Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

15 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ



..."Μη φοβάσαι", είπε με φωνή απαλή σαν μετάξι...

Όταν ξύπνησε ο Γιόακιμ στις 15 Δεκεμβρίου, δέκα παραθυράκια είχαν απομείνει όλα κι όλα κλειστά στο μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο. Δεν πρόλαβε καν ν' ανασηκωθεί στο μαξιλάρι του κι η μαμά με τον μπαμπά είχαν μπει στο δωμάτιό του.
 Ο Γιόακιμ δεν τους κρατούσε πια κακία, που είχαν ανοίξει το μυστικό κουτί του χωρίς να τον ρωτήσουν. Είχαν κάνει κάτι που δεν έπρεπε, κάτι που δεν είχαν κανένα δικαίωμα να κάνουν. Αλλά τους είχε συγχωρήσει. Δεν μπορούσε να τους κρατάει μούτρα για πάντα. Άσε που είχε πιο πολύ πλάκα να διαβάζει για την Ελίσαμπετ και το ταξίδι της μαζί με τη μαμά και τον μπαμπά. Ήταν σχεδόν σαν να 'χαν κάθε μέρα γιορτή, ως την παραμονή των Χριστουγέννων.
 "Εμπρός, ξεκινάμε!" είπε ο μπαμπάς.
 Ο Γιόακιμ σηκώθηκε κι άνοιξε το παραθυράκι με τον αριθμό 15. Το διπλωμένο χαρτάκι ήταν διπλωμένο στο βάθος του κι ο μικρός αναγκάστηκε να το ψαρέψει με προσοχή, για να μη σκιστεί. Η ζωγραφιά ήταν όμορφη: νησιά μεγάλα και μικρά, με σπιτάκια πάνω τους, λουσμένα στη λιακάδα.
 Ηταν η σειρά του μπαμπά να διαβάσει. Πήρε το χαρτί στα χέρια του ξερόβηξε δυο τρεις φορές και διάβασε με δυνατή, καθαρή φωνή.

 το έβδομο πρόβατο


 Φτάνοντας οι προσκυνητές στη λιμνοθάλασσα της Βενετίας, στο πιο χαμηλό σημείο της Αδριατικής, σταμάτησαν για λίγο σ' ένα μικρό ύψωμα απ' όπου έβλεπαν ολόκληρη την έκταση της πολιτείας με τα κανάλια. 
 Ο Εφιριήλ άρχισε να τους δείχνει ένα ένα τα νησιά και τα νησάκια, που πρόβαλλαν μέσα απ' τα νερά. Οι Βενετοί είχαν χτίσει σπίτια παντού σχεδόν, σε μερικά νησιά υπήρχαν κι εκκλησίες. Μερικά ήταν τόσο κοντά μεταξύ τους, που ενώνονταν με γέφυρες. Αμέτρητες μικρές ψαρόβαρκες αρμένιζαν σ' όλη τη λιμκοθάλασσα. 
 "Βρισκόμαστε στο 797μ.Χ. " δήλωσε ο Εφιριήλ. "Η Βενετία είναι μια πόλη νέα ακόμη. Σύντομα, όμως, τα 118 νησιά θα ενωθούν και θ' αποτελέσουν μια ισχυρή ναυτική κι εμπορική δύναμη. Η Βενετοί εγκαταστάθηκαν εδώ για να προστατευτούν απ' τις επιθέσεις των κουρσάρων και των βαρβάρων που ρήμαξαν την περιοχή. Και πριν από εκατό χρόνια ακριβώς ανέδειξαν έναν ηγέτη, το δόγη".
 "Δε βλέπω γόνδολες", παραπονέθηκε η Ελίσαμπετ. "Και νόμιζα ότι θα 'χαν περισσότερες γέφυρες".
 Ο Εφιριήλ γέλασε. "Μα δε βρίσκεσαι στη Βενετία το εικοστού αιώνα. Σας είπα πως είμαστε στο 797. Κι ότι μέχρι πριν δυο τρεις αιώνες η περιοχή αυτή ήταν ακατοίκητη. Αλλά σε λίγο καιρό η Βενετία θα 'χει τόσους πολλούς κατοίκους, που τα νησιά σχεδόν θ' αγγίζουν πια το ένα το άλλο".
 Εκεί που στέκονταν και κοίταζαν όλα αυτά τα νησιά και τα νησάκια, μια βάρκα με κουπιά πέρασε από μπροστά τους. Απ' τη μια μεριά ήταν φορτωμένη αλάτι. Απ' την άλλη έστεκαν κάμποσα πρόβατα, που βέλαζαν χαιρετώντας τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Η αυγή μόλις είχε χαράξει κι η νυχτερινή πάχνη δαλυόταν σιγά σιγά στο πρωινό φως. 
 Ο άντρας που τραβούσε τα κουπιά τα 'χασε απ' το φόβο του, όταν τους είδε. Με το χέρι του σκέπασε το πρόσωπό του, για να μη βλέπει. Και κάνοντας τρομαγμένος ένα βήμα προς τα πίσω, έχασε την ισοροοπία του κι έπεσε με το κεφάλι στο νερό. Η Ελίσαμπετ τον είδε να ξαναβγαίνει στη επιφάνεια μετά από λίγα δευτερόλεπτα. Κι ύστερα πάλι να βουλιάζει.
 "Θα πνιγεί!" φώναξε."Πρέπει να τον σώσουμε!".
 Μα ο άγγελος Εφιριήλ είχε κιόλας ξεκινήσει. Με χάρη πέρασε πάνω απ' τ' αστραφτερά νερά, έπιασε τον άντρα απ' τους ώμους, όταν ξαναβγήκε στην επιφάνεια, και σηκώνοντάς τον ψηλά στον αέρα τον κουβάλησε μέχρι τη στεριά, μουσκεμένο μέχρι το κόκαλο. Ύστερα έσπρωξε ως την ακτή και τη βαρκούλα του. 
 Ο άντρας έμεινε ξαπλωμένος στο χώμα βήχοντας άγρια, για να διώξει το νερό απ τα πνευμόνια του. Αχόρταγα ρουφούσε τον αέρα και ψέλλιζε: "Γκράτσιε, γκράτσιε..."
 Η Ελίσαμπετ προσπάθησε να του εξηγήσει ότι πήγαιναν στη Βηθλεέμ, για να καλωσορίσουν στη γη το μικρό Χριστό' κι ότι δεν έπρεπε να φοβάται. Ο Ουμουριήλ έκοβε ανυπόμονα βόλτες γύρω του, πετώντας λίγα μόνο εκατοστά πάνω απ' το έδαφος.
 "Μη φοβάσαι", του είπε με φωνή απαλή σαν το μετάξι. "και μην ταράζεσαι. Αλλά δεν πρέπει να ξανοίγεσαι με τη βάρκα σου στη θάλασσα, αφού δεν ξέρεις κολύμπι. Μην νομίζεις ότι θα βρίσκεται πάντα ένας άγγελος κοντά σου, έτοιμος να σε σώσει. Να ξέρεις ότι κατεβαίνουν πολύ σπάνια στη γη. Εντάξει;".
 Ο δύστυχος ψαράς δεν βρήκε και μεγάλη παρηγοριά στα λόγια του Ουμουριήλ. Το χερουβείμ, όμως, κάθισε δίπλα του, τον χτύπησε μαλακά στον ώμο του, του χάιδεψε το μάγουλο και συνέχισε ακούραστα να του λέει και να του ξαναλέει: "Μή φοβάσαι". Στο τέλος φαίνεται πως τον έπεισε. γιατί ο άντρας σηκώθηκε και τρικλίζοντας ζύγωσε τη βάρκα του. Και παίρνοντας στα χέρια του ένα αρνάκι ξαναγύρισε κοντά τους και τους το 'δωσε. 
 "Άγκνους ντει", είπε. 
 Δηλαδή: "Ο αμνός του Θεού", στα λατινικά. Το αρνάκι ακολούθησε χωρίς διαμαρτυρία το κοπάδι των προσκυνητών. Και ο Ωσηέ χτύπησε το ραβδί του στο χώμα και φώναξε: "Εμπρός! Μη χάνουμε την ώρα μας! Η Βηθλεέμ μας περιμένει". Κι έτσι ξεκίνησαν πάλι. 
 Εκεί που τελείωνε ο κόλπος της Βενετίας ήταν χτισμένη η ρωμαϊκή πόλη Ακουιληία. Χωρίς να σταματήσουν το τρέξιμο, ο Εφεριήλ τους έδειξε ένα μοναστήρι. 
 "Το ρολόι μου λέει 718 μ.Χ. Αλλά στην περιοχή αυτή υπήρχαν απ' τα πολύ παλιά χρόνια χριστιανικές κοινότητες".
 Η συντροφιά των προσκυνητών διέσχισε με βιάση την πόλη της Τεργέστης. Κι ύστερα συνέχισαν προς τα νότια, μπαίνοντας στα μέρη της Κροατίας.


 Ο μπαμπάς ακούμπησε το χαρτάκι στο κρεβάτι κι άνοιξε τον ένα από τους δύο μεγάλους άτλαντες που είχε αφήσει στο γραφείο του Γιόακιμ.
 'Να η Βενετία", είπε. "Και να κι η Τεργέστη. Είναι στα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία. Δεν βρίσκω την Ακουιληία".
 "Μπορεί να μην υπάρχει πια" είπε η μαμά. "Γιατί δεν κοιτάζεις και στον ιστορικό χάρτη;".
 Ο μπαμπάς άνοιξε τον άλλο άτλαντα. Είχε χάρτες όλων των χωρών της Ευρώπης, αλλά τα ονόματά τους ήταν αλλιώτικα κι οι πόλεις δεν ήταν ίδιες σ' όλες τις σελίδες του.
 "Για βρες ένα χάρτη της περιοχής, όπως ήταν τον όγδοο αιώνα", είπε η μαμά.
 Ο μπαμπάς γύρισε μια μια τις σελίδες. "Νάτος! Και βρήκα και την πόλη! Ακουιληία! Στα μισά της διαδρομής ανάμεσα στη Βενετία και την Τεργέστη. Μου φαίνεται απίστευτο..."
 "Ποιο πράγμα;" ρώτησε ο Γιόακιμ.
 "Ο γερο - Γιοχάνες θα πρέπει να συμβουλεύτηκε και τέτοιους παλιούς χάρτες, όταν έγραφε την ιστορία του. Γιατί ο κόσμος αλλάζει μέρα με τη μέρα. Η ιστορία είναι ένας ψηλός σωρός από κρέπες. Κι η κάθε κρέπα είναι ένας καινούριος χάρτης του κόσμου".
 "Κρέπες;" απόρησε ο Φιόακιμ.
 Ο μπαμπάς έγνεψε καταφατικά. "Δε φτάνει να ρωτάμε πού έγινε ή πού γίνεται κάτι. Και δε φτάνει να ρωτάμε πότε. Πρέπει να ρωτάμε πάντα και τα δύο".
 Κι ακουμπώντας τα χέρια του στις παλάμες του Γιόακιμ, συνέχισε:
 "Φαντάσου πως έχεις είκοσι κρέπες βαλμένες τη μία πάνω στην άλλη. Αν υπάρχει ένα μαύρο σημαδάκι σε κάποια απ' αυτές και θέλεις να το βρεις, θα πρέπει πρώτα να εντοπίσεις ποια απ' τις είκοσι κρέπες το 'χει και μετά να κοιτάξεις πού ακριβώς είναι το μαύρο σημάδι πάνω στην κρέπα. Μπορεί να χρειαστεί να ψάξεις όλο το σωρό για να τελειώσεις τη δουλειά σου".
 Ο Γιόακιμ κούνησε το κεφάλι του κι ο μπαμπάς συνέχισε. "Το ταξίδι προς τη Βηθλεέμ είναι ένα ταξίδι που διασχίζει και τις είκοσι αυτές κρέπες. Η Ελίσαμπετ δεν ταξιδεύει μόνο στην επιφάνεια της κρέπας που βρίσκεται πάνω πάνω στο σωρό. Κινείται ταυτόχρονα και προς τα κάτω, χώνεται μέσα στο βουνό από κρέπες, που αποτελεί την ιστορία της Ευρώπης".
 "Ταξιδεύουν διασχίζοντας τους είκοσι αιώνες που πέρασαν απ' τη γέννηση του Χριστου. Αυτός ο άτλαντας έχει μέσα χάρτες που δείχνουν πώς ήταν ο κόσμος μας κατά τη διάρκεια του καθενός από τους είκοσι αυτούς αιώνες. Και νομίζω ότι ο γέρο - Γιοχάνες θα πρέπει να 'χε μπροστά του ανοιχτό ένα τέτοια βιβλίο - κρέπα, όταν έγραφε την ιστορία του".
 Ο μπαμπάς κι ο Γιόακιμ δεν μπόρεσαν να μη γελάσουν με το "Βιβλίο - κρέπα".
 "Το ερώτημα είναι αν πράγματι συνέβη αυτό το περιστατικό: αν πράγματι ο άγγελος Κυρίου έσωσε κάποιον ψαρά από βέβαιο πνιγμό το 797 μ.Χ. Νομίζεις ότι μπορούμε να το μάθουμε αυτό;" ρώτησε η μαμά.
 "Δε φαντάζομαι να πιστεύεις ότι όλη αυτη η ιστορία είναι αληθινή;" απόρησε ο μπαμπάς.
 "Όχι, όχι", απαντησε η μαμά διστακτικά. "Αλλά αν συνέβη στ' αλήθεια, τότε μπορεί ο τυχερός ψαράς να μίλησε σε κάποιον, στον παππά του χωριού του για παράδειγμα. Μπορεί κάπου να υπάρχει γραμμένη η ιστορία του. Ίσως θα πρέπει να ψάξουμε στη βιβλιοθήκη".
 Ο μπαμπάς δεν ήθελε ν' ακούσει περισσότερα για αυτό το ζήτημα. "Λέω να πάμε σήμερα να φάμε μια πίτσα στο κέντρο. Κι ύστερα μπορούμε να περάσουμε μια βόλτα απ' την πλατεία. Αν τον δεις το γερο - Γιοχάνες, θα τον γνωρίσεις, Γιόακιμ;" ρώτησε.
 "Ασφαλώς", απάντησε ο Γιόακιμ. "Θα τον γνωρίσω με την πρώτη. Μιλούσε λιγάκι παράξενα. Μπορεί να μην είναι Νορβηγός".


 Την ημέρα εκείνη η μαμά περίμενε το Γιόακιμ στο σχόλασμα. Μαζί πήραν το λεωφορείο και κατεβήκαν να συναντήσουν το μπαμπά στο κέντρο. Απ' την πιτσαρία φαινόταν η πλατεία μπροστά στη μητρόπολη.
 Την ώρα που έτρωγαν, ο μπαμπάς τον ρώτησε κάμποσες φορές: "Μήπως τον βλέπεις πουθενά, Γιόακιμ;" και κάθε φορά ο Γιόακιμ απαντούσε: "Όχι". Ο γερο - Γιοχάνες είχε γίνει άφαντος. Φαίνεται πως δεν κατέβαινε πια στην πλατε'ια να πουλήσει τα λουλούδια του.
 Όταν τελείωσαν το φαγητό τους, αγόρασαν μερικά γιορτινά κεριά και δώρα για τα Χριστούγεννα. Κι ύστερα πήγαν στο βιβλιοπωλείο όπου ο Γιόακιμ είχε βρει το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο.
 Ο βιβλιοπώλης γνώρισε αμέσως το μπαμπά και το Γιόακιμ. Και χαιρέτισε και τη μαμά.
 "Να 'μαστε πάλι", είπε ο μπαμπάς."Θέλαμε να σας ρωτήσουμε γι αυτόν τον παράξενο ανθοπώλη. Μήπως τον είδατε καθόλου αυτές τις τελευείες μέρες;"
 Ο βιβλιοπώλης κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. "Έχει περάσει κάμποσος καιρος από τότε που τον είδα τελευταία φορά. Δεν κατεβαίνει και πολύ στην πλατεία αυτήν την εποχή του χρόνου".
 "Το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο είναι λιγάκι μυστηριώδες", εξήγησε η μαμά. "Θέλουμε να τον καλέσουμε στο σπίτι, να τον ευχαριστήσουμε".
 Ο βιβλιοπώλης το υποσχέθηκε πως θα το 'λεγε στο Γιοχάνες. Και πως θα τον παρακαλούσε να τους τηλεφωνήσει.
 "Κάτι ακόμα", είπε ο μπαμπάς τη στιγμή που έφευγαν. "Μήπως ξέρετε από ποια χώρα είναι;"
 "Νομίζω πως μου είχε πει κάποτε ότι είναι απ' τη Δαμασκό", απάντησε ο βιβλιοπώλης.
 Στο δρόμο για το σπίτι, μέσα στο αυτοκίνητο, ο μπαμπάς χτυπούσε τα δάχτυλά του νευρικά στο τιμόνι. "Κρίμα που δεν τον βρήκαμε!" παραπονέθηκε.
 "Τουλάχιστον μάθαμε από πού είναι", είπε η μαμά. "Η Δαμασκός δεν είναι η πρωτεύυσα της Συρίας;".

10 σχόλια:

  1. Σήμερα έφερα εγώ καφεδάκι να πιούμε :)

    καλημέρα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. @ iLiAs
    καλημέρα!!

    @ Dark13Sun
    Σωστός.
    πόσα ξέρεις, πόσα ξέρεις!
    θα βάλω τα κουλουράκια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Καλημερούδια! κάντε λίγο προς τα εδώ τα κουλούρια να δω κάτι

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Πέρασα για μια καλημέρα!!!!Φιλάκια!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. χααχχααχ sewsome λούσου με ούλτρεξ και θα δεις.

    Δηλαδή αν κατάλαβα καλά, πρέπει να κινηθώ σε σπυράλ για να εισχωρήσω σε άλλες διαστάσεις. Πολύ ορθώς, έκτακτα !!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. μια κουραστική αλλά ευχάριστη μέρα τελείωσε.
    ομολογώ πήγα Goody's και "τσίμπησα" ένα γαϊδαράκο γκριζούλη.
    γιατί άάάραγε; χι χι
    άρα οι ευχές σας έπιασαν τόπο!
    σας εύχομαι λοιπόν με τη σειρά μου να έχετε ένα καλό καλό βράδυ!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή