Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2011

Καντισόν, κεφάλαιο δέκατο τρίτο.


ΤΑ ΥΠΟΓΕΙΑ
 Δεν άργησαν στο τραπέζι. Οι χωροφύλακες βιάζονταν να κάνουν την επιθεώρησή τους προτού νυχτώσει. Ζήτησαν απ' τη γιαγιά την άδεια να με πάρουν μαζί τους. 
-Θα φανεί πολύ χρήσιμος για την αποστολή μας, κυρία, είπε ο αξιωματικός. Αυτός ο καντισόν δεν είναι ένας συνηθισμένος γάιδαρος, κι έχει κάνει πολύ πιο δύσκολα πράγματα απ' όσα θα του ζητουσαμε εμείς. 
-Πάρτε τον, κύριε, αν το νομίζετε τόσο αναγκάιο, απάντησε η γιαγιά. Σας παρακαλώ, όμως, να μην τον παρακουράσετε γιατί έχει κα΄νει ο κακομοίρης απ' το πρωί ένα σωρό διαδρομές και, γυρίζοντας, κουβάλησε και τέσσερα απ' τα εγγόνια μου στη ράχη.
-Όσο γι αυτό, κυρία, είπε ο αξιωματικός, να μένετε ήσυχη. Να είστε βέβαιη πως θα τον μεταχειριστούμε όσο μπορεί καλύτερα.
 Με είχαν ταίσει καλά: ένα ταγάρι βρώμη, μια αγκαλιά λαχανικά και καρόττα, είχα πιεί αρκετό νερό κι ήμουν πανετοιμος. Σαν ήρθαν να με πάρουν, μ' έβαλαν επικεφαλής για να τους δείξω τον δρόμο και ξεκινήσαμε. Δεν ένιωθαν γι αυτό καθόλου ντροπή, γιατί ήταν όλοι τους καλοί. 
 Σ' όλο το δρόμο με περιποιούνταν, φροντίζοντας για το κάθε τι. Αργοπορούσαν τα άλογά τους όταν νόμιζαν πως είχα κουραστεί και κάθε φορά που συναντούσαμε ρυάκια,μου 'λεγαν να ξεδιψάσω και με περίμεναν να πιω. 
 Σουρούπωνε όταν φτάσαμε στο μοναστήρι. Ο αξιωματικός διέταξε τους άντρες του να παρακολουθούν κάθε κίνησή μου και να προχωρούν συγκεντρωμένοι. Κι επειδή τ' άλογά τους θα μπορούσαν να μας δημιουργήσουν ανωμαλίες, τα είχαν αφήσει σ' ένα γειτονικό χωριό, πριν φτάσουμε στο δάσος. Τους οδήγησα, χωρίς δισταγμό, στην είσοδο της αψίδας, δίπλα στους θάμνους, απ 'όπου είχα δει να βγαίνουν οι δώδεκα κλέφτες. Είδα, με ανησυχία, πως στάθηκαν δίπλα στην είσοδο. Για να τους απομακρύνω, έκανα μερικά βήματα πίσω, προς τον τοίχο. Με ακολούθησαν. Όταν έφτασαν όλοι εκεί, ξαναπήγα προς τους θάμνους, εμποδίζοντάς τους να προχωρήσουν, καθώς δοκίμαζαν να μ' ακολουθήσουν πάλι. Κατάλαβαν κι έμειναν πίσω απ' τον τοίχο. 
 Πλησίασα, τότε, την είσοδο των υπογείων κι άρχισα να γκαρίζω μ' όλη μου τη δύναμη. Ξαναγκάρισα όσο βαστούσαν τα πλεμόνια μου. Δεν άργησα να πετύχω εκείνο που ήθελα. Οι κλειδωμένοι στα κελιά συνάδελφοί μου, μου απαντούσαν όσο μπορούσε ο καθένας τους πιο δυνατά. Έκανα ένα βήμα προς τους χωροφύλακες, που μάντεψαν αμέσως το σχέδιό μου, και ξαναγύρισα στην είσοδο. Ξανάρχισα να γκαρίζω. Μάντεψα πως οι κλέφτες, για να εμποδίσουν τους συναδέλφους μου να τους προδώσουν, είχαν δέσει πέτρες στις ουρές τους. Είναι σ' όλους γνωστό πως, εμείς οι γάιδαροι, για να γκαρίσουμε, σηκώνουμε την ουρά μας. Μη μπορώντας αυτοί να τη σηκώσουν, εξ αιτίας του βάρους που είχε η πέτρα, σώπαιναν.
