απόσταση εκατό βημάτων από κει, κι όπου η γιαγιά είχε στείλει από νωρίς τα φαγητά τους. 
 Κάθησαν  κατάχαμα κάτω από μια γέρικη βαλανιδιά, και αράδιαζαν ό,τι βγάζαν από τα καλάθια. Είχαν περιστεράκια τηγανητά, ζαμπονάκι, αυγά βραστά, φρέσκο βούτυρο, μαρμελάδα, γλυκίσματα, ένα πελώριο τσουρέκι και μερικές μπουκάλες κρασί. οι κυνηγοί, μικροί και μεγάλοι, πεινούσαν τόσο πολύ, που τρόμαζαν πραγματικά τους διαβάτες που τους βλέπαν να τρώνε. Παρ' όα αυτά, η γιαγιά είχε βάλει στο καλάθι κι άλλα ακόμη με τόση ανοιχτοχεριά, που είχαν περισσέψει τα μισά για τους εργάτες του κτήματος. Φάγαν και τα σκυλιά κι ήπιαν και νερό από τη λίμνη και ξεδίψασαν. 
-Δεν ήσασταν τυχεροί, σήμερα παιδιά; ρώτησε ο πατέρας του Αυγουστή. Ο Καντισόν δεν φαινόταν να περπατά σα βαρυφορτωμένος γάιδαρος.
-Δεν θα πρέπει να σας παραξενεύει αυτό, μπαμπά. Εμείς δεν είχαμε σκυλιά, αφού εσείς μας τα είχατε πάρει όλα. 
-Α!Και νομίζετε πως αν είχατε κι εσείς ένα, δύο ή τρία σκυλιά, θα σκοτώνατε τις πέρδικες που περνούσαν κάτω από τη μύτη σας; 
-Δεν θα μας βοηθούσαν τα σκυλιά να σκοτώσουμε τις πέρδικες, θα μας φέρναν, όμως, εκείνες που έχουμε σκοτώσει. Γι αυτό...
-Αυτές που έχετε σκοτώσει; Νομίζετε, λοιπόν, πως σκοτώσατε καμιά πέρδικα; 
-Και βέβαια, μπαμπά, μόνο που επειδή δεν τις βλέπαμε να πέφτουν, δεν μπορούσαμε να τις μαζέψουμε. 
-Και νομίζετε πως αν πέφταν δεν θα τις βλέπατε;
-Όχι, γιατί δεν βλέπουμε κι εμείς τόσο καλά όσο κι οι σκύλοι.
 Ο πατέρας, οι θείοι κι οι φύλακες ξέσπασαν σε τέτοια γέλια, που τα παιδιά κοκκίνισαν απ' το θυμό τους.
-Για ακούστε, είπε στο τέλος ο πατέρας του Πέτρου και του Ερρίκου, εφόσον φταίνε τα σκυλιά και χάσατε το κυνήγι σας, τότε, τώρα που θα ξαναρχίσουμε, θα πάρετε ο καθένας σας από ένα.
-Τα σκυλιά, όμως, πατέρα, απάντησε ο Πέτρος, δεν θα θελήσουν να μας ακολουθήσουν, γιατί δε μας ξέρουν όσο ξέρουν εσάς. 
-Για να τ' αναγκάσουμε να σας ακολουθήσουν, θα σας δώσουμε και τους δυο τους φύλακες και θα ξεκινήσουμε εμείς μισή ώρα ύστερα από σας. Έτσι, τα σκυλιά δεν θα 'χουν τον πειρασμό να 'ρθουν μαζί μας.
-Ω! Ευχαριστώ, μπαμπά, είπε χαρούμενος ο Πέτρος. Καλά το σκέφτηκες. Με τα σκυλιά, είμαστε βέβαιοι πως θα σκοτώσουμε όσα πουλιά σκοτώσατε κι εσείς. 
 Αφού φάγανε και ξεκουραστήκαν αρκετά, οι νεαροί κυνηγοί σηκώθηκαν, ανυπομονώντας να ξαναρχίσουν μαζί με τα σκυλιά και τους φύλακες.
-Τώρα θα φανούμε πραγματικοί κυνηγοί, είπαν.
 Ξεκίνησαν. Εγώ τους ακολούθησα, πάλι, πάντα, όμως, από μακριά. οι γονείς είχαν δώσει οδηγίες στους φύλακες να πηγαίνουν δίπλα στα παιδιά, για να προλάβουν κάθε τυχόν ασκεψία τους. οι πέρδικες πετάγονταν από κάθε μεριά, όπως το πρωί, οι νεαροί χτυπούσαν, όπως το πρωί κι αυτοί, μα δε σκότωναν, όπως το πρωί πάντα, και καμιά τους. Κι όμως, τα σκυλιά κάναν πολύ καλά τη δουλειά τους, πρόσεχαν, ψάχναν, σταματούσαν, μόνο που δεν έφερναν και τίποτε, εφ' όσον δεν υπήρχε τίποτε να φέρουν. Τέλος, ο Αυγουστής, χάνοντας την υπομονή του γιατί έριχνε χωρίς και να πέφτει τίποτε, βλέπει ένα από τα σκυλιά πίσω από ένα θάμνο. Νομίζοντας πως αν έριχνε θα πετύχαινε κάποια πέρδικα, που είχε κρυφτεί πιο πίσω, και θα τη σκότωνε πιο εύκολα, προτού πετάξει, σημαδεύει και ρίχνει. Το σκυλί πέφτει βγάζοντας τρομερές κραυγές πόνου. 
-Φτου, να πάρει η οργή! κι ήταν ο καλύτερός μας σκύλος, είπε τρέχοντας ο φύλακας. 
 Όταν έφτασε, το σκυλί ξεψυχούσε. Τα σκάγια το 'χαν βρει στο κεφάλι και το ξέκαναν στη στιγμή. 
-Ωραία τα καταφέρατε, κύριε Αυγουστή! είπε ο φύλακας καθώς άφηνε χάμω το κεφάλι του σκυλιού. Μου φαίνεται πως το κυνήγι σας τέλειωσε. 
 Ο Αυγουστής στέκονταν αποσβολωμένος και γεμάτος ταραχή. Ο Πέτρος κι ο Ερρίκος ήταν κι αυτοί κατατρομαγμένοι για το θάνατο του σκυλιού. Ο φύλακας συγκρατούσε το θυμό του και τους κοίταζε δίχως να βγάζει λέξη. 
 Πλησίασα να δω ποιο ήταν το δυστυχισμένο θύμα της τόσης ατζαμοσύνης και του άγουρου φιλότιμου του Αυγουστή. Ο πόνος που 'νιωσα δεν περιγράφεται, όταν είδα πως ήταν ο Μέντωρ, ο φίλος μου, ο πιο καλός μου φίλος. Η απελπισία και η λύπη μου μεγάλωσαν σαν είδα τον φύλακα να σηκώνει τον Μέντορα και να τον βάζει μέσα σ' ένα από τα πανέρια που σήκωνα στη ράχη μου. Να το κυνήγι που η τύχη μου με καταδίκασε να κουβαλήσω. Ο Μέντωρ, ο καλύτερός μου φίλος, είχε σκοτωθεί από ένα αδέξιο και φουσκόμυαλο παιδί. 
 Γυρίσαμε στο αγρόκτημα. Τα παιδιά ούτε καν μιλούσαν. Ο φύλακας, μόνο, άφηνε από καιρό σε καιρό να του ξεφεύγει κάποια όλο θυμό βρισιά, ενώ εγώ δεν έβρισκα άλλη παρηγοριά από τη σκέψη πως ο φταίχτης θ' άκουε τα σχολιανά του κι έτσι θα εξευτελίζονταν ολωσδιόλου. 
 Φτάνοντας, βρήκαμε ακόμη εκεί τους κυνηγούς που, μην έχοντας σκυλιά, προτίμησαν να ξεκουραστου΄ν και να περιμένουν να γυρίσουν τα παιδιά.
-Φτάσατε κιόλας; ρώτησαν βλέποντάς τα.
-Αρχίζω να πιστεύω πως σκότωσαν κάποιο μεγάλο θεριό! είπε ο πατέρας του Πέτρου. Ο Καντισόν περπατάει σαν να 'ταν βαρυφορτωμένος. Σε κάποιο από τα καλάθια του βρίσκεται, καθώς φαίνεται, κάτι βαρύ.
 Σηκώθηκαν και ήρθαν προς τη μεριά μας. Τα παιδιά μέναν πίσω. Το μπερδεμένο περπάτημά τους έκανε εντύπωση στους κυρίους. 
-Δεν φαίνονται καθόλου ευχαριστημένα, είπε ο πατέρας του Αυγουστή, γελώντας. 
-Σίγουρα, θα σκότωσαν κανένα αρνί, περνώντας το για λαγό, είπε κι ο πατέρας του Πέτρου.
 Στο μεταξύ, ο φύλακας πλησίασε. 
-Τί έχεις, Μιχάλη; Φαίνεσαι σαν ζεματισμένος, καθώς κι οι κυνηγοί.
-Τίποτε, κύριέ μου, κουβαλάμε μόνο ένα θλιβερό κυνήγι.
-Τί κουβαλάτε, κανένα αρνί, κανένα μοσχάρι, κανένα γαιδουράκι;
-Αχ, κύριέ μου, δεν είναι πράγμα για ν' αστειεύεται και να γελά κανένας. Είναι ο σκύλος σας, ο Μέντωρ, που ήταν κι ο καλύτερός σας. Τον σκότωσε ο κυρ Αυγουστής περνώντας τον για πέρδικα!
-Ο Μέντωρ; Α τον αδέξιο! Τί ήθελα εγώ που σκέφτηκα να έρθω στο κυνήγι!
-Για πλησίασε, Αυγουστή, είπε τότε ο πατέρας του. Να τ' αποτελέσματα του μεγάλου εγωισμού σου και τηε γελοίας σου διάθεσης όλο να καυχιέσαι! Να γυρίσεις, αμέσως, τώρα - δα, στο σπίτι και ν' αφήσεις το τουφέκι στο δωμάτιό μου. Να μη το ξαναγγίσεις, ωσότου βάλεις μια στάλα μυαλό και αποκτήσεις και κάποια μετριοφροσύνη.
-Μα, μπαμπά, απάντησε ο Αυγουστής πειραγμένος, δεν καταλαβαίνω γιατί θυμώνετε τόσο. Συμβαίνει συχνά να σκοτώνονται σκυλιά στο κυνήγι.
-Τα σκυλιά;... Σκοτώνει ποτέ κανένας τα σκυλιά του; φώναξε θυμωμένος ο πατέρας. Άκου να σου πω, το παράκανες. Ποιος σου 'δωσε τέτοια μαθήματα κυνηγιού κύριε;
-Μα, μπαμπά, αντιμίλησε ο Αυγουστής πιο πειραγμένος από πριν. Όλος ο κόσμος ξέρει πως οι κυνηγοί σκοτώνουν και σκυλιά.
-Φίλοι μου, είπε ο πατέρας στρέφοντας το κεφάλι του στους δυο  άλλους κυνηγούς.  Παρακαλώ να με συγχωρέσετε που σας κουβάλησα εδώ ένα τόσο κακοαναθρεμμένο παιδί σαν τον Αυγουστή. Δεν το πίστευα ποτέ μου πως θα 'ταν ικανός να μου αντιμιλήσει με τόση αυθάδεια. 
 Ύστερα, γυρίζοντας στο γιο του : 
-Άκουσες την προσταγή μου, κύριε; Εμπρός, χάσου τώρα! 
-Μ' ακόμα μπαμπά...
-Σιωπή, σου είπα, φώναξε με το πιο αυστηρότατο ύφος του ο πατέρας. Τσιμουδιά, ειδ αλλιώς θα σε κάνω να δοκιμάσεις και τον υποκόπανο του όπλου μου στη ράχη σου.
 Ο Αυγουστής χαμήλωσε τα μάτια, κατέβασε το κεφάλι του κι έφυγε παραζαλισμένος. 
-Βλέπετε, παιδιά μου, είπε τότε κι ο πατέρας του Πέτρου και του Ερρίκου, πού οδηγεί η τρέλα να θέλει όλο να καυχιέται ένας, όταν νομίζει πως έχει μια αξία που, στην πραγματικότητα του λείπει; Ό,τι γίνηκε με τον Αυγουστή, μπορεί να συμβεί και με σας. Φανταστήκατε πως τίποτε πιο εύκολο δεν γίνεται στον κόσμο, από το να σημαδεύει κανείς και να ρίχνει. Ότι, φτάνει κανένας να θέλει να χτυπήσει ένα πουλί ή ένα λαγό, και νάτο εκείνο που έπεσε κιόλας. Να, το αποτέλεσμα. Γελοιοποιηθήκατε και οι τρεις σας, σήμερα. περιφρονήσατε τις συμβουλές μα και την πείρα μας. Και σταθήκατε, και οι τρεις σας, η αιτία να σκοτωθεί εκείνος ο δύστυχος ο Μέντωρ. Βλέπω, ύστερ' απ' όλα αυτά, πως είσαστε πολύ μικροί ακόμη για κυνήγι. Σε δύο - τρία, ακόμη, χρόνια και βλέπουμε. Ως τα τότε, θα ξαναγυρίσετε στον κήπο σας και στις παιδιάστικες διασκεδάσεις σας κι έτσι θα ξαναβρούμε κι εμείς κι ο κόσμος την ησυχία μας. 
 Ο Πέτρος κι ο Ερρίκος χαμήλωσαν τα κεφάλια τους χωρίς να βγάλουν τσιμουδιά. Γύρισαν πολύ λυπημένοι στο σπίτι. Τα παιδιά θέλησαν να θάψουν, αυτά τα ίδια, στον κήπο το δυστυχισμένο μου φίλο, που θα σας διηγηθώ τώρα την ιστορία του. Θα δείτε γιατί τον αγαπούσα τόσο πολύ. 

3 σχόλια: