Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

nevertheless

ψοφάω για ρετρό τραγούδια.
ψοφάω
ψοφάω
ψοφάω.


αχ, άρωμα vintage.
καλημέρα!!

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Το Σαμερταμιακό Χριστουγεννιάτικο Τρίγωνο.

το τρίγωνο εκ του μακρόθεν


Scrooge: Merry Christmas!

Mrs Dilber: Oh, my God!
He's gone mad!

Από το A Christmas Carol ταινία του 2009 βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Κ. Ντίκενς, για το οπoίο έκανε μια υπέροχη ανάρτηση η Lyriel στο BisCoto
υπέροχη ανάρτηση!!!


Α ΓΩΝΙΑ.

Αξημέρωτα, Χριστούγεννα 2012.
Νύχτα ακόμη στην πόλη.
Νύχτα, σιγαλιά, η πόλη κοιμάται, η πόλη μουρμουρίζει όνειρα και άγχη.
Μπορείς κάλλιστα να εξαφανιστείς στο σκοτάδι αυτό.
Κι οι σκέψεις πιάνουν τον χορό.



Β ΓΩΝΙΑ





Αν οι Μάγιας έπεσαν έξω ίσως δεν βρισκόμαστε τελικά σε μια άλλη διάσταση χωρίς να το έχουμε πάρει χαμπάρι - μα έτσι κι αλλιώς τον τελευταίο καιρό αλλάζουμε διαστάσεις σαν τα πουκάμισα, προσαρμοζόμαστε σε κορσέδες υψηλής αισθητικής και λιτότητας κι από έπος η ζωή μας γίνεται με ταχύ ρυθμό ένα ταπεινό πλην όμως μεστό νοημάτων χαϊκού  -μισό λεπτό, πάω να τσεκάρω το φαΐ  ωραίες οι πατάτες, οι βραστές δε μούρλια και κάτω από τη μασχάλη, χε χε, να! πως λέμε όλοι άριες. Ασφαλώς κι έχω κι άλλα καλούδια στο τραπέζι μου, κάτι από τα γούστα το Οβελίξ, ξεύρετε εκείνα που κάνουν γκρουτς γκρουτς, και άλλα θεσπέσια πράγματα που η απόκτησή τους ισοδυνάμησε με τη μη απόκτηση εκείνων των θεϊκών γοβών που με στοίχειωσαν από τότε που τις είδα αλλά μη γίνομεθα και άπληστοι.

Έχω κέφια, τελικά ποιο είναι το τσόφλι της ύπαρξης μου και ποία η ουσία, το κέφι ή η θλιψις δεν ξεύρω, δεν γνωρίζω, δεν αυτοψυχαναλύομαι, σήμερις ω σήμερις είναι Χριστούγεννα, αν υποθέσουμε ότι αυτό έχει κάποια ακρίβεια, πάντως αυτό το μυξιάρικο που γεννιέται σήμερα θα έχει μεγάλο σουξέ, ναι, το είπαν κι εκείνοι οι αλλοπρόσαλλοι τύποι που φέραν ένα σωρό άχρηστα, δώρα σου λέει, δώρα, χρυσάφια, σμύρνα κι άλλες αηδίες και δεν πήγαν στο Bébé Dior ή έστω στο πλησιέστερο σούπερ μάρκετ να πάρουν κάτι χρήσιμο. Το είπε και η φωνή βοώντος εν τη ερήμω - βάλε με το νου τι σόι εμπιστοσύνη μπορεί να έχει κανείς σ αυτόν τον λαλημένο. 
Όπως σαφώς βλέπετε κι εγώ μέσα στο παγκόσμιο ντόμινο πέφτω στην παγίδα της καυστικότητας, του κυνισμού και της ειρωνείας που έχουν πάρει τη θέση της εξυπνάδας τα τελευταία χμμμ χρόνια  και πουλάω πνεύμα - πάρε κόσμε,  

Είναι η γωνία του "κοριτσάκι με τα σπίρτα", μικρές λάμψεις, εφήμεροι κόσμοι μέσα σε έναν αφορισμό' γιατί πρέπει εμείς οι Έλληνες να νιώθουμε κάπως έτσι, στη μεγάλη της Ευρώπης πόλη; 
-πάω να κοιτάξω το φαΐ  λοιπόν, μάλλον πρόσχημα είναι αυτό, πάω να βάλω κι άλλη κούπα καφέ κι όταν έρθουν με το καλό κατά το μεσημεράκι οι καλεσμένοι μου θα είμαι ένα μάτσο χάλια, χα χα χα από τους πολλούς καφέδες ή να βάλω και μια στάλα κονιάκ να ξαλαφρώσει και το ζωντανό - ο Βερνάρδος- από το βάρος, αλλά δεν έχω σκύλο, μήπως έχω λίγο Τζόννυ -έλα τώρα με τον έλεγχο ορθογραφίας-, αφού έχω πει  έχω πει; ότι με το φαγητό έχω μια επικοινωνία εσωτερική, δεν κάθομαι επ ουδενί πάνω από την κατσαρόλα αγωνιώντας, μα σα γίνει μια φωνούλα μέσα μου κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και λέει με επιτακτική φωνή "αν δεν πας τώρα, πάει!!!.
Σκέφτομαι τη γάτα μου. Την κοιτάζω τώρα δα που γλείφεται καθότι της καλάρεσε η μια κουταλιά μαγιονέζα που της έβαλα στο πιατάκι της . Αφού εξοστράκισε όλες τις άλλες γάτες της αυλής από εκεί που ήταν ένα συνεσταλμένο ζωάκι τώρα διαφεντεύει τα πάντα, έχει κάνει κατοχή στη μπερζέρα, δεν το κουνάει ρούπι από το κρεβάτι, και αναπαύεται περιμένοντας το γεύμα της πάνω, να πάνω στο τραπέζι, έτσι για να με πιάνουν τα δαιμόνια.Το όνομα αυτής Αγία Τριάς, ή απλά Τριάς. Ελέησον ημάς. Κατά το μέγα έλεός σου, νιάου.

Αχνοχαράζει. Κρύο, ψόφος, τα δάκτυλά μου είναι παγωμένα. Έπιασα να γράψω ένα κάτι τι στο χαρτί και μου ήρθε μια αίσθηση γλυκειά όπως όταν κουρασμένη από το περπάτημα κάθομαι μια στιγμή κάπου στο δρόμο σ ένα τυχαίο σημείο και μετά από λίγα λεπτά διαπιστώνω πως ακριβώς πλάι μου είναι κάποιο πρόσωπο από τα παλιά, κάποιο πρόσωπο οικείο και φιλικό. αχ συγκίνηση. 

Μ αρέσει η κουζίνα μου. Είναι γεμάτη καλούδια. Ή έτσι μου φαίνεται. Μ αρέσουν τα χειμωνιάτικα γλυκά, οι ξηροί καρποί, τα σκουρόχρωμα δυνατά ποτά, οι ζεστές σαλάτες και οι κρεατόπιτες  οι γεύσεις από τα μπαχαρικά που τσιμπάνε τις αισθήσεις, η ευωχία. Θα μου άρεζε εξίσου να είχα ένα μήλο μόνο στην τσέπη και μια παρέα και να πάμε στην εκκλησία και μετά να γυρίσουμε αγκαλιά ακόμη και σ ένα παγωμένο αλλά φιλόξενο περιστεριώνα. -παρεκτροπή στη γωνία Α.
Για όλα φταίνε τα μήλα. Εκ της Γενέσεως η ιστορία, τόοοτε που η γης ήταν Παράδεισος.Αλήθεια ή Μύθευμα; Ποιος ξέρει; Ποιος νοιάζεται; 

Γ ΓΩΝΙΑ

η κατακλείδα



βάσανα έχει ζωή, τόσα όσα της κεφαλής οι τρίχες.
κι οι άνθρωποι έχουν πάθη. έχουν πόνο. έχουν αμαρτίες.
γιατί είναι χώμα.
μα έχουν και το αεράκι στις φυλλωσιές και η γη γυρίζει.
εδώ ή σε ένα άλλο παράλληλο σύμπαν.
Ή ακόμη καλύτερα κι εδώ κι εκεί.
καθόλου μόνη και καθόλου χαμένη στο διάστημα.

κι εγώ ένα μικρό χειμωνιάτικο μπουμπούκι,
ένας χειμωνανθός η καρδιά μου που σήμερα όλους σας αγαπώ.

για αύριο, πάλι, θα δούμε!

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ.
μάκια. 



ᾨδὴ α'
Χριστὸς γεννᾶται· δοξάσατε. 
Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν· ἀπαντήσατε. 
Χριστὸς ἐπὶ γῆς· ὑψώθητε. 
ᾌσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ, 
καὶ ἐν εὐφροσύνῃ, ἀνυμνήσατε λαοί· 
ὅτι δεδόξασται.

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

24 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ



...μια αχτίδα απ' το φωτεινό φάρο, 
ψηλά πάνω από τ' αδύναμα φαναράκια του σκοτεινού ουρανού...

 Ξημέρωσε η παραμονή των Χριστουγέννων κι όλα έγιναν όπως κάθε χρόνο. Πάντα κάτι έμεινε να γίνει τελευταία στιγμή: δώρα που δεν είχαν τυλίξει, μικροδουλειές που δεν είχαν τελειώσει. Πού και πού κάποιος απ' τους τρεις τρύπωνε στο δωμάτιο του Γιόακιμ κι έριχνε μια ματιά όλο ανυπομονησία στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο. Είχαν δώσει το λόγο τους ότι δε θα άνοιγαν τα τελευταίο παραθυράκι, πριν χτυπήσουν οι καμπάνες των Χριστουγέννων.
 Λίγο αργότερα άρχισαν να ετοιμάζουν το γιορταστικό δείπνο. Και πριν περάσει πολλή ώρα, οι μυρωδιές είχαν τυλίξει ολόκληρο το σπίτι. επιτέλους η ώρα πήγε πέντε. Ο μπαμπάς άνοιξε ένα παράθυρο και πράγματι: ο χτύπος απ' τις καμπάνες έφτασε στ' αυτιά τους.
 Κανείς δεν είπε λέξη. Μα άφησαν ό,τι έκαναν κι ανέβηκαν όλοι τους στο δωμάτιο με το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο. Ο Γιόακιμ σκαρφάλωσε στο κρεβάτι κι άνοιξε το τελευταίο μεγάλο παραθυράκι. Ήταν το παραθυράκι που σκέπαζε τη φάτνη με το μικρό Χριστούλη. Η εικονίτσα έδειχνε μια σπηλιά, στην πλαγιά ενός βουνού.
 Για τελευταία φορά κάθισαν κι οι τρεις, ο ένας πλάι στον άλλο, στην άκρη του κρεβατιού. Κι ο Γιόακιμ ξεδίπλωσε το χαρτάκι κι άρχισε να διαβάζει με δυνατή φωνή.

 Ο μικρός Χριστούλης


 Βρισκόμαστε στη μέση του κόσμου, στο σημείο που ενώνεται η Ευρώπη, η Ασία κι η Αφρική. Βρισκόμαστε και στη μέση της ιστορίας, στο σημείο που αρχίζει η δική μας εποχή. Και σύντομα θα βρισκόμαστε και στη μέση της νύχτας. Μια σιωπηλή συντροφιά διασχίζει τους ανηφορικούς δρόμους ανάμεσα στα σπιτάκια της Βηθλεέμ. Ένα μικρό κοπάδι, εφτά προβατάκια όλα κι όλα, τέσσερις βοσκοί, πέντε άγγελοι Κυρίου, τρεις Μάγοι απ' την Ανατολή, ένας Ρωμαίος αυτοκράτορας, ο έπαρχος της Συρίας και η Ελίσαμπετ, ένα κοριτσάκι από χώρα μακρινή, από μια μακρόστενη λωρίδα γης κάτω απ' το Βόρειο Πόλο.
 Λαδοφάναρα φέγγουν στα παράθυρα μερικών σπιτιών. Οι περισσότεροι άνθρωποι, όμως, έχουν κιόλας πέσει για ύπνο.
 Ένα απ' τους Μάγους δείχνει ψηλά στον ουρανό, όπου τ' αστέρια λάμπουν στο σκοτάδι. Είναι σαν αναλαμπές  από φάρο μακρινό. Ένα απ' όλα λαμποκοπάει περισσότερο απ' τ' άλλα. Μοιάζει σαν να είναι πιο χαμηλά, πιο κοντά στη γη.

 Στης Βηθλεέμ ελάτε όλοι
 τα βουνά τα ιερά
 όπου ψάλλουν οι αγγέλοι
 απ' τα ουράνια θεία μέλη
 στο Σωτήρα ώσαννα
 ψάλλουν ώσαννα

 μουρμουρίζει η Ελίσαμπετ σιγανά, καθώς ένα παιδικό τραγουδάκι έρχεται στο μυαλό της.
 Ο άγγελος Ουμουριήλ γυρίζει στους άλλους, φέρνει το δάχτυλο στα χείλη και ψιθυρίζει: "Σσσσς...Σσσσς...".
 Κι οι προσκυνητές σταματούν μπροστά σ' ένα απ' τα πανδοχεία της πόλης. Μια δυο στιγμές αργότερα ο πανδοχέας προβάλλει στο ανοιχτό παράθυρο. ΄΄Οταν τους βλέπει, τους χαιρετάει μ' ένα νεύμα και τους δείχνει μια σπηλιά στο βράχο.
 Ο άγγελος Εφιριήλ κάτι λέει ψιθυριστά. Κάτι που μοιάζει με παραμύθι, με νανούρισμα.
 "ἐγένετο δὲ ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐκεῖ ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν,   καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι ".
 Γλίστρησαν τότε αθόρυβα στην αυλή και σταμάτησαν μπροστά στο άνοιγμα της μικρής σπηλιάς. Και κατάλαβαν απ' τη μυρωδιά πως ο πανδοχέας είχε εκεί μέσα το στάβλο του.
 Ξάφνου η σιωπή έσπασε απ' το κλάμα ενός μωρού.
 Τώρα, αυτή τη στιγμή γεννιέται. Τώρα δα, μέσα σ' ένα στάβλο στη Βηθλεέμ.
 Πάνω απ' το στάβλο λαμποκοπάει ένα αστέρι. Και μέσα στο στάβλο το νεογέννητο, τυλιγμένο στις φασκιές του, πλαγιάζει μέσα στη φάτνη των αλόγων.
 Ουρανός και γη συναντιούνται. Γιατί το παιδί στη φάτνη δεν είναι μόνο ένα παιδί σαν όλα τ' άλλα. Είναι και μι αχτίδα απ' το φωτεινό φάρο, ψηλά πάνω από τ' αδύναμα φαναράκια του σκοτεινού ουρανού.
 Αυτό είναι το θαύμα. Είναι ένα θαύμα κάθε φορά που ένα παιδί γεννιέται στον κόσμο. Είναι σαν να ξαναγίνεται ο κόσμος απ' την αρχή.
 Μια γυναίκα βαριανασαίνει κι η ανάσα της ακούγεται σαν κλάμα/ Η Μαρία δεν κλαίει από λύπη. Το κλάμα της είναι ένα κλάμα βαθύ, ήσυχο, ευτυχισμένο. Μα οι φωνές του μωρού πνίγουν το δικό της κλάμα. Ο μικρός Χριστούλης μόλις γεννήθηκε. Γεννήθηκε σ' ένα στάβλο στη Βηθλεέμ. Ήρθε στον κόσμο μας, στο δικό μας φτωχικό κόσμο.
 Ο άγγελος Εφιριήλ γυρίζει επίσημα στους άλλους προσκυνητές και λέει: "ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ ".
 Ο αυτοκράτορας Αυγουστος κουνάει το κεφάλι του.
 "Και τώρα η σειρά μας. όλοι στις θέσεις σας. Ελπίζω να θυμάστε τα λόγια σας. Τα 'χουμε κάνει τόσες πρόβες, 2/000 χρόνια τώρα".
 Ο Κυρήνιος μιλάει πρώτος, μόλις του κάνει νόημα ο αυτοκράτορας.
 "Βοσκοί! Πάρτε τα πεόβατά σας στα χωράφια! Και μην ξεχνάτε: Να 'στε πάντα καλοί ποιμένες. Μάφοι! Φύγετε κιόλας για την έρημο, ανεβείτε στις καμήλες σας! Και οι τρεις! Μη σταματήσετε στιγμή να διαβάζετε τ' άστρα στον ουρανό, για να βρείτε το λαμπρό άστρο που θα σας οδηγήσει. Άγγελοι! Πετάξτε ψηλά στα σύννεφα και μη φανείτε στους ανθρώπους, παρά μόνο όταν θα' ναι εντελώς απαραίτητο. Μη ξεχνάτε κάθε φορά να τους λέτε "Μη φοβάστε!". Γιατί ήρθε η ώρα! Γεννήθηκε ο Χριστός!".
 Την επόμενη στιγμή βοσκοί και πρόβατα, άγγελοι και Μάγοι είχαν χαθεί. Η Ελίσαμπετ έμεινε μόνη με τον Κυρήνιο και τον αυτοκράτορα Αύγουστο.
 "Πρέπει να γυρίσω γρήγορα στη Δαμασκό", είπε ο Κυρήνιος. "Έχω μια σημαντική δουλειά να τελειώσω εκεί",
 "Κι εγώ πρέπει να φύγω αμέσως για τη Ρώμη", είπε ο Αύγουστος."Αυτός είναι ο ρόλος μου".
 Πριν φύγουν. η Ελίσαμπετ έδειξε το στάβλο και ρώτησε: "Πειράζει να μπω μέσα; Τί λέτε;"
 Ο αυτοκράτορας χαμογέλασε πλατιά.
 "Και βέβαια να μπεις. Αυτός είναι ο δικός σου ρόλος".

 "Δεν έκανες τόσο δρόμο, για να καθίσεις απέξω".
 Και μ' αυτά τα λόγια οι συο Ρωμαίοι έφυγαν τρέχοντας απ' τον ίδιο δρόμο που είχα έρθει.
 Η Ελίσαμπετ σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τ' αστέρια στον ουρανό. Αναγκάστηκε να ρίξει το κεφάλι της προς τα πίσω, για να δει το λαμπρό αστέρι που φεγγοβολούσε χαρούμενα πάνω απ' το στάβλο της Βηθλεέμ. Και μέσα απ' το σπήλαιο άκουσε ξανά το κλάμα του μωρού.
 Τότε προχώρησε και μπήκε στο στάβλο.


 Ο μπαμπάς σηκώθηκε και χτύπησε μαλακά το Γιόακιμ στην πλάτη. "Φέτος, πάντως, πήραμε σπουδαίο χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο", είπε.
 Το ύφος του έλεγε πως όλα είχα πια τελειώσει.
 Μα ο Γιόακιμ δεν μοιραζόταν την ικανοποίηση του μπαμπά. Η απορία τον έτρωγε. Τί είχε απογίνει η Ελίσαμπετ; Η μαμά έμεινε καθισμένη στη θέση της σκεφτική. όταν επιτέλους σηκώθηκε. είπε μονάχα: "Το φαγητό θα 'ναι έτοιμο σε λίγο. Γιατί δεν βάζετε τα δώρα κάτω απ' το δέντρο, ώσπου να τελειώσω εγώ στην κοζίνα; Έχουμε και μερικές εκπλήξεις, φέτος".
 Αυτά ακριβώς ήταν τα λόγια της. Και τότε χτύπησε το κουδούνι. Την πόρτα την άνοιξε και πάλι ο Γιόακιμ. Και στο κατώφλι περίμενε και πάλι ο γερο - Γιοχάνες. το πρόσωπό του ακτινοβολούσε σήμερα ακόμα περισσότερο.
 "¨Ήρθα να σας ευχαριστήσω", είπε.
 Η μαμά κι ο μπαμπάς βγήκαν στην εξώπορτα και τον κάλεσαν να περάσει μέσα. Η χριστουγεννιάτικη πίτα ήρθε και πάλι στο τραπέζι. Έλειπε μόνο ένα κομμάτι, το πάνω πάνω. Κι ο μπαμπάς είχε βάλει στη θέση του ένα κόκκινο ζαχαρωτό. Ο Γιόακιμ έφερε φλυτζάνια και πιατάκια.
 Κάθισαν όλοι γύρω απ' το χαμηλό τραπεζάκι του σαλονιού κι ο Γιοχάνες τους κοίταξε και τους τρεις με τη σειρά. Η έκφρασή του ήταν όλο μυστήριο.
 "¨Οταν ζωγράφισα τη μεγάλη ζωγραφιά στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο", άρχισε, "προσπάθησα να τη φτιάξω με τέτοιο τρόπο, που κάθε μέρα να εμφανίζεται κάτι καινούριο. Ο κόσμος όλος, έτσι όπως τον έπλασε ο Θεός, είναι φτιαγμένος με τέτοιο τρόπο. Όσο περισσότερα πράγματα μαθαίνουμε, τόσα περισσότερα καταλαβαίνουμε. Κι όσο περισσότερα βλέπουμε, τόσο περισσότερο καταλαβαίνουμε. Πάντα, λοιπόν, υπάρχει κάτι καινούριο να δούμε, κάτι καινούριο ν' ανακαλύψουμε. Φτάνει να 'χουμε τα μάτια μας και τ' αυτιά μας ανοιχτά. Φτάνει να βλέπουμε το θαυμαστό κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε".
 Ο μπαμπάς έγνεψε συμφωνώντας κι ο Γιοχάνες συνέχισε. "Δεν ήξερα, όμως. πως το ημερολόγιο ήταν φτιαγμένο έτσι, ώστε όποιος διάβαζε την ιστορία στα μικρά χαρτάκια μου θα 'λυνε και το παλιό μυστήριο του κοριτσιού που χάθηκε απ' αυτήν την πόλη πριν από πενήντα σχεδόν χρόνια".
"Έμαθες τίποτα για την Ελίσαμπετ;" ρώτησε ο Γιόακιμ.
 Μα ο Γιοχάνες δεν πρόλαβε ν' απαντήσει, γιατί το κουδούνι της πόρτας χτύπησε ξανά.
 Η μαμά κοίταξε τον μπαμπά. Κι ο μπαμπάς κοίταξε τη μαμά.
 "Καλύτερα ν' ανοίξεις εσύ, Γιόακιμ", είπε ο Γιοχάνες. "Νομίζω ότι εσύ άνοιξες όλα τα παραθυράκια στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο, Ε, τώρα ήρθε η ώρα ν' ανοίξεις και τούτη την τελευταία πόρτα. Μόνο που τούτη τη φορά θα την ανοίξεις από μέσα".
 Ο Γιόακιμ σηκώθηκε και προχώρησε προς το διάδρομο. Με την άκρη του ματιού του είδε τη μαμά και τον μπαμπά να κρατιούνται απ' το χέρι. Λες να νόμιζαν πως είχε έρθει να τους επισκεφτεί ο ίδιος ο άγγελος Εφιριήλ;


 Όταν άνοιξε την πόρτα, είδε μια γυναίκα κοντά στα πενήντα όρθια στο κατώφλι. Φορούσε κόκκινο πανωφόρι κι είχε όμορφα γκρίζα ,μαλλιά. Η γυναίκα του χαμογέλασε κι άπλωσε το χέρι της να τον χαιρετίσει.
 "Είσαι ο Γιόαχιμ;" ρώτησε.
 Ο Γιόακιμ ζαλίστηκε. Αλλά ήξερε ποια ήταν η γυναίκα. Κι έτσι της έδωσε το χέρι του.
 "Είσαι η Ελίσαμπετ Χάνσεν", είπε. "Πέρασε μέσα".
 Όταν μπήκαν στο σαλόνι, η μαμά κι ο μπαμπάς κρατούνταν ακόμα απ' το χέρι. Ο γερο - ανθοπώλης ξέσπασε σε γέλια, ξεχνώντας το σοβαρό κι επίσημο ύφος που είχε ως εκείνη τη στιγμή. Τότε του Γιόακιμ του θύμισε λιγάκι τον επίσκοπο Νικόλαο απ' το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο.
 Η Ελίσαμπετ έμεινε όρθια στη μέση του σαλονιού, με το κόκκινο πανωφόρι της στα χέρια. Στο λαιμό της είχε περασμένο έναν ασημένιο σταυρό στολισμένο μ' ένα κόκκινο πετράδι.
 Όταν ο Γιοχάνες κατάφερε να σταματήσει τα γέλια, σηκώθηκε κι έκανε τις συστάσεις. "Από δω η Ελίσαμπετ Τεμπσίλε Χάνσεν αυτοπροσώπως. Εγώ έφτασα πρώτος, λίγα λεπτά νωρίτερα. Αλλά κι εκείνη νάτη! Είναι εδώ".
 Η μαμά ξι ο μπαμπάς τα 'χαν χαμένα. Για καλό και για κακό ο Γιόακιμ στάθηκε μπροστά τους και, κουνώντας τα χέρια του σα να 'ταν φτερά, τους είπε: "Μη φοβάστε! Μη φοβάστε! Μη φοβάστε!" ,Τότε συνήλθαν και σηκώθηκαν να χαιρετίσουν την Ελίσαμπετ. Η μαμά της πήρε το πανωφόρι απ' τα χέρια και της έφερε καρέκλα να καθίσει κοντά τους. Ο μπαμπάς πήγε στην κουζίνα να φέρει άλλο ένα φλυτζάνι.
 Φαίνεται πως η Ελίσαμπετ μιλούσε μόνο αγγλικά. Μα όταν κάθισαν όλοι ο μπαμπάς συνέχισες με τα νορβηγικά.
 "Νομίζω πως χρειάζονται ορισμένες εξηγήσεις", είπε στο Γιοχάνες. "Νομίζω μάλιστα πως είναι απαραίτητες".
 "Και θα σας τις δώσω στα Νορβηγικά, για χάρη του παιδιού", είπε ο Γιοχάνες. ¨"Γιαυτό χάρη στο Γιόακιμ βρισκόμαστε εδώ σήμερα".
 Ήταν λες κι η γυναίκα με το περιδέραιο  κατάλαβε τα λόγια του, γιατί γύρισε και χαμογέλασε στο Γιόακιμ.
 " Εμπρός, λοιπόν!", είπε ο μπαμπάς. "Είμαστε όλο αυτιά".
 "Όταν ήρθα να σας δω χτες, ήξερα ήδη ότι η Ελίσαμπετ ταξίδευε για να φτάσει στη Νορβηγία", άρχισε ο ανθοπώλης.
 "Γιατί δε μας το είπες;" ΄φωναξε η μαμά.
 Ο Γιοχάνες γέλασε. "Κανείς δεν ανοίγει τα χριστουγεννιάτικα δώρα απ' την παραμονή. Κι εξάλλου δεν ήμουν πέρα για πέρα σίγουρος ότι θα 'ρχόταν, Δεν ήμουν καν σίγουρος ποια ήταν αυτή η γυναίκα που ερχόταν".
 Ο μπαμπάς είχε αρχίσει να κουνάει το κεφάλι του. για μια στιγμή του Γιόακιμ του φάνηκε ότι κάτι είχε χαλάσει στο σβέρκο του και δε θα σταματούσε ποτέ να κουνάει αμήχανα το κεφάλι του.
 "Όχι, δεν καταλαβαίνω τίποτα", είπε τέλος.
 Κι έτσι ο Γιοχάνες τους εξήγησε τί είχε συμβεί.
 "Όλα άρχισαν πριν από κάμποσες μέρες, όταν μίλησα με το Γιόακιμ στο τηλέφωνο. Χρόνια τώρα προσπαθούσα να βρω τα ίχνη κάποιας Ελίσαμπετ ή κάποιας Τεμασίλε - γιατί ήμουν βέβαιος ότι επρόκειτο για ένα και το αυτό πρόσωπο. Ο Γιόακιμ, όμως, μου 'βαλε την ιδέα πως η Ελίσαμπετ ίσως χρησιμοποιούσε το όνομα "Τεμπασίλε" ως επίθετο. Κάλεσα τις πληροφορίες, μου 'δωσαν ένα νούμερο στη Ρώμη και της τηλεφώνησα. Με θυμήθηκε σχεδόν αμέσως, Κι εμένα κι εκείνες τις μαγικές μέρες του Απριλίου του 1961".
 Η Ελίσαμπετ προσπάθησε να πει κάτι, μα ο Γιοχάνες την έκοψε με μια κίνηση του χεριού του.
 Της είπα την ιστορία της μητέρα που 'χε χάσει το κοριτσάκι της το 1948. Της είπα, δηλαδή, ποια ήταν στ' αλήθεια. Έφτασε στην πόλη μας αργά χτες το απόγευμα. Δεν είχε ξαναπατήσει το πόδι της εδώ από τότε που χάθηκε, εκείνη τη μέρα του Δεκεμβρίου, πριν από 45 χρόνια".
 Ο μπαμπάς τινάχτηκε όρθιος και πλησίασε το τηλέφωνο.
 "Τι έπαθες;" ρώτησε η μαμά.
 "Υποσχέθηκα να τηλεφωνήσω στην κυρία Χάνσεν, μόλις μάθω κάτι νεώτερο για την υπόθεση.
 Ο Γιοχάνες  χαμογέλασε "Η Ελίσαμπετ έμεινε χτες τη νύχτα στο σπίτι τς μητέρας της, Νομίζω πως δεν έκλεισαν μάτι, Σας διαβεβαιώνω, ωστόσο, πως όλα είναι πια εντάξει".
 "Ε, τότε πρέπει να τηλεφωνήσω στην αστυνομία", επέμεινε ο μπαμπάς. "Να κλείσουν πια την παλιά εκείνη υπόθεση, του κοριτσιού που εξαφανίστηκε".
 "Τακτοποιήθηκε κι αυτό", απάντησε ο Γιοχάνες. "Δεν ακούσατε ειδήσεις σήμερα. Όλη η χώρα  χάρηκε με το νέο".
 Ο μπαμπάς σωριάστηκε ξανά στον καναπέ. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πια. Μπορούσε μόνο να καθίσει και ν' ακούσει τη υπόλοιπη ιστορία απ' το στόμα του Γιοχάνες.
 "Μπορώ να ρωτήσω κάτι;" είπε. "Τό ακριβώς συνέβη το Δεκέμβριο του 1948;Και μη μου πείτε π[ως η Ελίσαμπετ ξεκίνησε να τρέχει πίσω απ' ένα αρνάκι! Ή ότι συνάντησε έναν άγγελο ονόματι Εφιριήλ!".
 Και γυρίζοντας προς το μέρος της Ελίσαμπετ επανέλαβε την ίδια ερώτηση στα αγγλικά. Η γυναίκα έφερε το χέρι στο στόμα προσπαθώντας να κρύψει το γέλιο της κι έκανε νόημα στο Γιοχάνες ν' απαντήσει.
 "Πάντα αρχίζει τα γέλια, όταν μιλάμε γι αυτό το ζήτημα", εξήγησε ο Γιοχάνες. "Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ακριβώς, γι αυτό, Θα σας πω πρώτα την εκδοχή της Ελίσαμπετ. Νομίζει ότι η αστυνομία εδώ πέρα δεν έκανε καλά τη δουλειά της. Εγώ, όμως, πιστεύω ότι πρέπει ν' αρχίσουμε απ' την άλλη άκρη του νήματος".
 "Ας αρχίσουμε από όποια άκρη προτιμάς, φτάνει να καταλάβουμε κι εμείς τί στην ευχή έγινε", είπε ο μπαμπάς.
 "Η Ελίσαμπετ  μεγάλωσε σ' ένα μικρό χωριό κοντά στη Βηθλεέμ", άρχισε ο Γιοχάνες. " Οι άνθρωποι εκεί ζούσαν καλλιεργώντας τη φτωχή γη τους. Αλλά ακόμη κι αυτή τη φτωχή γη τους την πήραν. Όταν συνάντησα την Ελίσαμπετ στη Ρώμη την άνοιξη του 1961, είχε περάσει ήδη από πολλά στρατόπεδα προσφύγων. Πρώτα στην Ιορδανία, μετ΄σο Λίβανο. Είχα έρθει στη Ρώμη, για να μιλήσει για το προσφυγικό πρόβλημα. Τέλος πάντων, αυτά μπορούμε να τα πούμε κι αργότερα. Η Ελίσαμπετ, πάντως, πράγμα πήγε στη Βηθλεέμ το Δεκέμβριο του 1948. Και βρέθηκε κοντ΄σε ανθρώπους φτωχούς και δυστυχισμένους, που χρειάζονταν τη βοήθεια του Θεού. Γι αυτό έλεγε ότι την είχε απαγάγει κάποιος όφελος. Εννοούσε ότι την είχε απαγάγει κάποιος ου ήθελε να βοηθήσει τους δυστυχισμένους  ανθρώπους ι οποίοι ζούσαν στα χωριουδάκια γύρω απ' τη Βηθλεέμ. Μεγάλωσε εκεί, μαζί με τα παιδιά κάποιου βοσκού. Κι έτσι είχε συχνά την ευκαιρία να χαϊδεύει τα νεογέννητα αρνάκια - όπως ακριβώς και η Ελίσαμπετ Χάνσεν στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο".
 "Και στη Ρώμη γιατί εξαφανίστηκε το ίδιο ξαφνικά;" ρώτησε ο μπαμπάς. "Γιατί δε θέλησε να σε ξαναδεί;"
 "Αυτήν την ερώτηση έκανα κι εγώ αμέτρητες  φορές στον εαυτό μου όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν από τότε. Κι η απάντηση είναι πως έπρεπε να προσέχει πολύ. Έπρεπε να προσέχει σε ποιον μιλούσε. Έπρεπε να προσέχει τί  έλεγε. Γι αυτό και αναποδογύρισε το όνομά της κι αποφάσισε να χρησιμοποιήσει σαν επιθέτο το "Τεμπασίλε". Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στη χώρα απ' την οποία είχε έρθει γινόταν πόλεμος. Η Ελίσαμπετ φοβόταν μήπως πέσει ξανά θύμα απαγωγής".
 "Πάμε παρακάτω!" είπε ο μπαμπάς.
 "Όταν τη είπα ότι πιστεύω την ιστορία της με τον άγγελο άρχισε να με υποψιάζεται. Φοβήθηκε. Σκέφτηκε πως ίσως ΄/ήμουν επικίνδυνος, τόσο για τη δική της προσωπική ασφάλεια, όσο και για την ασφάλεια του παλαιστινιακού λαού".
 "Μα δεν ήταν Νορβηγίδα η Ελίσαμπετ;" ρώτησα η μαμά.
 "Ναι, ήταν Νορβηγίδα", απάντησε ο Γιοχάνες, "Η Ελίσαμπετ  πιστεύει ότι την απήγαγαν κάπ0οιοι πολύ δυστυχισμένοι άνθρωποι, που ήταν αποφασισμένοι να κάνουν τα πάντα, για ν' ανοίξουν τα μάτια του κόσμου και να τραβήξουν την προσοχή στα βάσανα του παλαιστινιακού λαού".
 "¨ο,τι κι αν μου λέτε, είναι  τρομερό να παίρνει ένα αθώο παιδί μακριά απ' την οικογένειά του", είπε η μαμά.
 "Κι έτσι είναι. Η Ελίσαμπετ λέει ότι είχαν σκοπό να τη γυρίσουν πίσω. "ότι ήθελαν μόνο ν' αναγκάσουν τον πατέρα της να γράψει στην εφημερίδα του ένα άρθρο για το λαό τους, που τον κυνηγούσαν από χωριό σε χωριό, που τον έκλειναν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης \και τον έδιωχναν απ' την ίδια του τη χώρα".
 "Και γιατί δεν την πήγαν πίσω στους δικούς της;" τον έκοψε ο μπαμπάς.
 "Η Ελίσαμπετ λέει ότι δε θυμάται πολλά πράγματα. Μόνο την οικογένεια που τη φρόντιζε σ' ένα μικρό χωριό  έξω απ' τη Βηθλεέμ".
 "Και ποια είναι η δική σου εξήγηση;" ρώτησε η μαμά.
 ""Τη δική μου εξήγηση σας τη έχω ήδη πει", απάντησε ο Γιοχάνες.
 Ο Γιόακιμ περίμενε καθισμένος άκρη άκρη στην καρέκλα του.
 "Πιστεύει ότι πράγματι ακολούθησε το αρνάκι με το κουδουνάκι στο λαιμό του και συν΄'αντησε τον άγγελο Εφιριήλ στο δάσος;" ρώτησε.
 Ο Γιοχάνες έγνεψε καταφατικά. "Ναι, αυτό πιστεύω".
 "Όχι!" μπήκε στη μέση η ς\Ελίσαμπετ.
 "Ναι!" επέμεινε ο Γιοχάνες.
 "Όχι!" ξανάπε η Ελίσαμπετ και γέλασε.
Άρχισαν όλοι να γελούν.
 "Μη τσακώνεστε", είπε ο Γιόακιμ. "Και μην κοροϊδεύετε ο ένας τον άλλο".
 "Εγώ πιστεύω την ιστορία της Ελίσαμπετ", είπε ο μπαμπάς.
 "Κι εσείς;" ρώτησε ο Γιοχάνες κοιτάζοντας τη μαμά και το Γιόακιμ.
 "Εγώ πιστεύω την ιστορία του Γιοχάνες. Κι όχι μια, αλλά 24 φορές!" είπε ο Γιόακιμ.
 "Τότε εγώ πρέπει να ψηφίσω με 12 ψήφους υπέρ της  ιστορία του Γιοχάνες και με άλλους 12 ψήφους υπέρ της ιστορίας της Ελίσαμπετ", αποφάσισε η μαμά. 'Γιατί πιστεύω στ' αλήθεια ότι κάποιοι άγγελοι κατέβηκαν απ' τα ουράνια φέτος και πήγαν ως τη Βηθλεέμ και ξανά γύρισαν εδώ".
 "Μα κι ο Γιόακιμ δεν έχει άδικο, όταν λέει ότι δεν πρέπει να τσακωνόμαστε, παρόλο που πιστεύουμε πράγματα διαφορετικά μεταξύ τους", είπε ο Γιοχάνες. "Στο κάτω κάτω αυτό είναι το μήνυμα των Χριστουγέννων. Η μεγαλύτερη ίσως απ' όλες τις αλήθειες είναι πως η δόξα των ουρανών σκορπίζει εύκολα κι απλώνεται σ' ολόκληρη τη γη - φτάνει εμείς οι άν8θρωποι να συμφωνούμε μεταξύ μας και να τη μοιραζόμαστε δίκαια. Όταν έγραφα την ιστορία μου στα μικροσκοπικά χαρτάκια που δίπλωνα κι έβαζα στα παραθυράκια του μαγικού χριστουγεννιάτικου  ημερολογίου, είχα λίγα στοιχεία στα χέρια μου. Είχα ακούσει για την Ελίσαμπετ Χάνσεν, που χα΄θηκε πριν από 45 χρόνια.  Κι είχα συναντήσει την Τεμπασίλε στη Ρώμη. Είχα και τις παλιές ιστορίες με τους αγγέλους, που ήταν για μένα μεγάλη βοήθεια. Τα υπόλοιπα τα 'βγακα απ' το μυαλό μου".
  Όλοι σώπασαν.
 "Τα κατάφερες μια χαρά, πάντως", έσπασε τελικά τη σιωπή η μαμά.
 Ο Γιοχάνες χαμογέλασε ντροπαλά. "Κι η φαντασία είναι ένα μικρό κομματάκι απ' τη δόξα τ' ουρανού, που ξεχειλίζει και φτάνει ως εδώ κάτω, στη γη μας.  Κι είναι κι η φαντασία κάτι που σκορπίζει εύκολα".
 "Είναι όλα τόσο θαυμάσια", είπε η μαμά. "Ανοίγουνε το τελευταίο παραθυράκι σ' ένα παλιό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο και διαβάζουμε την ιστορία της Ελίσαμπετ, που πήγε σ' ένα σταύλο της Βηθλεέμ, να καλωσορίσει το μικρό Χριστούλη. Κι αμέσως μετά η ίδια αυτή Ελισαμπέτ χτυπάει το κουδούνι της πόρτας μας. Λες κι αυτό το σπίτι είναι ο στάβλος της Βηθλεέμ, όπου γεννήθηκε ο Χριστός".
 Και μ' αυτά τα λόγια σηκώθηκε κι αγκάλιασε την Ελίσαμπετ. "Καλώς όρισες πίσω στη Νορβηγία, παιδί μου", είπε.
 Κι ήταν πολύ αστείο, γιατί η Ελίσαμπετ ήταν περίπου 20 χρόνια πιο μεγάλη απ' τη μαμά.
 "Ευχαριστώ πολύ", είπε η Ελίσαμπετ. Και το είπε στα Νορβηγικά.
 Λίγο αργότερα χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε ο μπαμπάς κι ο Γιόακιμ κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν στην άλλη άκρη της γραμμής, γιατί άκουσε το μπαμπά να λέει: "Είμαστε όλοι συγκινημένοι... ήταν το καλύτερο χριστουγεννιάτικο δώρο, κυρία Χάνσεν... Ναι, τώρα πιστεύω κι εγώ στους αγγέλους... Ναι, εδώ είναι... Καλά Χριστου΄γεννα σας εύχομαι. Και σε σας και σε όλη σας την οικογένεια..."
 Ο μπαμπάς έκανε νόημα στην Ελίσαμπετ και της έδωσε το ακουστικό. Μίλησε αγγλικά κι έτσι Ο Γιόακιμ δεν κατάλαβε τί έλεγε. Σκέφτηκε, όμως, πως ήταν στ' αλήθεια πολύ παράξενο να μιλάς με την ίδια τη μάνα σου σε ξένη γλώσσα.
 Σε λίγο η Ελίσαμπετ κιι ο Γιοχάνες σηκώθηκαν να φύγουν. Μα δε θ' αργούσαν να συναντηθούν και πάλι, γιατί η μαμά κι ο μπαμπάς κι ο Γιόακιμ ήταν καλεσμένοι στη μεγάλη γιορτή που ετοίμαζε η οικογένεια της Ελίσαμπετ.
 Συνόδεψαν τους ξένους ως την εξώπορτα. Έξω χιόνιζε πολύ πολύ.
 Ο μπαμπάς ρώτησε την Ελίσαμπετ αν θυμόταν καθόλου νορβηγικά από τότε που ήταν μικρή.
 Η γυναίκα στάθηκε κάτω από το φως της λάμπας και κοίταξε το χιόνι, που έπεφτε στο κόκκινο πανωφόρι της. Ξάφνου έσκυψε κι άπλωσε το χέρι της, σα να θελε να πιάσει τις νιφάδες του χιονιού, που χόρευαν γύρω της.
 "Αρνάκι, αρνάκι, αρνάκι!" φώναξε.
 Σαστισμένη έφερε το χέρι στο στόμα, σαν να θελε να πάρει πίσω αυτό που είχε μόλις πει. Και την επόμενη στιγμή άρχισε να τρέχει. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα είχε χαθεί. Και μαζί της είχε  χαθεί κι ο γερο - ανθοπώλης.


 Το ίδιο εκείνο βράδυ, όταν ο Γιόακιμ ήταν πια έτοιμος να πλαγιάσει, στάθηκε κάμποση ώρα μπροστά στο παράθυρό ντου κοιτάζοντας έξω, τη νύχτα των Χριστουγέννων. Είχε πέσει πολύ χιόνι, μα την ώρα εκείνη ουρανός είχε καθαρίσει κι ήταν γεμάτος αστέρια.
 Ξάφνου το μάτι του πήρε κάποιους να περνούν τρέχοντας απ' το δρομάκι έξω απ τον κήπο. Δεν τους είδε καλά, γιατί πέρασαν γρήγορα κάτω απ' τους φωτεινούς κύκλους των φαναριών. Μόνο για ένα ή δυο δευτερόλεπτα.
 Του φάνηκε πως αναγνώρισε τον άγγελο Εφιριήλ και όλους τους άλλους που είχαν συνοδέψει την Ελίσαμπετ ως τη Βηθλεέμ.
 Κι εκείνη τη νύχτα την είχαν ξαναφέρει πίσω.

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

23 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ



... ήταν λες κι όλοι τους προσπαθούσαν να μάθουν κάτι που έπρεπε να το ξέρουν απέξω...

 Ήρθαν τα Χριστούγεννα! σκέφτηκε ο Γιόακιμ, όταν ξύπνησε την προπαραμονή της μεγάλης γιορτής. Ανυπομονούσε ν' ανοίξει το προτελευταίο παραθυράκι στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο, αλλά δεν τολμούσε να τ' αγγίξει πριν έρθουν η μαμά κι ο μπαμπάς.
 Και πράγματι, ξύπνησαν κι οι δυο τους πολύ γρήγορα. Ο μπαμπάς είχε πάρει άδεια απ' το γραφείο. "Επειδή είναι Χριστούγεννα;", ξανάπε.
 Ο Γιόακιμ άνοιξε το προτελευταίο παραθυράκι στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο.Είδε έναν άντρα που περπατούσε δίπλα στο γαϊδουράκι του. Πάνω στο γαϊδουράκι ήταν καθισμένη μια γυναίκα ντυμένη στα κόκκινα.
 Ένα κομματάκι χαρτί έπεσε απ' το παραθυράκι. Ο μπαμπάς το ξεδίπλωσε κι άρχισε να το διαβάζει. Σήμερα ήταν ή σειρά του. Κι ο Γιόακιμ πρόσεξε πως το χέρι του πατέρα του έτρεμε.

Η Μαρία κι ο Ιωσήφ


Οι προσκυνητές έτρεχαν να φτάσουν στη Βηθλεέμ. Είχαν ταξιδέψει απ' τις χώρες του Βορρά, απ' τα μέρη που βρίσκονται κοντά στο Βόρειο Πόλο, ψηλά στο χάρτη της Ευρώπης, και είχαν φτάσει στη ζεστή Ιουδαία, εκεί ακριβώς που συναντιούνται η Ευρώπη με την Αφρική και την Ασία. Κι είχαν ταξιδέψει μέσα στο χρόνο, διασχίζοντας προς τα πίσω την ιστορία της Ευρώπης, απ' το μακρινό μέλλον ως στην αρχή της εποχής μας.
 Ήταν εφτά πρόβατα, τέσσερις βοσκοί, τρεις βασιλιάδες απ' την Ανατολή, πέντε άγγελοι Κυρίου, ο αυτοκ΄ρατορας Α΄τγουσρος, ο έπαρχος Κυρ΄γνιος, ο πανδοχέας και η Ελίσαμπετ, που το τελευταίο κομμάτι του ταξιδιού προς την πόλη του Δαυίδ το 'χε κάνει καβάλα σ' ΄΄ενα γαϊδουράκι.
 Σιγά σιγά έκοβαν ταχύτητα ώσπου έφτασαν να πηγαίνουν με βήμα κανονικό. Ο Εφιριήλ τους είπε πως το αγγελικό ρολόι είχε σταματήσει το έτος 0. και τους έδειξε μια πόλη στο βάθος του δρόμου.  Αυτή ήταν η Βηθλεέμ, τους είπε.
 Ο αυτοκράτορας Αύγουστος σταμάτησε κι έμπηξε το σκήπτρο του στο χώμα κάτω από μια ελιά. Κι όρθιος δίπλα του άνοιξε το βιβλίο που κρατούσε παραμάσχαλα, "Ήρθε η ¨ Ώρα!" είπε με επιτακτική φωνή. 
 Στάθηκαν ακίνητοι κι ο αυτοκράτορας συνέχισε: "Σα; διατάζω να γράψετε όλοι τα ονόματά σας στο βιβλίο της απογραφής",
 Κι έδωσε σ' όλους τους προσκυνητές με τη σειρά ένα κομμάτι κάρβουνο. για να γράψουν τα ονόματά τους στο μεγάλο βιβλίο. Έτσι κι έγινε. Έγραψαν όλοι τα ονόματά τους' ακόμα κι οι άγγελοι. Μόνο τα πρόβατα έμειναν απέξω, μάλλον επειδή δεν ήξεραν να γράφουν, κι επειδή κανένας δεν τους είχε δώσει ονόματα.
 Η Ελίσαμπετ έγραψε το δικό της όνομα τελευταία. Και διάβασε τα ονόματα όλων των άλλων, πριν βάλει από κάτω και τη δική της υπογραφή.

 Πρώτος βοσκός: Ωσηέ
 Δεύτερος βοσκός: Ιακώβ
 Τρίτος βοσκός : Ισαάκ
 Τέταρτος βόσκος: Δανιήλ

 Πρώτος Μάγος : Κάσπαρ
Δεύτερος Μάγος: Βαλτάσαρ
Τρίτος Μάγος : Μελχιώρ.

 Πρώτος άγγελος: Εφιριήλ
 Δεύτερος άγγελος: Ουμουριήλ
 Τρίτος άγγελος: Σεραφιήλ
 Τέταρτος άγγελος; Χερουβιήλ
 Πέμπτος άγγελος: Ευαγγελιήλ

 Κυρήνιος, έπαρχος της Συρίας

 Αύγουστος, αυτοκράτορας της Ρώμης

 Πανδοχέας

 Η Ελίσαμπετ πρόσθεσε τ' όνομά της από κάτω: 

 Πρώτος προσκυνητής: Ελίσαμπετ

 Κι ύστερα της ήρθε μαι καλή ιδέα. Σκέφτηκε πως και τα πρόβατα έπρεπε να μπουν στην απογραφή, κι ας μην ήξεραν γράψιμο, κι ας μην είχαν ονόματα. Έγραψε, λοιπόν' 

Πρώτο πρόβατο
Δεύτερο πρόβατο
Τρίτο πρόβατο
Τέταρτο πρόβατο
Πέμπτο πρόβατο
έκτο πρόβατο
έβδομο πρόβατο

 Έριξε μια λοξή ματιά στον αυτοκράτορα Αύγουστο. Φοβήθηκε μήπως θυμώσει που 'χε γράψει και τα πρόβατα μέσα στην επίσημη απογραφή του. Εκείνος, όμως, έκλεισε αμίλητος το χοντρό βιβλίο. 
 Η Ελίσαμπετ λογάριασε πως στην απογραφή ήταν γραμμένοι 23 προσκυνητές, αν έβαζε μέσα τον εαυτό της και τα εφτά πρόβατα. Σαν ολόκληρη σχολική τάξη.
 Αφού, λοιπόν, γράφτηκαν στο μεγάλο βιβλίο του αυτοκράτορα, πήραν όλοι τους ύφος πιο επίσημο, πιο επίσημο απ' αυτό που είχαν στη Δανία και στο Χάμελιν, στη Βενετία και στην Κωνσταντινούπολη, στη Μύρα και στη Δαμασκό. 
 Κι ο Εφιριήλ με δυνατή φωνή άρχισε να απαγγέλλει: "ἀνέβη δὲ καὶ ᾿Ιωσὴφ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲτ εἰς τὴν ᾿Ιουδαίαν εἰς πόλιν Δαυΐδ, ἥτις καλεῖται Βηθλεέμ, διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς Δαυΐδ,  ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένῃ αὐτῷ γυναικί, οὔσῃ ἐγκύῳ".
 Η συντροφιά των προσκυνητών άρχισε πάλι να βαδίζει αργά. μα πριν περάσει πολλή ώρα, Ο Εφιριήλ είπε πως έπρεπε ξανά να σταματήσουν και τους έδειξε στο βάθος του δρόμου, μπροστά τους. Ένας νεαρός άντρας περπατούσε δίπλα στο γαϊδουράκι του. Και πάνω στο γαϊδουράκι καθόταν μια γυναίκα ντυμένη στα κόκκινα. Η Βηθλεέμ είχε φανεί κιόλας μακριά, στον ορίζοντα, πάνω στους λόφους. Στους αγρούς ολόγυρα δεν είχε μείνει καθόλου χορτάρι - τόσα πολλά ήταν τα πρόβατα που έβοσκαν σ' εκείνα τα μέρη.
 "Είναι η Μαρία κι ο Ιωσήφ", είπε ο Εφιριήλ. "Γιατί ήρθε πια η ώρα, σαν τον καρπό π' ωριμάζει κι είναι έτοιμος να φαγωθεί".
 "Πρέπει να βιαστώ, να φτάσω εκεί πριν απ' αυτούς", είπε ο πανδοχέας κι άρχισε να τρέχει προς τους λόφους. Και τρέχοντας μουρμούριζε ασταμάτητα μέσα απ τα δόντια του: "'Όχι, λυπάμαι. Δε μου χει μείνει ούτε ένα δωμάτιο αδειανό. Αλλά μπορείτε να περάσετε τη νύχτα στο στάβλο..."
 Το ίδιο αναστατωμένοι ήταν, όμως, κι όλοι οι άλλοι προσκυνητές. Ήταν λες, κι όλοι τους προσπαθούσαν να μάθουν κάτι που έπρεπε να το ξέρουν απέξω.
 Ο Ουμουριήλ φτερούγιζε ξανά και ξανά κι όλο τα ίδια λόγια έλεγε: " μὴ φοβεῖσθε· ἰδοὺ γὰρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ,  ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ.  καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον· εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον, κείμενον ἐν φάτνῃ".
 Ο Εφιριήλ κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι του κι ο Ουμουριήλ δεν κρατήθηκε: "Καλά δεν τα είπα;"
 Τότε σάλπισε με την σάλπιγγα ο άγγελος Ευαγγελιήλ κι οι πέντε άγγελοι με μια φωνή έψαλλαν: 

«Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ 
καί ἐπί γῆς εἰρήνη, 
ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία»  

Τα πρόβατα άρχισαν να βελάζουν. Σαν να 'θελαν κι αυτά να εξασκηθούν, για να μην τα χάσουν την κρίσιμη στιγμή.
 Ο Ωσηέδιέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο τὸ γεγονός, ὃ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν".
 Τελευταίοι μίλησαν οι Τρεις Μάγοι:
 "ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ ".
 Και γονατίζοντας σήκωσαν στα χέρια τους τις ξύλινες κασετίνες τους, με το χρυσό, το λιβάνι και το μύρο.
 Ο άγγελος Εφιριήλ έγνεψε ικανοποιημένος.
 "Νομίζω πως είμαστε όλοι εντάξει", είπε. 
 Ο Ωσηέ  άγγιξε τότε προσεκτικά με το ραβδί του ένα απ' τα πρόβατα στη ράχη και ψιθύρισε: "Εμπρός, πάμε στη Βηθλεέμ! Στη Βηθλεέμ!".



 Ο μπαμπάς έμεινε κάμποση ώρα αμίλητος , κρατώντας στα χέρια του τα χαρτάκι. Και κανείς δεν τολμούσε να σπάσει τη σιωπή.
 Τους είχε διαβάσει πως οι προσκυνητές ήταν όλοι τους λιγάκι αναστατωμένοι κι αμήχανοι. Και ξάφνου το ίδιο πράγμα είχε συμβεί και στο μικρό δωμάτιο του Γιόακιμ.
 "Δε μπορεί να υπάρχει άλλο τέτοιο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο στον κόσμο", είπε τελικά ο μπαμπάς. "Κι απ' όλους τους ανθρώπους, μόνο εμείς το 'ζουμε και το διαβάζουμε".
 Η μαμά κούνησε το κεφάλι της συμφωνώντας. "Η πραγματική νύχτα των Χριστουγέννων ήταν μια φορά μόνο. Αλλά από τότε τα Χριστούγεννα γιορτάζονται κάθε χρόνο σ' όλο τον κόσμο".
 "Επειδή έχει τόσο πολύ δόξα στους ουρανούς, που ξεχείλιζε και στάζει κι εδώ κάτω στη γη", είπε ο Γιόακιμ. "Θα πρέπει να 'ναι κολλητικό".
 Είχαν πολλά ακόμα να κάνουν πριν από την παραμονή. Στην οικογένειά τους το δέντρο το στόλιζαν η μαμά κι ο μπαμπάς το βράδυ της προπαραμονής, όταν ο Γιόακιμ έπεφτε για ύπνο. Φέτος, όμως, αποφάσισαν να το στολίσουν κι οι τρεις μαζί, πριν έρθει ο Γιοχάνες. Τότε όλα θα 'ταν έτοιμα για τη μεγάλη γιορτή.
 Πέρασε το μεσημέρι κι ήρθε τ' απόγευμα. Η μαμά έστρωσε το καλό τραπεζομάντιλο κι έβγαλε τις πιατέλες με όλα τα γλυκά που είχε ετοιμάσει για τα Χριστούγεννα. ακόμα και τη μεγάλη χριστουγεννιάτικη πίτα, που την έκοβαν κάθε χρόνο ανήμερα.
 Το ρολόι έδειχνε ακριβώς εφτά, όταν χτύπησε το κουδούνι.
 "Άνοιξε εσύ, Γιόακιμ", είπε η μαμά. "Δικό σου είναι το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο. Ο Γιοχάνες σ' εσένα είπε πως θα έρθει για καφέ".
 Ο Γιόακιμ βγήκε τρέχοντας προς την πόρτα και την άνοιξε. Ο γερο - ανθοπώλης στεκόταν στο κατώφλι χαμογελώντας πλατιά. Στα χέρια του κρατούσε ένα μεγάλο μπουκέτο τριαντάφυλλα.
 "Πέρασε μέσα, καλώς όρισες", είπε.
 Ύστερα ήρθαν κι η μαμά με τον μπαμπά κι ο Γιοχάνες έδωσε τα λουλούδια στη μαμά.
 "Σ' ευχαριστώ πολύ", είπε εκείνη. "Και για τα λουλούδια και για το υπέροχο χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο".
 Ο Γιοχάνες χάιδεψε τα μαλλιά του Γιόακιμ κι απάντησε μα μετριοφροσύνη: "Νομίζω πως εγώ θα πρέπει να ευχαριστήσω εσάς".
 Όταν κάθισαν, ο Γιοχάνες ήπιε μια γουλιά απ' τον καφέ του κι άρχισε να τους λέει την ιστορία του.
 "Γεννήθηκα στη Δαμασκό και μεγάλωσα σ' ένα χριστιανικό σπίτι. Μερικοί άνθρωποι πιστεύουν πως η οικογένειά μου ήταν απ τις πρώτες χριστιανικές οικογένειες της Συρίας. Κάποια μέρα, όταν ήμουν παιδί, βρήκα ένα πιθάρι γεμάτο με παλιές περγαμηνές μισοσκισμένες. Οι γονείς μου το πήγαν αμέσως στο μουσείο. Και κει μάθαμε πως το πιθάρι ήταν πραγματικά αρχαίο. Το ίδιο κι οι περγαμηνές".
 "Τί ήτανε γραμμένο στις περγαμηνές;" ρώτησε ο μπαμπάς.
 "Ήταν αναφορές Ρωμαίων λεγεωνάριων. Ανάμεσα σε διάφορα άλλα υπήρχε και μια αναφορά σε κάτι που συνέβη στη Δαμασκό κατά τα τέλη του δεύτερου αιώνα μ.Χ. Το έτος 175 μια παράξενη πομπή υποτίθεται ότι εμφανίστηκε βιαστική στην πόλη μας, βγαίνοντας απ' την ανατολική πύλη. Λίγα χρόνια αργότερα μια παρόμοια πομπή μπήκε απ' τη δυτική πύλη των τειχών. Και στις; δυο πομπές υπήρχαν άγγελοι".
 Η μαμά κι ο Γίοακιν κούνησαν τα κεφάλια τους. Δεν είχαν ξεχάσει τα όσα διάβασαν στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο.
 ¨"Υπάρχουν πολλοί θρύλοι και μύθοι σαν αυτόν απ' τις παλιότερες εποχές", συνέχισε ο Γιοχάνες. "Εγώ, όμως, παραξενεύτηκα που η πομπή πρώτα βγήκε κι ύστερα μπήκε στην πόλη μας. Αν είχε συμβεί πράγματι τέτοιο πράγμα, τότε η πομπή δεν έτρεχε μόνο μέσα στους δρόμους διασχίζοντας την πόλη, αλλά έτρεχε και προς τα πίσω, διασχίζοντας το χρόνο. Κι αυτό, φυσικά, είναι αδύνατο",
 "Ναι, είναι πράγματι αδύνατο", συμφώνησε κι ο μπαμπάς. Κι έκανε νόημα στον Γιοχάνες να συνεχίσει.
 "Το ενδιαφέρον μου, όμως, για τους αρχαίους θρύλους είχε ξυπνήσει. 'Αρχισα να διαβάζω πολλά βιβλία κι ενδιαφερόμουν ιδιαίτερα για τους ανθρώπους που είχαν δει αγγέλους. Στο τέλος μάζεψα μπόλικες τέτοιες ιστορίες απ' τη χώρα μου και από άλλες χώρες της Ευρώπης. Μετά από χρόνια πήγα και στη Ρώμη, για να μελετήσω τους θησαυρούς που είναι κρυμμένοι στις βιβλιοθήκες της".
 "Κι εκεί συνάντησες την Ελίσαμπετ;" ρώτησε ο Γιόακιμ.
 Ο Γιοχάνες κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
 "Περίμενε, όμως. Το κάθε πράγμα στην ΄ώρα του. Είχα στρέψει την προσοχή μου σε μερικές μόνο απ' αυτές τις ιστορίες με αγγέλους, γιατί είχαν κάτι κοινό μεταξύ του. Ήταν από διάφορα μέρη του κόσμου, απ' το Ανόβερο και την Κοπεγχάγη, απ' τη Βασιλεία και τη Βενετία, απ' την κοιλάδα της Αόστα στη βόρεια Ιταλία κι απ' την κοιλάδα του Αξιού στη Μακεδονία. Ήταν, επίσης, από διάφορες εποχές. Η πιο παλιά ήταν απ' την Καπερναούμ της Γαλιλαίας κι η τελευταία απ' τη Νορβηγία - και συνέβη σ' έναν επαρχιακό δρόμο έξω απ' το Χάλντεν το 1916".
 "Το αυτοκίνητο - αντίκα!" φώναξε ο Γιόακιμ.
 Οι άνθρωποι, βέβαια, που πιστεύουν σ' αυτές τις ιστορίες είναι ελάχιστοι στην εποχή μας. Όλες οι ιστορίες που συγκέντρωσα στη συλλογή μου λένε πως ο άγγελος και το μικρό κοριτσάκι μαζί του φάνηκαν για ένα δυο δευτερόλεπτα. Συγκρίνοντας, όμως, τις ιστορίες απ' το Χάλντεν, το Ανόβερο και το Χάμελιν με τις ιστορίες απ' την Αόστα, τον Αξιό και την Καπερναούμ -ε, τότε κάτι σημαντικό τράβηξε την προσοχή μου".
 Ο Ανθοπώλης έμεινε για λίγο σιωπηλός, βυθισμένος στις σκέψεις του.
 "Συχνά, ωστόσο, τα μυστήρια δεν κρατούν πάνω από ένα δευτερόλεπτο. Και αυτό που ήταν για μια στιγμή μυστήριο, σβήνει ξαφνικά, σε μια στιγμή μετά, σαν αδειανό λυχνάρι", είπε. "Αν, όμως, γυρίσουμε το κεφάλι μας αλλού και κοιτάξουμε, τότε μπορούμε να δούμε ένα άλλο φωτάκι ν' ανάβει εκεί πέρα. Γιαυτό τα ιερά και μυστήρια πράγματα δεν μπορούμε να τα πιάσουμε στο χέρι μας, όμως σκύβουμε, μαζεύουμε ένα πετραδάκι απ' το χώμα και το βάζουμε στην τσέπη μας. Οι άγγελοι κατεβαίνουν απ' τα ουράνια αόρατοι. Δεν πέφτουν καταμεσής στην μεγάλη πλατεία μπροστά στον κόσμο".
 "Και τί συνέβη στη νεαρή γυναίκα της φωτογραφίας;" ρώτησε ο μπαμπάς.
 Ο Γιοχάνες αναστέναξε. Του Γιόακιμ του φάνηκε πως είδε ένα δάκρυ να γυαλίζει στην άκρη του ματιού του. Ο γερο - ανθοπώλης, πάντως, σήκωσε το χέρι του κι έτριψε τα μάτια και το μάγουλό του.
 "Μια φορά", συνέχισε, "πριν από πολλά πολλά χρόνια, συνάντησα μια νεαρή γυναίκα στη Ρώμη. Δε μείναμε μαζί παρά λίγε μόνο εβδομάδες, αλλά την αγάπησα πολύ".
 "Πες μας!" είπε ο μπαμπάς. "Πες μας πώς γνωριστήκατε!".
 "Μου είπε πως την έλεγαν Τεμπασίλε κι ήταν στ' αλήθεια αινιγματική κοπέλα. Μου είπε πως ήταν μάλλον γεννημένη στη Νορβηγία, αλλά είχε μεγαλώσει ανάμεσα σε βοσκούς και τσοπάνηδες στην Παλαιστίνη. Κι αυτό ήταν σίγουρα αλήθεια, γιατί μιλούσε φαρσί τ' αραβικά. Και τ' όνομα Τεμπασίλε είναι όνομα που ακούγεται συχνά στην Παλαιστίνη - αν και θα μπορούσε να 'ναι ιταλικό, εδώ που τα λέμε.".
 "Μα είναι το ανάποδο του Ελίσαμπετ!" φώναξε ο Γιόακιμ/
 Ο Γιοχάνες κούνησε το κεφάλι του. "Είσαι ξύπνιο παιδί. Οι άνθρωποι δεν το συνηθίζουν να διαβάζουν ανάποδα τα διάφορο ονόματα".
 "Συνέχισε, σε παρακαλώ!" είπε ο μπαμπάς.
 "Μπορεί να ήταν αλήθεια πως είχε γεννηθεί στη Νορβηγία. Το δέρμα της ήταν όμορφο, είχε ένα χρώμα σαν το ροδάκινο. Και τα μάτια της ήταν γαλάζια κι αστραφτερά. Όταν την ρώτησα πώς είχε βρεθεί στην Παλαιστίνη, με κοίταξε ίσια στα μάτια σιωπηλή. Κι ύστερα είπε: "Με απήγαγαν". Κι όταν την ρώτησα ποιος την είχε απαγάγει, μου απάντησε: "Ένας άγγελος, που ήθελε να τον συνοδέψω στην Βηθλεέμ... αλλά έχεις περάσει πολύ καιρός από τότε... Ήμουν ακόμη μικρό κοριτσάκι...." ".
 Η μαμά είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. "Τί είπες;" ρώτησε ο μπαμπάς.
 "Άλλοι άνθρωποι θα χαμογελούσαν ακούγοντας μαζεμένα τόσα ψέματα. Εγώ, όμως, θυμήθηκα όλες τις ιστορίες με αγγέλους που είχα διαβάσει. Και της είπα ότι την πίστευα. Μα το γεγονός πως την είχα πάρει στα σοβαρά θα πρέπει να την τρόμαξε".
 "Και τί έγινε μετά;" ρώτησε η μαμά.
 ¨Μετά ειδωθήκαμε μία και μοναδική φορά ακόμα. Ήταν στην πλατεία του Αγίου Πέτρου. Μου είπε ότι έφευγε απ' τη Ρώμη το ίδιο εκείνο απόγευμα. Με άφησε, όμως, να τη βγάλω μια φωτογραφία. Αυτό έγινε τον Απρίλιο του 1961".
 "Και πώς ήρθες εσύ στη Νορβηγία;" ρώτησε ο μπαμπάς. "Γιατί;"
 Ο Γιοχάνες πήρε ένα κομμάτι απ' την χριστουγεννιάτικη πίτα και είπε: "Ήρθα εδώ, ελπίζοντας ότι θα ξανάβρισκα  εκείνη τη μυστηριώδη γυναίκα. Μετά έμεινα. Αλλά δεν τη συνάντησα ποτέ μου. Δεν κατάφερα ποτέ να δώσω απάντηση στο ερώτημα πού βρίσκεται ή πού πήγε φεύγοντας απ' τη Ρώμη. Δε χάνω, ωστόσο, την ελπίδα μου. Ο χρόνος θα δείξει...".
 Δάγκωσε μια μπουκιά απ' το γλυκό κι έπειτα συνέχισε: Πριν από λίγο καιρό άκουσα για κείνη την εξαφάνιση του 1948. Τότε αναρωτήθηκα μήπως αυτό το μικρό κοριτσάκι ήταν η Τεμπασίλε. Η δική μου Τεμπασίλε, που μου είχε πει ότι την απήγαγε άγγελος, όταν ήταν μικρή. Δεν ήξερα ακριβώς την ηλικία της. Αλλά θα μπορούσε να 'ναι αυτή' θα μπορούσε να 'χει γεννηθεί το 1940".
 Ο Γιοχάνες σώπασε και πάλι για λίγο. Ύστερα είπε: " Την παράξενη ομοιότητα ανάμεσα στα ονόματα την πρόσεξα κι εγώ σχετικά πρόσφατα. Είναι γεγονός ότι συχνά επαναλαμβάνουμε μέσα στο μυαλό μας τα ονόματα των ανθρώπων, που σκεφτόμαστε. Κάποια μέρα μπορεί να τύχει και να τα γυρίσουμε ανάποδα, έτσι, χωρίς λόγο. Τα πρώτα χρόνια μου εδώ στην Νορβηγία σκεφτόμουν διαρκώς την Τεμπασίλε. Και ξάφνου το πρόσεξα! Αν διάβαζα τ' όνομά της απ' την ανάποδη, τότε γινόταν Ελίσαμπετ! Αυτό με έπεισε πως στη Ρώμη είχα πράγματι συναντήσει την Ελίσαμπετ που είχε χαθεί από δω αρκετά χρόνια νωρίτερα. Τότε ήταν που άρχισα να γράφω το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο. Κι όπως καταλαβαίνετε, πέρασαν πολλοί μήνες, ώσπου να το τελειώσω".
 "Όντως είναι απίστευτη σύμπτωση", είπε ο μπαμπάς.
 Αναρωτήθηκα πολλές φορές αν ήταν δυνατόν, αν η Τεμπασίλε ήταν πράγματι το ίδιο πρόσωπο με τη μικρή Ελίσαμπετ που χάθηκε από δω το 1948", απάντησε ο Γιοχάνες,"Ήταν στ'  αλήθεια  περίεργο, που το όνομα της μιας ήταν ίδιο με το ανάποδο όνομα της άλλης. Ακόμα πιο περίεργο είναι το πώς το πρόσεξα εγώ.Λίγο καιρό πριν είχα γνωρίσει την Άννα, τη μικρή αδελφή της Ελίσαμπετ. Πρόσεξα πως το όνομα της Άννας ήταν το ίδιο, όπως κι αν το διάβαζες. Ίσως γι αυτό δοκίμασα να διαβάσω απ' την ανάποδη το όνομα της Τεμπασίλε. Και τότε είδα την ομοιότητά του με το όνομα της Ελίσαμπετ. Εκτός απ' αυτό είχα εντυπωσιαστεί κι απ' την ομοιότητα της Άννας με την Τεμπασίλε, που ήξερα εγώ στη Ρώμη".
 "Και γιατί έγραψες το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο;" ρώτησε η μαμά. "Γιατί δεν καθόσουν να γράψεις όλη αυτήν την ιστορία σ' ένα βιβλίο;".
 Ο Γιοχάνες γέλασε. "Και ποιος θα με πίστευε; Ποιος εκδότης θα δεχόταν να το εκδώσει;"
 Η μαμά κούνησε σκεφτικά το κεφάλι της κι ο Γιοχάνες συνέχισε. "Έφτιαξα το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο με τέτοιο τρόπο, που ένα τουλάχιστον άτομο να πιστέψει την ιστορία μου και να την πει σε άλλους. Έχω έτσι την ελπίδα πως το παλιό αυτό μυστήριο κάποια μέρα θα βρει τη λύση του. Στο κάτω κάτω της γραφής, δεν ξέρω πόσος καιρός μου μένει να ζήσω ακόμα. Τώρα πια, όμως, δεν είμαι ο μόνος στη γη που γνωρίζει αυτήν την παράξενη ιστορία".
 "Κι έβαλες και μια φωτογραφία της Ελίσαμπετ στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου", είπε η μαμά.
 Ο Γιοχάνες έγνεψα καταφατικά. "Για να δω αν θα τη γνώριζε κανείς εδώ στην πόλη".
 "Και γιατί έφυγες απ' την πόλη; Γιατί πήγες στην ερημιά;" ρώτησε ο Γιόακιμ.
 Και ο γερο - ανθοπώλης του εξήγησε.
 "Κάθε τέτοιες μέρες, πριν τα Χριστούγεννα, πηγαίνω στην εξοχή και περπατώ στα δάση και στους λόφους έξω απ' την πόλη. για να βρω λίγη ηρεμία και ειρήνη πριν απ τη μεγάλη γιορτή. Μα και για να ψάξω μήπως βρω ίχνη απ' αρνάκι, την Ελίσαμπετ και τον άγγελο Εφιριήλ. που ξεκίνησαν το 1948 για τη Βηθλεέμ. Μερικές φορές, μάλιστα, περπατώ επαναλαμβάνοντας  ασταμάτητα τα δύο ονόματα μέσα στο μυαλό μου: Ελίσαμπετ... Τεμπασίλε... Ελισαμπετ...".
 "Και ποτέ δεν θέλησες να γυρίσεις πίσω στη Δαμασκό;" ρώτησε ο μπαμπάς.
 Ο Γιοχάνες κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
 "Όχι, το σπίτι μου είναι εδώ. Πουλάω λουλούδια στην πλατεία και βάζω κι εγώ ένα χεράκι για να ομορφύνει τούτος ο κόσμος, ν' απλωθεί λίγο περισσότερη απ' τη δόξα των ουρανών εδώ κάτω στη γη. Αυτά τα πράγματα σκορπίζουν εύκολα, ξέρετε. Σκέφτομαι ότι μπορεί κάποια μέρα η Ελίσαμπετ να γυρίσει στην πόλη που γεννήθηκε. Γιατί υπάρχει και κάτι ακόμα...".
 Η ησυχία μέσα στο σαλόνι ήταν τόση, που άκουγες σχεδόν τη σκόνη να πέφτει στο ξύλινο πάτωμα.
 Κι ο Γιοχάνες είπε στο Γιόακομ: " Όλα αυτά τα χρόνια αγωνίστηκα να την ξαναβρώ. Ήξερα, όμως, μόνο το μικρό της όνομα ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Δεν είναι εύκολο πράγμα να βρεις μια Ελίσαμπετ ή Τεμπασίλε, όταν δεν ξέρεις το επίθετό της - ούτε εδώ ούτε στη Ρώμη ούτε στην Παλαιστίνη. Ποιο εύκολο είναι να πιάσεις στο χέρι σου πουλί πετούμενο. Στις πρεσβείες και στα ληξιαρχεία, στις υπηρεσίες απογραφής του πληθυσμού, γελούσαν όταν τους έλεγα τί γυρεύω. Ο Γιόακιμ, όμως...".
 Ξανά απλώθηκε σιωπή.
 "Ο Γιόακιμ, όμως, με βοήθησε να καταλάβω. Γι αυτό και πρέπει εγώ να πω ευχαριστώ".
 Ο Γιόακιμ κοίταξε απορημένος τη μαμά και το μαμά. Δεν μπορούσε να καταλάβει τί εννοούσε ο Γιοχάνες,
 "Μου φαίνεται πως πρέπει να μας δώσεις περισσότερες εξηγήσεις", είπε η μαμά.
 "Ο Γιόακιμ μου 'βαλε την ιδέα πως ίσως είχε και τα δυο ονόματα. πως ίσως το ένα ήταν το μικρό της και το άλλο το επίθετό της. Είναι περίεργο, αλλά όταν σκέφτεται  κανείς το ίδιο πράγμα χρόνια ολόκληρα, η φαντασία λιγοστεύει και στο τέλος χάνεται τελείως".
 Το πρόσωπο του Γιόακιμ φωτίστηκε. "Ελίσαμπετ Τεμπασίλε!" είπε. "¨Ετσι τη λένε;".
 "Στον τηλεφωνικό κατάλογο της Ρώμης υπάρχει μια συνδρομήτρια μ' αυτό το όνομα. Αλλά τα Χριστούγεννα δεν ήρθαν ακόμα. Αύριο θ' ανοίξεις και το τελευταίο παραθυράκι στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο. Και τότε βλέπουμε".
 Και μ' αυτά τα λόγια ο Γιοχάνες σηκώθηκε και τους αποχαιρέτισε. Έπρεπε να βιαστεί, είπε. Κάτι είχε ακόμα να κάνει.
 "Θα 'θελα, όμως, να ρίξω μια τελευταία ματιά στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο, πριν φύγω", είπε.
 Ο Γιόακιμ ανέβηκε τρέχοντας στο δωμάτιό του και ξεκρέμασε απ' τον τοίχο το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο. Και κατεβαίνοντας πάλι στο σαλόνι, το 'δωσε
στα χέρια του Γιοχάνες. Ο γερο- ανθοπώλης στάθηκε λίγο κοιτάζοντας τη μεγάλη ζωγραφιά.
 "Πρέπει να κλείσεις όλα τ' ανοιχτά παραθυράκια", του είπε ο Γιόακιμ.
 Κι αυτό έκανε πράγματι ο γερο - Γιοχάνες. "Ναι, είναι όλοι εδώ", είπε.  "Κι ο Κυρήνιος κι ο αυτοκράτορας Αύγουστος, οι άγγελοι απ' τ ουράνια κι οι βοσκοί στους αγρούς. Οι Μάγοι απ΄την Ανατολή κι η Μαρία, ο Ιωσήφ και ο μικρός Χριστούλης".
 "Λείπει, όμως, η Ελίσαμπετ", είπε ο Γιόακιμ.
 "Ναι, η Ελίσαμπετ λείπει".
 Τον πήγαν όλοι μαζί ως τη εξώπορτα. Και την ώρα που έφευγε τους αποχαιρέτισε λέγοντας: "Για να δούμε, λοιπόν! Τί δώρα θα μας φέρουν τα φετεινά Χριστουγεννα!".
 "Για να δούμε!" είπε ο μπαμπάς κατευχαριστημένος που είχε επιτέλους ακούσει την ιστορία του ανθοπώλη.
 Ο Γιοχάνες, όμως, είπε και κάτι ακόμα.
 "Μην ανοίξετε το τελευταίο παραθυράκι στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιό σου, πριν χτυπήσουν οι καμπάνες των Χριστουγέννων αύριο το βράδυ. Εντάξει;"
 Η μαμά τον κοίταξε απορημένη. "Εντάξει, όπως θέλεις".
 "Εντάξει. Θα περιμένουμε", συμφώνησε κι ο μπαμπάς.
 Και κατεβαίνοντας τα σκαλιά ο Γιοχάνες πρόσθεσε: "Μπορεί να χτυπήσω κι αύριο την πόρτα σας".

 Ο Γιόακιμ ήταν ενθουσιασμένος. Ένιωθε μια χαρούμενη ανυπομονησία, μια ελπίδα να φουσκώνει βαθιά μέσα του. Επειδή ο Γιοχάνες είχε πει ότι μπορεί να ερχόταν και την επόμενη μέρα. Μπορεί η μαμά κι ο μπαμπάς να 'χαν ικανοποιήσει την περιέργειά τους πέρα για πέρα, ο Γιόακιμ, όμως, όχι. Δεν είχε πάρει ακόμα απάντηση σ' όλες τις απορίες του.
 Του φαινόταν πως κάτι έλειπε ακόμα.  

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

22 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ



... έτρωγε ακρίδες και άγριο μέλι...

 Ο Γιόακιμ ξύπνησε νωρίς το πρωί εκείνο, στις 22 Δεκεμβρίου. Τρεις μέρες είχαν απομείνει ως τα Χριστούγεννα - και τρία μόνο κλειστά παραθυράκια στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιό του. Ανυπομονούσε να δει τί θα γινόταν παρακάτω, αλλά δεν τολμούσε ν' αρχίσει πριν σηκωθούν κι η μαμά με τον μπαμπά.
 Και νάτοι κι οι δυο τους. Ο μπαμπάς δεν μπορούσε να κρύψει τον εκνευρισμό του.
 "Άντε. Ας μην αργούμε".
 Ο Γιόακιμ άνοιξε το παραθυράκι και είδε την εικόνα ενός άντρα που στεκόταν όρθιος καταμεσής σ' ένα ποτάμι. Τα νερά του 'φταναν ως τη μέση. Το πάνω μέρος του κορμιού του ήταν ντυμένο με κουρέλια.
 Η μαμά ξεδίπλωσε το χαρτάκι κι άρχισε να διαβάζει.

Ο πανδοχέας


 Μια αλλόκοτη συντροφιά ταξίδευε με τη χάρη του Θεού διασχίζοντας τη Σαμάρεια. Ο πρώτος αιώνας μετά τη γέννηση του Χριστού κόντευε να  τελειώσει. Κι οι προσκυνητές πήγαιναν στη Βηθλεέμ, στη Βηθλεέμ!
 Ένα χάραμα του 91 μ.Χ. σταμάτησαν στην όχθη του ποταμού Ιορδάνη, που ξεκινάει απ' τη λίμνη Γεννησαρέτ και εκβάλλει στη νεκρά θάλασσα.
 "Εδώ είναι!" φώναξε ο Εφιριήλ. 
 "Εδώ έξω, στην ερημιά, βαφτίστηκε ο Χριστός απ' τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή. Ο Βαπτιστής φορούσε ένα χιτώνα φτιαγμένο από τρίχες καμήλας κι είχε μια πέτσινη ζώνη δεμένη στη μέση του. Για να ζήσει έτρωγε ακρίδες κι άγριο μέλι".
 "Το ξέρω αυτό", μπήκε στη μέση ο Ουμουριήλ. "Γιατί ο Ιωάννης είχε πει: "ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ.  8 ἐγὼ μὲν ἐβάπτισα ὑμᾶς ἐν ὕδατι, αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ". Και μετά ήρθε ο Χριστός και ζήτησε απ' τον Ιωάννη να τον βαπτίσει στα νερά του Ιορδάνη. Εγώ καθόμουν ψηλά, στα σύννεφα, χειροκροτώντας. Ήταν μια σπουδαία στιγμή. Όλο μεγαλείο".
 "Τότε δεν ήταν που κατέβηκε ένα περιστέρι απ' τον ουρανό;" ρώτησε η Ελίσαμπετ. Γιατί θυμόταν πως είχε ακούσει κάτι τέτοιο. 
 Ο Ουμουριήλ χτύπησε τις φτερούγες του και κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. "Ναι, βέβαια!".
 "Πόσο απέχει από δω η Βηθλεέμ;" ρώτησε τότε η Ελίσαμπετ.
 "Δεν είναι μακριά", αποκρίθηκε ο Ουμουριήλ.
 Κι άρχισαν πάλι να τρέχουν, ώσπου συνάντησαν μπροστά τους μια μεγάλη πόλη. Ο Εφιριήλ τους είπε πως την έλεγαν Ιεριχώ και πως ήταν μάλλον η πιο αρχαία πόλη του κόσμου.
 Μετά πήραν τον παμπάλαιο δρόμο που ένωνε την Ιεριχώ με την Ιερουσαλήμ. Σε αυτό ακριβώς; το δρόμο είχε βοηθήσει ο καλός Σαμαρείτης τον πληγωμένο άντρα που είχαν χτυπήσει οι ληστές.
 Μα δε στάθηκαν. Τρέχοντας συνέχισαν το δρόμο τους για την Ιερουσαλήμ. Πρώτα πρώτα ανέβηκαν στο όρος των Ελαιών. Είδαν από κει τον κήπο της Γεσθημανής, όπου οι Εβραίοι είχαν συλλάβει το Χριστό' οι μαθητές Του είχαν όλοι αποκοιμηθεί, αντί να μείνουν ξάγρυπνοι και να προσεύχονται γι Αυτόν. Όταν γύρισαν και κοίταξαν την Ιερουσαλήμ, η Ελίσαμπετ είδε μονάχα γκρεμισμένα κι ερειπωμένα κτίρια. Αυτήν ήταν η πρωτεύουσα των Εβραίων; 
 "Το αγγελικό ρολόι δείχνει πως έχουν περάσει 71 χρόνια απ' τη γέννηση του Χριστού", εξήγησε ο Εφιριήλ. " Πριν από ένα μόλις χρόνο οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ και την κατέστρεψαν, επειδή είχε εξεγερθεί εναντίον της εξουσίας την Ρώμης. Γιαυτό τη βλέπουμε σήμερα μπροστά μας κομμάτια και θρύψαλα".
 "Ξέρεις ποιος το 'κανε; Ο αυτοκράτορας Τίτος", είπε ο Ουμουριήλ. "Όχι μόνος του, δηλαδή. Μαζί με δέκα χιλιάδες στρατιώτες".
 "Κατέστρεψαν και το Ναό", συνέχισε ο Εφιριήλ. "Δεν έμεινε παρά ένα μικρό κομμάτι απ' το δυτικό τοίχο, που αργότερα πήρε το όνομα Τείχος των δακρύων. Απ' την εποχή αυτή και στο εξής οι Εβραίοι διασκορπίζονται στην οικουμένη και δεν έχουν πια δική τους πατρίδα".
 "Είναι τόσο ανόητο, που μου 'ρχονται δάκρυα στα μάτια", κλαψούρισε ο Οτμοτριήλ. "Λέμε όλο "Εἰρήνη ὑμῖν ¨και "ἐπὶ γῆς εἰρήνη", αλλά οι άνθρωποι δεν εννοούν να το χωνέψουν αυτό το μήνυμα: αντίθετα συνεχίζουν απτόητοι τους πολέμους μεταξύ τους. Και να σκεφτείτε ότι το τελευταίο πράγμα που είπε ο Χριστός, όταν τον συνέλαβαν. ήταν ότι αυτοί που θα σηκώσουν σπαθί στα χέρια τους, απ' το σπαθί θα βρουν το θάνατο. "Πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρᾳ ἀποθανοῦνται". 
 Ο Εφιριήλ συμφώνησε. "Όλοι αυτοί που γιορτάζουν τα Χριστούγεννα θα 'πρεπε να το θυμούνται αυτό. Γιατί το μήνυμα των Χριστουγέννων είναι η ειρήνη".
 "Αυτό ακριβώς ψάλλουμε και τραγουδάμε τη νύχτα των Χριστουγέννων", συνέχισε ο Ουμουριήλ. "Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία". Φαίνεται, όμως, πως οι άνθρωποι δε θέλουν να τ' ακούσουν αυτό το τραγούδι. Έτσι πως πάμε, θα σταματήσω κι εγώ να το τραγουδάω κάθε χρόνο. Τί νόημα έχει;"
 Ο Ωσηέ χτύπησε το ραβδί του στο χώμα, στην κορυφή του όρους των Ελαιών, και είπε: "Εμπρός τώρα, για τη Βηθλεέμ! Για τη Βηθλεέμ!".
 Και τρέχοντας κατηφόρισαν και διέσχισαν την πόλη. Λίγοι άνθρωποι τριγύριζαν μέσα στα ερείπια. Μια γυναίκα έψαχνε μέσα στα μισογκρεμισμένα σπίτια, σαν να 'χε χάσει κάτι. 
 Οι προσκυνητές βγήκαν τρεχάτοι περνώντας απ' την ετοιμόρροπη δυτική πύλη και πήραν το δρόμο για τη Βηθλεέμ. Λίγα χιλιόμετρα τους χώριζαν απ' την πόλη του Δαυίδ. 
 Ξάφνου ένας άντρα που περπατούσε σέρνοντας δίπλα του το γαϊδούρι του. Όταν τους είδε να τον ζυγώνουν, σταμάτησε κι άρχισε να κουνάει και τα δυο του χέρια. 
 "Μη φοβάσαι! Μη φοβάσαι, χριστιανέ μου!" του φώναξε ο Ουμουριήλ από μακριά ακόμα.
 Αλλά ο άντρας δεν έδειχνε καθόλου φοβισμένος. 
 "Αυτό θα πει πως μας περίμενε. Πως είναι κι αυτός ένας από μας", είπε ο Εφιριήλ. 
 Και πράγματι: ο άντρας με το γαϊδουράκι τους πλησίασε κι άπλωσε το χέρι του να χαιρετίσει την Ελίσαμπετ.
 "Είμαι ο πανδοχέας.Εγώ είμαι αυτός που θα πει πως δεν έχει δωμάτιο στο πανδοχείο του για τη Μαρία και τον Ιωσήφ. Μα δε θα τους διώξω. Θα τους οδηγήσω να περάσουν τη νύχτα στο στάβλο μου". Και μ' αυτά τα λόγια σήκωσε την Ελίσαμπετ και την έβαλε να καθίσει καβάλα στο γαϊδουράκι του. "Θα' σαι πολύ κουρασμένη μετά από τόσο μακρινό ταξίδι", της είπε.
 Η Ελίσαμπετ κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
 "Διέσχισα τρέχοντας όλη την Ευρώπη' και μαζί με την Ευρώπη πέρασα και είκοσι αιώνες ιστορίας. Μα έγινε τόσο γρήγορα, λες και κατεβαίνεις τρέχοντας κυλιόμενες σκάλες".
 Ο άντρας την κοίταξε αμήχανος, χωρίς να μπορεί να καταλάβει τα λόγια της. " "Κυλιόμενες σκάλες" είπες; "ρώτησε.
 Η  Ελίσαμπετ έγνεψε καταφατικά. 
 " "Κυλιόμενες σκάλες"; " είπε ο άντρας. "Τι περίεργη έκφραση. "Κυλιόμενες σκάλες" ..."
 Ο Ωσηέ χτύπησε το ραβδί του στο χώμα. "Εμπρός, τώρα! Για τη Βηθλεέμ! Για τη Βηθλεέμ!". 


 Η μαμά άφησε το χαρτάκι και κοίταξε του άλλους δυο με ύφος σοβαρό.
 "Εκεί έξω, στην ερημιά, βαφτίστηκε ο Χριστός απ' τον άγιο Ιωάννη το Βαπτιστή", είπε ο  μπαμπάς.
"Το ξέρω αυτό", είπε ο Γιόακιμ. Και ακούστηκε όπως ακριβώς είχε ακουστεί κι ο άγγελος Ουμουριήλ στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιό. Και συνέχισε αναστατωμένος: "Κι ο Γιοχάνες, ο ανθοπώλης βρίσκεται κάπου εκεί έξω, στην ερημιά. Ας μην ξεχνάμε ότι έριχνε νερό στο κεφάλι του. Και στο κεφάλι του βιβλιοπώλη! Μάλιστα!".
 "Αυτά δεν μπορεί να είναι τυχαία". είπε ο μπαμπάς. "Και τ' όνομά του ακόμα ταιριάζει!".

 "Άνθρωποι και λουλούδια χρειάζονται νερό", συνέχισε ο Γιόακιμ. "Στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο λέει ότι τ' αγριολούλουδα είναι μια στάλα απ' τη δόξα των ουρανών, που ξεχείλισε κι έσταξε στη γη. να τη στολίσει. Κι ο ποταμός Ιορδάνης θα 'χε κι αυτός μπόλικη απ' τη δόξα των ουρανών.
 Ο μπαμπάς σηκώθηκε και πήγε στο σαλόνι να φέρει τη Βίβλο, Όταν γύρισε, ξεφύλλισε το μεγάλο βιβλίο, βρήκε αυτό που έψαχνε και διάβασε με δυνατή φωνή:
 "Φωνή βοώντος εν τη ερήμω
ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου,
 ευθείας ποιείτε τας τρίβους αυτού.
 Πάσα φάραξ πληρωθήσεται
και παν όρος και και βπυνό ρταπεινοθήσεται
και έσται τα σκολιά εις ευθείαν
 και αι τραχείαι εις οδούς λείας.
 Κι όψεται πάσα σαρξ το σωτήριον του Θεού".
 "Πολύ ποιητικό", είπε η μαμά.
 "Σε γενικές γραμμές αυτό προσπαθεί να μας πει το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο", απάντησε ο μπαμπάς. "Οι προσκυνητές ταξιδεύουν με προορισμό την Βηθλεέμ,. ταυτόχρονα, όμως, είχαν την ευκαιρία να δουν πώς απλώθηκε σ' όλο τον κόσμο η διδασκαλία του Χριστού".
 "Ίσως", είπε η μαμά. "Εγώ, πάντως, δε θα ικανοποιηθώ, αν δεν λύσουμε το μυστήριο της Ελίσαμπετ: Ποια είναι η πρώτη Ελίσαμπετ, ποια είναι η δεύτερη, ποια είναι η τρίτη".
 Μετά ετοιμάστηκαν στα γρήγορα για τη δουλειά και για το σχολείο. Ήταν η μέρα της θεατρικής παράστασης που θα 'δινε η τάξη του Γιόακιμ. Είχαν ετοιμάσει ένα χριστουγεννιάτικο σκετς, να το παίξουν μπροστά στα άλλα παιδιά. Κι ο Γιόακιμ θα 'παιζε το ρόλο ενός απ' τους βοσκούς,
 Γυρίζοντας στο σπίτι μια σκέψη πέρασε απ' το μυαλό του: όλοι οι προσκυνητές που είχαν πάρει μέρος στο μακρύ ταξίδι μέσα στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο είχαν εμφανιστεί και στο χριστουγεννιάτικο σκετς του σχολείου.
 Μπαίνοντας στο σπίτι είδε ένα γράμμα χωμένο στη χαραμάδα της πόρτας. Το πήρε στα χέρια του και το κοίταξε. Ο φάκελος έγραφε: "Για το Γιόακιμ".
 Βιάστηκε να μπει και κάθισε στην πρώτη καρέκλα που βρήκε μπροστά του. Στο διάδρομο. Άνοιξε το γράμμα και διάβασε ό,τι ήταν γραμμένο στο λεπτό χαρτί:
 Αγαπητέ μου Γιόακιμ, προσκαλώ τον εαυτό μου για ένα φλυτζάνι τσάι κι ένα ή δυο χριστουγεννιάτικα γλυκά στο σπίτι σου. Σκέφτομαι να έρθω την προπαραμονή των Χριστουγέννων στις 7μ.μ.  Ελπίζω πως θα 'στε εκεί όλοι σας. Δικός σου, Γιοχάνες.
 Ο Γιόακιμ περίμενε να καθίσουν στο τραπέζι για το βραδινό φαγητό και τότε μόνο μίλησε στη μαμά και στον μπαμπά για το γράμμα.
 "Πήρα γράμμα απ' το Γιοχάνες σήμερα", είπε πασχίζοντας να κρύψει ένα πλατύ χαμόγελο.
 "Τί;" Ο μπαμπάς κόντεψε να πνιγεί. Σηκώθηκε όρθιος κι άπλωσε το χέρι του ανυπόμονα. "Για να το δούμε!" είπε. Θα 'χε μάλλον ξεχάσει ότι δεν επιτρέπεται να διαβάζουμε τα γράμματα των άλλων.
 Ο Γιόακιμ, όμως, έτρεξε στο δωμάτιό του κι έφερε το γράμμα. Το 'δωσε στο μπαμπά κι ο μπαμπάς το διάβασε με δυνατή φωνή, να τ' ακούσει κι η μαμά.
 "Δηλαδή αύριο, στις εφτά το απόγευμα; Πρέπει να 'μαστε όλοι εδώ!" είπε η μαμά.
 Ο μπαμπάς είχε ένα χαμόγελο ίσαμε τ' αυτιά. "Ένα ή δυο χριστουγεννιάτικα γλυκά, λέει! Μωρέ θα του βγάλουμε ό,τι έχουμε και δεν έχουμε! Γιατί ήρθαν τα Χριστούγεννα!".