 Ήμουν, πάντα, σε απόσταση δύο βημάτων από την είσοδο, όταν βλέπω ξαφνικά το κεφάλι ενός ανθρώπου να ξεπροβάλλει από τους θάμνους και να κοιτάζει γύρω με μεγάλη προφύλαξη. Μη βλέποντας λοιπόν, αυτός, κανέναν άλλο από μένα, είπε:
-Να ο κατεργάρης που μας το 'σκασε σήμερα το πρωί... Τώρα θα πας να βρεις κι εσύ, φιλαράκο, που μας ξέρεις τόσο όμορφα να γκαρίζεις, τους συναδέλφους σου... 

 Καθώς, όμως, πλησίαζε να με πιάσει, εγώ απομακρύνθηκα δυο βήματα. Μ' ακολούθησε κι απομακρύνθηκα ακόμη λίγο. Σιγά - σιγά, τον έφερα στην άκρη του τοίχου, πίσω απ' τον οποίο ήταν κρυμμένοι οι χωροφύλακες. Πρωτού, λοιπόν, ο κλεφταράκος μας βρει τον καιρό να μπήξει καμιά φωνή, ρίχτγηκαν εκείνοι πα΄νω του, του 'κλεισαν με τις παλάμες το στόμα, του το 'δεσαν ύστερα, του σφιξαν το λαιμό, τον δέσαν χειροπόδαρα και τον ξάπλωσαν χάμω. Ξαναπήγα στη θέση μου, δίπλα στην είσοδο, κι άρχισα να γκαρίζω πάλι, μην έχοντας καμιάν αμιβολία πως κάποιος άλλος απ τους κλέφτες θα 'ρχόταν τι είχε απογίνει ο σύντροφός τους. Και, πραγματικά, άκουσα λίγα ν' αποτραβιούνται οι θάμνοι κι είδα να κάνει την εμφάνισή του ένα καινούριο πρόσωπο, που κοίταζε κι αυτό με προφυλάξεις. Μη μπορώντας να με φτάσει, ο δεύτερος αυτός κλέφτης, έκανε ό,τι κι ο πρώτος. Έκανα κι εγώ τις ίδιες κινήσεις και νάσου τον κι αυτόν στα χέρια των χωροφυλάκων, χωρίς καν να βρει τον καιρό να καταλάβει τι του είχε συμβεί. Ξαναεπανέλαβα το ίδιο παιχνίδι οσότου πιάσουμε έξι. Ύστερα απ' τον έκτο, όσο όμορφα κι αν ήταν τα γκαρίσματά μου, κανένας δεν ξαναφαινόταν. Σκέφτηκα τότε πως, οι υπόλοιποι κλέφτες, μη βλέποντας τους ανθρώπους που είχα στείλει να γυρίζουν πίσω, υποπτεύθηκαν πως κάποια παγίδα τους είχαν στήσει έξω και δεν τολμούσαν να ριψοκινδυνέψουν να βγουν. Στο μεταξύ, νύχτωσε ολωσδιόλου και δε φαινόταν γύρω σχεδόν τίποτε. Ο αξιωματικός έστειλε τότε ένα απ' τους άντρες του να ζητήσει βοήθεια για να επιτεθεί στους υπόλοιπους κλέφτες που ήταν στα υπόγεια, μα και για να μεταφέρουν τους δεμένους που είχαν αιχμαλωτίσει οι άνθρωπόί του. Οι χωροφύλακες που έμειναν μαζί του, χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, για να παρακολουθούν την κάθε έξοδο του μοναστηριου. Εμένα με άφησαν να ενεργήσω κατά πως θαμου φαινόταν καλύτερα, αφού με χάιδεψαν πρώτα κι επαίνεσαν το φέρσιμό μου,
-Αν δεν ήσουν γάιδαρος, είπε ένας χωροφύλακας, θ' άξιζε να σουν δίνουν παράσημο.
-Μήπως δν έχει ένα σταυρό στη ράχη; ρώτησε ένας άλλος.
-Πάψε εσύ, χωρατατζή, είπε ένας τρίτος. Ξέρεις καλά πως ο σταυρός που έχουν οι γάιδαροι στην πλάτη, έχει γίνει για θυμίζει πως ένας απ' τους προγόνους του είχε την τιμή να κουβαλήσει το Χριστό μας. 
-Να γιατί θεωρείται τιμητικός ο σταυρός αυτός.
-Σιωπή! πρόσταξε σιγανά ο αξιωματικός. Καντισόν, στήσε αυτί. 
 Άκουσα, πραγματικά, έναν παράξενο θόρυβο απ' τη μεριά της αψίδας. Δεν προερχόταν από βήματα' θα 'λεγε μάλλον κανένας πως ήταν τριξίματα και πνιχτές φωνές. Οι χωροφύλακες τον άκουσαν κι αυτοί, χωρίς όμως να μαντέψουν τι τον προκαλούσε. Τέλος, ένας πυκνός καπνός άρχισε να βγαίνει απ' τους πολλούς φεγγίτες και τα παράθυρα του μοναστηριού κι ύστερα φάνηκαν και φλόγες. Λίγο αργότερα όλα καίγονταν γύρω.  
-Βάλαν φωτιά στα υπόγεια, για να μπορέσουν να το σκάσουν από τις πόρτες, είπε ο αξιωματικός.
-Πρέπει να τρέξουμε να σβήσουμε τη φωτιά, φώναξε ένας χωροφύλακας.
-Προσέξτε καλά, τώρα είναι που πρέπει να παραφυλάξουμε καλύτερα από πριν σε κάθε έξοδο κι αν φανουν οι κλέφτες, να τους πυροβολήσουμε με τις καραμπίνες.
 Ο αξιωματικός είχε μαντέψει καλά τι σκόπευαν να κάνουν. Είχαν αντιληφθεί πια πως τους είχαν ανακαλύψει, πως οι σύντροφοί τους είχαν αιχμαλωτιστεί, κι ήλπιζαν, με τη φωτιά που είχαν ανάψει να τραβήξουν σ' αυτή την προσοχή των χωροφυλάκων, που θα 'τρεχαν, βέβαια, να τη σβήσουν. Έτσι θα βρίσκαν αυτοί τον καιρό που χρειαζόταν για να το σκάσουν, μα και να γλιτώσουν και τους κλέφτες που είχαν αιχμαλωτιστεί. Και είδαμε, σε λίγο, τους έξι υπόλοιπους κλέφτες, που είχαν μείνει άπιαστοι, να βγαίνουν με τον αρχηγό τους, με χίλιες προφυλάξεις, από την είσοδο που ήταν σκεπασμένη με κλαδιά. Τρεις χωροφύλακες, που παραμόνευαν στο μέρος εκείνο, τους πυροβόλησαν αμέσως μόλις τους είδαν, προτού βρουν οι κλέφτες τον καιρό να χρησιμοποιήσουν τα δικά τους όπλα. Δύο κλέφτες πέσαν αμέσως κάτω. ο τρίτος, ούτε πρόφτασε να χρησιμοποιήσει το όπλο του, γιατί μια σφαίρα του είχε κιόλας σπάσει το χέρι. Οι υπόλοιποι, όμως, τρεις, μαζί με τον αρχηγό τους, ορμησαν με μανία πάνω στους χωροφύλακες που, με το σπαθί στο ένα χέρι και με το περίστροφο στο άλλο, άρχισαν να μάχονται σαν τα λιοντάρια. Και, πριν ακόμη ο αξιωματικός και δύο άντρες που φύλαγαν από την αντίθετη μεριά την άλλη έξοδο του μοναστηριού, βρουν τον καιρό να τρέξουν, η μάχη είχε πια τελειώσει. Οι κλέφτες είχαν όλοι τους πληγωθεί κι ένας τους ήταν σκοτωμένος. Ο αρχηγός τους μοναχά ήταν ο μόνος όρθιος κι ήταν κι ο μόνος που αμυνόταν. Οι άλλοι, πληγωμένοι, ήταν πεσμένοι χάμω. Η άφιξη του αξιωματικού έβαλε τέλος στη μάχη. Μέσα σ' ένα λεπτο ο αρχηγός της συμμορίας, περικυκλώθηκε, πιάστηκε, αφοπλίστηκε, δέθηκε κι αραδιάστηκε κι αυτός δίπλα στους έξι πρώτους αιχμάλωτους. 
 Στο μεταξύ είχε σβηστεί μοναχή της η φωτιά, γιατί βρήκε πολύ χλωρά κλαριά. Προτού, όμως, μπει ο αξιωματικός στα υπόγεια, περίμενα να φτάσει η βοήθεια που 'χε ζητήσει. Η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά, όταν είδε να έρχονται έξι ακόμη χωροφύλακες, καθώς και το κάρο που θα μεταφερόταν οι αιχμάλωτοι. Τους ξάπλωσαν, τον ένα δίπλα στον άλλο, μέσα στο κάρο αυτό. Ο αξιωματικός, που είχε ανθρωπιστικά αισθήματα, είχε διατάξει να τους βγάλουν από το στόμα τα φίμωτρα, και οι κλέφτες άρχισαν να βρίζουν. Οι χωροφύλακες ούτε δώσαν προσοχή. Δύο μόνο απ' αυτούς ανέβηκαν στο κάρο για να συνοδέψουν τους αιχμαλώτους. Για τους λαβωμένους κάναν πρόχειρα φορεία. 
 Καθώς γινόνταν οι προετοιμασίες αυτές, συνόδεψα τον αξιωματικό στην έφοδο που 'κανε στα υπόγεια με τη συνοδεία οχτώ από τους άντρες του. Διασχίσαμε ένα μακρύ κατηφορικό διάδρομο και φτάσαμε στο μέρος του υπογείου, όπου είχαν εγκαταστήσει οι κλέφτες το σρατηγείο τους. Σ' ένα μεγάλο κελί ήταν ο σταύλος. Βρήκαμε εκεί τους συναδέλφους που είχαν πιαστεί την προηγούμενη μέρα. Είχαν όλοι τους δεμένη από μια πέτρα στην ουρά τους. Τους τη λύσαμε κι αρχίσαν όλοι να γκαρίζουν όλοι μαζί.Μέσα στα υπόγεια, όμως, ο ήχος αυτός πνιγόταν
-Σιωπή γάιδαροι!φώναξε ένας χωροφύλακας, ειδαλλιώς θα σας περάσουμε τις λαιμαριές. 
-Άσε τους να κελαηδήσουν κάμποσο, είπε ένα άλλος. Δεν βλέπεις πως ψέλνουνε εγκώμια στον Καντισόν;
-Θα μου άρεσε να ψέλνουν σ' άλλο τόνο, απάντησε γελώντας ο πρώτος.
¨Σίγουρα, αυτός ο άνθρωπος δεν αγαπά τη μουσική, σκέφτηκα. Γιατί κατηγορεί το τραγούδι των συντρόφων μου;"
 Στην πραγματικότητα, αυτοί οι σύντροφοι δεν χαίρονταν τίποτε άλλο από την απελευθέρωσή τους.
 Συνεχίσαμε να ψάχνουμε. Σ' ένα άλλο μέρος του υπόγειου ένα κελί ήταν γεμάτο από τα κλέμμένα πράγματα. Σε ένα τρίτο, είχαν κλέισει τους αιχμαλώτους, χρησιμοποιώντας τους για υπηρέτες. μερικοί μαγείρευαν, άλλοι πλέναν τα πιάτα κι άλλοι σκούπιζαν και σφουγγάριζαν το υπόγειο. Μια άλλη ομάδα από τους δυστυχισμένους αυτούς πλέναν τα ρούχα των ληστών, μπάλωναν και γιάλιζαν τα παπούτσια τους. Μερικοί από τους αιχμαλώτους βρισκόταν φυλακισμένοι εκεί κάπου δύο χρόνια. Τους είχαν δεμένους δυο δυο με αλυσίδες που τους τις είχαν περάσει στα χέρια, και στα πόδια τους είχαν δέσει κουδούνια για να ξέρουν οι ληστές πάντα που βρίσκονται. Δύο από τους κλέφτες μέναν βάρδια πάντα έξω από την πόρτα για να μη τους φύγουν. Τέλος, το βράδυ, τους συγκέντωναν πάλι, όλους μαζί δεμένους με μιαν αλυσίδα, που κλεμόταν από ένα χαλκά χοντρό, μπηγμένο στον τοίχο. 
 Έμαθα, αργότερα, πως οι δυστυχισμένοι αυτοί ήταν ταξιδιώτες που είχαν πάει ως εκεί για να επισκεφτούν τα ερείπια κι είχαν εξαφανιστεί πριν δύο χρόνια. Ήταν όλοι δεκατέσσερεις. Διηγήθηκαν στους χωροφύλακες πως οι κλέφτες είχαν σκοτώσει τρεις απ' αυτούς μπροστα στα μάτια τους, τους δυο γιατί είχαν αρρωστήσει και τον ένα γιατί είχε αρνηθεί να εργασθεί. Οι χωροφύλακες τους αφήκαν όλους ελεύθερους, οδήγησαν τους γαιδάρους στ' αφεντικά τους, βάλαν τους ποληγωμένους στο νοσοκομείο και κλείσαν τους υπόλοιπους κλέφτες στη φυλακή. Δικάστηκαν και καταδικάστηκαν: ο αρχηγός τους σε θάνατο και οι υπόιποι σε ισόβια καταναγκαστικά. 
 Όσο για μένα, με θαύμαζε όλος ο κόσμος. Κάθε φορά που έβγαινα έξω, άκουα όσους συναντούσα να λένε:
-Ετούτος είναι ο Καντισόν. Ο περίφημος Καντισόν, που αξίζει όσο όλοι οι γάιδαροι της χώρας.      

6 σχόλια: