Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

9 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ



...πάτησαν το λόγο που 'χαν δώσει...

 Ο Γιόακιμ δεν μπορούσε να βγάλει απ' το μυαλό του τα λόγια που ο γερο - Γιοχάνες είχε μουρμουρήσει μέσα απ' τα δόντια του: "Σάμπετ...Τέμπας".
 Τί σήμαιναν αυτές οι λέξεις; Ήταν άνθρωπος ή πράμα; Μήπως είχαν κάποια σχέση με το μαγικό χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο;
 Πριν πέσει για ύπνο, έγραψε τις δυο λέξεις στο μικρό του σημειωματάριο, για να μην τις ξεχάσει ως το πρωί. Και τότε ακριβώς πρόσεξε κάτι παράξενο: Σάμπιετ και Τέμπας ήταν η ίδια λέξη διαβασμένη ανάποδα.
 Αυτό του φάνηκε τόσο μυστήριο, που τις ξανάγραψε σταυρωτά:
  Ίσως κάποια στιγμή οι μαγικές αυτές λέξεις να τον βοηθούσαν να ξεδιαλύνει το μυστικό του παλιού λευκώματος. 
 Ξάφνου θυμήθηκε κάτι που του είχε πει ο βιβλιοπώλης. Δεν είχε πει πως ο γερο - Γιοχάνες ήταν λιγάλι παράξενος; Ο Γιόακιμ δεν τον έβρισκε καθόλου παράξενο. Δεν ήταν, βέβαια, καθόλου συνηθισμένο να χύνει κανείς νερό στα κεφάλια των ανθρώπων. Ήταν, όμως, κάτι που θα μπορούσε να το κάνει κι ο ίδιος ο Γιόακιμ.


 Όταν ξύπνησε, στις 9 Δεκεμβρίου, ανακάθισε στο κρεβάτι του και βιάστηκε ν' ανοίξει το χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο, πριν ξυπνήσουν η μαμά κι ο μπαμπάς του. Στην εικόνα είδε έναν άντρα που έπαιζε αυλό. Πίσω του ακολουθούν πλήθος παιδιά, μικρά και μεγάλα.
 Ο Γιόακιμ κοίταξε τη ζωγραφιά αρκετή ώρα, πριν σηκώσει απ' το μαξιλάρι του το χαρτάκι που 'χε πέσει απ 'το ημεροολόγιο. Μετά βολεύτηκε κάτω απ' το πάπλωμα κι άρχισε να διαβάζει.



 το πέμπτο πρόβατο


 Ήταν το σωτήριο έτος 1.378 μετά τη γέννηση του Χριστού. Τρία άγια πρόβατα κι ένα αρνάκι με κουδουνάκι στο λαιμό του μπήκαν τρέχοντας στην εμπορική πόλη του Αμβούργου. Πίσω απ' το μικρό κοπάδι έτρεχαν δύο βοσκοί. Ακόμα πιο πίσω τους ακολουθούσε ένας καλοντυμένος μαύρος βασιλιάς. Ένα μικρό κοριτσάκι έτρεχε παραπίσω, όσο γρήγορα μπορούσαν να τρέξουν τα μικρά του ποδαράκια. Και τελευταίος στη σειρά ένας άγγελος πετούσε λίγα μόλις εκατοστά πάνω απ' το έδαφος.
 Ήταν Κυριακή πρωί. Κι ήταν ακόμα νωρίς. Οι διαβάτες στους δρόμους μετριούνταν στα δάχτυλα ενός χεριού. Πήγαιναν στην πρωινή λειτουργία, στην παλιά εκκλησία του Αγίου  Ιακώβου, Σαν είδαν τη μικρή συντροφιά των προσκυνητών, σήκωσαν ψηλά τα χέρια. Κάποιοι σκέπασαν τα μάτια τους. Κι ένας απ' όλους φώναξε: "Δοξασμένο ας είναι το όνομα του Κυρίου!".
 Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί και στο Ανόβερο λίγα χρόνια πριν. Ήταν το 1.351. αμέσως μετά το τέλος της φοβερής επιδημίας πανούκλας, που είχε σκοτώσει χιλιάδες ανθρώπους όχι μόνο στη Γερμανία αλλά σ' ολόκληρη την Ευρώπη. Ήταν Δευτέρα κι οι έμποροι ίσα ίσα που είχαν αρχίσει ν' ανοίγουν τα μαγαζιά τους. Χωριάτες και μανάβισσες είχαν βγάλει τους πάγκους τους κι άπλωναν την πραμάτεια τους. Όλοι τους είχαν χάσει κάποιο δικό τους, κάποιον αγαπημένο, με το μεγαλύτερο θανατικό. Ήταν ακριβώς πριν χαράξει μια καινούρια μέρα.
 Και τότε ένα μικρό κοπάδι πρόβατα έκανε ξάφνου την εμφάνισή του στην πλατεία της αγοράς. Στο πέρασμά τους αναποδογύρισαν κι έναν πάγκο με λαχανικά. Πίσω απ' το κοπάδι ερχόταν μια αλλόκοτη συντροφιά: δύο βοσκοί κι ένας άντρας με φορεσιά εξωτική και μαύρο δέρμα σαν Αφρικανός. Πίσω του ερχόταν, πετώντας σχεδόν, ένας λευκοντυμένος νεαρός με φτερά στην πλάτη. Και στο τέλος, τρέχοντας να προλάβει, ακολούθησε ένα κοριτσάκι. Κι όπως έτρεχε, η μικρή σκόνταψε σ' ένα κάρο γεμάτο λάχανα κι έπεσε κάτω, ενώ η υπόλοιπη συντροφιά προχώρησε και χάθηκε φεύγοντας απ' την αγορά.
 Η Ελίσαμπετ έβαλε τα κλάματα, όταν είδε τον άγγελο Εφιριήλ και τους άλλους να χάνονται μπροστά απ' τα μάτια της. Ήταν η δεύτερη φορά σ' αυτό το μεγάλο ταξίδι, που έπεφτε και χτυπούσε. Και σαν να μην έφτανε αυτό, τώρα είχε χάσει και τους άλλους προσκυνητές κι είχε βρεθεί ανάμεσα σ' ανθρώπους άγνωστους. Όχι μόνο σε μια ξένα, μακρινή χώρα, αλλά και σ' έναν ξένο, μακρινό αιώνα.
 Ο κόσμος στην αγορά ήταν κατατρομαγμένος. Σιγά σιγά μαζεύτηκαν γύρω απ' την Ελίσαμπετ κι ένας άντρας τη σκούντησε με το πόδι του, λες και φοβόταν να την αγγίξει με το χέρι του. Σαστισμένος κι ο ίδιος, ζάρωσε τα φρύδια του και μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο, που ακούστηκε μάλλον σαν μουγκρητό παρά σαν ανθρώπινη κουβέντα. Ευτυχώς, όμως, μια γριά γυναίκα πήρε την Ελίσαμπετ στην αγκαλιά της και προσπάθησε να την παρηγορήσει. Μιλούσε μια γλώσσα που η Ελίσαμπετ δεν την καταλάβαινε.
 "Πάω στη Βηθλεέμ", είπε η μικρή. 
 Μα ούτε η γριά μανάβισσα καταλάβαινε τη γλώσσα της Ελίσαμπετ. Αντί να της απαντήσει, τη ρώτησε: "Χάμελιν; Χάμελιν;".
 "Όχι, όχι!" ξανάπε ανάμεσα στους λυγμούς της η Ελίσαμπετ. "Στη Βηθλεέμ! Στη Βηθλεέμ!".
 Αυτά ήταν τα λόγια της. και την επόμενη στιγμή ένας απ' τους αγγέλους του Κυρίου παρουσιάστηκε λουσμένος σε ουράνιο φως πάνω απ' την πλατεία της αγοράς. Η Ελίσαμπετ άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος του και φώναξε: "Εφιριήλ! Εφιριήλ!".
 Οι άνθρωποι όλοι έπεσαν κατάχαμα. Κι ο άγγελος σήκωσε την Ελίσαμπετ στον αέρα, πέταξε πάνω απ' το καμπαναριό της καινούριας Εκκλησίας της Αγοράς και χάθηκε. 
 Όταν την κατέβασε πάλι στη γη, είχαν βγει πια απ' την πόλη. Στην άκρη της δημοσιάς περίμεναν τα πρόβατα, οι βοσκοί κι ο Κάσπαρ, ο μαύρος βασιλιάς.
 "Τί σας έλεγα;" χαμογέλασε ο Ωσηέ. "¨οταν κάποιο απ' τα πρόβατα χάνεται, τότε ο βοσκός αφήνει το κοπάδι και ψάχνει να το βρει".
 Μετά χτύπησε το ραβδί του στο χώμα, όπως πάντα, και φώναξε: "Και τώρα εμπρός! Πάμε για τη Βηθλεέμ!".
 "Είναι μακριά ακόμα η Βηθλεέμ;" ρώτησε η Ελίσαμπετ.
 "Όχι πολύ, μικρή μου", απάντησε ο Εφιριήλ.
 Μετά από λίγο έφτασαν σε κάποια πόλη χτισμένη στις όχθες ενός ποταμού. 
 "Αυτό είναι το Χάμελιν", είπε ο Εφιριήλ. "Το ποτάμι το λένε Βέζερ και βρισκόμαστε στο έτος 1.304 μετά τη γέννηση του Χριστου΄. Λίγα χρόνια πριν, μια τρομερή συμφορά χτύπησε τούτη την πόλη. Κατά κάποιο τρόπο, βέβαια, ήταν άξιοι της τύχης τους κι άλλον δεν έχουν να κατηγορήσουν για το πάθημά τους παρά μονάχα τον εαυτό τους. Γιατί πάτησαν το λόγο που είχαν δώσει. Κι αυτό ποτέ κανείς δεν πρέπει να το κάνει".
 "Τί έγινε;" ρώτησε η Ελίσαμπετ.
 "Η πόλη υπέφερε, γιατί αμέτρητα ποντίκια μάστιζαν τις αποθήκες και τα χωράφια της. Ώσπου μια μέρα έφτασε εδώ ένα παλικάρι μ' ένα μαγικό αυλό στα χέρια του. Κι όταν άρχισε να παίζει τον αυλό του, όλα τα ποντίκια τον ακολουθούσαν σα μαγεμένα. Ο αυλητής τα οδήγησε τότε στο ποτάμι κι αυτά έπεσαν μέσα και πνίγηκαν όλα".
 "Και δεν ήταν καλό αυτό;".
 "Πολύ καλό. Αλλά οι κάτοικοι της πόλης του του 'χαν τάξει να τον πληρώσουν με πολλά χρήματα, αν κατάφερνε να τους απαλλάξει απ' τα ποντίκια. Μα όταν αυτός πήρε τα ποντίκια και τα 'πνιξε, εκείνοι αρνήθηκαν να τον πληρώσουν αυτά που του χρωστούσαν".
 "Και τί έκανε τότε ο αυλητής;".
 "Ξανάρχισε να παίζει με τον αυλό του. Κι αυτή την φορά δεν ήταν τα ποντίκια αυτά που τον ακολουθούσαν. Μαγεμένα απ' τη μελωδία του αυλού σηκώθηκαν όλα τα παιδιά της πόλης και τον πήραν από πίσω. Ο αυλητής προχώρησε, προχώρησε και μαζί με τα παιδιά χώθηκε σ' ένα μεγάλο και ψηλό βουνό. Κι από τότε κανείς δεν τον ξανάδε, ούτε αυτόν ούτε τα παιδιά του Χάμελιν".
 Η Ελίσαμπετ κατάλαβε τότε τί τη ρωτούσε η γριά μανάβισσα στο Ανόβερο: Τη ρωτούσε αν ήταν κι αυτή ένα απ' τα παιδιά του Χάμελιν, ένα απ' τα παιδιά που 'χαν ακολουθήσει τον αυλητή κι είχαν χαθεί για πάντα.
 Η μικρή συντροφιά των προσκυνητών συνέχιζε το δρόμο της διασχίζοντας την Ευρώπη κι οπισθοχωρώντας ολοένα και περισσότερο στην ιστορία, όταν ένα πρόβατο τους πλησίασε τρέχοντας μέσα απ' τα χωράφια κι ενώθηκε με το μικρό κοπάδι τους. Τώρα είχαν μαζί τους πέντε πρόβατα. 
 Ο Ωσηέ χτύπησε το χώμα με το ραβδί του.
 "Εμπρός! Μην αργείτε! Πάμε για τη Βηθλεέμ!". 



 Ο Γιόακιμ ξεκλείδωσε το μυστικό κουτί του κι έβαλε κι αυτό το χαρτί μαζί με τα άλλα. Κι όταν λίγο αργότερα μπήκε η μαμά στο δωμάτιο, εκείνος καθόταν και κοίταζε τη ζωγραφιά στο χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο.
 Η μαμά έσκυψε πάνω απ' τον ώμο του.
 "Για κοίτα! Ένας αυλητής..."
 "Ο αυλός του είναι μαγικός. Πιάνει τα ποντίκια", εξήγησε ο Γιόακιμ. "Μα οι άνθρωποι του Χάμελιν δεν ήθελαν να του δώσουν την αμοιβή που του 'χαν τάξει κι αυτός τότε τους πήρε τα παιδιά τους. Πάτησαν το λόγο που 'χαν δώσει. Κι αυτό κανείς ποτέ δεν πρέπει να το κάνει".
 Τη στιγμή εκείνη μπήκε κι ο μπαμπάς στο δωμάτιο. "Τί 'ναι αυτά που λες;" ρώτησε.
 Τότε συνήλθε ο Γιόακιμ και κατάλαβε τη γκάφα που 'χε κάνει: Είχε μιλήσει άθελά του για την ιστορία που είχε αποφασίσει να κρατήσει κρυφή.
 "Απ' το μυαλό μου τα βγάζω", προσπάθησε να τα κουκουλώσει. "Δεν είναι τίποτα. Μια ιστορία που έβγαλα απ' το μυαλό μου".
 "Ω, όχι, Γιόακιμ" απάντησε ο μπαμπάς με σταθερό, αποφασιστικό τόνο. "Η ιστορία που σ' άκουσα να λες είναι η ιστορία του αυλητή του Χάμελιν. Ένας παλιός θρύλος απ' τη Γερμανία. Πού την άκουσες;"
 Τί να πει; Έπρεπε να βρει κάτι έξυπνο, κάτι πειστικό.
 "Η Ίνγκβιλντ", απάντησε. Η Ίνγκβιλντ ήταν η δασκάλα του. "Ή κάποιος στο σχολείο. Δε θυμάμαι".
 Έλεγε ψέματα. Αλλά το 'κανε για να μη φανερώσει πριν απ' την ώρα του το χριστουγεννιάτικο δώρο που ετοίμαζε για τους γονείς του. Και τα ψέματα σ' αυτήν την περίπτωση επιτρέπονταν κι ήταν συγχωρεμένα. Πέρα για πέρα.
 Μετά το σχολείο ο Γιόακιμ κατέβηκε με τη μαμά στην πόλη ν' αγοράσει καινούριο μπουφάν. Κι ο Γιόακιμ της ζήτησε να περάσουν κι απ' την κεντρική πλατεία.
 Δεν είχε πολλούς πάγκους όπως το καλοκαίρι. Κάποιοι πουλούσαν στεφάνια και κεριά, άλλοι πάλι χριστουγεννιάτικα στολίδια και μικρά δωράκια.
 "Αναρωτιέμαι πώς αντέχουν μέσα στο κρύο", είπε ανατριχιάζοντας η μαμά. "Εκεί πέρα είναι κάποιος που πουλάει λουλούδια".
 "Είναι που λίγη απ' τη δόξα των ουρανών έφτασε ως εδώ κάτω και φώτισε τη γη", είπε ο Γιόακιμ προσπαθώντας να κρύψει το χαμέγελό του.
 "Τί στην ευχή λες;" απόρησε η μαμά.
 "Πουλάει λουλούδια μέσα στο καταχείμωνο, επειδή λίγη απ' τη δόξα των ουρανών έφτασε ως εδώ κάτω και φώτισε τη γη", ξανάπε ο Γιόακιμ. "Δεν το καταλαβαίνεις; Υπάρχει τόσο πολλή δόξα στους ουρανούς, που δεν είναι δύσκολο να ξεχειλίσει και να στάξει λίγη ως εδώ κάτω".
 Η μαμά κούνησε το κεφάλι της κι αναστέναξε απελπισμένη. Φαίνεται πως δεν της άρεσε καθόλου να τον ακούει να λέει τέτοια πράγματα.
 Ο Γιοχάνες στεκόταν πίσω απ΄τον πάγκο με τα λουλούδια του. Έγνεψε στο Γιόακιμ και τον χαιρέτισε.
 Όταν πέρασε από μπροστά του, ο Γιόακιμ γύρισε και τον κοίταξε. Ο γερό - Γιοχάνες είχε σηκώσει τα χέρια του μπροστά στο στόμα και έκανε τάχα πως έπαιζε έναν αόρατο αυλό.

7 σχόλια:

  1. Επιμένω: τίτλοι και ζωγραφιές, είναι όλα τα λεφτά!
    Καληνύχτα Μπλούζ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. σούπερ οι ιστορίες όπως πάντα!
    καλό βράδυ μπλούζ μου!
    φιλάκια

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. καλό βράδυ
    καληνύχτες
    φιλάκια.
    μέχρι τώρα έγραφα τ' αυριανό!
    αλλά αξίζει,
    σας αξίζει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Μια Καλημέρα από την Αθήνα― που τώρα που επέστρεψα στα πάτρια χώματά της (πεζοδρόμια μάλλον) μου φαίνεται πιό ξένη κι από το Αμβούργο του σωτηρίου έτους 1378...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Έξοχα έξοχα, περιπλέκεται η ιστορία, να δούμε τι θα πει και ο Γιοχάνες για την Ελίσαμπετ :))
    Καλή σου μέρα φιλάκι *

    ΑπάντησηΔιαγραφή