Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

11 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ



...όλοι τρομάζουν, όταν βλέπουν έναν απ' τους αγγέλους του Κυρίου...

 Το υπόλοιπο απόγευμα το πέρασαν σκυμμένοι πάνω απ' τα χαρτάκια που 'χε βρει ο Γιόακιμ στα παραθυράκια του μαγικού χριστουγεννιάτικου ημερολογίου. Τα διάβασαν όλα, ξανά και ξανά, το ένα μετά το άλλο. Ο Γιόακιμ τα 'χε βάλει με τη σωστή σειρά, για να μπορέσουν η μαμά κι ο μπαμπάς να καταλάβουν την ιστορία.
 Όταν τέλειωσαν, ο μπαμπάς μίλησε πρώτος. "Είναι το πιο παράξενο πράγμα που έχω δει στη ζωή μου. Πρέπει να μάθουμε περισσότερα γι αυτό το ημερολόγιο. Αναρωτιέμαι αν υπάρχουν κι άλλα τέτοια...".
 Κι η μαμά συμφώνησε: "Ποτέ δεν έχω ξαναδεί τέτοιο ημερολόγιο. Δεν πιστεύω στα μάτια μου, Γιόακιμ! Μου φαίνεται απίστευτο το ότι βρήκες τέτοιο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο!".
 Όταν βράδιασε κι ο Γιόακιμ έπρεπε να πέσει για ύπνο, έμεινε για λίγο καθισμένος στο κρεβάτι του κοιτάζοντας το ημερολόγιο στον τοίχο. Και τότε ξανάγινε.
 ΞΑΝΑΓΙΝΕ! Πάνω στη μεγάλη ζωγραφιά ήταν ζωγραφισμένοι κάμποσοι άγγελοι που κατέβαιναν πετώντας απ' τον ουρανό. Ο Γιόακιμ τους είχε ξαναδεί. Μα ως τη στιγμή εκείνη δεν είχε προσέξει πως ένας απ' αυτούς ήταν μικρότερος απ' τους άλλους! Πως ήταν ένα χερουβείμ!
 Σηκώθηκε να δει από κοντά. Σιγουρεύτηκε. Ο Ουμουριήλ, το χερουβείμ, δεν ήταν στη μεγάλη ζωγραφιά, ως τη στιγμή διάβασε στο χαρτάκι για τη συνάντησή του με τους άλλους,
 "Μαμά!" φώναξε. "Μπαμπά!".
 Ήρθαν κι οι δύο αμέσως. Φαίνεται πως φοβήθηκαν. Σκέφτηκαν ίσως πως κάτι τρομερό του 'χε συμβεί. Και πράγματι' ήταν κι ο ίδιος ταραγμένος.
 "Βλέπω τον άγγελο Ουμουριήλ!" κατάφερε να τους πει.
 Η μαμά κι ο μπαμπάς δεν μίλησαν. Μπορεί να νόμισαν ότι άγγελος Κυρίου είχε κατεβεί απ' τον ουρανό στο σπίτι τους. Ο Γιόακιμ, όμως, τους είπε να κοιτάξουν προσεκτικά τη μεγάλη ζωγραφιά.
 "Μήπως βλέπετε τίποτα καινούριο;" τους ρώτησε. "Κάτι που δεν το 'χατε προσέξει ως τώρα;".
 Έσκυψαν κι οι δύο να δουν από κοντά το ημερολόγιο.
 Ο Μπαμπάς είπε πως έτσι κι αλλιώς δεν είχε καλοκοιτάξει τη ζωγραφιά, όταν ο βιβλιοπώλης τους έδωσε το ημερολόγιο. Τα 'χε τόσο χαμένα, που είχε ξεχάσει ακόμα και το δίπλωμα της οδήγησης πάνω στον πάγκο. Δεν είχε προσέξει καν πως ένας απ' τους βοσκούς κρατούσε στα χέρια του ραβδί.
 "Μου φαίνεται πως δεν είχα καθόλου προσέξει το μικρό αγγελάκι εδώ πάνω", είπε η μαμά.
 "Και βέβαια δεν το 'χες προσέξει!" απάντησε ο Γιόακιμ. "Δεν το 'χες προσέξει, επειδή δεν ήταν εδώ. Γιατί το ημερολόγιο είναι μαγικό".
 "Ας μη το παρατραβάμε!" μπήκε στη μέση ο μπαμπάς. Του μπαμπά δεν του άρεσαν οι υπερβολές. Αγαπούσε το μέτρο και τη λογική.
 Το τελευταίο πράγμα που σκέφτηκε ο Γιόακιμ πριν κοιμηθεί ήταν πως ένας απ' τους αγγέλους στον ουρανό λεγόταν Γιοκιήλ - παραλίγο Γιόακιμ, δηλαδή.


 Την άλλη μέρα το πρωί άνοιξε το εντέκατο παραθυράκι στο χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο κι έβγαλε από μέσα το χαρτάκι. Στην εικόνα είδε ένα άλογο με τον καβαλάρη του.
 Βολεύτηκε κάτω απ' το ζεστό πάπλωμα κι άρχισε να διαβάζει. Σήμερα δεν είχε λόγο ν' ανησυχεί μήπως τον πιάσουν στα πράσα η μαμά κι ο μπαμπάς. Το μυστικό της ιστορίας που διάβαζε κεφάλαιο κεφάλαιο δεν ήταν πια μυστικό.

Βαλτάσαρ


Πέντε πρόβατα, δύο βοσκοί, δύο άγγελοι, ένας Μάγος απ' την Ανατολή κι ένα κοριτσάκι απ' τη Νορβηγία Ανέβαιναν την κοιλάδα του Ρήνου 1.199 χρόνια μετά τη γέννηση του Χριστού. Όταν είδαν στην αντικρινή όχθη του ποταμού το ψηλό καμπαναριό μιας εκκλησίας, ο Εφιριήλ τους είπε πως ήταν ο καθεδρικός ναός του Μάιντς.
 "Πρέπει να περάσουμε απέναντι" είπε ο Ωσηέ. "Κι είναι κρίμα, γιατί θ' αναγκαστούμε να τρομάξουμε άλλο ένα βαρκάρη και να του εξηγήσουμε πως είμαστε προσκυνητές που ταξιδεύουν για τους Αγίους Τόπου".
 "Ας το κάνουμε όσο μπορούμε πιο ευγενικά", είπε ο Εφιριήλ.
 "Βλέπω μια βαρκούλα εκεί κάτω{, φώναξε ο Ουμουριήλ.
 Και σηκώθηκε ψηλά στον αέρα, χτυπώντας τα μικρά φτερά του, για να δει καλύτερα. Όταν πέταξε προς το μέρος της βάρκας, οι υπόλοιποι τον ακολουθούσανε. Το μικρό χερουβείμ έφτασε πρώτο κι έπιασε αμέσως κουβέντα με τον άντρα που καθόταν στην όχθη του ποταμού.
 "Μήπως μπορείς να μας περάσεις απέναντι; Πηγαίνουμε στη Βηθλεέμ και πρέπει να βιαστούμε, αν θέλουμε να προλάβουμε τη γέννηση του Χριστού. Είμαστε απεσταλμένοι του Θεού, δεν είμαστε τίποτα τυχαίοι ταξιδιώτες".
 Ο Εφιριήλ έτρεξε να προλάβει. Όταν τον έφτασε, έγνεψε στον βαρκάρη, Σαν να 'θελε να του ζητήσει συγνώμη και μάλωσε τον Ουμουριήλ. "Πόσες φορές πρέπει να στο πω; Όταν παρουσιάζεσαι σε κάποιον, πρώτη σου δουλειά θα 'ναι να πεις: "Μη φοβάσαι!". Όλο το ξεχνάς, Ουμουριήλ!".
 Μα ο βαρκάρης δεν ήταν ντυμένος φτωχικά. Φορούσε ένα μακρύ κατακόκκινο μανδύα και δεν είχε φοβηθεί καθόλου βλέποντας το χερουβείμ. "Το όνομά μου είναι Βαλτάσαρ", είπε στον Εφιριήλ. "Και είμαι ο δεύτερος Μάγος απ' την Ανατολή, βασιλιάς των Σαβαίων. Πηγαίνω κι εγώ στη Βηθλεέμ όπως κι εσείς".
 "Τότε είσαι κι εσύ δικός μας", είπε ο Εφιριήλ.
 "Αυτή τη φορά, ευτυχώς για σένα, στάθηκες τυχερός. Αλλά πρέπει πάντα ν' αρχίζεις με το "Μη φοβάσαι!". Δεν μπορείς επιτέλους να το χωνέψεις ότι πολλού άνθρωποι τρομάζουν, όταν βλέπουν έναν απ' τους αγγέλους του Κυρίου; Ιδίως όταν ανοίγουμε τις φτερούγες μας και τους ζυγώνουμε πετώντας!".
 "Συγνώμη! Δε το ήθελα..." είπε ο Ουμουριήλ.
 "Εντάξει, εντάξει", απάντησε ο Εφιριήλ.
 "Πάντως δεν μπορώ να καταλάβω γιατί φοβούνται". Ο Ουμουριήλ δεν το 'βαλε κάτω. "Τί έχουν και φοβούνται τους αγγέλους; Εγώ δεν έχω πειράξει ούτε γάτα. Αν θες να ξέρεις, ούτε που θυμάμαι πόσες φορές έχω βοηθήσει κάποια κακόμοιρη γατούλα να κατεβεί απ' τα κλαδί ενός ψηλού δέντρου. Κι αυτές οι γάτες, δε λέω! Θα '΄πρεπε επιτέλους να βάλουν μυαλό και να μη σκαρφαλώνουν στα πολύ ψηλά δέντρα. Αλλά όταν κατεβαίνουμε και τις βοηθάμε, δε φοβούνται καθόλου. Είδες εσύ ποτέ γάτα να φοβάται τους αγγέλους; Μόνο οι άνθρωποι είναι έτσι δειλοί κι υπερευαίσθητοι".
 Οι δύο Μάγοι αγκαλιάστηκαν.
 "Πάει πολύς καιρός απ' την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε", είπε ο ένας.
 "Κι ήταν πολύς ο δρόμος ως εγώ" απάντησε ο άλλος.
 "Αλλά είναι πολύ πολύ ευχάριστο που σε ξαναβλέπω".
 Είχαν αγκαλιαστεί σφιχτά κι έτσι δεν ήταν εύκολο να ξεχωρίσεις ποιος είχε πει τί. Η μικρή συντροφιά των προσκυνητών ανέβηκε στη βάρκα. Κι οι δύο βασιλιάδες απ' την Ανατολή πήραν στα χέρια τα κουπιά και ξεκίνησαν για την αντικρινή όχθη. Είχαν κάμποσο δρόμο μπροστά τους, γιατί το ποτάμι αυτό ήταν πλατύ σαν θάλασσα.
 Όταν έφτασαν, ο Εφιριήλ τους έδειξε από κοντά την όμορφη εκκλησία. Ήταν λιγάκι μαυρισμένη απ' έξω και τα καμπαναριά της δεν ήταν τόσο ψηλά, όσο των άλλων εκκλησιών που είχαν δει στο δρόμο τους. Αλλά ήταν τόσο πολύ παλιά. Ίσως η πιο παλιά απ' όλες.
 "Βρισκόμαστε τώρα στο 1.186 μετά τη γέννηση του Χριστου΄. Η εκκλησία αυτή άρχισε να χτίζεται πριν από 200 και παραπάνω χρόνια. Την εποχή εκείνη είχαν περάσει σχεδόν 1.000 χρόνια από τότε που έπεσε στη γη ο πρώτος σπόρος' ο σπόρος που κάρπισε κι έδωσε μια ολόκληρη σοδειά από ναούς κι εκκλησίες σ' ολόκληρο τον κόσμο".
 "Ολόκληρη σοδειά από ναούς κι εκκλησίες!" επανέλαβε ο Ουμουριήλ. "Πλάκα θα 'χε να λογαριάσουμε πόσα κιλά πέτρα και ξύλα χρησιμοποίησαν οι άνθρωποι για να δοξάσουν τη γέννηση του Χριστού. Άσε δε τα γλυκά που έχουν ψήσει και τα δώρα που έχουν ανταλλάξει τόσους αιώνες τώρα! Τα Χριστούγεννα είναι τα σπουδαιότερα γενέθλια της χρονιάς, η μεγαλύτερη γιορτή του κόσμου. Γιατί όλοι, μεγάλοι και μικροί, είναι καλεσμένοι στο πάρτυ. Γι αυτό και είναι ένα πάρτυ που κρατάει πολλά πολλά χρόνια".
 Ο Ωσηέ χτύπησε το ραβδί του στο χώμα.
 "Εμπρός! Αφήστε τις κουβέντες! Πάμε για τη Βηθλεέμ!".
 Οι προσκυνητές προχώρησαν βιαστικοί στη δυτική όχθη του Ρήνου. Ήταν νωρίς το πρωί. Έτσι δεν θα 'ταν πολλοί άνθρωποι που θα τρόμαζαν βλέποντας ξάφνου μπροστά τους πέντε πρόβατα, δύο βοσκούς, δύο Μάγους απ' την Ανατολή, δύο αγγέλους Κυρίου κι ένα κοριτσάκι ντυμένο με ρούχα πολύ διαφορετικά απ' τα συνηθισμένα ρούχα του Μεσαίωνα.
 Όταν μπήκαν στην πόλη Βορμς, το σωτήριο έτος 1.162 μετά τη γέννηση του Χριστού, είδαν μπροστά τους ένα καβαλάρη καβάλα στ' άλογό του - κάποιος στρατιώτης ίσως, που γύριζε απ' τη σκοπιά του. Ο Ουμουριήλ πέταξε αμέσως κοντά του και φτεροκοπώντας σαν θυμωμένη μέλισσα του φώναξε: "Μη φοβάσαι! Μη φοβάσαι!Μη φοβάσαι!".
 Ο δύστυχος κόντεψε να πεθάνει απ' την τρομάρα του. Σπιρούνισε το άλογό του κι απομακρύνθηκε καλπάζοντας, ώσπου χάθηκε πίσω από κάτι χαμόσπιτα. Δε στάθηκε ούτε "Αλληλούια!" να πει. Ή έστω "Δοξασμένο ας είναι τ' όνομα του Κυρίου!". Τίποτα!
 "Μια φορά να το λες!" μάλωσε ο Εφιριήλ το μικρό χερουβείμ. "Μια φορά φτάνει και παραφτάνει! Κι όχι έτσι! Με γλυκιά φωνή! Ήσυχα ήσυχα κι ευγενικά. "Μηηη φοβάααασαι!". Κατάλαβες; Και καλύτερα να μη σηκώνεις τα χέρια σου προς τα πάνω, για να μη νομίζουν ι άνθρωποι ότι κρατάς όπλο!'.
 Ο Βαλτάσαρ, ο Μάγος, τους έδειξε την εκκλησία με τα έξι καμπαναριά.
 "Παντού και πάντα οι άνθρωποι σηκώνουν τα χέρια του; να δοξάσουν το Θεό", είπε. "Χά! Ακόμα και τα καμπαναριά της εκκλησίας δείχνουν προς τα πάνω, προς τον ουρανό. Μόνο που τα καμπαναριά ζουν περισσότερο απ' τους ανθρώπους".
 Οι βοσκοί έσκυψαν με δέος τα κεφάλια τους στο άκουσμα αυτών των σοφών λόγων. Κι η Ελίσαμπετ το επανέλαβε από μέσα της, για να σιγουρευτεί ότι τα 'χε καταλάβει καλά.
 Κι ο Ωσηέ, όπως πάντα, ήταν αυτός που έβαλε τέρμα στο μικρό διάλειμμα. "Και τώρα πάμε!" είπε χτυπώντας το ραβδί του στη γη. "Η Βηθλεέμ μας περιμένει!".
 Στην πόλη της Βασιλείας, στα νότια του Ρήνου, στάθηκαν μπροστά σ' ένα άλλο καθεδρικό ναό.
 "Έχουν περάσει 1.119 χρόνια απ' τη γέννηση του μικρού Χριστού, δήλωσε ο Εφιριήλ. "Αυτή η εκκλησία με τα πέντε κλίτη μόλις γιόρτασε τα πρώτα 100 της χρόνια. Ωστόσο η Βασιλεία είναι εδώ κι αρκετούς αιώνες σημαντικό σταυροδρόμι για όσους θέλουν να περάσουν τις Άλπεις, ταξιδεύοντας απ' την Ιταλία προς τη βόρεια Ευρώπη και το ανάποδο. Θ' ακολουθήσουμε κι εμείς τον ίδιο δρόμο. Θα περάσουμε τα βουνά απ' το πέρασμα του Αγίου Βερνάρδου".
 "Εμπρός, λοιπόν, για τη Βηθλεέμ!" είπε ο Ωσηέ, ο βοσκός.
 Και χωρίς αργοπορία ξεκίνησαν ν' ανεβούν στα βουνά της Ελβετίας.


 Ο Γιόακιμ καθόταν στο κρεβάτι του και σκέφτονταν την παράξενη συντροφιά των προσκυνητών, που ταξίδευε με προορισμό τη Βηθλεέμ. Μετά από λίγο η μαμά κι ο μπαμπάς μπήκαν στο δωμάτιο, ανυπομονώντας κι αυτοί να διαβάσουν τη συνέχεια της θαυμαστής ιστορίας.
 "Πήραμε απ' το βιβλιοπωλείο ένα μικρό θαύμα! Ε, Γιόακιμ;" είπε ο μπαμπάς. "Μπορείς να φανταστείς πώς φτιάχτηκε αυτό το ημερολόγιο;".
 "Νομίζω πως το 'φτιαξε ο γερο - Γιοχάνες" απάντησε ο Γιόακιμ.
 "Ο βιβλιοπώλης είχε πει κάτι για κάποιο Γιοχάνες", εξήγησε ο μπαμπάς στη μαμά.
 Ο Γιόακιμ αναρωτήθηκε αν έπρεπε να τους φανερώσει ότι είχε συναντήσει το γερο - Γιοχάνες. Αλλά αποφάσισε να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Ένα τουλάχιστον μυστικό ήθελε να κρατήσει για τον εαυτό του. Γι αυτό υπήρχε κάτι ακόμα που τον απασχολούσε: ΣΑΜΠΕΤ... ΤΕΜΠΑΣ... ΣΑΜΠΕΤ... ΤΕΜΠΑΣ...
 "Αν ο γερο - ανθοπώλης έφτιαξε αυτό το ημερολόγιο", είπε ο μπαμπάς, "τότε ΄είναι σίγουρα πολύ εφευρετικός άνθρωπος".
 Η μαμά συμφώνησε. "Και βέβαια. Θέλει τρομερή φαντασία, για να σκεφτείς τέτοια ιστορία".
 "Μου είχες πει ότι εγώ έχω τρομερή φαντασία, όταν σου 'πα για την Ελίσαμπετ και τον Εφιριήλ", της θύμισε ο Γιόακιμ. "Κι εγώ δεν τα 'βγαζα απ' το μυαλό μου. Διάβαζα μόνο τα χαρτάκια μέσα απ' το ημερολόγιο".
 "Και τώρα σου λέω πως το πρόσωπο που έφτιαξε το ημερολόγιο θα πρέπει να έχει τρομερή φαντασία", είπε η μαμά. "Το ίδιο είναι. Κατά κάποιο τρόπο.
 Ο Γιόακιμ κούνησε το κεφάλι του.
 "Μπορεί και να μην έχει τρομερή φαντασία. Μπορεί και να μην έχει καθόλου φαντασία. Μπορεί η ιστορία να 'ναι αληθινή".
 Ο μπαμπάς γέλασε. "Δε φαντάζομαι να πιστεύεις πως γίνεται στ' αλήθεια να ταξιδέψει κανείς στη Βηθλεέμ διασχίζοντας την Ευρώπη ολόκληρη και βαδίζοντας προς τα πίσω ,μέσα στο χρόνο;".
 "Τίποτα δεν είναι αδύνατο για το θεό", είπε ο Γιόακιμ.
 Κανείς δε διαώνησε. Ο μπαμπάς σκέφτηκε πως του χρειαζόταν ένας μεγάλος άτλαντας, για να παρακολουθήσουν το ταξίδι της Ελίσαμπετ πάνω στο χαρτάκι. Είχε κι έναν ιστορικό άτλαντα, ένα βιβλίο όλο ΄χαρτες, που έδειχνε τις χώρες και τις πόλεις με τα αρχαία τους ονόματα. Γιατί μια πόλη ΄ή μια ΄χωρα άλλαζε καμιά φορά όνομα με το πέρασμα του χρόνου.
 Ξάφνου η μαμά άφησε μια μικρή φωνούλα κι έφερε το χέρι μπροστά στα χείλη της.
 "Θυμάσαι εκείνη την παλιά ιστορία από τότε που ήμαστε παιδιά;" ρώτησε το μπαμπά. "Υπήρχε στ' αλήθεια κάποιο κοριτσάκι που χάθηκε απ' την πόλη μας την ώρα που ψώνιζε χριστουγεννιάτικα δώρα μαζί με τη μαμά του. Νομίζω ότι την έλεγαν Ελίσαμπετ".
 Ο μπαμπάς έγνεψε καταφατικά. "Ναι. Ήταν λίγο μετά το τέλος του πολέμου. Ελίσαμπετ την έλεγαν;".
 "Έτσι νομίζω", είπε η μαμά. "Αλλά δεν είμαι σίγουρη".
 Ήταν ξάφνου λες κι οι δυο τους είχαν ξεχάσει το Γιόακιμ. Τόσο πολύ τους είχε απορροφήσει η κουβέντα τους.
 "Ε, μπορεί να θυμήθηκε κι ο ανθοπώλης μας αυτήν την παλιά ιστορία και να έβγαλε τα υπόλοιπα απ' το μυαλό του", είπε ο μπαμπάς. "Αν, φυσικά, είναι αυτός που έφτιαξε το ημερολόγιο".
 "Μπορείς να μάθεις αν αυτό το κοριτσάκι το έλεγαν Ελίσαμπετ ή όχι;" ρώτησε ο Γιόακιμ.
 "Ναι. Νομίζω πως μπορώ να το μάθω αυτό", αποκρίθηκε ο μπαμπάς. "Αν και δεν έχει στ' αλήθεια σημασία τ' όνομά της".
 Ο τελευταίο που μίλησε, πριν κατεβούν για το πρωινό τους, ήταν ο Γιόακιμ.
 "Έχει και παραέχει σημασία", είπε. "Γιατι την νεαρή κοπέλα στη φωτογραφία την έλεγαν κι αυτή Ελίσαμπετ".

5 σχόλια:

  1. @ Ασκαρδαμυκτί
    και σε μένα αρέσουν πάρα πολύ.
    καλό βράδυ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πολύ μου αρέσει, πάρα πολύ ! Έχει και πλάκα και πληροφορία και ταξιδάκι και σασπένς. Για να δούμε για να δούμε :))
    Καλή εβδομάδα και καλά κουράγια !!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Θα μου αρεσε να εγραφες κατι δικο σου
    και να διαβαζα
    εστω για ενα τραγουδι που σ΄αρεσε

    Καλο βραδυ


    υγ,
    τα μεγαλα κειμενα με περισσοτερο απο εικοσι σειρες στο νετ
    κανεις δεν τα διαβαζει,


    ΑπάντησηΔιαγραφή